Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Τα φαντάσματα

Στην κάμαρα μου είναι όλα ήσυχα 
και τακτοποιημένα. 
Το κρεβάτι στρωμένο, το σκυλί 
στο χαλί, τα ρολόγια δεν χάνουν 
ούτε ένα δευτερόλεπτο, τα μπιμπελό 
καλογυαλισμένα και ο ανεμιστήρας
σαν απολιθωμένο ζώο περιμένει το θέρος. 
Όλα σε τάξη από ένα χέρι αόρατο. 

Εγώ στο γραφείο μπροστά στον υπολογιστή 
με ακατανόητες κινήσεις εισβάλω στη ζωή 
των άλλων σαν να μολεύω το απαράβατο 
της ερημίας τους.
Δεν είμαι απρεπής απλά χρειάζομαι τροφή 
για να σιτίσω τη μοναξιά. 
Δεξιά κι αριστερά δύο ντάνες με βιβλία
όλα μισοτελειωμένα με τους σελιδοδείκτες 
να με περιπαίζουν βγάζοντας μου γλώσσα. 

Παίρνω μια ερωτική ανθολογία τυχαία 
διαλέγω τη σελίδα 125 είναι ένα όμορφο 
ποίημα που μιλά για το πως το φως επηρεάζει 
τα γυμνασμένα μέλη των εραστών. 
Μου αρέσει πολύ.
Αν το είχα γράψει εγώ θα ήταν κάτω 
του μετρίου. 
Τσεκάρω με το μολύβι δύο στίχους 
και διπλώνω τη σελίδα για να το ξαναβρώ.
Σίγουρα θα το χρειαστώ, πάντα μας χρειάζεται
λίγος έρωτας σαν αντίδωρο. 

Το δικό μου σώμα δεν είναι καλά γυμνασμένο, 
μάλιστα χαλάρωσε αρκετά. 
Ποιον ενδιαφέρει θα μου πεις;
Παίρνω ένα μολύβι γράφω ένα ποίημα.
Μου αρέσει λίγο. 
Το δουλεύω καλύτερα. 
Το αποτέλεσμα δεν με ευχαριστεί. 
Στο τέλος το σκίζω. 
"Θα ήθελα να ήσουν εδώ" το τιτλοφορούσα. 

Μην μπεις στον κόπο να έρθεις δεν θα ανοίξω. 
Εγώ με το σκυλί μου θα διαβώ πάλι μια νύχτα
ατελείωτη με λίγο ύπνο και πολλά τσιγάρα. 
Ίσως κατά τη διάρκεια της να γράψω 
επιτέλους κάτι πιο δυνατό. 
Για παράδειγμα για τα φαντάσματα που
κυκλοφορούν ελεύθερα στο μπαλκόνι μου
και με κάνουν να χάνω τον ειρμό μου.
Ας είναι. 
Δεν φεύγουν. 

Δεκαεφτά σαϊτιές

Μυτερό καρφί 
ο σταυρός χωρίς σώμα 
και ποιον να κλάψεις. 

Ώριμο σύκο 
το βάζο σφραγισμένο 
βουτιές στη γλύκα. 

Κόκκινο φαρί 
ατίθαση η χαίτη 
μύγες στα σκέλια. 

Απόψε φύγε 
θησαύρισε το σώμα 
μύριες ηδονές.

Κρουστή η πηγή 
έσκυψε να πιει νερό 
μια πασχαλίτσα. 

Μες το τηγάνι 
λαμποκοπά ο γαύρος 
πρωινή ψαριά. 

Κόκκινος ήλιος 
φιλιέται με τη νύχτα. 
πριν βασιλέψει. 

Βγήκαν οι τράτες 
στρογγυλό το φεγγάρι 
στα νερά γλιστρά. 

Όνειρα γλυκά 
βάλε στο μαξιλάρι 
μια προσευχή. 

Καυτά τα φιλιά 
λούστηκαν την αρμύρα
τ' ανοιχτού πόντου.

Τα βασιλικά 
κορφολογά η κόρη 
κι απλώνουν παντού. 

Ξανθό το παιδί 
το φεγγάρι σαν τόπι 
έλα να παίξεις. 

Αχυρόστρωμα 
βούλιαξε το κορμί σου
σ' ονείρων κύκλους. 

Σκληρή κουβέντα 
προπέτης ο έρωτας
μες τα αγκάθια ζει.

Δάκρυ και αίμα 
η μάχη κι αν τέλειωσε
στην καρδιά βαστά.

Ώρα δειλινού 
μια λωρίδα ουρανού 
χρυσή βάφτηκε. 

Γελά ο κλόουν 
κορόμηλο το δάκρυ 
όταν ξεβαφτεί.