Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Δάκρυα χαράς και άλλα

Δάκρυα χαράς 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
μες την προϊστορία κι είδε 
τα αγάλματα να δακρύζουν 
στη θέα ενός σιτοβολώνα 
που τον κυματίζει ο άνεμος.

*
Επισύναψη 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε
στις αρχές του αιώνα και
αναθεμάτισε τη στιγμή 
που δεν συμμάχησε
με την ιλαρότητα των
πρωινών καλαηδισμών
από κοτσύφια λαβωμένα 
στο στέρνο. 

*
Εμπλοκή 

Είμαι εγώ αυτή που εζησε
στις θερμές νύχτες 
του Αυγούστου και δεν 
καταδέχτηκε να προσφερθεί 
σε χορό με τον υπέροχο 
κατά τα άλλα οικοδεσπότη
υποκρινόμενη αδιαθεσία. 

*
Μέτοικος 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
στη χώρα του ποτέ 
κι είχε για φίλους
κάποια παράξενα ανθρωπάκια 
που είχαν στην ανάστροφη 
της παλάμης τους
χαραγμένο το σημείο 
του απείρου και μια 
σφηκοφωλιά.

*

Κατάδυση σε πρώτο πρόσωπο 

Είμαι εγώ αυτή που έζησα
στα βάθη μιας ύπουλης 
θάλασσας. 
Συγγενεψα με μυστήριο όντα
και βράγχια έβγαλα και
πτερύγια στο κορμί. 
Καταδύομαι και δεν χρειάζομαι 
αναπνευστήρα μόνο μια
συγνώμη σου για να επιστρέψω 
προτου με βρει η γοργόνα 
και με καθυστερήσει άλλους 
δύο αιώνες. 

Συνταξιδιώτες

Σε είχα κάνει Θεό μου
κι εσύ με απέφευγες. 
Μπροστά στην ωραία πύλη 
στεκόσουν και με κοιτούσες 
με βλέμμα βλοσυρό σαν του αετού 
που εποπτεύει το χώρο για να 
βρει τη λεία του γιατί πολύ 
έχει πεινάσει τον τελευταίο καιρό
περφάνια και ανταμοιβή. 

Δίβουλα τα χέρια σου στρέφονταν 
μια δεξιά μια αριστερά και δεν γνώριζα 
αν ήθελαν να με αγκαλιάσουν ή
να με διώξουν με ένα ράπισμα 
μακριά μέσα σε εκείνο το βάραθρο 
που τόσο φοβόμουν και που εσύ 
μου είχες για κατοικία ορίσει. 

Ξεκούμπωτο πουκάμισο φορούσες 
και πρόβαλλε γυμνό το στήθος σου 
εκεί που κάποτε έγερνα 
κι έδιωχνα την κούραση μακριά 
κι έβλεπα να πλαταίνει ο κόσμος,
η συνοικία, η αγορά, η πλάση
και μαζί να πλαταίνεις κι εσύ 
και να με καταλαμβάνεις σαν τον
αέρα που καταλαμβάνει τα πανιά 
και δίνει ώθηση στο καράβι.
Έτσι κι εγώ μαζί σου ταξίδευα. 

Σανδάλια φορούσες στα πόδια σου
κι είχες ξεχάσει να τα δέσεις.
Σε πλησίασα διπλό κόμπο να 
κάνω, φοβόμουν βλέπεις 
μην σκοντάψεις και πέσεις 
καθώς στο ιερό θα έμπαινες 
να πάρεις την Αγία γραφή το
απολυτίκιο να διαβάσεις του
Ανώνυμου Αγίου. 

Σε είχα κάνει Θεό μου 
κι εσύ απομακρυνόσουν.
Ανέμιζε η γενειάδα σου κι εσύ 
ψηλά ως τον θόλο έφτανες 
στην μεριά του Παντοκράτωρα,
αυστηρά να με κρίνεις και δεν λέω 
πολλά ανομήματα είχα μα σ' αγαπούσα 
με την καρδιά λέφτερη σαν εκείνου 
του Αγίου που μαρτυρά θάνατο οδυνηρό
μα ούτε μια στιγμή δεν λυγίζει.