Γιατί κάποια αποτυπώνονται.
Κάποια τα ζείς και σαν ξυπνάς, σου μένει η έντασή τους.
Βρισκόμουν έξω απο κατάστημα τουριστικών ειδών σε κάποιο νησί, ίσως στην Τήνο, μαζί με παρέα και παρατηρούσα έναν όμορφο νεαρό γύρω στα εικοσιπέντε , με μακριά σπαστά καστανά μαλλιά, που αποτελείωνε μια μικρή μαρμάρινη μπανιέρα στα σκαλιά του καταστήματος κάτω απο τα κρεμασμένα σουβενίρ και απο πολλές ονειροπαγίδες. Μικρή όμως. Είχε στα χέρια καλέμι και σφυρί και σμίλευε το γλυπτό του έργο δίνοντας συχνά πυκνά σφυριές που θα έκανε τέλειο το δημιούργημά του. Φαίνονταν αυτο που έκανε καθώς πετάγονταν μικρά θραύσματα μαρμάρου και δεν το έκανε για το θεαθήναι όπως στην αρχή σκεπτόμουν εγώ.
Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που δούλευε και ο ήχος που έβγαινε σε κάθε του χτύπημα.. Ήταν μια μικρή μπανιέρα απο μάρμαρο υπόλευκο με καφέ νερά και πάρα πολλά στολίδια που βρίσκονταν στο χείλος της και στην βάση της με αποκορύφωμα την “κεφαλή” της όπου εκεί βρίσκονταν παραστάσεις ανθρώπων. Αρχαία σύμβολα θα έλεγα μα που έμοιαζαν και χριστιανικά. Άλλωστε το ένα γεννήθηκε μέσα απ’το άλλο. Έχω ακόμα στην σκέψη μου τα χτυπήματα που έδινε μέσα σε κάτι λουλούδια και μέσα στην επιφάνεια της μπανιέρας όπου έβγαζε εναν κρυστάλλινο ήχο απο την λεπτότητα του μαρμάρου. Είχε καταφέρει και είχε αφήσει σχεδόν φλύδα απο αυτό.
Έπειτα βρέθηκα μέσα στο κατάστημα να περιεργάζομαι μια κλασική φωτογραφική μηχανή Canon Eos που θα ήθελα να είχα στην κατοχή μου, ενώ ταυτόχρονα να μου την παίρνει απο τα χέρια ο ιδιοκτήτης της που έτυχε να ειναι ο νεαρός γλύπτης.
Έξω ξανά να θαυμάζω στο εσωτερικό του καταστήματος ένα υπέροχο λευκό λιοντάρι, έργο και αυτό του γλύπτη που όμως είχε ζωή... μπορεί να ήταν έργο του μα ήταν ζωντανό. Ενα καταπληκτικό κατάλευκο νεαρό λιοντάρι που ήρθε πάνω μου και άρχισα να παίζω μαζί του καθισμένος σ’εναν πάγκο με εμπορεύματα. Δίπλα μου μια κοπέλα που με συνόδευε. Σε κάποιο χρόνο άρχισαν τα δαγκώματα του να μ’ενοχλούν και να προσπαθώ να φωνάξω στον ιδιοκτήτη αλλά να μη βγαίνει η φωνή μου. Ούτε τα νοήματα βοήθησαν, μέχρι που η κοπέλα τον φωνάζει κι εκείνος με μια εντολή το σταματά. “Είδες, είδες” λέω στην κοπέλα “είδες που προσπαθούσα να φωνάξω και δεν μπορούσα;” και αμέσως άρχισα να επιτίθομαι φραστικά στον νεαρό, πως θα τον καταγγείλω στις αρμόδιες υπηρεσίες για κτήση άγριου ζώου και μπλα μπλα μπλα ενώ εκείνος απομακρυνόταν, μαζί με το λιοντάρι, προς την αποθήκη του καταστήματος δεξιά στο στενό που βρισκόταν δίπλα στο μαγαζί.
Βρέθηκα να περπατώ προς την έξοδο του καταστήματος όταν μπήκαν τρείς άντρες με μάσκες εκ των οποίων ο ένας φορούσε μια λευκή αγριεμένη φάτσα απο κάποια ταινία θρίλερ, θαρρώ. Ενστικτωδώς απλώνω το χέρι προς το πρόσωπό του και το ίδιο έκανε κι εκείνος με την διαφορά πως εκείνος με χτύπησε. Δεν ξέρω πως, δεν θυμάμαι, τους αφήνω πίσω και τρέχω να βρώ τον ιδιοκτήτη, κάνοντας δεξιά όταν βγήκα κι αμέσως δεξιά στο στενό όπου στα είκοσι μέτρα υπήρχε ένα στέγαστρο, μια στοά, με την πίσω πόρτα του μαγαζιού και εκεί τον βρήκα λέγοντάς του τι συμβαίνει, ενώ ταυτόχρονα ακούμε χτυπήματα στην πόρτα. Φανταστήκαμε πως προσπαθούν να το σκάσουν απο εκεί. Με νόημα μου έδωσε να καταλάβω πως ήθελε βοήθεια. Παίρνει στα χέρια του στυλιάρι και ρίχνει την ξύλινη μπάρα που ασφάλιζε απ’έξω ! την πόρτα η οποία βρισκότανε σχεδόν ενα μέτρο ψηλότερα απο το έδαφος. Ανοίγει και η ματιά μου πέφτει στον τύπο που λίγο πρίν με είχε χτυπήσει, ενώ εκείνος ξεχύνεται κατά πάνω μου. “Τώρα” φωνάζω, την ώρα που πηδούσε έξω και ο νεαρός του ρίχνει μια με το στυλιάρι και τον ξαπλώνει. Απο πίσω ο άλλος βλέποντας τι συμβαίνει κάνει το ίδιο λάθος πηδώντας έξω. “Τώρα” ξαναφωνάζω και το σκηνικό επαναλαμβάνεται. Ο τρίτος, τρομοκρατημένος, έκανε μεταβολή και έφυγε απο την κυρίως είσοδο αφήνοντας πίσω, ότι είχε μαζί του.
Με αγκάλιασε και άρχισε να με φιλά λέγοντας πως τον έσωσα. Τον έσωσα για τρίτη φορά ! όπως έλεγε και στον κόσμο που είχε μαζευτεί.
“Για τρίτη φορά ;”
“Μα ναί. Υπήρχαν άλλες δύο. Μία στην Άνδρο και μια κάπου αλλού, πάλι ίδιες ιστορίες...”
(Έχω την εντύπωση πως δεν ήταν μέρος του ονείρου οι άλλες δύο ιστορίες, αλλά δύο διαφορετικά όνειρα σε διαφορετικές νύκτες...!)
Θέλησε και επέμενε να μου χαρίσει την φωτογραφική μηχανή του, αλλά αρνιόμουν πεισματικά. Δεν την πήρα όπως δεν είχα πάρει και στις προηγούμενες περιπτώσεις αυτά που μου έδινε.
Έφευγε η παρέα και εγώ τους χαιρετούσα. Σαν κάτι να με κρατούσε στο νησί. Σαν να ήμουν κάτοικος εκεί. Έφευγαν και τους παρακολουθούσα απο ψηλά. Καθόμουν σε κάτι κερκίδες που απο κάτω ήταν ο δρόμος για το λιμάνι ανάμεσα σε εστιατόρια με κληματαριές και βοκαμβίλιες. Έφευγαν και έκλαιγα γοερά. Απο την μία κοιτούσα την παρέα που έφευγε και απο την άλλη κοιτούσα δεξιά μου στο βάθος το μαγαζί που κάτι με πήγαινε προς τα εκεί. Έτρεξα προς τα κάτω και αγκάλιασα το ένα άτομο, το αγκάλιασα σφυκτά σα να ήξερα πως δεν θα το ξανάβλεπα.
Δεν θυμάμαι ποιά ήταν. Δεν θυμάμαι εκείνους τους ανθρώπους, μόνο μου έκανε εντύπωση η ομορφιά του λευκού λιονταριού και ότι συνέβει το ίδιο για τρίτη φορά...