30.7.12

Κάπου στη Βείκου

Ειναι ενα σημείο στη Βείκου, όπως κατεβαίνεις προς το ΟΑΚΑ, που ο χώρος ειναι τόσο άγνωστος μα και τόσο κοντινός μου, παραδόξως. Λίγο πριν την διασταύρωση με την Καποδιστρίου, σχεδόν εκατό μέτρα, υπάρχει ένα τοπίο που βλέπω μόνο εγώ. Δεξιά, μπαίνοντας σε κάποιον χωματόδρομο λίγων μέτρων, βρίσκεσαι ψηλά σε κάποιο πλάτωμα με χαμηλά φυτά, αυτά τα συνήθη του άλσους Βείκου και σε υψόμετρο που σε βοηθά να αγναντέψεις τη πόλη, ή μάλλον το λεκανοπέδιο πέρα ως πέρα. Δεν ειναι ύψωμα της Φιλοθέης μα ούτε και τα Τουρκοβούνια. Το μάτι φθάνει μέχρι τη θάλασσα του Πειραιά ενώ απο κάτω βλέπεις ενα ατέλειωτο γαϊτανάκι απο σπίτια κι ανθρώπους. Δεν σκοντάφτει πουθενά και βλέπει ενα καθαρό γαλανό ουρανό δίχως να το σταματά ο Υμηττός γιατί πολυ απλά δεν υπάρχει. Πίσω, προς τον χωματόδρομο, βρίσκεται ενα άλσος και πιο πέρα τίποτα... δεν φαίνεται τίποτα. Τα πάντα ειναι ήσυχα. Φωνές πόλης δεν υπάρχουν’ σαν ενα αόρατο παραπέτασμα να σταματά κάθε ήχο που προσπαθεί να’ρθεί κοντά μου.
Πίσω ξανά στον κεντρικό δρόμο της Βεϊκου, στο ίδιο ύψος, στ’αριστερά υπάρχει ενας δρόμος που στρίβω για να πάω στη παλιά μου γειτονιά. Μπαίνεις αριστερά και κατηφορίζοντας ο δρόμος στρίβει αμέσως δεξιά κι έπειτα απο μερικά μέτρα βρίσκεσαι σε διασταύρωση πολλών οδών μαζί. Θυμάμαι στην ευθεία ειναι τα μαγαζιά ενώ στους άλλους δρόμους ειναι σπίτια γνωστών και ανθρώπων που συχνά συναντούσα στο διάβα μου. Ο δρόμος αυτός, έρημος πάντα, ειναι σαν αυτούς τους επαρχιακούς με τα στηθαία εκατέρωθεν αυτού και φύση που δεν παραπέμπει σε κλεινόν άστυ.
Σήμερα λοιπόν περνώντας απο εκεί είδα άλογα σκόρπια να γυρίζουν στο τοπίο. Άλογα κανελί όλα. Κάποιος προσπαθούσε να τα μαζέψει και στάθηκα να βοηθήσω. Κάποιο μπόρεσα να πιάσω μα αμέσως σαν να μου ζήτησε να τ’αφήσω ελεύθερο. Έφυγε. Πέρασε απέναντι στο πλάτωμα, στάθηκε σαν να ευχαριστιόταν την ματιά του, κι έπειτα χάθηκε στο άλσος. Κανείς νομίζω δεν στεναχωρήθηκε. Κάθε άλλο. Ελευθερώθηκε σκέφθηκα και αγαλίασα μέσα μου.
Δεν θυμάμαι μετά.
Μόνο αυτο το σημείο της Αθήνας που μπορεί να μην υπάρχει, όμως δεν ειναι η πρώτη φορά που το συναντώ στον ύπνο μου. Το’χω δεί πολλάκις.
Πάντα το ίδιο...

24.7.12

του χρόνου το πέρας

"Η μια της άκρη στο βυθό, η άλλη ως τ’αστέρια"
Ο λόγος για μια σκάλα που ανέβαινα. Ειχα φτάσει, που λές, κάπου στην άκρη της και ατένιζα τ’αστέρια π’ανάμεσά τους ήσαν κι εκείνη, ώσπου ξύπνησα απότομα, γιατί όνειρο ήταν, κι έπεσα στο κενό, όχι στο βυθό’ θα το καταλάβαινα, θα μάθαινα να ζώ εκεί, άλλωστε ο βυθός κρύβει ομορφιές, θα μάθαινα την αναπνοή όπως τα αμφίβια και τα χέρια μου θα γίνονταν πτερύγια, θα βρισκα γοργόνες και θα κανα πέρα τ’άγρια, όμως όχι, ο βυθός απέχει απ’το κενό και τ’άκρο, εκείνο στ’αστέρια, ειναι πια παρελθόν και δεν ξέρω αν μου φθάνει που τ’άγγιξα, ήθελα να καθήσω λίγο, όμως σαν κάτι ν’ακούστηκε μάλλον στα χαμηλά και με γύρισε πίσω, πολυ πίσω, εκεί που δεν θυμάμαι πότε ήμουν’ ήταν θαρρείς τότε που οι μουσικές έπαιζαν τη λύρα και τα σύννεφα σκέπαζαν το βουνό ή μήπως τότε που η πόλη φαίνονταν μια αχανείς έρημο ανάμεσα σ’εκατομμύρια κτίσματα και το τραγούδι σκληρό ακούγεται στους στίχους της δεύτερης στροφής “βρίζω που λες το χρόνο μου που είναι όλο καρτέρια, που σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια” μα ο στιχουργός, φαντάζει να’ζησε πλάνα και στόλισε το τραγούδι του, φαντάζομαι, πλανεύθηκα κι εγω ο ίδιος και ξέχασα να στηριχθώ στα ψηλά’ με συνεπήρε η δίψα του έρωτα και το φέγγος των αστεριών και πέταξα άθελά μου... στο κενό... κι εκεί ξέρεις, δεν νιώθεις τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα μετά τα πρώτα μέτρα, μόνο προσδοκάς στου απείρου το φώς, να βρείς απαλή στιγμή που θα σταθείς όρθιος στη προσγέιωσή σου κι αναζητάς τη κατάλληλη δίοδο απ’το πριν, στο μετά...
...και τη διαβαίνεις με του χρόνου το πέρας...

                                                                         Χαρούλης - Ανεμόσκαλα

16.7.12

Πολύβουη σιωπή

Πορεία νότια του λογισμού ο δρόμος,
κι ένα καίκι στου καρνάγιου τους δοκούς
στέκει ανυπόμονο στου Νημποριού τη χώρα,
αναμένοντας τη νηνεμία και της θάλασσας την ιαχή,
να συναρμολογήσει τα κομμάτια που του λείπουν,
όχι από συνήθεια,
μα από προσκύνημα, στην ίδια του τη λιγοστή ζωή.
Και η σιωπή βουά.
Εκρήξεις ακούγονται βράχων θαλασσινών,
ηφαιστείων ανέγκιχτων απο της λάβας τη ροή.
Το καίκι με φτερά σαλεύει
και αποφεύγει τ’ανέραστα υγρά του λόφου αυτού.
Η θάλασσα, μάνα της ζωής κι’αυτή ,
παίρνει χρώματα και ρίχνει στις στάχτες του θεού
Μονομιάς το σκηνικό αλλάζει,
η πολύβουη σιωπή βγάζει φωνή,
σχεδόν αλαλάζει,
το καρνάγιο χαίρεται για την εν εξελίξει γέννα
και ο λογισμός τυλίγει τις εικόνες σε πανί
για να τις κουβαλά, σαν προίκα,
στο ταξίδι που ακολουθεί...


                                                                          Θηβαίος - Ημερολόγιο

"Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.
Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου"

11.7.12

Plan B


Νιώθω το φώς της ημέρας να χάνεται κάθε μέρα και πιο γρήγορα και τους στίχους απο το ραδιόφωνο να ακουμπούν το κορμί που αυτές τις ημέρες κυριολεκτικά λιώνει μέσα σε φούρνο με θερμοκρασίες ηλίου. Ο αέρας χάνεται γύρω στις 22:30, η ατμόσφαιρα γίνεται πνιγερή και τότε μπαίνει σε λειτουργία το σχέδιο Β...

Plan B : Φορτώνω τη μηχανή με τα ελάχιστα και φεύγω είκοσι μέρες tour τη Τοσκάνη, γυρίζοντας όλους τους λόφους της και τα μουσεία της Φλωρεντίας, να ζήσω την λαμπρότητα της αναγέννησης και τα κομψοτεχνήματά της, να χαζέψω στα γραφικά χωριά της και να γευθώ τους οίνους της.
Αυτο ήταν το Plan Β.
...ή αλλιώς όνειρο που χτίζεται σιγά σιγά.
Το σχέδιο Β προβλέπει ανεμιστήρα και δροσερή μουσική...!

                                                                 Παυλίδης - Δεν είμαι απο εδώ

8.7.12

Το μυστικό

παραμένει μυστικό,
μόνο όταν στέκει μέσα σου.
Παραέξω ζεί διάσπαρτο και παρασιτά...

                                                                            Καλημέρη - Το μυστικό

5.7.12

Τιποτένια μαρμάρινα τίποτα

Ισως θα μπορούσα ώρες να γράφω. Θα μπορούσα ώρες να βρίζω. Να ξεθυμάνω. Να φωνάξω. Με μια βελόνα να ρουφήξω τις γαμημένες σκέψεις που έχουν σταθεί στον εγκέφαλο, κάτι χιλιάδες ώρες τώρα. Να μπορούσα να βάλω μερικές απο δαύτες σε κεφάλια ξερά και πούστικα. Να μάθουν πως σκέπτεται ο κόσμος. Να μάθουν πως περνούν οι ώρες τους, συλλογίζοντας το αύριο. Να ξηλώσω τα μάτια και να τους τα δώσω να δούν τι έφτιαξαν. Να σκυλοπνιγούν στα δάκρυα τους. Να χαθούν στο εκτυφλωτικό κενό που δημιούργησαν. Να τους δώσω και μια ημέρα να ζήσουν. Να ακουμπάν τη θάλασσα και να τους καίει. Να ξαπλώνουν τα βράδυα και να μένουν ξύπνιοι. Να τους δώσω την κατήφεια που μου χάρισαν και να προσπαθήσουν να πλησιάσουν πλάσματα που ανασαίνουν. Δεν θα χαρούν. Και δεν θα ζήσουν. Φθηνά ανθρωπάρια ειναι, που εξευτελίζουν την ύπαρξη του είδους. Υπάρξεις δίχως όργανα. Μ'ένα motherboard δουλεύουν που πάνω του έχουν στήσει κομμάτια απο χαλασμένα καζανάκια και για Ram έχουν ενθύμια του Άουσβιτς. Πως να πονέσουν και τι να θυμηθούν ; Τα πάντα χάθηκαν στην αφαίμαξη. Άλλοι ρούφηξαν αίμα, άλλοι χρήμα και οι δύο εντούτοις, ζόμπυ γίναν απο πειράματα βγαλμένοι...

Bella Luna

                                                                                    Jason Mraz

3.7.12

Απόψε

Δεν θέλω, λέω.
Νομίζω πως... νομίζω πως το φοβάμαι. Νομίζω πως δεν θέλω ξανά.
Ναι, αυτό είναι.


Απόψε θέλω να περπατήσω στη περιοχή του Θησείου. Αργά. Να σταθώ όπως παλιά στον παλιό σταθμό του. Πάντα ήταν ο σταθμός με το δικό του χρώμα. Διαφορετικός. Απλός σαν γειτονιά. Με τα παγκάκια μπροστά απ’τον κήπο και την δροσερή πρωινή σκιά για τον καφέ του αγουροξυπνημένου. Έπειτα ν’ανηφορίσω την Απ. Παύλου ανάμεσα στα παιδιά που δείχνουν την πραμάτεια τους. Και μετά πίσω στο Μοναστηράκι. Να γυρίσω στην Ανδριανού σ’ενα τσίγγινο τραπεζάκι, μ'ένα ποτό να χαζεύω τον βράχο και τον ουρανό της Αθήνας. Να περπατήσω στα δρομάκια της περιοχής ανάμεσα σε  γάτες και σε παλαιούς τοίχους που πάνω τους μένουν τέχνης γραφές απο λογής ανθρώπους. Ίσως για φαγητό να ήμουν στου Ψυρρή. Σ’εκείνο τ’όμορφο μαγαζί που κάποιοι μου’μαθαν και βρέθηκα και με άλλους’ παλιά, πάνε χρόνια... κι υστερα για παγωτό στο καφέ της Πλάκας. Κάποτε στέκι ήταν το σχολαρχείο, μα πάνε χρόνια είκοσι, σχεδόν, απο τότε.
Αυτο ήθελα απόψε.
Να γυρίσω με την παρέα.
Να ξεχάσω τη φυλακή που μας έβαλαν να ζούμε και να ταξιδέψω χιλιόμετρα μακρυά...

                                                                          Shawn Phillips - Woman