"Η μια της άκρη στο βυθό, η άλλη ως τ’αστέρια"
Ο λόγος για μια σκάλα που ανέβαινα. Ειχα φτάσει, που λές, κάπου στην άκρη της και ατένιζα τ’αστέρια π’ανάμεσά τους ήσαν κι εκείνη, ώσπου ξύπνησα απότομα, γιατί όνειρο ήταν, κι έπεσα στο κενό, όχι στο βυθό’ θα το καταλάβαινα, θα μάθαινα να ζώ εκεί, άλλωστε ο βυθός κρύβει ομορφιές, θα μάθαινα την αναπνοή όπως τα αμφίβια και τα χέρια μου θα γίνονταν πτερύγια, θα βρισκα γοργόνες και θα κανα πέρα τ’άγρια, όμως όχι, ο βυθός απέχει απ’το κενό και τ’άκρο, εκείνο στ’αστέρια, ειναι πια παρελθόν και δεν ξέρω αν μου φθάνει που τ’άγγιξα, ήθελα να καθήσω λίγο, όμως σαν κάτι ν’ακούστηκε μάλλον στα χαμηλά και με γύρισε πίσω, πολυ πίσω, εκεί που δεν θυμάμαι πότε ήμουν’ ήταν θαρρείς τότε που οι μουσικές έπαιζαν τη λύρα και τα σύννεφα σκέπαζαν το βουνό ή μήπως τότε που η πόλη φαίνονταν μια αχανείς έρημο ανάμεσα σ’εκατομμύρια κτίσματα και το τραγούδι σκληρό ακούγεται στους στίχους της δεύτερης στροφής “βρίζω που λες το χρόνο μου που είναι όλο καρτέρια, που σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια” μα ο στιχουργός, φαντάζει να’ζησε πλάνα και στόλισε το τραγούδι του, φαντάζομαι, πλανεύθηκα κι εγω ο ίδιος και ξέχασα να στηριχθώ στα ψηλά’ με συνεπήρε η δίψα του έρωτα και το φέγγος των αστεριών και πέταξα άθελά μου... στο κενό... κι εκεί ξέρεις, δεν νιώθεις τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα μετά τα πρώτα μέτρα, μόνο προσδοκάς στου απείρου το φώς, να βρείς απαλή στιγμή που θα σταθείς όρθιος στη προσγέιωσή σου κι αναζητάς τη κατάλληλη δίοδο απ’το πριν, στο μετά...
...και τη διαβαίνεις με του χρόνου το πέρας...
Χαρούλης - Ανεμόσκαλα