16.7.12

Πολύβουη σιωπή

Πορεία νότια του λογισμού ο δρόμος,
κι ένα καίκι στου καρνάγιου τους δοκούς
στέκει ανυπόμονο στου Νημποριού τη χώρα,
αναμένοντας τη νηνεμία και της θάλασσας την ιαχή,
να συναρμολογήσει τα κομμάτια που του λείπουν,
όχι από συνήθεια,
μα από προσκύνημα, στην ίδια του τη λιγοστή ζωή.
Και η σιωπή βουά.
Εκρήξεις ακούγονται βράχων θαλασσινών,
ηφαιστείων ανέγκιχτων απο της λάβας τη ροή.
Το καίκι με φτερά σαλεύει
και αποφεύγει τ’ανέραστα υγρά του λόφου αυτού.
Η θάλασσα, μάνα της ζωής κι’αυτή ,
παίρνει χρώματα και ρίχνει στις στάχτες του θεού
Μονομιάς το σκηνικό αλλάζει,
η πολύβουη σιωπή βγάζει φωνή,
σχεδόν αλαλάζει,
το καρνάγιο χαίρεται για την εν εξελίξει γέννα
και ο λογισμός τυλίγει τις εικόνες σε πανί
για να τις κουβαλά, σαν προίκα,
στο ταξίδι που ακολουθεί...


                                                                          Θηβαίος - Ημερολόγιο

"Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.
Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου"