.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alfred Richard Orage. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alfred Richard Orage. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ; - Alfred Richard Orage



Έγινε τελευταία στη Νέα Εποχή μια ευγενική επίπληξη επειδή γινόταν χρήση των λέξεων, «Θεός» και «ψυχή», σαν να είχαν ένα συγκεκριμένο νόημα.

Ναι, και αν μπορούσα να είχα πειστεί για το λάθος μας, θα είχα πειστεί από το επιχείρημα.

Αλήθεια, ποιο ήταν το επιχείρημα;

Ότι αυτόι οι όροι έχουν ακόμη τόση ιδεοληπτική, θεολογική δύναμη, που προς το παρόν είναι επικίνδυνο να τους χρησιμοποιούμε δημόσια. Η κοινή γνώμη πρέπει να περάσει απ’οτο καθαρτήριο του αθεϊσμού και του υλισμού πριν να είναι έτοιμη για μεταφυσική χωρίς θεολογία. Αλλά η απάντησή μου ήταν ότι δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Νέα Εποχή είναι ένα όργανο της κοινής γνώμης του σήμερα, αλλά της κοινής γνώμης του αύριο. Οι αναγνώστες μας, στην πραγματικότητα, έχουν διασχίσει την Ερυθρά Θάλασσα του υλισμού και τον Ιορδάνη του αθεϊσμού. Μπορούμε, κατά συνέπεια, με ασφάλεια να χρησιμοποιούμε τους παλιούς, παραδοσιακούς όρους με ένα εξαγνισμένο νόημα. Μπορούμε να πούμε «ενοχή» χωρίς να προκαλέσουμε τους κακούς συνειρμούς της λέξης, και παρόμοια η λέξη «Θεός» και η λέξη «ψυχή» είναι ανοιχτές τώρα για μας να τις χρησιμοποιήσουμε χωρίς προϊδεασμούς.

Αλλά είναι συγκεκριμένα τα νοήματα που μπορούν να συνδεθούν με αυτούς τους όρους;

Είναι τώρα, αν και βέβαια, δεν ήταν για αρκετούς αιώνες. Ο τελευταίος άνθρωπος στην Ευρώπη που χρησιμοποίησε τις λέξεις «Θεός» και «ψυχή» ως ακριβείς όρους, ήταν πιθανότατα ο Ακινάτης. Μετά από αυτόν το χάος! Ο Λούθηρος, είμαι σίγουρος, δεν είχε πιο ακριβή ιδέα τι εννοούσε με τη λέξη «Θεός» απ’ ότι είχε ο στρατηγός Μπουθ. Και οι δύο άντρες ήταν κρυφά ανθρωπομορφιστές. Και αυτοί, θα παρατηρήσετε, είναι οι σχετικά κλασικοί θεϊστές: εννοώ ότι πράγματι επέμειναν σε μια πάγια εικόνα. Το υπόλοιπο σώμα των πιστών, από την άλλη μεριά, ήταν πολύ διεισδυτικό για να θεωρήσει το Θεό ως έναν άνθρωπο, και καθόλου μεταφυσικο, για να θεωρήσει το Θεό καθαρά ως μια ιδέα. Κατά συνέπεια, βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και έβλεπαν το Θεό και την ψυχή ως φωσφορισμούς των βάλτων, ως κάτι το ασύλληπτο, ως στήλες καπνού, και τελικά, ως απολύτως τίποτα. Για αυτούς, ο Θεός και η ψυχή είχαν πάψει να έχουν οποιαδήποτε πραγματική ύπαρξη: οι λέξεις ήταν άδειες. Αλλά τώρα έχουμε επιστρέψει, νομίζω, στη δυνατότητα του ορισμού – ορισμού που είναι ξάστερος. Δεν υπάρχει τίποτα το ασαφές, για παράδειγμα, στον ορισμό του «Θεού» ως «η αιτία των αρχικών διευθετήσεων της ύλης». Μπορείτε να πείτε, εάν θέλετε, ότι δεν υπάρχει τίποτα, απαραίτητα ευχάριστο σε αυτόν τον ορισμό, τίποτα ουσιαστικά ευεργετικό, τίποτα, στην πραγματικότητα, που να συνδέεται παραδοσιακά με το θεολογικό Θεό. Το αντίθετο, βρίσκω στις φυσικές διευθετήσεις της ύλης τα πάντα, εκτός από ένα – συγκεκριμένα, την «ψυχή».

Και ο ορισμός σας για την ψυχή, εάν θυμάμαι καλά, είναι η συνειδητότητα, ή αυτό που αντιλαμβάνεται την εκδήλωση των διευθετήσεων της ύλης;

Ναι, αυτό είναι σωστό. Αλλά θα συνειδητοποιήσετε τη δυσκολία του να αποκτήσουμε μια ξεκάθαρη αντίληψη για αυτό, αφού είμαστε αυτό. Η ψυχή δεν μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό της, αφού δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης. Όπως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από έναν άνθρωπο να ανέβει στους δικούς του ώμους ή από ένα πουλί να πετάξει πάνω από τον εαυτό του, έτσι είναι και για την ψυχή το να είναι ένα αντικείμενο της δικής της γνώσης. Ο γνώστης, πάντοτε παραμένει άγνωστος στον εαυτό του.

Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση η ψυχή θα έπρεπε πάντοτε να παραμένει άγνωστη!

Με κανέναν τρόπο. Πρώτον, υπάρχει μια μορφή γνώσης που δεν απαιτεί ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο. Είναι η γνώση της αμεσότητας. Αυτό που συνήθως ονομάζουμε γνώση, είναι το σύνολο των συμπερασμάτων μας από τις αισθητικές εντυπώσεις: δηλαδή δεν αποκομίζεται άμεσα, αλλά έμμεσα, μέσα από μια σειρά εντυπώσεων και συμπερασμάτων. Αλλά υπάρχει αυτό το άλλο μέσο γνώσης που αφήνει κατά μέρος το ένα ή το άλλο, ή, στο τέλος, όλα τα διάμεσα. Η διαίσθηση, για παράδειγμα, αφήνει κατά μέρος το ένα από τα συνηθισμένα βήματα. Η ιδιοφυία, αφήνει κατά μέρος δύο βήματα. Αλλά αυτό που οι άγιοι ονομάζουν φώτιση, τα αφήνει κατά μέρος όλα. Δεύτερον, όπως δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κατευθείαν τον ήλιο, αλλά μπορούμε να κοιτάξουμε την αντανάκλασή του στο νερό ή ακόμη και στο φεγγάρι, έτσι πιστεύω, η ψυχή αντανακλάται στο νου, και μπορεί έμμεσα, και βέβαια, μονάχα εν μέρει, να γίνει γνωστή με αυτό το μέσο. Τουλάχιστον, είναι προφανές ότι υπάρχουν περισσότερα στο νου από όσα έχει βάλει εκεί η αισθητική εντύπωση.

Σαν τι, για παράδειγμα;

Λοιπόν, χωρίς να ξυπνήσουμε το διαφιλονικούμενο φάντασμα της καταγωγής της λογικής (την οποία παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να την θεωρήσω, όπως οι σημερινοί ψυχολόγοι την θεωρούν, ως ένα εξελικτικό αποτέλεσμα του ενστίκτου), θα υποδείξω τι, κατά τη γνώμη μου, οφείλει ο νους στην λαμπρή εγγύτητα της ψυχής. Η επιθυμία και η ελπίδα για αθανασία είναι, βέβαια, αδιαμφισβήτητες. Κανένα ζώο δεν τα φέρει μέσα του. Από την άλλη μεριά, έχει υποστηριχτεί ότι η ελπίδα της αθανασίας που φέρει ο ανθρώπινος νους είναι ένα απλό αντιστάθμισμα στην ανθρώπινη πρό-γνωση της θνητότητας, μια πρό-γνωση που επίσης δεν κατέχουν τα ζώα. Αλλά βρίσκω αυτόν τον πόθο αθανασίας τόσο συνυφασμένο με άλλα χαρακτηριστικά και δυνάμεις του νου, που το να τον θεωρήσουμε σαν ένα απλό αντιστάθμισμα της πρό-γνωσής μας για τον σωματικό θάνατο, είναι αδύνατον. Το αντίθετο, κάθε ευγενικό χαρακτηριστικό που διακρίνει το ανθρώπινο γένος προέρχεται από την πίστη στην αθανασία της ψυχής.

Αλλά ακόμη και αν ισχύει αυτό, η αλήθεια της αθανασίας δεν θα αποδεικνυόταν, έτσι δεν είναι;

Σύμφωνοι. Αλλά θυμηθείτε ότι αυτό που τώρα αναζητούμε είναι μια αντανάκλαση της φύσης της ψυχής, στο νου. Δεν ψάχνουμε για μια διανοητική αντίληψη ικανή να αποδειχτεί λογικά. Σύμφωνα με τη λογική, η αλήθεια της αθανασίας μπορεί να αποδειχτεί μόνο μέσα από τις αισθητικές εντυπώσεις. Και αφού αυτές προς το παρόν αποκλείονται, η αθανασία δεν αποδεικνύεται λογικά. Από την άλλη μεριά, πρέπει να εξηγήσουμε την παρουσία της πίστης στο νου γενικότερα. Για να χρησιμοποιήσουμε μια παλιά περιγραφή, εάν ένα καθαρό κρύσταλλο ξαφνικά φαίνεται κόκκινο, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ένα κόκκινο αντικείμενο έχει τοποθετηθεί κοντά του και αντανακλάται στο κρύσταλλο. Παρόμοια, εάν εμφανίζεται ένα πιστεύω στο νου χωρίς καμία αντιληπτή προέλευση, μπορούμε ή όχι, να συμπεράνουμε ότι οφείλεται στη γειτνίαση με ένα μη-αντιληπτό αντικείμενο; Η αντανάκλαση της ψυχής στο νου, θεωρώ, προκάλεσε, εδώ, την πίστη στην αθανασία – μια πίστη που δεν βασίζεται στη λογική και δεν προέρχεται από τις αισθητικές εντυπώσεις αλλά παρόλ’ αυτά είναι μια πίστη.

Αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει μια τέτοια πίστη στο νου. Θα συμπεράνουμε ότι αν η πίστη στην αθανασία δεν υπάρχει στο νου, η ψυχή του ανθρώπου είναι κάπου μακριά ή εντελώς απούσα;

Δεν είναι απαραίτητο, νομίζω, να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα. Πολλά περισσότερα μπορεί να υπάρχουν στο νου από όσα έχει ονειρευτεί η συνειδητότητα της έκφρασης. Το σύνολο των διατυπωμένων πιστεύω μας μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, πολύ λιγότερο από το σύνολο των πιστεύω μας, σύμφωνα με τα οποία συνήθως ενεργούμε. Σε πολλές περιπτώσεις, πράγματι, αρνούμαστε ουσιαστικά στα λόγια, αυτό που οι πράξεις μας αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι πιστεύουμε. Και αυτό εξηγεί, ίσως, και την ευγενή συμπεριφορά των δηλωμένων άθεων και την αναξιοπρεπή συμπεριφορά πολλών δηλωμένων πιστών, γύρω από την αθανασία της ψυχής.

Τότε, στην πραγματικότητα, δεν αποδίδεις μεγάλη σημασία στην πίστη;

Όχι στις πίστεις που συνήθως μπορούν να εκφραστούν. Η λεκτική πίστη ενός ανθρώπου μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πίστη σύμφωνα με την οποία ενεργεί. Είναι ένας πολύ σπάνιος νους, αυτός που πιστεύει αυτό που κάνει, και κάνει αυτό που πραγματικά πιστεύει. Αλλά μόνο σε έναν τέτοιο νου, η σκέψη, το συναίσθημα και η πράξη είναι πραγματικά ένα.

Αναγνωρίζοντας τότε, ότι τα πορίσματα του νου δεν είναι συνήθως για να βασιζόμαστε πάνω τους, τι στοιχεία υπάρχουν ότι η ψυχή πραγματικά λειτουργεί πάνω ή μέσω του νου; Εάν ο νους δεν το αντιλαμβάνεται απαραίτητα αυτό, πως μπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να το αντιληφθεί;

Έχω πει ότι υπάρχουν τα δύο μέσα. Το πρώτο είναι με την αμεσότητα και το δεύτερο είναι με ένα είδος επαγωγής. Είναι δυνατόν, πιστεύω, για την ψυχή, να γνωρίσει τον εαυτό της με μια πράξη αμεσότητας που προς το παρόν μπορούμε να ονομάσουμε συνειδητοποίηση. Αλλά είναι επίσης δυνατόν να ανακαλύψουμε την ψυχή όπως και να μάθουμε τη φύση της εξετάζοντας τις αντανακλάσεις της στο νου. Πρέπει να αναρωτηθούμε, τι χαρακτηριστικά υπάρχουν στο νου που μοιάζουν να έχουν μη-απτή προέλευση. Και, δεύτερον, μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά τα χαρακτηριστικά τη φύση της δύναμης ή της ψυχής που τα παράγει εκεί.




Alfred Richard Orage
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
για την εσωτερική εξέλιξη του ανθρώπου
Μετάφραση Στρατής Παπαναγιώτου
Εκδόσεις Πτερόεσσα 2006


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΙΜΑΣΤΕ ΞΥΠΝΙΟΙ; - Alfred Richard Orage


Πως μπορούμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, ότι δεν κοιμόμαστε και δεν ονειρευόμαστε; Τα γεγονότα της ζωής είναι μερικές φορές τόσο παράδοξα όσο και τα γεγονότα των ονείρων. Και αλλάζουν με την ίδια ταχύτητα. Τι θα γινόταν αν ξυπνούσαμε και διαπιστώναμε ότι η ζωή του ξύπνιου είναι ένα όνειρο και ότι ο τωρινός μας ύπνος και τα όνειρά μας, είναι απλά όνειρα μέσα σε ένα όνειρο;

Υπάρχει ένα παραδοσιακό θεώρημα, που συνήθως συνδέεται με τη θρησκεία, αλλά εντοπίζεται και στην κλασική λογοτεχνία κατά καιρούς, που λέει ότι η τωρινή κατάσταση εγρήγορσης μας, δεν σημαίνει καθόλου, ότι στην πραγματικότητα, είμαστε ξύπνιοι. Δεν είναι σαν τον νυχτερινό ύπνο σίγουρα, ούτε σαν την συνηθισμένη νυχτοβασία ή υπνοβασία. Αλλά είναι, λέει η παράδοση, μία ειδική μορφή ύπνου που μπορεί να συγκριθεί με μια κατάσταση ύπνωσης στην οποία, ωστόσο, δεν υπάρχει υπνωτιστής αλλά μόνον υποβολή ή αυθυποβολή. Αρχικά, από τη στιγμή της γέννησης και μετά, βρισκόμαστε κάτω από την υποβολή της ιδέας ότι δεν είμαστε εντελώς ξύπνιοι. Και παγκοσμίως μας περνάνε στη συνειδητότητά μας την ιδέα να ονειρευόμαστε το όνειρο αυτού του κόσμου – όπως το ονειρεύονται οι γονείς και οι φίλοι μας. Τα μικρά παιδιά, είναι πασίγνωστο, δυσκολεύονται στην αρχή να ξεχωρίσουν αυτήν την ονειροφαντασία, δηλαδή, τις άλλες τους ονειροπολήσεις, από το όνειρο στο οποίο ζουν οι γονείς τους. Αργότερα, στην παιδική ηλικία, όταν έχουμε ήδη εισπράξει την αρχική υποβολή, η αυθυποβολή μας κρατάει λίγο ως πολύ, συνεχώς σε αυτήν την κατάσταση. Οι φίλοι και οι γείτονές μας, και όλα τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε, ενεργούν σαν υπνωτικά και σαν ονειρικές προβολές. Δεν τρίβουμε πια, όπως στην πρώιμη παιδική ηλικία, τα μάτια μας, αμφισβητώντας την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Είμαστε εντελώς πεισμένοι, όχι μόνο ότι είναι πραγματική αλλά και ότι δεν υπάρχει καμία άλλη. Ονειρευόμαστε, αλλά δεν αμφιβάλλουμε ότι είμαστε ξύπνιοι.

Η θρησκεία, είναι φανερό, προτάσει ότι η θνητή ζωή είναι μια κατάσταση ύπνου από την οποία είναι δυνατόν να ξυπνήσουμε στην αιώνια ζωή. Η Καινή Διαθήκη, για παράδειγμα, συνεχώς αναφέρεται στην εικόνα του ύπνου και της εγρήγορσης. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές, κοιμόμαστε με τον Αδάμ και ξυπνάμε με το Χριστό. Και αυτό που επαναλαμβάνεται συνεχώς στο Δόγμα είναι ότι πρέπει να πασχίσουμε να ξυπνήσουμε από την παρούσα κατάσταση ενσυνείδησης και να «ξαναγεννηθούμε». Στην σύγχρονη λογοτεχνία, η ιδέα αυτή έχει χρησιμοποιηθεί, ανάμεσα στους άλλους, από τον Ίψεν και τον Χ. Τζ. Γουέλς. Το θεατρικό έργο του Ίψεν, Όταν εμείς οι νεκροί ξυπνάμε, και το μυθιστόρημα του Γουέλς, Ο κοιμισμένος ξυπνάει, υποθέτουν, στους ίδιους τους τίτλους τους ότι εμείς οι άνθρωποι κοιμόμαστε αλλά μπορούμε να ξυπνήσουμε.
Είναι εκ φύσεως δύσκολο, βέβαια, να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι κοιμόμαστε. Κάποιος που κοιμάται δεν μπορεί συνήθως να ξυπνήσει τον εαυτό του στη μέση του ονείρου. Το όνειρο μπορεί να είναι τόσο δυσάρεστο που τον ξυπνάει. Ή ξυπνάει φυσικά. Ή μπορεί να τον ταρακουνήσουν και να ξυπνήσει. Πολύ σπάνια μπορεί κανείς να ξυπνήσει εκούσια τον εαυτό του. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να ξυπνήσει κανείς εκούσια από τον ύπνο της ύπνωσης. Και αν από αυτές τις σχετικά ελαφρές καταστάσεις ύπνου είναι δύσκολο για μας να ξυπνήσουμε από δική μας απόφαση, μπορούμε να φανταστούμε τη δυσκολία του να ξυπνήσουμε εκούσια από τον πολύ βαθύτερο ύπνο και τα όνειρα του ξύπνιου μας.

Αλλά πως μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι πραγματικά βρισκόμαστε σε ένα είδος ύπνου όταν, όπως μας φαίνεται, είμαστε στην πραγματικότητα ξύπνιοι; Συγκρίνοντας τις δύο κύριες καταστάσεις συνειδητότητας που μας είναι γνωστές, και παρατηρώντας τα εντυπωσιακά κοινά χαρακτηριστικά τους. Ποια, για παράδειγμα, είναι τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του συνηθισμένου μας ύπνου, όπως μας είναι γνωστά μέσα από τα όνειρα που θυμόμαστε; Το όνειρο συμβαίνει, δηλαδή, ούτε το ξεκινάμε εκούσια, ούτε δημιουργούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα του. Και από αυτήν την άποψη μοιάζει με τη ζωή του ξύπνιου μας, στο ότι δεν προαποφασίζουμε τις εμπειρίες μας, ούτε δημιουργούμε ή επινοούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή μέρα με τη μέρα.

Ένα άλλο κοινό στοιχείο της κατάστασης της ζωής μας στον ύπνο και της κατάστασης της ζωής μας στον ξύπνιο, είναι η μεταβλητότητα της συμπεριφοράς μας. Μερικές φορές τρομάζουμε, μερικές φορές ευχαριστιόμαστε, όταν θυμόμαστε πως συμπεριφερθήκαμε σε μια κατάσταση ενός ονείρου. Είναι αλήθεια ότι όποια κι αν ήταν η συμπεριφορά μας, ταπεινωτική ή κολακευτική για την περηφάνια μας, δεν θα μπορούσαμε να την είχαμε αλλάξει. Η δυσαρέσκεια ή η ικανοποίησή μας, οφείλεται αποκλειστικά σε μια υποτιθέμενη προβολή των μη συνειδητών εαυτών μας. Αλλά πόσο, στο βάθος, διαφέρουν αυτά τα γεγονότα από τα γεγονότα των ονείρων του ξύπνιου μας; Στα όνειρα της ζωής παρουσιάζουμε μια αξιοθρήνητη ή μια καλή στάση, όχι σύμφωνα με κάποιο προαποφασισμένο σκοπό αλλά τυχάρπαστα. Και η λύπη μας ή η ικανοποίησή μας, εξαρτάται εξίσου από την επίδραση που έχει το επεισόδιο πάνω στην περηφάνια μας. Αλλά μπορούμε ειλικρινά να πούμε, προκαταβολικά, πως ότι και αν συμβεί, εμείς θα συμπεριφερθούμε έτσι κι έτσι, και όχι αλλιώς; Δεν εξαρτιόμαστε από την υποβολή της στιγμής και δεν είμαστε επιρρεπείς στο να παρασυρθούμε μακριά από την απόφασή μας εξαιτίας του θυμού, της απληστίας ή του ενθουσιασμού; Ακριβώς όπως στα όνειρα του ύπνου, η ζωή του ξύπνιου μας πάντα μας εκπλήσσει. Και συνεχώς συμπεριφερόμαστε όπως δεν θα φανταζόμασταν ότι θα μπορούσαμε να συμπεριφερθούμε. Ούτε, εκ των υστέρων, μπορούμε ειλικρινά να πούμε ότι θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει καλύτερα ή χειρότερα στο συμβάν. Εάν επαναλαμβανόταν με ακρίβεια, αναμφίβολα θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Αλλά, παίρνοντας το, όπως ήταν στη στιγμή που ήταν, και με τον εαυτό μας, όπως ήταν τότε, δεν θα μπορούσε να είναι καθόλου διαφορετικό από τα νυχτερινά όνειρα που έχουμε βιώσει.

Η σοβαρή εξέταση του παραλληλισμού ανάμεσα στις δύο καταστάσεις ύπνου και ξύπνιου, αποκαλύπτει πολλές άλλες ομοιότητες. Μονάχα μια ακόμη χρειάζεται να αναφερθεί εδώ – η στενή ομοιότητα της μνήμης μας, όσον αφορά την εμπειρία των δύο καταστάσεων. Είναι αλήθεια ότι από τη ζωή του ξύπνιου μας διατηρούμε μια, λίγο ως πολύ, συνεχόμενη ανάμνηση, ενώ η ονειρική ζωή μας είναι μια σειρά διακεκομμένων αναμνήσεων. Αλλά εκτός από αυτή τη συγκεκριμένη διαφορά, η πραγματική λειτουργία της μνήμης μας μοιάζει να συμπεριφέρεται σχεδόν το ίδιο, όσον αφορά και τα δύο είδη εμπειρίας. Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να θυμηθούμε κατά βούληση ένα όνειρο της προηγούμενης νύχτας. Το όνειρο ήταν ζωντανό και όλες του οι λεπτομέρειες υπήρχαν στο μυαλό μας καθώς ξυπνούσαμε. Αλλά σε μια στιγμή έχει εξαφανιστεί ολόκληρο, χωρίς να αφήσει πίσω ούτε ένα απομεινάρι. Η μνήμη της χθεσινής ονειρικής ζωής δεν είναι τόσο απατηλή ή ιδιότροπη όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά της. Αλλά που είναι σήμερα οι ζωντανές λεπτομέρειες του χθες; Είδαμε καθαρά χίλια δυο αντικείμενα, ασχοληθήκαμε κιόλας με αυτά. Ακούσαμε συζητήσεις, μιλήσαμε, είδαμε ανθρώπους και πράγματα στο δρόμο, διαβάσαμε βιβλία ή εφημερίδες, διαβάσαμε και γράψαμε γράμματα, φάγαμε και ήπιαμε και κάναμε ή αντιληφθήκαμε μια στρατιά πραγμάτων και πράξεων, που δεν προσμετριούνται. Αυτά ήταν μονάχα το χθες, το χθεσινό ζωντανό όνειρο του ξύπνιου. Πόσες από αυτές τις λεπτομέρειες παραμένουν στη μνήμη μας σήμερα. Πόσες θα μπορούσαμε να θυμηθούμε με κάποια προσπάθεια; Τόσο ολοκληρωτικά, όσο και τα όνειρα της νύχτας, το κύριο μέρος των ονείρων της χθεσινής, στις πιο ρομαντικές περιστάσεις της ζωής μας, χάνεται στη λήθη του ασυνειδήτου μας.

Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι υπάρχει κάτι το θλιβερό στις προηγούμενες σκέψεις. Και ότι μια προσπάθεια να δούμε τη ζωή του ξύπνιου μας απλά σαν μια ειδική μορφή ύπνου, θα μειώσει τη σημασία της για μας και στη δική μας για αυτή. Αλλά αυτή η στάση προς ένα δυνατό και πιθανό γεγονός είναι η ίδια θλιβερά άτολμη. Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς όπως και στα νυχτερινά όνειρα το πρώτο σύμπτωμα για να ξυπνήσει κανείς είναι να υποψιαστεί ότι ονειρευόταν, το πρώτο σύμπτωμα για να ξυπνήσουμε από τη ζωή του ξύπνιου μας – το δεύτερο ξύπνημα κατά τη θρησκεία – είναι η υποψία ότι η παρούσα κατάσταση του ξύπνιου μας, είναι το ίδιο ονειρική. Το να αντιλαμβανόμαστε ότι κοιμόμαστε, μας κάνει να βρισκόμαστε στο σημείο που έχουμε τη δυνατότητα να ξυπνήσουμε. Και το να αντιληφθούμε ότι είμαστε μονάχα εν μέρει ξύπνιοι, είναι η πρώτη προϋπόθεση για να γίνουμε και να κάνουμε τους εαυτούς μας πιο ολοκληρωτικά ξυπνητούς.




Alfred Richard Orage
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
για την εσωτερική εξέλιξη του ανθρώπου
Μετάφραση Στρατής Παπαναγιώτου
Εκδόσεις Πτερόεσσα 2006