.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JAMES JOYCE. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JAMES JOYCE. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Στο αποχωρητήριο – James Joyce

Άνοιξε με μια κλωτσιά την ετοιμόρροπη πόρτα του αποχωρητηρίου. Ας προσπαθήσουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μη λερώσουμε το παντελόνι της κηδείας. Μπήκε σκύβοντας το κεφάλι κάτω από το χαμηλό πανοκάσι. Αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα, άρχισε να λύνει τις τιράντες του ανάμεσα στην μπόχα του μουχλιασμένου ασβέστη και στις πολυκαιρινές αράχνες. Πριν κάτσει κοίταξε μέσα από μια χαραμάδα ψηλά το διπλανό παράθυρο. Ο βασιλιάς μέτραγε τα φλουριά του. Κανείς.
Βολεμένος στο θρόνο ξεδίπλωσε το περιοδικό του, γυρίζοντας τις σελίδες πάνωστα γυμνά του γόνατα. Κάτι πρωτότυπο κι ευχάριστο. Δεν υπάρχει λόγος να βιάζεσαι. Βάστα λίγο. Το βραβευθέν διήγημα του περιοδικού μας. Το αριστοτεχνικό τέχνασμα του Μάτσαμ. Υπό κ. Φιλίπ Μπιούφοϋ, μέλους της λέσχης των θεατροφίλων, Λονδίνον. Αμοιβή μιας γκινέας κατά στήλην κατεβλήθη εις τον συγγραφέα. Τρεις και μισή στήλες. Τρεις λίρες, δεκατρία σελλίνια και έξι πέννες.
Διάβασε ήρεμα, αυτοσυγκρατούμενος, την πρώτη στήλη και, ενδίδοντας αλλά και αντιστεκόμενος, άρχισε τη δεύτερη. Στα μισά, η τελευταία αντίστασή του κάμφθηκε και επέτρεψε στα έντερά του να ανακουφιστούν ήρεμα, καθώς διάβαζε και συνέχισε να διαβάζει υπομονετικά, ενώ εκείνη η ελαφρά χθεσινή δυσκοιλιότης είχε παρέλθει. Ελπίζω να μην είναι καμιά υπερμεγέθης και μου ερεθίσει τις αιμορροΐδες. Όχι, το ακριβές μέγεθος. Εντάξει. Αχά! Δυσκοίλιος; Πάρτε ένα χάπι κάσκαρα σαγκράντα. Και η ζωή μπορούσε να ήταν έτσι. Δεν τον συγκινούσε μήτε τον άγγιζε, αλλά ήταν κάτι γρήγορο και καθαρό. Τώρα ο καθένας τυπώνει ό,τι θέλει. Καλοκαίρι. Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από τη δική του ανερχόμενη μυρωδιά. Καθαρός βέβαια. Ο Μάτσαμ συχνά εσκέπτετο το αριστοτεχνικόν τέχνασμα με το οποίον επεκράτησε της γελαστής μαγίσσης, ήτις. Αρχίζει και τελειώνει ηθικά. Χέρι με χέρι. Πανέξυπνο. Έριξε ακόμα μια ματιά σε όσα είχε κιόλας διαβάσει και, καθώς ένιωσε τα υγρά του να του φεύγουν αθόρυβα, ζήλεψε χωρίς κακία τον κύριο Μπιούφοϋ που το είχε γράψει και είχε λάβει αμοιβή τριών λιρών, δεκατριών σελλινίων και έξι πεννών.

Θα μπορούσα να σκαρώσω ένα ευθυμογράφημα. Υπό κυρίας και κυρίου Λ. Μ. Μπλουμ. Να βρω τον τρόπο μυθοπλασίας κάποιας παροιμίας, αλλά ποιας; Τον καιρό που έγραφα στις μανσέτες μου αυτά που έλεγε την ώρα που ντυνόταν. Δεν μου αρέσει να ντυνόμαστε μαζί. Κόπηκα καθώς ξυριζόμουνα. Δαγκώνοντας το κάτω χείλος της, την ώρα που έκλεινε την κόπιτσα του ανοίγματος της φούστας της. Χρονομετρώντας την. 9.15'. Δεν σε πλήρωσε ακόμα ο Ρόμπερτς; 9.20'. Τι φόραγε η Γκρέττα Κόνροϋ; 9.23'. Τι μ' έπιασε κι αγόρασα αυτή τη χτένα; 9.24'. Πρήστηκα με αυτό το λάχανο που έφαγα. Ένας κόκκος σκόνης πάνω στο γυαλισμένο παπούτσι της.
Τρίβοντας επιδέξια τα ψίδια των παπουτσιών της πάνω στην κάλτσα της, το ένα μετά το άλλο. Το επόμενο πρωί μετά τον φιλανθρωπικό χορό, όπου η ορχήστρα Μέυ είχε παίξει το Χορό των Ωρών, του Πονκιέλλι. Που εξηγεί τις ώρες του πρωινού, του μεσημεριού, ακολούθως κατά σειρά τις εσπερινές ώρες και τις νυχτερινές ώρες. Αυτή έπλενε τα δόντια της. Ήταν η πρώτη νύχτα. Το κεφάλι της χόρευε ακόμα. Τα πτερύγια της βεντάλιας της κροτάλιζαν. Είναι ευκατάστατος αυτός ο Μπόυλαν; έχει χρήματα. Και λοιπόν; Πρόσεξαπως η αναπνοή του μύριζε όμορφα όταν χορεύαμε. Λοιπόν ανώφελο να σιγοτραγουδάς. Να υπαινίσσεσαι. Παράξενη μουσική χθες βράδυ. Ο καθρέφτης μέσα στη σκιά. Έτριβε με δύναμη το κυανοκιάλι της στη μάλλινη ζακέτα της, πάνω στα πληθωρικά κουνιστά βυζιά της. Κρυφοκοιταζότανε μόνη της. Ρυτίδες στα μάτια της. Αδύνατο να είναι κανείς βέβαιος.
Εσπερινές ώρες, κορίτσια ντυμένα με γκρίζες οργκάντζες. Νυχτερινές ώρες, ύστερα με στιλέτα και μάσκες. Ποιητική ιδέα, αρχικά ροζ, κατόπιν χρυσή, ύστερα γκρίζα, τελικά μαύρη. Κι όμως αληθινή. Η ημέρα, ύστερα η νύχτα.
Έσκισε απότομα το μισό από το βραβευμένο διήγημα και σκουπίστηκε. Ύστερα σήκωσε το παντελόνι του, ταχτοποίησε τις τιράντες του και κουμπώθηκε. Τράβηξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του αποχωρητηρίου και βγήκε από τα σκοτάδια στο φως.
Στο λαμπερό φως, ξαλαφρωμένος και αναζωογομημένος, εξέτασε προσεκτικά το μαύρο παντελόνι του, τα ρεβέρ, τα γόνατα, τις άντζες. Τι ώρα είναι η κηδεία; Καλύτερα να κοιτάξει την εφημερίδα.
Ένα τρίξιμο ακούστηκε ψηλά στον αέρα κι ύστερα ένας υπόκωφος κρότος. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Χτυπούσαν την ώρα. Δυνατό σκοτεινό σίδερο.

Χεϊχό! Χεϊχό!
Χεϊχό! Χεϊχό!
Χεϊχό! Χεϊχό!

Παρά τέταρτο. Άλλη μια φορά. Η αρμονική παρήχηση συνεχίστηκε στον αέρα. Τρίτη φορά.
Φτωχέ Ντίγκναμ!

JAMES JOYCE
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1990



Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Το νερό – James Joyce



Τι θαύμαζε στο νερό ο Μπλούμ, νερολάτρης, νεροβγάλτης, νεροκουβαλητής, ξαναγυρίζοντας στη φουφού;
Την παγκοσμιότητά του. Τη δημοκρατική ισότητα και τη σταθερότητα στη φυσική του ιδιότητα ν' αναζητά την αποκλειστικά δική του στάθμη. Την απεραντοσύνη των ωκεανών στον χάρτη του Μερκάτορ. Την αστάθμητη βαθύτητά του στην τάφρο Σάνταμ του Ειρηνικού που υπερβαίνει τις 8.000 οργιές. Το αεικίνητο των κυμάτων του και των μορίων της επιφανείας του, τα οποία επισκέπτονται διαδοχικώς όλα τα σημεία της θαλασσινής περιμέτρου. Την ανεξαρτησία των μονάδων του. Την συνεχή εναλλαγή των καταστάσεων της θάλασσας. Την υδροστατική αταραξία του κατά τη γαλήνη. Την υδροκινητική υπερχείλησή του σε αμπώτεις και πλημμυρίδες. Το καταλάγιασμά του μετά από την ερήμωση. Τη στειρότητά του στους περί τον πόλον παγετώνες, αρκτικό και ανταρκτικό. Την κλιματική και εμπορική του σπουδαιότητα. Την υπεροχή του 3 προς 1 επή της ξηράς της υδρογείου. Την ακαταμάχητη υπεροχή του σε τετραγωνικές λεύγες στην περιοχή που εκτείνεται κάτω από τον υποϊσημερινό τροπικό του Αιγόκερω. Την πολυγενική αντοχή της πρωταρχικής του λεκάνης. Τον κιτρινοκόκκινο πυθμένα του. Την ικανότητα του να διαλύει και να διατηρεί εν διαλύσει όλες τις ευδιάλυτες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων εκατομμυρίων τόννων εκ των πολυτιμοτέρων μετάλλων. Την αργή διάβρωση των χερσονήσων και των επικλινών ακρωτηρίων. Τις προσχωματικές του καταθέσεις. Το βάρος του, τη μάζα του και την πυκνότητά του. Την δυσκινητικότητά του σε λιμνοθάλασσες και λίμνες των βουνών. Τη διαβάθμιση των χρωμάτων του στις ζώνες, διακεκαυμένη, εύκρατη και κατεψυγμένη. Τη διαμετακομιστική του διακλάδωση σε ρυάκια με λίμνες και συγκλίνοντες προς τη θάλασσα ποταμούς, με τους παραποτάμους τους και τα ωκεάνια ρεύματα. Το γκολφστρήμ, με τις ισημέριες πορείες, βόρεια και νότια. Τη βιαιότητά του σε υποθαλάσσιους σεισμούς, υδροστήλες, αρτεσιανές πηγές, φουσκονεριές, χειμάρρους, στροφάλους, πλημμύρες, υπερχειλίσεις, αποτραβήγματα του νερού, ξεχειλίσματα του νερού, χωρίσματα του νερού, θερμοπίδακες, καταρράχτες, δίνες, αναταραχές, υπερχειλίσεις, κατακλυσμούς, μπόρες. Την απέραντη μη οριζόντιο περί την γην καμπύλη του. Τη μυστικότητά του σε πηγές και σε λανθάνουσα υγρασία, όπως αυτή αποκαλύπτεται με ραβδομαντικά ή υδρομετρικά όργανα και εξακριβώνεται παραδειγματικώς με την τρύπα στον τοίχο της πύλης Άστάουν, τη διαβροχή του αέρα, την απόσταξη της δροσιάς. Την απλότητα της σύνθεσής του, δυό συστατικά μέρη υδρογόνου κι ένα συστατικό μέρος οξυγόνου. Τις θεραπευτικές του αρετές. Την δύναμη ανώσεως στα νερά της Νεκρής Θάλασσας. Την υπομονετική του διεισδυτικότητα σε ρυάκια, τάφρους, ανεπαρκή φράγματα, χαραμάδες καραβιών. Τις ικανότητές του για καθαρισμό, για σβήσιμο της δίψας και της φωτιάς, για θρέψιμο της βλάστησης. Το αλάθητό του ως παράδειγμα και υπόδειγμα. Τις μεταμορφώσεις του σε ατμούς, ομίχλη, σύννεφο, βροχή, χιονόνερο, χιόνι, χαλάζι. Την δύναμή του μέσα σε στέρεους σωλήνες. Την πληθώρα των μορφών του σε λίμνες, αιγιαλούς και κόλπους και όρμους και κανάλια και λιμνοθάλασσες και κοραλιοειδείς ξέρες και αρχιπέλαγα και ισθμούς και φιόρδ και παλιρροϊακκά ποταμίσια στόματα και θαλασσινά μπράτσα. Τη στερεότητά του σε παγετώνες, παγόβουνα και παγονήσους. Την επιδεκτικότητά του να θέτει σε κίνηση υδραυλικές μυλόπετρες, τουρμπίνες, γεννήτριες, σταθμούς ηλεκτρικής παραγωγής, πλυντήρια, βυρσοδεψεία, νεροτριβές. Τη χρησιμότητά του σε διώρυγες, ποτάμια, αν είναι πλωτά, σε επιπλέουσες και σταθερές δεξαμενές. Τη δύναμή του, όπως βγαίνει από δαμασμένες παλίρροιες ή από ρεύματα νερών κατερχομένων από στάθμη σε στάθμη. Τους υποβρύχιους κόσμους του, ζωικό και φυτικό (ανακουστικό, φωτόφοβο), οι οποίοι συνθέτουν αριθμητικώς, αν όχι και κατά κυριολεξίαν, τους κατοίκους του πλανήτη. Την απανταχού παρουσία του καθώς αυτό συνθέτει κατά 90% το ανθρώπινο σώμα. Τη βλαβερότητα της σαπίλας του σε παραλήμνιους βάλτους, λοιμικά έλη, μπαγιάτικο νερό στα ανθογυάλια, στάσιμους λάκκους στο λιγοστεμένο φεγγάρι.



JAMES JOYCE
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1990

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Η ΕΒΕΛΙΝ - Τζέημς Τζόυς

ΚΑΘΟΤΑΝ ΤΩΡΑ μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά σ' όλη τη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω στις κουρτίνες του παραθυριού και στα ρουθούνια της ανέβαινε η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.
Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο κάτοικος του κτιρίου, που ήταν στο τέλος του δρόμου, πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να χτυπούν το σκληρό λιθόστρωτο και πιο κάτω να συνθλίβουν τη λιγνιτόσκονη που 'χαν ρίξει για το χιόνι πάνω στο μονοπάτι που οδηγούσε στα κόκκινα σπίτια. Εκεί ήταν παλιά ένα χωράφι που παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς˙ έπειτα ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ, αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια˙ όχι σπίτια σαν τα δικά τους, καφετιά και μικρά, αλλά σπίτια μεγάλα με τούβλα και στέγες που γυαλίζανε. Όλα τα παιδιά απ' τη λεωφόρο συνήθιζαν να παίζουν στο χωράφι. Οι Ντιβάιν και οι Γουώτερ και οι Νταν και ο μικρός κουτσός Κήω, τ' αδέλφια της, αυτή η ίδια, οι αδελφές της. Μόνο ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ. Αυτός ήταν μεγάλος. Ο πατέρας συχνά τους έδιωχνε απ' το χωράφι, κυνηγώντας τους με τη μαγκούρα που 'χε μαύρους σκληρούς ρόζους˙ όμως ο μικρός Κήω, που φύλαγε σκοπός, φώναζε ένα «κόνιδα», μόλις έβλεπε το γέρο και όλοι το 'βαζαν στα πόδια. Τότε, τουλάχιστον, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Ο πατέρας δεν είχε γίνει ακόμα τόσο κακός και, το πιο σπουδαίο, ζούσε η μητέρα της. Από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια˙ τ' αδέλφια της κι οι αδελφές της είχαν μεγαλώσει, η μητέρα της είχε πεθάνει και ο Τίζη Νταν είχε επίσης πεθάνει, και οι Γουώτερ είχαν ξαναγυρίσει στην Αγγλία. Όλα είχαν αλλάξει. Τώρα κι αυτή θα 'φευγε όπως και οι άλλοι, θα 'φευγε απ' το σπίτι.
Το σπίτι της! Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, παρατηρώντας όλα τα αντικείμενα, που τα ξεσκόνιζε και τα γυάλιζε μια φορά την εβδομάδα, χρόνια τώρα, και κάθε φορά αναρωτιόταν, πώς στην ευχή μαζεύεται αυτή η σκόνη. Ίσως δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια αυτά τα πράγματα που ως τότε δεν είχε σκεφτεί να τ' αποχωριστεί. Εντούτοις όλα αυτά τα χρόνια που τα καθάριζε αυτά τα πράγματα, δεν είχε ακόμα μάθει το όνομα εκείνου του παπά, που η φωτογραφία του, κιτρινισμένη, κρεμόταν στον τοίχο, πάνω απ' το σπασμένο αρμόνιο και πλάι στη χρωματιστή λιθογραφία που παρίστανε το κείμενο με τις υποσχέσεις που δόθηκαν στην «Υπερευλογημένη Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ». Ο παπάς της φωτογραφίας ήταν συμμαθητής του πατέρα της και κάθε φορά που τον έδειχνε σ' έναν επισκέπτη, πρόσθετε δήθεν τυχαία:
«Ε, τώρα αυτός είναι στη Μελβούρνη…»
Όμως αυτή είχε πάρει την απόφαση να φύγει. Ήταν σωστό; Ζύγιαζε τα υπέρ και τα κατά˙ ναι, στο σπίτι είχε οπωσδήποτε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή, και επιπλέον όλους εκείνους που την γνώριζαν όλη της τη ζωή. Βέβαια, δούλευε σκληρά και στο μαγαζί και στο σπίτι. Τι θα 'λεγαν αλήθεια στο μαγαζί αν μάθαιναν πως το 'σκασε με κάποιον; Πως ήταν μια ανόητη; Ίσως. Έπειτα, με μια αγγελία στις εφημερίδες θα 'βρισκαν την αντικαταστάτρια. Η δις Γκάβαν θα 'ταν επιτέλους ευχαριστημένη. Ποτέ της δεν την χώνεψε. Πάντα είχε να της κάνει κάποια παρατήρηση, ιδίως όταν βρίσκονταν πελάτες μπροστά και την άκουγαν.
«Δις Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»
«Με πιο ευγένεια παρακαλώ, δις Χιλ. Παρακαλώ».
Δε θα 'κλαιγε αφήνοντας το μαγαζί. Στο νέο τόπο που θα πήγαινε, σ' αυτή τη μακρινή χώρα, δε θα 'ταν το ίδιο. Έπειτα θα παντρευόταν. Ναι, αυτή η Έβελιν. Και ο κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. Δε θα της φερόταν όπως στη μητέρα της. Δηλαδή όπως ο πατέρας της φερόταν στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που η ίδια είχε κλείσει τα δεκαεννιά, ένιωθε ακόμα να κινδυνεύει από το θυμό του πατέρα της. Σ' αυτόν δεν χρωστούσε τις ταχυπαλμίες της; Το περίεργο είναι πως όταν ήτανε παιδιά δεν την είχε ποτέ χτυπήσει, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Χάρη και τον Ερνέστο. Γιατί αυτή ήταν κορίτσι• καλά! Όμως τελευταία, άρχισε να την φοβερίζει και να της λέει πως αν δεν ήταν για χάρη της πεθαμένης μάνας της, ήξερε αυτός να τη συγυρίσει. Αυτή δεν είχε κανένα να πάρει το μέρος της. Ο Ερνέστος είχε πεθάνει και ο Χάρης, που δούλευε στη διακόσμηση των εκκλησιών, έλειπε πάντα στην επαρχία˙ έτσι ήταν ολομόναχη να αντιμετωπίζει το θυμό του. Κι από πάνω αυτοί οι ατέλειωτοι καβγάδες για τα λεφτά, κάθε σαββατόβραδο, άρχισαν πολύ να τη βασανίζουν. Πάντα έδινε όλο το βδομαδιάτικό της -εφτά σελίνια- και ο Χάρης πάντα έστελνε ό,τι μπορούσε, όμως η δυσκολία ήταν να δώσει λίγα λεφτά κι ο πατέρας της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά, πως δεν είχε κουκούτσι μυαλό να νομίζει πως αυτός θα της εμπιστευόταν το χρήμα του που το κέρδισε με τον ιδρώτα του, για να το σπαταλήσει αυτή η σπάταλη, κι έλεγε, έλεγε, κάθε σαββατόβραδο και πιο γκρινιάρης και κακορίζικος από το προηγούμενο. Στο τέλος με τα πολλά της έδινε κάτι πενταροδεκάρες και ακόμα πιο θυμωμένα τη ρωτούσε αν είχε σκοπό ν' αγοράσει να φάνε κι αυτοί κάτι την Κυριακή. Τότε αυτή έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας σφιχτά το μαύρο δερμάτινο πορτοφολάκι, ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, σπρώχνοντας το πλήθος˙ να γυρίσει έπειτα αργά στο σπίτι φορτωμένη και τσακισμένη απ' την κούραση. Δύσκολο να κρατά το σπίτι, να φροντίζει τα δυο μικράπαιδιά να τρώνε καθημερινά και να πηγαίνουν τακτικά στο σχολείο, να τρέχει στο μαγαζί κι από πάνω να τη βρίζουν, ως πότε, ως πότε αυτή η σκληρή δουλειά, αυτή η πικρή ζωή… όμως τώρα που ήταν έτοιμη να τα αφήσει όλα πίσω της, να τα πετάξει όλα, τώρα δεν έβρισκε τη ζωή της τόσο δύσκολη, όχι και τόσο ανεπιθύμητη.
Ναι, ήταν έτοιμη ν' αρχίσει μια άλλη ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, ήταν σωστός άνδρας και ανοιχτόκαρδος. Απόψε αυτή και ο Φρανκ θα 'φευγαν οι δυο τους με το βαπόρι που 'φευγε απόψε, θα γινόταν γυναίκα του και θα ζούσαν στο σπίτι του Φρανκ, στο Μπουένος Άυρες. Θυμόταν σαν να 'ταν χτες την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Εκείνος έμενε σ' ένα σπίτι απάνω στο μεγάλο δρόμο, η Έβελιν είχε γνωστούς σ' αυτό το σπίτι. Ήταν πριν λίγες βδομάδες. Ο Φρανκ στεκόταν όρθιος στην εξώπορτα με το κασκέτο του λίγο σπρωγμένο προς τα πίσω, τα μαλλιά του που 'πεφταν ακατάστατα πάνω στο ηλιοκαμένο του μέτωπο. Έτσι γνωρίστηκαν από κείνο το βράδυ ερχόταν και την περίμενε μπροστά στο μαγαζί και τη συνόδευε σπίτι της. Πήγανε στο θέατρο και είδανε την Μποέμ και αισθάνθηκε πολύ περήφανη που πήρανε τόσο καλές και ακριβές θέσεις. Ο Φρανκ λάτρευε τη μουσική και τραγουδούσε και κανένα τραγουδάκι. Οι άνθρωποι γύρω τους κατάλαβαν πως ήτανε ερωτευμένοι οι δυο τους. Κι όταν, ακολουθώντας την ορχήστρα, άρχισε να σιγοτραγουδάει εκείνο το τραγούδι για το κορίτσι που αγάπησε ένα ναύτη, εκείνη κοίταξε γύρω της κι αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα ταραγμένη. Την πείραζε, φωνάζοντάς την Παπαρούνα. Στην αρχή όταν τον πρωτογνώρισε, ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε κι αυτή φίλο˙ έπειτα άρχισε να τον αγαπάει. Της είχε πει ιστορίες για μακρινές χώρες. Είχεαρχίσει σαν μούτσος με μια λίρα το μήνα, σ' ένα καράβι της Άλλαν Λάιν που πήγαινε στον Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών και τις εταιρείες που δούλεψε. Ο ίδιος είχε περάσει το στενό του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε τρομερές ιστορίες για τους Παταγόνες. Τέλος είχε βρει μια καλή δουλειά στο Μπουένος Άυρες, και τώρα είχε γυρίσει στην πατρίδα για διακοπές… Βέβαια μόλις ο πατέρας της ανακάλυψε την ιστορία τους, της απαγόρευσε να του ξαναμιλήσει αυτού του…
«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς…»
Και μιαν άλλη μέρα ο πατέρας της τον έβρισε τον Φρανκ˙ από τότε αυτή δεν μπορούσε παρά να τον βλέπει κρυφά.
Η νύχτα είχε εντελώς σκεπάσει τη λεωφόρο. Η ασπρίλα των δυο γραμμάτων που είχε ακουμπήσει πάνω στα γόνατά της ήταν ευδιάκριτη. Το ένα προοριζόταν για τον Χάρη, το άλλο για τον πατέρα της. Δηλαδή αυτή προτιμούσε τον Ερνέστο, όμως αγαπούσε και τον Χάρη. Ο πατέρας είχε πολύ γεράσει τελευταία. Βέβαια θα του έλειπε. Καμιά φορά μαλάκωνε λιγάκι• να τις προάλλες, τότε που ήταν άρρωστη κι έμεινε στο κρεβάτι μια μέρα, ο πατέρας της τής διάβασε μια ιστορία για φαντάσματα, και της έψησε και μια φρυγανιά στη φωτιά. Μιαν άλλη μέρα, ζούσε ακόμα τότε η μητέρα, πήγαν όλοι μαζί εκδρομή στο λόφο του Χώουθ. Θυμήθηκε πως ο πατέρας της φόρεσε το καπέλο της μητέρας της, κι όλα τα παιδιά γελούσαν, γελούσαν.
Η ώρα περνούσε, όμως αυτή εξακολουθούσε να κάθεται μπρος στο παράθυρο, ν' ακουμπά το κεφάλι της στην κουρτίνα, ν' αναπνέει την ενοχλητική μυρουδιά του σκονισμένου κρετόν. Μακριά, κάπου στη λεωφόρο, άκουγε να παίζει ένα οργανέτο. Τον ήξερε αυτόν το σκοπό. Πολύ παράξενο αυτό, να θυμηθεί απόψε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα της: την είχε βάλει να της υποσχεθεί πως θα κρατούσε το σπίτι όσο γινόταν περισσότερο. Θυμόταν το τελευταίο βράδυ που ήταν πεθαμένη η μητέρα της. Ξανάβλεπε τον εαυτό της στο μικρό δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κι απ' έξω έφτανε, ως αυτήν, ένα ιταλικό μελαγχολικό τραγούδι˙ είπαν στον οργανοπαίχτη να φύγει και του 'δωσαν και έξι πένες. Θυμόταν τον πατέρα της να πηγαινοέρχεται με βαριά βήματα στο δωμάτιο της άρρωστης, μουρμουρίζοντας:
«Καταραμένοι βρωμοϊταλοί, ως εδώ φτάσατε, ως εδώ…»
Έτσι όπως θυμόταν τα παλιά, η θλιβερή εικόνα της μητέρας της ξανάρθε σιγά σιγά… όλες αυτές οι αναμνήσεις κατακάθισαν μέσα της ως το βάθος της ψυχής της, η ζωή της μητέρας με τις καθημερινές, άστοχες θυσίες που την οδήγησαν στην τελική τρέλα. Έτρεμε. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη φωνή της μητέρας της που έλεγε με ανόητη επιμονή:
«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»
Πετάχτηκε όρθια, με τρόμο. Να φύγει. Πρέπει να φύγει αμέσως. Ο Φρανκ θα τη σώσει, θα της δώσει τη ζωή, τον έρωτα ίσως. Αυτή θέλει να ζήσει. Γιατί πρέπει αυτή να 'ναι δυστυχισμένη; Έχει κι αυτή δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα την τύλιγε με τα μπράτσα του, θα την έσωζε.
Στεκόταν όρθια, περιτριγυρισμένη από ένα παλλόμενο πλήθος, στο σταθμό του Νορθ Γουώλ. Ο Φρανκ της έσφιγγε το χέρι και καταλάβαινε πως της μιλούσε˙ έλεγε κάτι για τη διαδρομή ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος στρατιώτες που κρατούσαν καφετιές αποσκευές. Απ' τις ανοιχτές πόρτες του υπόστεγου, είδε το μαύρο όγκο του καραβιού, δεμένο πλάι στην αποβάθρα μ' όλα τα φινιστρίνια φωτισμένα. Ο Φρανκ μίλαγε κι αυτή δεν απαντούσε, ένιωθε τα μάγουλά της χλωμά και παγωμένα και τον εαυτό της σαν στο βάθος ενός βάραθρου στενοχώριας και αμηχανίας˙ παρακάλεσε τον Θεό να την οδηγήσει, να της δείξει τι να κάνει, ποιο είναι το καθήκον της. Μέσα απ' την ομίχλη ακούστηκε ένα μακρύ πένθιμο σφύριγμα. Αν έφευγε, αύριο θα 'ταν κιόλας στην ανοιχτή θάλασσα και κοντά της ο Φρανκ˙ θα έπλεαν προς το Μπουένος Άυρες. Οι θέσεις ήταν κρατημένες. Μπορούσε τώρα να οπισθοχωρήσει; Ύστερα απ' όσα έκανε γι' αυτήν; Η στενοχώρια της έφερε σαν μια ναυτία˙ όλο το σώμα της ήταν παγωμένο και τα χείλια της κουνιόνταν σε μια σιωπηλή χωρίς λόγια προσευχή. Μια καμπάνα χτυπούσε στη θέση της καρδιάς της.
Αισθάνθηκε τον Φρανκ να της σφίγγει το χέρι. «Έλα», είπε.
Όλες οι θάλασσες του κόσμου φουρτούνιασαν μέσα στην καρδιά της. Το χέρι του, το δικό του χέρι, την τραβούσε προς αυτή τη θάλασσα που θα την έπνιγε, θα την κατάπινε. Άρπαξε τη σιδερένια μπάρα με τα δυο της χέρια.
«Έλα» φώναξε ο Φρανκ.
Όχι, όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Τα χέρια της σφίχτηκαν με μανία στο σίδερο. Από τα βάθη της θάλασσας που πλημμύριζε την καρδιά της, έστελνε σιωπηλές κραυγές αγωνίας.
Ο Φρανκ έσκυψε πάνω απ' τη μπάρα και της φώναξε να τον ακολουθήσει.
«Έβελιν… Έβε…»
Τον έσπρωχναν, του φώναζαν να προχωρήσει, όμως αυτός εξακολουθούσε να τη φωνάζει.
Γύρισε προς αυτόν ένα άσπρο ανέκφραστο πρόσωπο σαν ζώου αβοήθητου. Στα μάτια της δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ούτε έρωτα, ούτε αποχαιρετισμού, ούτε καν αναγνώρισης.

μτφρ. Μαντώ Αραβαντινού


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Ο ΝΕΚΡΟΣ - ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΫΣ



http://www.youtube.com/watch?v=bj6FKvhs4Zo
Σταμάτησε λίγα βήματα μακριά της.
- Τι συμβαίνει μ' αυτό το τραγούδι; τη ρώτησε. Γιατί σε κάνει να κλαις;
Ανασήκωσε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της, σαν κανένα παιδάκι. Ρώτησε πάλι, μ' έναν πιο μαλακό τόνο στη φωνή του, απ' ότι είχε λογαριάσει:
- Γιατί Γκρέτα;
- Συλλογιέμαι κάποιον, πριν πολλά χρόνια, που τραγουδούσε αυτό το τραγούδι.
- Και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος ο πριν πολλά χρόνια; ρώτησε ο Γκάμπριελ χαμογελώντας.
- Κάποιος που γνώριζα στο Γκαλβουέϋ, τότε που έμενα με τη γιαγιά μου, αποκρίθηκε.
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Γκάμπριελ. Ενας μουντός θυμός άρχισε να μαζεύεται μεσ' στην ψυχή του, και η συγκρατημένη φωτιά του πόθου του άρχισε να φουντώνει άγρια μέσα στις φλέβες του.
- Κάποιος που ήσουν ερωτευμένη μαζί του; ρώτησε ειρωνικά.
- Ηταν ένα αγόρι που γνώριζα, αποκρίθηκε, τον έλεγαν Μαικλ Φόρεϋ. Τραγουδούσε αυτό το τραγούδι, την "Κοπέλα του Ωφριμ". Ηταν πολύ ντελικάτος.
Ο Γκάμπριελ δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η Γκρέττα πως ενδιαφερόταν γι' αυτό το ντελικάτο αγόρι.
- Τον βλέπω τόσο καθαρά, συνέχισ' εκείνη ύστερ' από μια στιγμή. - Τι μάτια που είχε: μεγάλα, σκούρα μάτια! Κι είχαν μια τέτοια έκφραση... μια έκφραση!
- Ω τότε ήσουν ερωτευμένη μαζί του΄
- Κάναμε μακρυνούς περιπάτους, αποκρίθηκε, τότε που ήμουν στον Γκάλγουεϋ.
Μια ιδέα πέρασε από το νου του Γκάμπριελ.
- Ισως γι' αυτό να 'θελες να πας στο Γκάλγουεϋ μ' εκείνη την Αϊβορς; είπε ψυχρά.
Τον κοίταξε και ρώτησε με έκπληξη:
- Για ποιο λόγο;
Τα μάτια της έκαναν τον Γκάμπριελ να μη νιώθει άνετα. Ανασήκωσε τους ώμους του και είπε:
- Πως μπορώ να ξέρω; Ισως για να τον δεις.
Αποτράβηξε τη ματιά της από πάνω του και τη γύρισε αμίλητη στη φωτεινή ακτίδα προς το παράθυρο.
- Εχει πεθάνει, είπε στο τέλος. Πέθανε σαν ήταν δεκαεφτά χρονών μονάχα. Δεν είναι τρομερό να πεθάνεις τόσο νέος;
- Τι ήταν; ρώτησε ο Γκάμπριελ, πάντα ειρωνικά.
- Εργαζότανε στην εταιρεία του γκαζιού, αποκρίθηκε.
Ο Γκάμπριελ ένιωσε ταπεινωμένος για την αποτυχία της ειρωνείας του και για την ανάκληση αυτής της μορφής από τους νεκρούς - ένα αγόρι εργαζότανε στην εταιρεία του γκαζιού. Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παράβαλλε μέσα στο νου της μ' έναν άλλο. Μια ντροπιασμένη αντίληψη του εαυτού του τον κυρίεψε. είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, σαν ένα θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία, που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανεικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μεσ' τον καθρέφτη. Γύρισε  ένστικτα την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που φλόγιζε το μέτωπό του.
Πάσχισε να διατηρήσει τον ψυχρό ανακριτικό τόνο, μα όταν μίλησε, η φωνή του ήταν σιγανή και αδιάφορη:
- Υποθέτω, Γκρέττα, πως ήσουν ερωτευμένη μ' αυτόν τον Μάικλ Φόρεϋ.
- Τον λυπόμουν, αποκρίθηκε.
Η φωνή της ήταν αχνή και θλιμένη. Ο Γκάμπριελ νιώθοντας τώρα πόσο μάταιο θα 'τανε να δοκίμαζε να την κατευθύνει κατά 'κει που είχε σκοπό, της χάιδεψε το χέρι και είπε κι αυτός θλιμένα¨
- Κι από τι πέθανε τόσο νέος, Γκρέττα; Φυματίωση;
- Νομίζω πως πέθανε εξαιτίας μου, αποκρίθηκε.
Ενας αόριστος φόβος άδραξε τον Γκάμπριελ σ' αυτή την απάντηση, σα να χυμούσε καταπάνω του, αυτή τη στιγμή που είχε ελπίσει να θριαμβέψει, κάποιο ον άυλο κι εκδικητικό, συγκεντρώνοντας δυνάμεις εναντίον του μεσ' στον ακαθόριστο κόσμο του. Αλλά με μια προσπάθεια του λογικού του απαλάχτηκε από τούτη την ιδέα κι εξακολούθησε να της χαϊδεύει το χέρι. Δεν της έκανε άλλη ερώτηση επειδή είχε τη διαίσθηση πως θα τα διηγότανε μονάχη της. Το χέρι της ήταν ζεστό και υγρό: δεν ανταποκρίθηκε στο σφίξιμο του δικού του χεριού. εξακολούθησε ωστόσο να της το χαϊδεύει όπως είχε χαϊδέψει το πρώτο της γράμμα εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό.
- Ηταν το χειμώνα, άρχισ' εκείνη, αρχές του χειμώνα, που ετοιμαζόμουν να φύγω από της γιαγιάς μου για να 'ρθω εδώ στις καλόγριες. Εκείνος ήταν άρρωστος τότε, στο σπίτι που έμενε στο Γκάλγουεϋ, δεν τον άφηναν να βγει. Εγραφαν και στους γονείς του, στο Οτεραντ. Βρισκόταν σε κατάπτωση, έλεγαν, ή κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν έμαθα ακριβώς.
Σταμάτησε μια στιγμή και αναστέναξε.
- Κακόμοιρο παιδί, συνέχισε. Μ' αγαπούσε πολύ, και ήταν τόσο καλός. Βγαίναμε μαζί, πηγαίναμε μαζί περίπατο, μακριά - ξέρεις, Γκάμπριελ, όπως κάνουν στην εξοχή. Θα σπούδαζε τραγούδι αν δεν ήταν εμπόδιο η υγεία του. Είχε πολύ ωραία φωνή, ο καημένος ο Μάικλ Φόρεϋ.
- Και ύσερα; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Και ύστερα, σαν ήλθε ο καιρός να φύγω από το Γκάλγουεϋ και να 'ρθω στις καλόγριες, ήταν πολύ χειρότερα, στην υγεία του και δεν μ' άφηναν να τον δω, κι έτσι του έγραψα ένα γράμμα, λέγοντας πως θα πήγαινα στο Δουβλίνο και θα γύριζα το καλοκαίρι, και πως έλπιζα πως θα 'ταν καλύτερα τότε.
Σταμάτησε μια στιγμή για να κάνει τη φωνή της πιο σταθερή και ύστερα συνέχισε:
- Υστερα την παραμονή της μέρας που θα 'φευγα, το βράδυ, ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο Νωνς Αϊλαντ, κι έφτιαχνα τη βαλίτσα μου, κι άκουσα να πετούν πετραδάκι στο παράθυρό μου. Τα τζάμια του παράθυρου ήταν τόσο βρεμένα που δεν μπορούσα να δω, κι έτσι κατέβηκα όπως ήμουν, βγήκα στον κήπο από την πίσω πόρτα, κι εκεί ήταν ο καημένος, στην άκρη του κήπου, τρέμοντας.
- Και δεν του είπες να γυρίσει στο σπίτι του; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Τον ικέτεψα να πάει αμέσως στο σπίτι του και του είπα πως ήταν θάνατος γι' αυτόν να στέκεται μέσ' στη βροχή. Μα είπε πως δεν ήθελε να ζήσει. Βλέπω ακόμη τα μάτια του, σα να 'τανε τότε. Στεκότανε στην άκρη του μαντρότοιχου, εκεί που ήταν ένα δέντρο.
- Και γύρισε στο σπίτι του; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Τον ικέτεψα να πάει αμέσως στο σπίτι του και του είπα πως ήταν θάνατος γι' αυτόν να στέκεται μέσ' στην βροχή. Μα είπε πως δεν ήθελε να ζήσει. Βλέπω ακόμη τα μάτια του, σα να 'τανε τότε. Στεκότανε στην άκρη του μαντρότοιχου, εκεί που ήταν ένα δέντρο.
- Και γύρισε στο σπίτι του;
- Ναι, γύρισε. Και ήμουν μόλις μια βδομάδα στις καλόγριες όταν πέθανε και τον θάψανε στο Οτεραρντ, εκεί που ήταν οι δικοί του. Ω, όταν το 'μαθα πως είχε πεθάνει!
Σταμάτησε πνιγμένη στ' αναφυλητά και αποκαμωμένη από τη συγκίνηση, κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, κλάιοντας μεσ' στο πάπλωμα. Ο Γκάμπριελ της κράτησε το χέρι ακόμη μια στιγμή, αναποφάσιστος, και ύστερα, μη θέλοντας να γίνει οχληρός την ώρα της πίκρας της, το άφησε να πέσει ανάλαφρα και πήγε αθόρυβα στο παράθυρο.

http://www.youtube.com/watch?v=mvNRFfVelt4
Κοιμότανε βαθιά.
Ο Γκάμπριελ, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, κοίταξε μερικές στιγμές δίχως μνησικακία, τ' ανακατεμένα μαλλιά και το μισάνοιχτο στόμα της, κι αφουγκραζότανε τη βαθειά της ανάσα. Ωστε είχε αυτό το ειδύλλιο στη ζωή της: ένας άνθρωπος είχε πεθάνει γι' αυτή. Δεν αισθανότανε σχεδόν καμία πίκρα τώρα στη σκέψη για το πόσο μικρό μέρος είχε παίξει αυτός, ο άντρας της, στη ζωή της. Την κοίταζε που κοιμότανε, σαν να μην είχαν ζήσει ποτέ μαζί σαν σύζυγοι. Τα μάτια του κοίταζαν πολλή ώρα με περιέργεια το πρόσωπο και τα μαλλιά της - και όσο σκεφτότανε πως θα 'τανε τότε, εκείνο τον καιρό της πρώτης κοριτσίστικης ομορφιάς της, ένιωσε γι' αυτήν μια παράξενη, φιλική συμπόνοια μεσ' στην ψυχή του. Δεν του άρεσε να πει, ακόμα και στον εαυτό του, πως το πρόσωπό της δεν ήταν πια ωραίο, μα ήξερε πως δεν ήταν πια εκείνο το πρόσωπο, που για χατήρι του είχε αψηφήσει το θάνατο ο Μάικλ Φόρεϋ.
Ισως να μην του είχε διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία. Τα μάτια του πήγαν στην καρέκλα, εκεί που είχε πετάξει μερικά ρούχα της. Ενα κορδόνι μεσοφοριού ταλαντευότανε πάνω από το πάτωμα. Μια μποτίνα στεκότανε ορθή, με το πάνω μαλακό μέρος της γυρτό: το ταίρι της ήταν πεσμένο στο πλευρό. Απόρησε για τη διέγερση που είχε νιώσει πριν από μια ώρα. Σε τι οφειλότανε; Στο σουπέ που είχαν παραθέσιε οι θείες,  στον ανόητο λόγο που είχε βγάλει, στο κρασί και στο χορό, στο κέφι του όταν καληνύχτιζε στο χωλ, στην ευχαρίστηση που είχε νιώσει να περπατάει μεσ' στο χιόνι, πλάι στο ποτάμι;
Η καημένη η θεία Τζούλια! Κι αυτή σε λίγο θα 'ταν ένας ίσκιος μαζί με τον ίσκιο του Πάτρικ Μορκαν και του αλόγου του. Είχε δει για μια στιγμή εκείνη τη χλωμάδα στο πρόσωπό της όσο τραγουδούσε το "Στολισμένη για γάμο". Σε λίγο καιρό θα καθότανε ίσως σ' εκείνο το σαλόνι, ντυμένος στα μαύρα, με το ψηλό καπέλο πάνω στα γόνατά του. Τα στορ θα 'ταν κατεβασμένα, κι η θεία Κέιτ θα καθότανε πλάι του κλαίοντας και σκουπίζοντας τη μύτη της, και θα του διηγότανε πως είχε πεθάνει η θεία Τζούλια. Θ' αποτύπωνε στο νου του μερικά λόγια παρηγοριάς, που θα τα 'βρισκε ανούσια και περιττά. Ναι, ναι: αυτό θα συμβεί πολύ γρήγορα.
Η ψυχρή ατμόσφαιρα της κάμαρας πάγωνε τους ώμους του. Τεντώθηκε με προσοχή και ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα, πλάι στη γυναίκα του. Ολα, ένα - ένα, γίνονταν σκιές. Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σ' εκείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου μεγάλου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά. Σκέφτηκε πως είχε κλείσει μέσα στην καρδιά της τόσα χρόνια, η γυναίκα που κοιμότανε πλάι του, την εικόνα των ματιών του αγαπημένου της, όταν της είχε πει πως δεν ήθελε να ζήσει.
Μεγαλόψυχα δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ δεν είχε νιώσει ο ίδιος ένα τέτοιο αίσθημα για κάποια γυναίκα, αλλά καταλάβαινε πως αυτό ήταν πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν πιο πυκνά στα μάτια του και μέσα στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως έβλεπε τη μορφή ενός νέιου να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που στάζει. Αλλες μορφές ήταν εκεί κοντά/ Η ψυχή του είχε πλησιάσει σ' εκείνη την περιοχή που κατοικούν τα πλήθη των νεκρών. Ειχε αντίληψη της δύστροπης και τρεμουλιαστής ύπαρξής τους, αλλά δεν μπορούσε να την κατανοήσει. Η ίδια του η οντότητα ξεθώριαζε μέσα σ' έναν γκρίζο άϋλο κόσμο: ακόμη κι ο στέρεος κόσμος, που αυτοί οι νεκροί είχαν κάποτε οικοδομήσει και είχαν ζήσει μέσα σ' αυτόν, διαλυόταν και χανότανε.
Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι, τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ξανάρχισε να χιονίζει. Κοίταζε νυσταγμένος τις νιφάδες, ασημιές και θαμπές, να πέφτουν λοξά μέσα στο φως του φαναριού. Ειχε έρθει γι' αυτόν ο καιρός να ξεκινήσει για το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντου, σ' ολόκληρη την Ιρλανδια. Επεφτε σε κάθε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λόφους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ Οφ Αλλεν κι ακόμα πιο πέρα δυτικά, έπεφτε μαλακά στα θολά ανταριασμένα κύματα του Σάννον. Επεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πάνω στο λόφο, εκεί που κοιτότανε θαμένος ο Μάικλ Φόρεϋ. Στοιβαζότανε πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπετρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκάθια. Το είναι του ατονούσε σιγά - σιγά όσο άκουγε το χιόνι να πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του τελειωτικού τους τέλους, πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΫΣ
"ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: ΤΑ ΔΥΟ URL ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ. 
ΠΑΙΧΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ "ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ". 
ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΤΑΙΝΙΑ.
ΒΓΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΠΕΘΑΝΕΙ.