.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα PETER USPENSKY. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα PETER USPENSKY. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Ο Gurdjieff για τον πόλεμο - Peter Ouspensky



Οι πόλεμοι μπορούν να σταματήσουν; (Κεφάλαιο 1)

Η συζήτηση άρχισε  με την την ερώτησή μου: «Ο πόλεμος  μπορεί να σταματήσει;» Και ο Γ. Απάντησε: «Ναι, μπορεί». Και όμως, ήμουν βέβαιος από προηγούμενες συζητήσεις πως η απάντησή του θα ήταν: «Όχι, δεν μπορεί».
«Αλλά το ζήτημα είναι: πως;» είπε. Για να το καταλάβει κανείς αυτό, είναι ανάγκη να γνωρίζει πολλά. Τι είναι ο πόλεμος; Είναι αποτέλεσμα πλανητικών επιδράσεων. Κάπου εκεί ψηλά δύο ή τρεις πλανήτες έχουν πλησιάσει πολύ κοντά ο ένας τον άλλο, και το αποτέλεσμα είναι μια ένταση. Έχεις προσέξει πως αν κάποιος περάσει ξυστά από δίπλα σου σε ένα πεζοδρόμιο, δημιουργείται υπερένταση; Η ίδια ένταση δημιουργείται ανάμεσα σε πλανήτες. Γι’ αυτούς, η ένταση διαρκεί ίσως ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αλλά εδώ, στη γη, οι άνθρωποι αρχίζουν να αλληλοσφάζονται, και η αλληλοσφαγή μπορεί  να συνεχίζεται χρόνια. Σε μια τέτοια περίοδο, τους φαίνεται ότι αλληλομισούνται ή ίσως ότι οφείλουν να αλληλοσφαγιαστούν για κάποιο υψηλό σκοπό ή ότι οφείλουν να υπερασπιστούν κάποιον ή κάτι και ότι αυτό είναι μια πολύ ευγενική πράξη ή κάτι ανάλογο. Δεν καταλαβαίνουν ως ποιο σημείο είναι απλώς  πιόνια στο παιχνίδι. Νομίζουν πως κάτι σημαίνουν. Νομίζουν πως είναι ελεύθεροι να κινούνται όπως τους αρέσει. Νομίζουν πως μπορούν να αποφασίσουν τούτο ή το άλλο. Αλλά στην πραγματικότητα, όλες οι κινήσεις τους, όλες οι πράξεις τους, είναι αποτέλεσμα πλανητικών επιδράσεων. Και αυτοί οι ίδιοι έχουν, κυριολεκτικά, μηδαμινή σημασία. Μεγάλο ρόλο σε αυτό, παίζει και η σελήνη. Αλλά για τη σελήνη, θα μιλήσουμε ξεχωριστά. Πρέπει μόνο να καταλάβουμε ότι ούτε ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος, ούτε οι στρατηγοί, ούτε οι υπουργοί, ούτε τα κοινοβούλια έχουν καμιά σημασία ή μπορούν να κάνουν τίποτε. Όλα όσα συμβαίνουν σε μεγάλη κλίμακα, ρυθμίζονται απ’ έξω, και ρυθμίζονται είτε από τυχαίους συνδυασμούς επιδράσεων, είτε από γενικούς κοσμικούς νόμους».
Αυτά είναι όλα όσα κατάφερα να ακούσω. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήθελε να μου εξηγήσει με ποιο τρόπο οι τυχαίες επιδράσεις θα ήταν δυνατόν να εκτραπούν και να μεταμορφωθούν σε κάτι σχετικά αβλαβές. Ήταν πραγματικά μια ενδιαφέρουσα ιδέα που αφορούσε το εσωτερικό νόημα της «θυσίας». Αλλά τουλάχιστον για την ώρα, αυτή η ιδέα είχε μόνο ιστορική και ψυχολογική αξία. Αυτό που ήταν πραγματικά σημαντικό και που το είπε εντελώς αδιάφορα, έτσι που ούτε καν το πρόσεξα αμέσως, και που το θυμήθηκα μόνο αργότερα, προσπαθώντας να αναπλάσω τη συζήτηση, αφορούσε τη διαφορά του χρόνου για τους πλανήτες και για τον άνθρωπο. 
Αλλά ακόμη και όταν το θυμήθηκα, για πολύ καιρό δεν αντιλαμβανόμουν το πλήρες νόημα αυτής της ιδέας. Αργότερα, πολλά στηρίχτηκαν πάνω σε αυτή.


Το σταμάτημα των πολέμων (Κεφάλαιο 6)

«Κάποιος άλλος μίλησε για τον πόλεμο: Πως θα σταματήσουν οι πόλεμοι; Οι πόλεμοι δεν μπορούν να σταματήσουν. Ο πόλεμος είναι το αποτέλεσμα της σκλαβιάς στην οποία ζουν οι άνθρωποι. Για να πούμε την αλήθεια, δεν φταίνε οι άνθρωποι για τον πόλεμο. Ο πόλεμος οφείλεται σε κοσμικές δυνάμεις, σε πλανητικές επιδράσεις. Αλλά οι άνθρωποι δεν προβάλλουν καμιά απολύτως αντίσταση σε αυτές τις επιδράσεις, και δεν μπορούν να το κάνουν, γιατί είναι σκλάβοι. Αν ήταν άνθρωποι, αν ήταν ικανοί να “πράττουν”, θα μπορούσαν να προβάλλουν αντίσταση σε αυτές τις  επιδράσεις και να αποφεύγουν τον αλληλοσπαραγμό».
«Σίγουρα, όμως αυτοί  που το καταλαβαίνουν αυτό, μπορούν να κάνουν κάτι!» είπε ο άνθρωπος που είχε θίξει το θέμα του πολέμου. «Αν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων έκλεινε μια οριστική συμφωνία να μη γίνεται πόλεμος, δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους άλλους;»
«Αυτοί που αντιπαθούν τον πόλεμο προσπαθούν να το κάνουν αυτό από τότε σχεδόν που δημιουργήθηκε ο κόσμος» είπε ο Γ. «Και όμως, ποτέ δεν έγινε τέτοιος πόλεμος σαν τον σημερινό (Α παγκόσμιος). Οι πόλεμοι δεν λιγοστεύουν, πληθαίνουν, και δεν μπορούν να σταματήσουν με τα συνηθισμένα μέσα. Όλες αυτές οι θεωρίες για την παγκόσμια ειρήνη, τα συνέδρια ειρήνης και τα παρόμοια, δεν είναι παρά οκνηρία και υποκρισία. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται τον εαυτό τους, δεν θέλουν να εργαστούν πάνω στον εαυτό τους, αλλά σκέφτονται πως να αναγκάσουν τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλουν αυτοί. Αν πράγματι συγκεντρώνονταν αρκετοί απ’ αυτούς που θέλουν να σταματήσουν τον πόλεμο θα άρχιζαν πρώτα απ’ όλα να πολεμούν εκείνους που θα διαφωνούσαν μαζί τους. Και είναι ακόμη πιο βέβαιο ότι θα πολεμούσαν αυτούς που θέλουν να σταματήσουν τους πολέμους, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Και, έτσι, θα πολεμούσαν. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι και δεν μπορούν να είναι διαφορετικοί. Ο πόλεμος έχει πολλές αιτίες που μας είναι άγνωστες. Μερικές από τις αιτίες βρίσκονται στους ίδιους τους ανθρώπους, άλλες βρίσκονται έξω από αυτούς. Πρέπει να αρχίσει κανείς από τις αιτίες που βρίσκονται στον ίδιο τον άνθρωπο. Πως μπορεί να είναι ανεξάρτητος από τις εξωτερικές επιδράσεις των μεγάλων κοσμικών δυνάμεων, όταν είναι σκλάβος του καθετί γύρω του. Αν ελευθερωθεί από τα πράγματα, πιθανόν να ελευθερωθεί και από τις πλανητικές επιδράσεις.
»Η ελευθερία, η λύτρωση, αυτός πρέπει να είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Να ελευθερωθεί, να λυτρωθεί από τη σκλαβιά – αυτό πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος, όταν συνειδητοποιήσει έστω και λίγο τη θέση του. Δεν του μένει άλλη διέξοδος και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν όσο παραμένει σκλάβος εσωτερικά και εξωτερικά. Αλλά δεν μπορεί να πάψει να είναι σκλάβος, εξωτερικά όσο παραμένει σκλάβος εσωτερικά. Γι’ αυτό, για να ελευθερωθεί, πρέπει να κατακτήσει την εσωτερική ελευθερία.
»Η πρώτη αιτία της εσωτερικής σκλαβιάς του ανθρώπου είναι η άγνοιά του και πάνω απ’ όλα, η άγνοια του εαυτού του. Αν δεν γνωρίσει τον εαυτό του, αν δεν καταλάβει το πως δουλεύει η μηχανή του και τις διάφορες λειτουργίες της, ο άνθρωπος δεν μπορεί  να είναι ελεύθερος, δεν μπορεί να κατευθύνει τον εαυτό του και θα παραμένει  πάντοτε σκλάβος και παιχνίδι των  δυνάμεων που ενεργούν επάνω του.
»Να γιατί, σε όλες τις αρχαίες διδασκαλίες, η πρώτη απαίτηση στο ξεκίνημα του δρόμου για τη λύτρωση ήταν το “γνώθι σαυτόν”.

Peter  Ouspensky
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΣΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1989

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ο μάγος και τα πρόβατα - PETER USPENSKY


Υπάρχει ένας ανατολίτικος μύθος για έναν πάμπλουτο μάγο που είχε πολλά πρόβατα. Ο μάγος αυτός όμως ήταν και πολύ τσιγκούνης. Δεν ήθελε να πάρει βοσκούς, ούτε να στήσει φράχτη γύρω από το λιβάδι όπου έβοσκαν τα πρόβατα του. Έτσι, τα πρόβατα συχνά έμπαιναν στο δάσος και πήγαιναν από ‘δω κι από ‘κει, έπεφταν σε χαράδρες κ.λπ. και, πάνω απ’ όλα, έφευγαν γιατί ήξεραν ότι ο μάγος ήθελε το κρέας και την προβιά τους και αυτό δεν τους άρεσε.
Τελικά ο μάγος βρήκε το φάρμακο. Υπνώτισε τα πρόβατά του και τους υπέβαλε, πρώτα απ’ όλα, την ιδέα ότι ήταν αθάνατα, ότι δεν πάθαιναν κακό όταν τα έγδερναν, ότι δήθεν αυτά, αντίθετα, ήταν καλό γι’ αυτά και μάλιστα ευχάριστο. Ύστερα, τους υπέβαλε την ιδέα ότι ο μάγος ήταν καλό αφεντικό που αγαπούσε το κοπάδι του τόσο πολύ ώστε ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα στον κόσμο για χάρη τους. Και έπειτα, τους υπέβαλε την ιδέα ότι αν τους συνέβαινε κάτι τέλος πάντων, αυτό δεν θα συνέβαινε εκείνη τη στιγμή, οπωσδήποτε όχι εκείνη τη μέρα και, γι’ αυτό, δεν ήταν ανάγκη να το σκέφτονται. Επίσης τους υπέβαλε την ιδέα ότι ήταν λιοντάρια, σε άλλα ότι ήταν αετοί, σε άλλα ότι ήταν άνθρωποι και σε άλλα ότι ήταν μάγοι.
Και μετά από αυτό, τελείωσαν όλες οι έγνοιες και οι στενοχώριες του με τα πρόβατα. Ποτέ δεν ξανάφευγαν πια, αλλά περίμεναν ήσυχα την ώρα που ο μάγος θα τους ζητούσε το κρέας και το τομάρι τους.
Ο μύθος αυτός είναι μια πολύ καλή ερμηνεία της κατάστασης του ανθρώπου.


PETER USPENSKY
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΣΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1989

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Η θεμελιώδης ιδέα της εσωτερικής γνώσης - Peter Uspensky


Ερ. Η θεμελιώδης ιδέα όλης της εσωτερικής γνώσης δεν είναι ο θάνατος του σπόρου;
Απ. Μπορούμε να το πάρουμε έτσι. Στην πραγματικότητα, σε σχέση μ' αυτό, υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί ίσως να εξηγήσει την κατάστασή μας. Θυμάμαι τον κ. Γκουρτζίεφ που είχε πει πριν από πολύ καιρό, σχετικά με την έκφραση αυτή που επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές στην Καινή Διαθήκη, ότι για να βλαστήσει και αποδώσει καρπό ο σπόρος πρέπει να πεθάνει, ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην κατάσταση του ανθρώπου. Σε σχέση με τον άνθρωπο έπρεπε να διευρυνθεί. Μιλώντας γενικά για την εργασία, για τις δυνατότητές της και για την κατεύθυνση της εργασίας, ο κύριος Γκουρτζίεφ μας το εξήγησε ως εξής: Πρώτα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι κοιμόμαστε. Δεύτερον, πρέπει να ξυπνήσουμε. Όταν ξυπνήσουμε, πρέπει να πεθάνουμε. Όταν πεθάνουμε, μπορούμε να γεννηθούμε. Δεν μπορούμε να γεννηθούμε αν δεν πεθάνουμε, και δεν μπορούμε να πεθάνουμε αν δεν ξυπνήσουμε. Δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε αν δεν αντιληφθούμε ότι κοιμόμαστε. Υπάρχουν λοιπόν συγκεκριμένα βήματα.
Ερ. Με ποια έννοια χρησιμοποιείτε την λέξη «πεθαίνω»;
Απ. «Πεθαίνω» θα πει πεθαίνω, εξαφανίζομαι, δεν είμαι, δεν υπάρχω. Είναι ανώφελο να πεθάνει κανείς όταν κοιμάται, διότε τότε, δεν μπορεί να γεννηθεί. Πρέπει να ξυπνήσει πρώτα.



Peter Uspensky
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1988


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Ένας διαλογισμός του Τσουάνγκ Τσου – Τσουάνγκ Τσου


Δεν μπορείς να μιλήσεις για τον ωκεανό σε έναν βάτραχο – πλάσμα μιας στενότερης σφαίρας. Δεν μπορείς να μιλήσεις για τον πάγο σε ένα έντομο – πλάσμα μιας εποχής. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το Τάο σε έναν παιδαγωγό, που η ακτίνα του είναι πολύ περιορισμένη.
Αλλά τώρα που αναδύθηκες από τη στενή σου σφαίρα και είδες τον μεγάλο ωκεανό, γνωρίζεις την ίδια τη σημασία σου και μπορώ να σου μιλήσω για τις μεγάλες αρχές...
Οι διαστάσεις είναι απεριόριστες, ο χρόνος είναι ατέλειωτος. Οι συνθήκες δεν είναι αναπόφευκτες, οι όροι δεν είναι οριστικοί.
Δεν υπάρχει τίποτε που δεν είναι αντικειμενικό' δεν υπάρχει τίποτε που δεν είναι υποκειμενικό. Αλλά είναι αδύνατον να αρχίσουμε από το αντικειμενικό. Μόνο από την υποκειμενική γνώση είναι δυνατόν να προχωρήσουμε στην αντικειμενική γνώση.
Όταν το υποκειμενικό και το αντικειμενικό είναι και τα δύο χωρίς τις αλληλεξαρτήσεις τους, αυτό είναι ο ίδιος άξονας του Τάο.
Το Τάο έχει τους νόμους και τις μαρτυρίες του. Στερείται τόσο δράσης όσο και μορφής.
Μπορείς να το αποκτήσεις, αλλά δεν μπορείς να το δεις.
Οι πνευματικές υπάρξεις αντλούν την πνευματικότητά τους από το Τάο.
Για το Τάο κανένα σημείο στον χρόνο δεν είναι παρελθόν.
Το Τάο δεν μπορεί να υπάρχει' αν υπήρχε δεν θα μπορούσε να είναι ανύπαρκτο. Το ίδιο το όνομα Τάο υιοθετείται απλώς χάριν ευκολίας. Το προκαθορισμένο και η τύχη περιορίζονται μόνο στην υλική ύπαρξη. Πως μπορούν να ισχύσουν στο άπειρο;
Το Τάο είναι κάτι πέρα από την υλική ύπαρξη. Δεν μπορεί να μεταβιβαστεί ούτε με λόγια ούτε με τη σιωπή. Σε εκείνη την κατάσταση που δεν είναι ούτε ομιλία ούτε σιωπή, η υπερβατική του φύση μπορεί να κατανοηθεί.


ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ
TERTIUM ORGANUM
(ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΟΣΟΦΙΑ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 2005

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Μόνο μερικοί μπορούν να αναπτυχθούν – Peter Uspensky


...Αν επιστρέψουμε τώρα στην ιδέα ότι ελάχιστοι άνθρωποι μόνο μπορούν να αναπτυχθούν και να βρουν κρυμμένες δυνατότητες μέσα τους, γεννιέται φυσικά το ερώτημα: Τι καθορίζει τη διαφορά; Γιατί σε μερικούς δίνεται η ευκαιρία και σε άλλους όχι; Είναι αλήθεια ότι μερικοί άνθρωποι από την αρχή κιόλας δεν έχουν καμία πιθανότητα. Γεννιούνται σε τέτοιες συνθήκες ώστε δεν μπορούν τίποτε να μάθουν ή είναι οι ίδιοι διανοητικά καθυστερημένοι κατά κάποιο τρόπο. Έτσι αποκλείουμε τους διανοητικά καθυστερημένους, γιατί δεν μπορούμε να πούμε τίποτε γι' αυτούς. Μας αφορούν οι άνθρωποι που βρίσκονται σε ομαλές συνθήκες και πρέπει και οι ίδιοι να είναι ομαλοί, με τις συνηθισμένες δυνατότητες για μάθηση, κατανόηση και τα λοιπά. Από τους ανθρώπους λοιπόν αυτούς, ελάχιστοι θα είναι σε θέση να κάνουν έστω και το πρώτο βήμα στο δρόμο για την ανάπτυξη. Πως και γιατί συμβαίνει αυτό;
Όλοι οι άνθρωποι στις συνηθισμένες συνθήκες της ζωής βρίσκονται κάτω από δύο είδη επιδράσεων. Υπάρχουν πρώτα οι επιδράσεις που δημιουργούνται στη ζωή, η επιθυμία για πλούτη, για φήμη και τα παρόμοια, που τις ονομάζουμε επιδράσεις Α. Δεύτερον υπάρχουν άλλες επιδράσεις που έρχονται έξω από τη ζωή, που εργάζονται στις ίδιες συνθήκες μολονότι είναι διαφορετικές και τις ονομάζουμε αυτές επιδράσεις Β. Φτάνουν στον άνθρωπο με τη μορφή της θρησκείας, της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας. Οι επιδράσεις αυτές του δεύτερου είδους είναι συνειδητές στην προέλευσή τους. Οι επιδράσεις Α είναι μηχανικές από την αρχή. Μπορεί ο άνθρωπος να συναντήσει αυτές τις επιδράσεις Β ή μπορεί να τις προσπεράσει χωρίς να τις προσέξει ή μπορεί να τις ακούσει και να νομίσει πως τις καταλαβαίνει, να χρησιμοποιεί τα λόγια και ταυτόχρονα να μην έχει καμία απολύτως πραγματική κατανόηση. Στην πραγματικότητα, την παραπέρα ανάπτυξη του ανθρώπου την καθορίζουν οι δύο αυτές επιδράσεις. Αν ο άνθρωπος συσσωρεύσει επιδράσεις Β, τα αποτελέσματα των επιδράσεων αυτών κρυσταλλώνονται μέσα του (χρησιμοποιώ τη λέξη κρυστάλλωση με τη συνηθισμένη έννοια) και σχηματίζουν μέσα του κάποιο είδος κέντρου έλξης που το ονομάζουμε μαγνητικό κέντρο.
Η συμπαγής μάζα μνήμης των επιδράσεων αυτων έλκει τον άνθρωπο προς μια ορισμένη κατεύθυνση ή τον κάνει να στραφεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Όταν σχηματιστεί μαγνητικό κέντρο στον άνθρωπο θα του είναι ευκολότερο να προσελκύσει περισσότερες επιδράσειςΒ και να μην αποσπάται από τις επιδράσεις Α. Στους συνηθισμένους ανθρώπους οι επιδράσεις Α μπορεί να φάνε τόσο πολύ από το χρόνο τους που να μη μένει τίποτε για άλλες επιδράσεις και δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου από τις επιδράσεις Β. Αλλά αν το μαγνητικό αυτό κέντρο αναπτυχθεί στον άνθρωπο, τότε μετά από λίγο διάστημα συναντάει έναν άλλο άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων, από τους οποίους μπορεί να μάθει κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν περιλαμβάνουν οι επιδράσεις Β και που το ονομάζουμε επίδραση Γ. Η επίδραση αυτή είναι συνειδητή στην προέλευση και στη δράση της και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί παρά μόνο με άμεση καθοδήγηση. Οι επιδράσεις Β μπορεί να έρχονται μέσα από βιβλία, έργα τέχνης και τα παρόμοια, αλλά η επίδραση Γ δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο με άμεση επαφή. Αν συναντηθεί ένας άνθρωπος, στον οποίο έχει αναπτυχθεί μαγνητικό κέντρο, με έναν άνθρωπο ή με μια ομάδα ανθρώπων μέσω των οποίων έρχεται σε επαφή με την επίδραση Γ, αυτό σημαίνει πως έκανε το πρώτο βήμα. Υπάρχει τότε η δυνατότητα ανάπτυξης γι' αυτόν.
Ερ. Τι σημαίνει το πρώτο βήμα;
Απ. Συνδέεται με την ιδέα της «ατραπού» ή του «δρόμου». Αυτό που έχει σημασία να καταλάβουμε είναι ότι ο δρόμος δεν αρχίζει από το συνηθισμένο επίπεδο της ζωής. Αρχίζει από ανώτερο επίπεδο. Τη στιγμή που θα συναντηθεί κανείς με την επίδραση Γ είναι το πρώτο βήμα. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει μια σκάλα με ορισμένα σκαλοπάτια που πρέπει να ανεβεί κανείς πριν φτάσει στο δρόμο. Ο δρόμος δεν αρχίζει από κάτω, αλλά μόνο αφού ανεβεί κανείς στο τελευταίο σκαλί.
Ερ. Τι ονομάζετε ομαλό άνθρωπο;
Απ. Μπορεί να φανεί παράδοξο, αλλά δεν έχουμε άλλο ορισμό – εννοούμε τον άνθρωπο που μπορεί να αναπτυχθεί.
Ερ. Υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στις επιδράσεις Β και στις επιδράσεις Α; Όταν έρχονται οι επιδράσεις Β στον άνθρωπο επηρεάζουν τις επιδράσεις Α και τις μετασχηματίζουν;
Απ. Μπορεί να τις επηρεάσουν, ωστόσο όμως το ένα αποκλείει αναγκαστικά το άλλο. Ο άνθρωπος ζει στη γη κάτω από τις δύο αυτές διαφορετικές επιδράσεις. Μπορεί να διαλέξει μόνο τη μία ή μπορεί να τις έχει και τις δύο. Ότνα μιλάμε για επιδράσεις Α και Β, αρχίζουμε να μιλάμε για γεγονότα. Αν αντικαταστήσουμε την έκφραση αυτή με το ένα ή με το άλλο συγκεκριμένο γεγονός, θα δούμε σε ποια σχέση βρίσκονται. Είναι απλούστατο.
Στο σημείο αυτό γεννιέται φυσικά το ερώτημα: Γιατί είναι τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο να αρχίσει να αλλάζει τον εαυτό του, να φτάσει στη δυνατότητα της ανάπτυξης; Διότι, βλέπετε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον άνθρωπο τον δημιουργεί η φύση με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Τον αναπτύσσει μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Μετά το σημείο αυτό πρέπει να αναπτύσσεται μόνος του. Αργότερα θα μάθουμε με κάθε λεπτομέρεια μέχρι ποιο σημείο αναπτύσσεται ο άνθρωπος και πως πρέπει να αρχίζει η παραπέρα ανάπτυξή του, και θα δούμε γιατί από την άποψη αυτή δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ποτέ μόνος του και γιατί δεν μπορεί να τον αναπτύξει η φύση. Ως τότε όμως είναι ανάγκη να καταλάβουμε ορισμένους γενικούς όρους.


PETER USPENSKY
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1988

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος ως άτομο και ως είδος σε τρεις Βιβλικούς μύθους – Peter Uspensky


Η ιδέα της εξέλιξης στη ζωή και του ατομικού ανθρώπου και των ανθρώπινων κοινοτήτων, η ιδέα του εσωτερισμού, η γέννηση και το ξεδίπλωμα των κουλτούρων και των πολιτισμών, οι δυνατότητες του ατομικού ανθρώπου που συνδέονται με περιόδους ανόδου και πτώσης – όλ' αυτά και πολλά άλλα πράγματα εκφράζονται σε τρεις Βιβλικούς μύθους.
Οι τρεις αυτοί μύθοι δε συνδέονται μέσα στη Βίβλο και στέκονται ξέχωρα, αλλά στην πράξη εκφράζουν μια και μόνη ιδέα και συμπληρώνουν αμοιβαία ο ένας τον άλλο.
Ο πρώτος μύθος είναι η ιστορία του Μεγάλου Κατακλυσμού και της Κιβωτού του Νώε. Ο δεύτερος είναι η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ, και ο τρίτος, της καταστροφής των Σοδόμων και των Γομόρρων, του οράματος του Αβραάμ και των δέκα δικαίων ανθρώπων, που για χάρη τους ο Θεός συμφώνησε να σώσει τα Σοδομα και Γόμορρα, αλλά που δεν μπορούσαν να βρεθούν εκεί.
Ο Μεγάλος Κατακλυσμός είναι μια αλληγορία της πτώσης του πολιτισμού, της καταστροφής της κουλτούρας. Μια τέτοια πτώση θα πρέπει να συνοδεύεται από την εκμηδένιση του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης φυλής σαν συνέπεια γαιολογικών αναστατώσεων, ή πολέμων, της μετανάστευσης ανθρώπινοων μαζών, επιδημιών, επαναστάσεων, και παρόμοιων αιτιών. Πολύ συχνά όλες αυτές οι αιτίες συμπέφτουν. Η ιδέα της αλληγορίας είναι ότι, τη στιγμή της ολοφάνερης καταστροφής των πάντων, αυτό που είναι πραγματικά πολύτιμο διασώζεται, σύμφων μ' ένα σχέδιο που προετοιμάστηκε και επεξεργάστηκε από πριν. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων ξεφεύγει από το γενικό νόμο και διασώζει όλες τις πιο σημαντικές ιδέες και επιτεύξεις της δοσμένης κουλτούρας.
Ο θρύλος της Κιβωτού του Νώε είναι ένας μύθος που αναφέρεται στον εσωτερισμό. Το χτίσιμο της «Κιβωτού» είναι η «Σχολή», η προετοιμασία ανθρώπων για τη μύηση, για μετάβαση σε μια νέα ζωή, για νέα γέννηση. Η «Κιβωτός του Νώε», που διασώζεται από τον Κατακλυσμό, είανι ο εσωτερικός κύκλος της ανθρωπότητας.
Η δεύτερη σημασία της αλληγορίας αναφέρεται στον ατομικό άνθρωπο. Ο κατακλυσμός είναι ο θάνατος, αναπόφευκτος, αμετάκλητος, αδυσώπητος. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να χτίσει μέσα του μια «Κιβωτό» και να μαζέψει μα σ' αυτή δείγματα από καθετί που είναι πολύτιμο γι' αυτόν. Σε μια τέτοια περίπτωση αυτά τα δείγματα δε θα χαθούν. Θα επιβιωσουν από το θάνατο και θα ξαναγεννηθούν. Ακριβώς όπως η ανθρωπότητα μπορεί να σωθεί μόνο μέσα από τη σύνδεσή της με τον εσωτερικό κύκλο, έτσι ο ατομικός άνθρωπος μπορεί να πετύχει προσωπική «σωτηρία» μόνο μέσω ενός δεσμού με τον εσωτερικό κύκλο μέσα του, δηλαδή, με το να συνδεθεί με ανώτερες μορφές συνειδητότητας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξωτερική βοήθεια, δηλαδή, χωρίς τη βοήθεια του εσωτερικού κύκλου.

Ο δεύτερο μύθος, ο μύθος του Πύργου της Βαβέλ, είναι μια άλλη παραλλαγή του πρώτου. Αλλά ο πρώτος μιλάει για τη σωτηρία, για εκείνους δηλαδή που σώζονται, ενώ ο δεύτερος μιλάει μόνο για την καταστροφή, για εκείνους δηλαδή, που θα χαθούν.
Ο Πύργος της Βαβέλ αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό. Οι άνθρωποι ονειρεύονται να χτίσουν ένα πύργου από πέτρα «που η κορυφή του να μπορεί να φτάνει στον ουρανό», να δημιουργήσουν μια ιδανική ζωή πάνω στη γη. Πιστεύουν σε διανοητικές μεθόδους, σε τεχνικά μέσα, σε τυπικούς θεσμούς. Για πολύ καιρό ο πύργος υψώνεται όλο και πιο ψηλά πάνω από τη γη. Αλλά φτάνει οπωσδήποτε η στιγμή όπου οι άνθρωποι παύουν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ή μάλλον, αντιλαμβάνονται ότι ποτέ δεν είχαν κατανοήσει ο ένας τον άλλο. Ο καθένας τους κατανοεί με το δικό του τρόπο την ιδανική ζωή πάνω στη γη. Ο καθένας θέλει να πραγματώσει τις δικές του ιδέες. Ο καθένας θέλει να εκπληρωθεί το δικό του ιδανικό. Αυτή είναι η στιγμή όπου αρχίζει η σύγχιση των γλωσσών. Οι άνθρωποι παύουν να κατανοούν ο ένας τον άλλον ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Η έλλειψη κατανόησης προκαλεί διαφωνία, εχθρότητα, πάλη. Οι άνθρωποι που έχτισαν τον πύργο αρχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο και να καταστρέφουν αυτό που είχαν χτίσει. Ο πύργος πέφτει σε ερείπια.
Ακριβώς το ίδιο πράγμα συμβαίνει στη ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας, στη ζωή των λαών και των εθνών, και στη ζωή των ατομικών ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος χτίζει έναν Πύργο της Βαβέλ στη δική του ζωή. Οι προσπάθειές του, οι σκοποί του μέσα στη ζωή, οι επιτεύξεις του, όλα αυτά είναι ο δικός του Πύργος της Βαβέλ.
Αλλά θα 'ρθει αναπόφευκτα η στιγμή όπου ο πύργος θα πέσει. Ένα ελαφρό πλήγμα, ένα δυστύχημα, μια αρρώστια, ένας μικρός κακός υπολογισμός, και από τον πύργο του δε μένει τίποτα. Ο άνθρωπος το βλέπει αυτό, αλλά είναι κιόλας πάρα πολύ αργά για να το διορθώσει ή να το αλλάξει.
Ή μπορεί να έρθει κάποια στιγμή στη διάρκεια της δόμησης του πύργου, όπου τα διαφορετικά «Εγώ» της προσωπικότητας ενός ανθρώπου χάνουν την εμπιστοσύνη το ένα στο άλλο, αντιλαμβάνονται όλες τις αντιφάσεις των σκοπών και επιθυμιών τους, αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν κοινό σκοπό, παύουν να κατανοούν το ένα το άλλο, ή ακριβέστερα, παύουν να πιστεύουν ότι κατανοούν. Τότε ο πύργος θα πρέπει να πέσει, ο απατηλός σκοπός αναγκαστικά εξαφανίζεται, και ο άνθρωπος αναγκαστικά θα νιώσει ότι όλα όσα έχει κάνει ήταν άκαρπα, και δεν οδήγησαν πουθενά και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν πουθενά, και ότι μπροστά του υπάρχει μόνο ένα πραγματικό γεγονός – ο θάνατος.
Η όλη ζωή του ανθρώπου, η συσσώρευση πλούτου, ή δύναμης, ή μάθησης, είναι το χτίσιμο ενός Πύργου της Βαβέλ, διότι αναγκαστικά θα καταλήξει στην καταστροφή, δηλαδή, στο θάνατο, που είναι η μοίρα κάθε πράγματος που δεν μπορεί να περάσει σ' ένα νέο επίπεδο του είναι.
Ο τρίτος μύθος – ο μύθος της καταστροφής των Σοδόμων και Γομόρρων – δείχνει ακόμα πιο ξεκάθαρα από τους άλλους δύο τη στιγμή της επέμβασης των ανώτερων δυνάμεων και τις αιτίες αυτής της επέμβασης. Ο Θεός συμφώνησε να σώσει τα Σόδομα και Γόμορρα για χάρη πενήντα δίκαιων ανθρώπων, για χάρη σαραντα-πέντε, για χάρη τριάντα, για χάρη είκοσι, τελικά για χάρη δέκα. Αλλά οι δέκα δίκαιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να βρεθούν και οι δύο πόλεις καταστράφηκαν. Η δυνατότητα εξέλιξης χάθηκε. Το «Μεγάλο Εργαστήρι» έβαλε τέλος στο αποτύχημένο πείραμα. Σώθηκαν όμως ο Λωτ και η οικογένειά του. Η ιδέα είναι η ίδια όπως και στους άλλους δύο μύθους, αλλά τονίζει ιδιαίτερα την προθυμία της καθοδηγητικής θέλησης να κάνει κάθε δυνατή παραχώρηση εφόσον υπάρχει κάποια ελπίδα για την πραγμάτωση του σκοπού που έχει οριστεί για τ' ανθρώπινα πλάσματα. Όταν αυτή η ελπίδα εξαφανίζεται, η καθοδηγητική θέληση θα επέμβει αναπόφευκτα, θα σώσει ό,τι αξίζει σωτηρία και θα καταστρέψει τα υπόλοιπα.


Peter Uspensky
Εσωτερισμός και Σύγχρονη Σκέψη - Η Τέταρτη Διάσταση - Σεξ και Εξέλιξη
Μετάφραση: Ευάγγελος Γράψας
Εκδόσεις Μπουκουμάνη 1995

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΟΝΟΣ; - PETER USPENSKY


Ο χρόνος είναι το πιο φοβερό και δύσκολο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Ο Καντ θεωρεί τον χρόνο όπως και τον χώρο: σαν μια υποκειμενική μορφή της αντιληπτικότητας μας. Δηλαδή λέει ότι εμέις οι ίδιοι δημιουργούμε χρόνο σαν μια λειτουργία του αντιληπτικού μας οργάνου, χάριν ευκολίας για την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η πραγματικότητα είναι συνεχής και σταθερή, αλλά προκειμένου να μπορέσουμε να την αντιληφθούμε, πρέπει να την χωρίσουμε σε ξεχωριστές στιγμές, να την φανταστούμε σαν μια άπειρη σειρά ξεχωριστών στιγμών από τις οποίες υπάρχει για μας μόνο μια. Με άλλα λόγια, αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα σαν μέσα από μια στενή σχισμή κι αυτό που βλέπουμε μέσα από αυτήν τη σχισμή το αποκαλούμε παρόν. Εκείνο που είδαμε και τώρα δεν βλέπουμε, το αποκαλούμε παρελθόν. Και εκείνο που δεν βλέπουμε αλλά περιμένουμε, το αποκαλούμε μέλλον.
Θεωρώντας κάθε φαινόμενο σαν αποτέλεσμα ενός άλλου, ή άλλων, κι αυτό με τη σειρά του σαν αιτία ενός τρίτου, δηλαδή θεωρώντας όλα τα φαινόμενα σε λειτουργική αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, με αυτήν ακριβώς την πράξη τα σκεφτόμαστε στον χρόνο. Επειδή απεικονίζουμε απόλυτα καθαρά και με ακρίβεια στον εαυτό μας πρώτα μια αιτία, ύστερα ένα αποτέλεσμα. Πρώτα μια δράση, ύστερα τη λειτουργία της. Και δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε διαφορετικά. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ιδέα του χρόνου είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της αιτιότητας και της λειτουργικής αλληλεξάρτησης. Χωρίς τον χρόνο η αιτιότητα δεν μπορεί να υπάρξει, ακριβώς όπως χωρίς τον χρόνο δεν μπορεί να υπάρξει η κίνηση ή η απουσία κίνησης.
Αλλά η αντίληψή μας σχετικά με την «ύπαρξή μας στον χρόνο» είναι μπερδεμένη και προσεγγίζει το αδύνατον.
Πρώτα απ' όλα ας αναλύσουμε τη σχέησ μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Συνήθως θεωρούμε ότι το παρελθόν ήδη δεν υπάρχει. Έχει περάσει, έχει εξαφανιστεί, έχει αλλάξει, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο. Το μέλλον επίσης δεν υπάρχει – δεν υπάρχει ακόμη. Δεν έχει φθάσει, δεν έχει σχηματιστεί. Με το παρελθόν εννοούμε τη στιγμή της μετάβασης ενός φαινομένου από μια μη-ύπαρξη σε μια άλλη μη-ύπαρξη. Γιατί μόνο για εκείνη τη στιγμή το φαινόμενο υπάρχει για μας πραγματικά. Πριν, υπήρχε εν δυνάμει, ύστερα θα υπάρχει σαν ανάμνηση. Αλλά αυτή η σύντομη στιμή είναι σε τελική ανάλυση μόνο μια φαντασία: δεν έχει μέγεθος. Έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε ότι το παρόν δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε ποτέ να το συλλάβουμε. Εκείνο που όντως συλλαμβάνουμε είναι πάντα το παρελθόν!
Αν σταματήσουμε εδώ, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο κόσμος δεν υπάρχει, ή υπάρχει μόνο σε κάποια φαντασμαγορία πλανών, που αστράφτουν και εξαφανίζονται.
Συνήθως δεν το λαμβάνουμε υπόψη μας αυτό και δεν σκεφτόμαστε ότι η συνηθισμένη μας θεώρηση του χρόνου οδηγεί στον έσχατο παραλογισμό.
Ας φανταστούμε έναν ανόητο ταξιδιώτη που πηγαίνοντας από τη μια πόλη στην άλλη είναι στο ενδιάμεσο σημείο ανάμεσα στις δυο πόλεις. Ένας ανόητος ταξιδιώτης νομίζει ότι η πόλη από την οποία έφυγε την περασμένη εβδομάδα δεν υπάρχει τώρα: μόνο η ανάμνησή της έχει μείνει. Τα τείχη έχουν καταστραφεί, οι πύργοι έχουν πέσει, οι κάτοικοι είτε πέθαναν είτε έφυγαν. Επίσης η πόλη στην οποία κατευθύνεται και όπου θα φθάσει σε μερικές ημέρες δεν υπάρχει, αλλά χτίζεται βιαστικά για την άφιξή του. Την ημέρα της άφιξής του θα είναι έτοιμη, κατοικημένη και τακτοποιημένη και την ημέρα της αναχώρησής του θα καταστραφεί όπως και η πρώτη.
Σκεφτόμαστε τα πράγματα στον χρόνο ακριβώς με αυτόν τον τρόπο – το καθετί περνάει, τίποτε δεν επιστρέφει! Η άνοιξη πέρασε, δεν υπάρχει πλέον. Το φθινόπωρο δεν ήλθε, δεν υπάρχει ακόμη.
Αλλά τι υπάρχει;
Το παρόν.
Το παρόν, όμως, δεν είναι μια στάσιμη στιγμή, μεταβαίνει συνεχώς στο παρελθόν.
Έτσι αυστηρά μιλώντας ούτε το παρελθόν, ούτε το παρόν ούτε το μέλλον υπάρχει για μας. Τίποτε δεν υπάρχει! Και όμως ζούμε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε – και κάτι μας περιβάλλει. Επομένως στη συνηθισμένη μας στάση απέναντι στον χρόνο υπάρχει κάποιο λάθος. Αυτό το λάθος θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε.
Εξ' αρχής αποδεχθήκαμε ότι κάτι υπάρχει. Αποκαλούμε αυτό το κάτι «κόσμο». Πως λοιπόν μπορεί να υπάρχει ο κόσμος, αν δεν υπάρχει στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον;
Αυτή η ιδέα του κόσμου την οποία συνάγουμε από τη συνηθισμένη μας θεώρηση του χρόνου κάνει τον κόσμο να εμφανίζεται σαν μια συνεχώς εκτιναζόμενη πύρινη ροή πυροτεχνημάτων, που κάθε σπίθα τους λάμπει για μια στιγμή και εξαφανίζεται για να μην εμφανιστεί ποτέ ξανά. Οι σπίθες συνεχίζονται ακολουθώντας η μια την άλλη, υπάρχει άπειρος αριθμός σπιθών και όλες μαζί δημιουργούν την εντύπωση μιας φλόγας, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη. Θα υπάρξει αλλά δεν υπάρχει τώρα. Και δεν κάνουμε ούτε μια σκέψη για το πως μπορεί να εμφανιστεί εκείνου που δεν υπάρχει.
Κινούμαστε πάνω σε ένα πεδίο και αναγνωρίζουμε ως αληθινά υπαρκτό μόνο τον μικρό κύκλο που φωτίζεται από τη συνειδησή μας. Καθετί έξω από αυτόν τον κύκλο, το οποίο δεν βλέπουμε, το αρνούμαστε. Δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι υπάρχει. Κινούμαστε πάνω στο πεδίο προς μια κατεύθυνση. Αυτήν την κατεύθυνση την θεωρούμε ως αιώνια και άπειρη. Αλλά την κατεύθυνση σε ορθή γωνία προς αυτήν, εκείνες τις γραμμές τις οποίες τέμνουμε, δεν θέλουμε να τις αναγνωρίσουμε ως αιώνιες και άπειρες. Τις φανταζόμαστε ότι πηγαίνουν στη μη-ύπαρξη αμέσως μόλις τις περάσουμε και ότι οι γραμμές μπροστά μας δεν έχουν ακόμη προβάλλει από τη μη-ύπαρξη. Αν υποθεσουμε ότι κινούμαστε πάνω σε μια σφαίρα, στον ισημερινό της ή σε μια από τις παράλληλες του, τότε θα φαινόταν ότι αναγνωρίζουμε σαν πραγματικότητα μόνο έναν μεσημβρινό: εκείνοι που βρίσκονται πίσω μας έχουν εξαφανιστεί και εκείνοι μπροστά μας δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη.
Προχωράμε σαν ένας τυφλός, ο οποίος νιώθει τις πλάκες, τα φανάρια και τους τοίχους των σπιτιών με το ραβδί του και πιστεύει στην αληθινή ύπαρξη μόνο εκείνων τα οποία αγγίζει τώρα, τα οποία νιώθει τώρα. Εκείνα που πέρασε εξαφανίστηκαν και δεν θα επιστρέψουν ποτέ! Εκείνο που δεν συνάντησε ακόμη, δεν υπάρχει. Ο τυφλός θυμάται τη διαδρομή την οποία διέσχισε. Περιμένει ότι ο δρόμος μπροστά θα συνεχίζεται, αλλά δεν βλέπει ούτε μπροστά ούτε πίσω, επειδή δεν βλέπει τίποτε. Επειδή το όργανο της γνώσης του – το ραβδί – έχει ένα συγκεκριμένο και όχι πολύ μεγάλο μήκος και πέρα από την άκρη του ραβδιού του αρχίζει η μη-ύπαρξη.
Ο Βουντ, σε ένα από τα βιβλία του, στρέφει την προσοχή στο γεγονός ότι τα εξυμνούμενα πέντε όργανα αίσθησης είναι στην πραγματικότητα απλώς ψηλαφητές με τους οποίους αισθανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Ζούμε ψηλαφώντας τριγύρω. Ποτέ δεν βλέπουμε τίποτε. Πάντα απλώς νιώθουμε το καθετί. Με τη βοήθεια του μικροσκοπίου και του τηλεσκοπίου, του τηλέγραφου και του τηλεφώνου, επεκτείνουμε λίγο τους ψηλαφητές μας, κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν αρχίζουμε να βλέπουμε. Το να πούμε ότι βλέπουμε είναι δυνατόν μόνο στην περίπτωση που γνωρίζουμε το παρελθόν και το μέλλον. Αλλά εμείς δεν βλέπουμε και εξαιτίας αυτού δεν μπορούμε ποτέ να βεβαιώσουμε τον εαυτό μας για εκείνο το οποίο δεν μπορούμε να νιώσουμε.
Αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε ως αληθινά υπαρκτό μόνο εκείνο τον κύκλο τον οποίον συλλαμβάνουν οι ψηλαφητές σε μια δοσμένη στιγμή. Πέρα από αυτόν – σκοτάδι και μη-ύπαρξη.
Αλλά έχουμε κανένα δικαίωμα να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο;
Ας φανταστούμε μια συνείδηση η οποία δεν δεσμεύεται από τις συνθήκες της αισθητηριακής αντίληψης. Μια τέτοια συνείδηση μπορεί να ανέλθει πάνω από το πεδίο στο οποίο κινούμαστε. Μπορεί να δει πολύ πέρα από τα όρια του κύκλου που φωτίζεται από τη συνηθισμένη μας συνείδηση. Μπορεί να δει ότι υπάρχει όχι μόνο η γραμμή πάνω στην οποία κινούμαστε, αλλά επίσης και όλες οι γραμμές που είναι κάθετες σ' αυτήν και τις οποίες τέμνουμε τώρα, τις οποίες συναντήσαμε κάποτε και τις οποίες θα συναντήσουμε. Αφού ανέλθει πάνω από το πεδίο αυτή η συνείδηση μπορεί να δει το πεδίο, μπορεί να πείσει τον εαυτό της ότι είναι πράγματι ένα πεδίο και όχι μια απλή γραμμή. Τότε μπορεί να δει το παρελθόν και το μέλλον να βρίσκονται μαζί και να υπάρχουν ταυτόχρονα.
Εκείνη η συνείδηση η οποία δεν δεσμεύεται από τις συνθήκες της αισθητηριακής μας αντίληψης μπορεί να ξεπεράσει τον ανόητο ταξιδιώτη, να ανέβει σε ένα βουνό για να δει πέρα μακριά την πόλη προς την οποία κατευθύνεται και να πειστεί ότι αυτή η πόλη δεν χτίζεται ξανά για την άφιξή του, αλλά υπάρχει εντελώς ανεξάρτητη από τον ανόητο ταξιδιώτη. Η συνείδηση αυτή μπορεί να κοιτάξει μακριά στον ορίζοντα και να διακρίνει τους πύργους εκείνης της πόλης όπου ήταν ο ταξιδιώτης και να πειστεί ότι οι πύργοι της δεν έπεσαν, εκείνη η πόλη συνεχίζει να στέκει και να ζει όπως στεκόταν και ζούσε πριν από την άφιξη του ταξιδιώτη.
Μπορεί να ανέλθει πάνω από το πεδίο του χρόνου και να δει την άνοιξη πίσω και το φθινόπωρο μπροστά, να δει ταυτόχρονα τα μπουμπουκιασμένα άνθη και τους ώριμους καρπους. Μπορεί να κάνει τον τυφλό άνδρα να ξαναβρεί την όρασή του και να δει τον δρόμο πάνω στον οποίον βαδίζει και εκείνον που βρίσκεται ακόμη μπροστά του.
Το παρελθόν και το μέλλον δεν μπορεί να μην υπάρχουν, επειδή αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε ούτε και το παρόν υπάρχει. Αναμφίβολα αυτά υπάρχουν κάπου μαζί, αλλά δεν τα βλέπουμε.
Το παρόν, συγκρινόμενο με το παρελθόν και το μέλλον, είναι το πιο απατηλό από όλες τις απατηλότητες.
Είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους. Υπάρχει μόνο ένα παρόν – το Αιώνιο Τώρα της ινδουιστικής φιλοσοφίας. Αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε, επειδή σε κάθε δοσμένη στιγμή βιώνουμε μόνο ελάχιστο μέρος αυτού του παρόντος και μόνο αυτό θεωρούμε ως υπαρκτό, αρνούμενοι την αληθινή ύπαρξη οτιδήποτε άλλου.
Αν το αποδεχτούμε αυτό, τότε η θεώρησή μας για καθετί που μας περιβάλλει θα αλλάξει σημαντικά.



PETER USPENSKY
TERTIUM ORGANUM
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 2005

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Υποδείξεις σχετικά με τη μελέτη της Κυριακής Προσευχής – ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ



Μου έχουν κάνει πολλές ερωτήσεις, μερικές απ' αυτές πολύ αφελείς, διάφοροι άνθρωποι που προσπάθησαν να καταλάβουν την Κυριακή Προσευχή και που ήρθαν σε μένα να τους εξηγήσω τι σημαίνει η μία φράση ή η άλλη. Για παράδειγμα, με ρώτησαν τι σημαίνει «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς», ποιοι είναι οι «οφειλέται ημών», τι είναι «τα οφειλήματα ημών» κ.ο.κ. - σαν να μπορούσε να ερμηνευτεί η Κυριακή Προσευχή με «σκέτα λόγια». Πρέπει να καταλάβετε πρώτα απ' όλα, ότι οι συνηθισμένες, σκέτες λέξεις δεν είναι δυνατόν να εξηγήσουν τίποτε σε σχέση με την Κυριακή Προσευχή. Είναι απαραίτητη κάποια προπαρασκευαστική κατανόηση. Τότε μπορεί να επέλθει παραπέρα κατανόηση, αλλά μόνο σαν αποτέλεσμα προσπάθειας και σωστής στάσης.
Η Κυριακή Προσευχή μπορεί να θεωρηθεί σαν παράδειγμα άλυτου προβλήματος. Έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, μαθαίνεται απ' έξω, επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, και όμως οι άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει, στην πραγματικότητα. Το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνουμε το νόημά της συνδέεται με τη γενική μας αδυναμία να καταλάβουμε την Καινή Διαθήκη. Αν θυμάστε, σε μια άλλη συζήτηση, ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, δόθηκε σαν ένα παράδειγμα αντικειμένικής τέχνης, δηλαδή, έργο ανώτερου νου. Πως μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε να καταλάβουμε με το συνηθισμένο μας νου αυτό που διατυπώθηκε και δόθηκε από ανώτερο νου;
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να προσπαθήσουμε να ανυψώσουμε το νου μας στο επίπεδο σκέψης ανώτερου νου. Και μολονότι δεν το αντιλαμβανόμαστε, αυτό είναι δυνατόν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Στα μαθηματικά, για παράδειγμα, μπορούμε να ασχοληθούμε με την έννοια του απείρου – με απείρως μικρά και απείρως μεγάλα μεγέθη, που δεν σημαίνουν τίποτε για το συνηθισμένο μας νου. Και αυτό που είναι δυνατόν στα μαθηματικά, είναι δυνατόν και για μας, αν ξεκινήσουμε με το σωστό τρόπο και συνεχίσουμε επίσης με το σωστό τρόπο.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να καταλάβουμε και να θυμόμαστε, για να μπορέσουμε να μελετήσουμε την Κυριακή Προσευχή, είναι η διαφορά ανάμεσα στη θρησκευτική γλώσσα και στη γλώσσα του συστήματος.
Τι είναι θρησκεία; Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Υπάρχουν άνθρωποι που την χρησιμοποιούν κάθε μέρα, αλλά δεν μπορούν να ορίσουν το νόημά της.
Στο σύστημα αυτό ακούσαμε ότι η θρησκεία είναι διαφορετική για διαφορετικούς ανθρώπους, ότι υπάρχει θρησκεία του ανθρώπου Νο 1, θρησκεία του ανθρώπου Νο 2, θρησκεία του ανθρώπου Νο 3 κ.ο.κ. Πως όμως μπορούμε να ορίσουμε τη διαφορά ανάμεσά τους; Πριν φτάσουμε σε ορισμούς, πρέπει να καταλάβουμε πρώτα απ' όλα, ότι το πιο απαραίτητο στοιχείο σε όλες τις γνωστές μας θρησκείες είναι η ιδέα του Θεού – ενός Θεού με τον οποίο μπορούμε να βρισκόμαστε σε προσωπική σχέση, στον οποίο μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να μιλάμε, που μπορούμε να τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει, και που μπορούμε να πιστεύουμε στη δυνατότητα ότι θα μας βοηθήσει. Ένα αναπόσπαστο μέρος της θρησκείας είναι η πίστη στο Θεό, δηλαδή, σε ένα Ανώτερο Ον, παντοδύναμο και πανταχού παρόν, που μπορεί να μας βοηθήσει σε ό,τι επιθυμούμε ή θέλουμε να κάνουμε.
Δεν μιλάω από την άποψη του αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, δυνατόν ή αδύνατον. Λέω απλώς ότι η πίστη, δηλαδή η πίστη στο Θεό και στη δύναμή Του να μας βοηθήσει, είναι ουσιαστικό μέρος της θρησκείας.
Η προσευχή αποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος κάθε θρησκείας. Αλλά η προσευχή μπορεί να διαφέρει πολύ. Η προσευχή μπορεί να είναι μια αίτηση βοήθειας σε οτιδήποτε μπορεί να επιχειρήσουμε, και επίσης, μέσω της εργασίας σε σχολή, η προσευχή να αποτελέσει βοήθεια καθαυτή. Μπορεί να γίνει όργανο εργασίας και να χρησιμοποιηθεί για το ξαναζωντάνεμα των ιδεών του συστήματος. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάμνηση του εαυτού και για να μας θυμίζει τον ύπνο μας και την ανάγκη να ξυπνήσουμε.
Ταυτόχρονα, οι εκφράσεις της θρησκευτικής γλώσσας δεν είναι δυνατόν να μεταφραστούν ακριβώς στη γλώσσα του συστήματος. Πρώτον, επειδή στη θρησκεία υπάρχει το στοιχείο της πίστης και, δεύτερον, επειδή στη θρησκεία και στη θρησκευτική γλώσσα γίνονται δεκτά και υπολογίζονται ορισμένα γεγονότα που στο σύστημα θεωρούνται λογικώς απαράδεκτα ή ασυμβίβαστα. Παρόλα αυτά, θα ήταν λάθος να πούμε ότι η θρησκεία και το σύστημα είναι ασυμβίβαστα ή αντιφατικά. Μόνο που πρέπει να μάθουμε να μην μπερδεύουμε τις δύο γλώσσες. Αν αρχίσουμε να τις μπερδεύουμε, θα καταστρέψουμε κάθε χρήσιμο συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγει από τη μια ή την άλλη πλευρά.
Ξαναγυρίζοντας στην ιδέα του Θεού, μια ιδέα που είναι αδιαχώριστη από τη θρησκεία και τη θρησκευτική γλώσσα, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας πως είναι δυνατόν να διαιρεθούν οι θρησκείες με γενικό ή ιστορικό τρόπο. Μπορεί να διαιρεθούν σε θρησκείες με ένα Θεό και σε θρησκείες με πολλούς θεούς. Αλλά ακόμη και στη διαίρεση αυτή, πρέπειν να θυμόμαστε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συνηθισμένη κατανόηση του συστήματος για τις ίδιες ιδέες. Αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ θεών – όπως, για παράδειγμα στην ελληνική μυθολογία – στη συνηθισμένη κατανόηση του πολυθεϊσμού, όλοι οι θεοί βρίσκονται λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο. Από την άποψη του συστήματος που περιλαμβάνει την ιδέα των διαφορετικών κλιμάκων και των διαφορετικών νόμων στα διάφορα επίπεδα, έχουμε τελείως διαφορετική κατανόηση της αλληλεξάρτησης των θεών.
Αν πάρουμε το Απόλυτο σαν Θεό, μπορούμε να δούμε ότι δεν έχει σχέση με μας. Το Απόλυτο είναι Θεός των Θεών. Σχετίζεται μόνο με τον επόμενο κόσμο, δηλαδή με τον Κόσμο 3. Ο Κόσμος 3 είναι Θεός του επόμενου κόσμου, του Κόσμου 6, καθώς και όλων των άλλων Κόσμων που ακολουθούν, αλλά σε όλο και πιο μικρό βαθμό. Μετά, ο Γαλαξίας, ο Ήλιος, οι Πλανήτες, η Γη και η Σελήνη είναι όλα θεοί, που το καθένα περιλαμβάνει μέσα του μικρότερους θεούς. Η Ακτίνα της Δημιουργίας σαν σύνολο, αν την πάρουμε σαν μια τριάδα, είναι, επίσης, Θεός: Θεός, ο Άγιος, Θεός ο Ισχυρός, Θεός ο Αθάνατος.
Μπορούμε λοιπόν να διαλέξουμε σε ποιο επίπεδο επιθυμούμε να πάρουμε το Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «Θεός» με τη θρησκευτική του έννοια, δηλαδή, με την έννοια ενός Θεού που έχει άμεση πρόσβαση στη ζωή μας. Από την άποψη του συστήματος, δεν έχουμε τίποτε για να αποδείξουμε ότι οποιοσδήποτε απ' αυτούς του κόσμους είναι δυνατόν να έχει προσωπική σχέση με μας. Αλλά υπάρχει θέση για το Θεό στο σύστημα.
Στην πλάγια οκτάβα που αρχίζει από τον Ήλιο σαν «ντο», υπάρχουν δύο τελείως άγνωστα σημεία, σχετικά με τα οποία δεν έχουμε υλικό για να σκεφτούμε. Η οκτάβα αρχίζει σαν ντο στον Ήλιο, μετά, γίνεται σι στο επίπεδο των Πλανητών. Στη Γη γίνεται λα – σολ – φα, που αποτελεί την οργανική ζωή, η οποία περιλαμβάνει και τον άνθρωπο. Όταν το κάθε μεμονωμένο ον στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό βασίλειο πεθαίνει, το σώμα – ή αυτό που απομένει από το σώμα – πηγαίνει στη Γη και γίνεται μέρος της Γης, και η ψυχή πηγαίνει στη Σελήνη και γίνεται μέρος της Σελήνης. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε το μι και το ρε. Αλλά για το σι και το ντο δεν ξέρουμε τίποτε απολύτως. Οι δύο αυτές νότες μπορεί να γίνουν η αιτία πολλών υποθέσεων για την πιθανή θέση ενός θεού ή θεών που έχουν κάποια σχέση με μας μέσα στην Ακτίνα της Δημιουργίας.
Και τώρα, έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, μπορούμε να έρθουμε στη μελέτη της Κυριακής Προσευχής.
Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξακριβώσουμε γιατί και πότε δόθηκε. Ξέρουμε ότι δόθηκε για να αντικαταστήσει πολλές άσκοπες προσευχές.
Μετά θα πρέπει να προσέξουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα στην ίδια την Κυριακή Προσευχή και στην πολύ ειδική διάρθρωση που έχει. Και από την κατανόησή μας αυτής της διάρθρωσης, και ιδιαίτερα από τη γνώση μας του Νόμου του Τρία, ίσως μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι, από την άποψη του συστήματος, υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης της κατανόησής μας με την κατανόηση της Κυριακής Προσευχής.
Όπως πολλά μαθηματικά προβλήματα, η μελέτη της Κυριακής Προσευχής πρέπει να αρχίσει με μια σωστή διάταξη των μερών του προβλήματος. Προσέχουμε αμέσως δύο ενδιαφέροντα πράγματα: Πρώτον, ότι η Κυριακή Προσευχή διαιρείτε σε τρία μέρη που αποτελούνται από τρία μέρη το καθένα, και δεύτερον, ότι στην Κυριακή Προσευχή υπάρχουν ορισμένες λέξεις – κλειδιά, δηλαδή, λέξεις που εξηγούν άλλες λέξεις στις οποίες αναφέρονται. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε τη διαίρεση δια του τρία τρεις τριάδες, διότι δεν ξέρουμε τη μεταξύ τους σχέση και δεν μπορούμε να δούμε τις δυνάμεις. Μπορούμε μόνο να δούμε ότι υπάρχουν τρία μέρη.
Αν διαβάσετε τα τρία πρώτα αιτήματα μαζί, σαν ένα μέρος, θα δείτε πολλά, που δεν μπορείτε να δείτε να τα διαβάζετε με το συνηθισμένο τρόπο.
1.Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Αγιασθήτω το όνομά σου.
2.ελθέτω η βασιλεία σου
3.γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης.
Στο πρώτο αίτημα, «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Αγιασθήτω το όνομά σου», το άμεσο ερώτημα είναι, ποιος είναι ο «Πατήρ ημών»; Η λέξη-κλειδί είναι «ουρανοί». Τι σημαίνει «εν τοις ουρανοίς»; Αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση από την άποψη της Ακτίνας της Δημιουργίας, ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε κάτι. Ζούμε στη Γη, και «ουρανοί» πρέπει να σημαίνει ανώτερα επίπεδα, δηλαδή, τους Πλανήτες, τον Ήλιο ή το Γαλαξία. Η ιδέα των «ουρανών» προϋποθέτει ορισμένες δυνάμεις, ή κάποιο νου ή πνεύματα σ' αυτά τα ανώτερα επίπεδα, στα οποία, κατά κάποιο τρόπο, η Κυριακή Προσευχή μας συμβουλεύει να κάνουμε έκκληση. Η λέξη «ουρανοί» δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε οτιδήποτε στο επίπεδο της Γης. Αλλά αν αντιληφθούμε ότι οι κοσμικές δυνάμεις που συνδέονται με το Γαλαξία, τον Ήλιο ή τους Πλανήτες είναι πολύ μεγάλες για να έχουν οποιαδήποτε σχέση με μας, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε τη θέση του «Πατρός ημών του εν τοις ουρανοίς» στο ντο ή στο σι της πλάγιας οκτάβας – ή μπορούμε πάλι να την αφήσουμε στις ανώτερες περιοχές.
Στις λέξεις που ακολουθούν δεν υπάρχει τίποτεε προσωπικό. «Αγιασθήτω το όνομά σου», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για την ανάπτυξη της σωστής στάσης προς το Θεό, και για μια καλύτερη κατανόηση της ιδέας του Θεού ή Ανώτερου Νου, και η επιθυμία αυτή για ανάπτυξη προφανώς αναφέρεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Το δεύτερο αίτημα, «ελθέτω η βασιλεία σου», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για την ανάπτυξη του εσωτερισμού. Στο βιβλίο μου «Ένα νέο πρότυπο του σύμπαντος», προσπάθησα να εξηγήσω ότι η βασιλεία των ουρανών θα μπορούσε να σημαίνει τον εσωτερισμό, δηλαδή, ένα ορισμένο μέρος της ανθρωπότητας που διέπεται από ιδιαίτερους νόμους.
Το τρίτο αίτημα, «γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για τη μετάβαση της Γης σε ανώτερο επίπεδο, κάτω από την άμεση βούληση του Ανώτερου Νου. «Γενηθήτω το θέλημά σου» αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να συμβεί αλλά δεν έχει συμβεί ακόμη. Αυτά τα τρία αιτήματα αναφέρονται σε συνθήκες που μπορεί να έρθουν αλλά που δεν έχουν ακόμη εκπληρωθεί.
Το πρώτο αίτημα του δεύτερου μέρους της Κυριακής Προσευχής είναι:
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Η λέξη «επιούσιος» δεν υπάρχει στο πιο παλιό ελληνικό και λατινικό κείμενο. Η σωστή λέξη, που αργότερα αντικαταστάθηκε από το «επιούσιος», είναι «υπερούσιος». Το σωσο κείμενο θα έπρεπε να είναι: «Τον άρτον ημών των υπερούσιον δος ημίν σήμερον». «Υπερούσιος», ή «πνευματικός» όπως λένε μερικοί, μπορεί να αναφέρεται σε ανώτερη τροφή, σε ανώτερα υδρογόνα, σε ανώτερες επιδράσεις ή σε ανώτερη γνώση.
Τα δύο επόμενα αιτήματα σ' αυτό το δεύτερο μέρος,
«και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», και
«και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»,
είναι τα πιο δυσκολονόητα ή τα πιο δυσεξήγητα. Είναι ιδιαίτερα δύσκολα, διότι το συνηθισμένο τους νόημα, όπως γενικά γίνεται δεκτό, δεν έχει καμιά σχέση με το πραγματικό νόημα. Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τις λέξεις, «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζουν αμέσως να κάνουν λογικά και ψυχολογικά λάθη. Πρώτα απ' όλα, παίρνουν σαν δεδομένο ότι μπορούν να συγχωρούν «οφειλήματα» και να τους συγχωρούν δικά τους «οφειλήματα». Αυτό αποτελεί πλάνη και δεν έχει απολύτως καμία βάση. Αν σκεφτούν τον εαυτό τους, αν μελετήσουν τον εαυτό τους, αν παρατηρήσουν τον εαυτό τους, θα δουν πολύ σύντομα ότι δεν μπορούν να συγχωρήσουν οποιαδήποτε οφειλήματα, ακριβώς όπως δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.
Για να πράττει και για να συγχωρεί κανείς, πρέπει πρώτα απ' όλα να μπορεί να θυμάται τον εαυτό του, πρέπει να είναι σε εγρήγορση και πρέπει να έχει θέληση. Όπως είμαστε τώρα, έχουμε χιλιάδες διαφορετικές θελήσεις, και ακόμη κι αν μια απ' αυτές τις θελήσεις θέλει να συγχωρήσει, υπάρχουν πάντοτε πολλές άλλες που δεν θέλουν να συγχωρήσουν και που θα νομίζουν ότι η συγχώρηση είναι αδυναμία, ασυνέπεια ή και έγκλημα. Και το πιο παράξενο είναι ότι μερικές φορές είναι πραγματικά έγκλημα να συγχωρεί κανείς. Εδώ φτάνουμε σε ένα ενδιαφέρον σημείο. Δεν ξέρουμε αν είναι καλό να συγχωρούμε ή όχι, αν είναι καλο να συγχωρούμε πάντοτε, ή αν σε μερικές περιπτώσεις είναι καλύτερα να συγχωρούμε και σε άλλες να μη συγχωρούμε. Αν το σκεφτούμε περισσότερο, ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν μπορούσαμε να συγχωρήσουμε, πιθανόν θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε ώσπου να μάθουμε περισσότερα, δηλαδή, ώσπου να μάθουμε σε ποιες περιπτώσεις είναι καλύτερα να συγχωρούμε και σε ποιες περιπτώσεις είναι καλύτερα να μη συγχωρούμε.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε τα όσα είπαμε σχετικά με τις θετικές και αρνητικές στάσεις και θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι θετικές στάσεις δεν είναι πάντοτε σωστές. Οι αρνητικές στάσεις είναι μερικές φορές απαραίτητες για μια σωστή κατανόηση. Επομένως, αν το να «συγχωρούμε» σημαίνει πάντοτε να έχουμε θετική στάση, τότε, το να συγχωρούμε, μπορεί μερικές φορές να αποτελεί μεγάλο σφάλμα.
Πρέπει να καταλάβουμε, ότι το να συγχωρούμε αδιάκριτα, μπορεί να είναι χειρότερο από το να μην συγχωρούμε καθόλου. Και αυτή η αντίληψη μπορεί να μας οδηγήσει στη σωστή άποψη της δικής μας θέσης σε σχέση με τα δικά μας «οφειλήματα». Ας υποθέσουμε για μια στιγμή, ότι υπήρχε στην πραγματικότητα κάποια καλοπροαίρετη και μάλλον ανόητη θεότητα, που θα μπορούσε να συγχωρεί τα «οφειλήματά» μας, και που πραγματικά θα τα συγχωρούσε και θα τα έσβηνε. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσαμε να πάθουμε. Δεν θα είχαμε κίνητρο τότε, και δεν θα υπήρχε λόγος για να εργαστούμε. Θα μπορούσαμε να εξακολουθούμε να κάνουμε τα ίδια λάθη και, στο τέλος, να παίρνουμε συγχώρηση. Μια τέτοια δυνατότητα είναι τελείως αντίθετη με οποιαδήποτε ιδέα της εργασίας. Στην εργασία πρέπει να ξέρουμε ότι τίποτε δεν θα συγχωρηθεί. Μόνο αυτή η γνώση θα μας δώσει πραγματικό κίνητρο για να εργαστούμε, και τουλάχιστον θα μας εμποδίσει να επαναλαμβάνουμε τα ίδια πράγματα, που ξέρουμε ήδη ότι είναι λάθος.
Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τις σχολές από την άποψη αυτή και να τις συγκρίνουμε με τη συνηθισμένη ζωή. Στη ζωή οι άνθρωποι μπορεί να περιμένουν συγχώρηση, ή να ελπίζουν τουλάχιστον πως θα συγχωρηθούν. Στη σχολή δεν συγχωρείται τίποτε. Αυτό αποτελεί ουσιαστικό μέρος ενός συστήματος σχολής, μεθόδου σχολής και οργάνωσης σχολής. Οι σχολές υπάρχουν ακριβώς για να μη συγχωρούν, και γι αυτό το λόγο μπορεί κανείς να ελπίζει και να περιμένει ότι θα κερδίσει κάτι από μια σχολή. Αν υπήρχε συγχώρηση μέσα στις σχολές, δεν θα υπήρχε λόγος για να υπάρχουν αυτές.
Το εσωτερικό νόημα του «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», αναφέρεται, στην πραγματικότητα, σε επιδράσεις, δηλαδη, σε επιδράσεις από ανώτερα επίπεδα. Μπορούμε να έλκουμε προς τον εαυτό μας ανώτερες επιδράσεις, μόνο αν μεταβιβάζουμε σε άλλους ανθρώπους τις επιδράσεις που δεχόμαστε ή έχουμε δεχτεί. Οι λέξεις αυτές έχουν και πολλά άλλα νοήματα, αλλά αυτή είναι η αρχή του πως να τις καταλαβαίνουμε.
Το τρίτο αίτημα αυτό του δεύτερου μέρους είναι:
«Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός μας; Πιθανότατα είναι ο ύπνος. Οι πρώτες λοιπόν λέξεις είναι κατανοητές - « βοήθησέ μας να κοιμόμαστε λιγότερο, ή βοήθησέ μας να ξυπνάμε μερικές φορές». Το επόμενο μέρος είναι πιο δύσκολο. Λέει: «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Ενδεχομένως θα έπρεπε να είναι: «και ρύσαι ημάς από του πονηρού». Υπάρχουν πολλές ερμηνείες αυτού του «αλλά», αλλά καμιά απ' αυτές δεν είναι αρκετά ικανοποιητική όπως μεταφράζεται στη συνηθισμένη γλώσσα, γι' αυτό θα το αφήσω προς το παρόν.
Το κύριο ερώτημα είναι, τι σημαίνει «πονηρόν». Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι σε σχέση με το συνηθισμένο πειρασμό, που δεν είναι παρά ο ύπνος, «πονηρόν» σημαίνει να αφήνει κανείς τον εαυτό του να τον πάρει πάλι ο ύπνος όταν έχει ήδη αρχίσει να ξυπνάει. Μπορεί να σημαίνει το να εγκαταλείπει κανείς την εργασία όταν έχει ήδη καταλάβει την αναγκαιότητα να εργάζεται, το να εγκαταλείπει τις προσπάθειες αφού είχε αρχίσει να κάνει προσπάθειες και, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το να αρχίσει να κάνει ανόητα και επιβλαβή πράγματα, όπως το να πηγαίνει κόντρα στους κανόνες της σχολής και να δικαιολογεί τον εαυτό του που το κάνει. Μπορεί κανείς να βρει πολλά παραδείγματα του είδους αυτού στις πράξεις ανθρώπων που εγκαταλείπουν την εργασία και, ιδιαίτερα, στις διάφορες ερμηνείες που δίνουν γι' αυτό.
Τέλος, το τρίτο μέρος της Κυριακής Προσευχής, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι αναφέρεται σε μια μελλοντική τάξη πραγμάτων και όχι στην τωρινή τάξη.
1.Ότι σου εστίν η βασιλεία
2.και η δύναμις
3.και η δόξα εις τους αιώνας. αμήν,
προϋποθέτει ότι η επιθυμία που εκφράζεται στο πρώτο μέρος της Προσευχής έχει ήδη πραγματοποιηθεί, έχει ήδη εκπληρωθεί. Στην πραγματικότητα, οι λέξεις αυτές είναι δυνατόν να αναφέρονται μόνο στο μέλλον.
Τελικά, ολόκληρη η Κυριακή Προσευχή μπορεί να θεωρηθεί μια τριάδα. Όχι με την έννοια ότι ένα μέρος είναι ενεργητική δύναμη, ένα άλλο μέρος παθητική δύναμη και ένα τρίτο μέρος εξουδετερωτική δύναμη, διότι όλες οι σχέσεις πιθανόν να αλλάζουν με την αλλαγή στο κέντρο βάρους της προσοχής. Αυτό σημαίνει ότι, από μόνη της, καθεμιά απ' αυτές τις τρεις διαιρέσεις ή μέρη, μπορεί να ληφθεί σαν μια δύναμη και ότι μαζί μπορεί να αποτελούν τριάδα.

*
Αυτές οι πολύ μεγάλες ιδέες εκφράζονται με τη μορφή προσευχής. Όταν αποκρυπτογραφήσουμε αυτή την ιδέα της προσευχής, η προσευχή με την έννοια της ικεσίας, εξαφανίζονται.
Ερ. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο να συγχωρούμε και να μας συγχωρούν;
Απ. Υποκείμενο και αντικείμενο. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μας συγχωρούν. Κάναμε κάτι και, σύμφωνα με το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος, θα προκληθεί κάποιο αποτέλεσμα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το νόμο, αλλά μπορούμε να γίνουμε ελεύθεροι – να ξεφύγουμε απ' αυτόν. Μπορούμε να αλλάξουμε το παρόν, μέσω του παρόντος το μέλλον, και μέσω του μέλλοντος το παρελθόν. Πρέπει να πληρώσουμε τα «οφειλήματά» μας. Πληρώνοντάς τα, αλλάζουμε το παρελθόν, αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι πληρωμής.
Ερ. Ποιοι είναι οι διάφοροι τρόποι για να πληρώνουμε τα χρέη μας;
Απ. Μηχανικά ή συνειδητά. Τα πληρώνουμε όπως και να έχει το πράγμα. Ή περιμένοντας τα αποτελέσματα των αιτιών και πληρώνοντας με άλλο τρόπο. Το σήμερα είναι το αποτέλεσμα κάποιου παρελθόντος. Αν αλλάξουμε το σήμερα, αλλάζουμε το παρελθόν.
Ερ. Η αλλαγή του παρελθόντος είναι η πάλη ενάντια στον τρόπο με τον οποίο πηγαίνουν τα πράγματα;
Απ. Αυτό δεν είναι παρά το ξεκίνημα. Χρειάζονται οπωσδήποτε θετικά συναισθήματα και ανώτερες επιδράσεις. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε. Υπάρχουν διάφορα στάδια. Αυτό δεν γίνεται αμέσως. Η εργασία είναι απαραίτητη. Έχω δώσει μερικές αρχές. Είναι ανάγκη να δούμε πως μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό.
Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα εδώ. Για παράδειγμα δεν υπάρχει η λέξη «εγώ» ή «εμένα» στην Κυριακή Προσευχή. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν προσωπικά χατήρια – όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται στην ίδια σχέση με τις ανώτερες δυνάμεις, όλοι χρειάζονται τα ίδια πράγματα.



ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1988

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΦΑΙΔΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (απόσπασμα 61d - 63d) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ CASTANEDA


ΚΕΙΜΕΝΟ

ἤρετο οὖν αὐτὸν ὁ Κέβης· πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες, τὸ μὴ θεμιτὸν εἶναι ἑαυτὸν βιάζεσθαι, ἐθέλειν δ᾽ ἂν τῷ ἀποθνῄσκοντι τὸν φιλόσοφον ἕπεσθαι;
τί δέ, ὦ Κέβης; οὐκ ἀκηκόατε σύ τε καὶ Σιμμίας περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ συγγεγονότες;
οὐδέν γε σαφές, ὦ Σώκρατες.
ἀλλὰ μὴν καὶ ἐγὼ ἐξ ἀκοῆς περὶ αὐτῶν λέγω· ἃ μὲν οὖν τυγχάνω ἀκηκοὼς φθόνος οὐδεὶς λέγειν. καὶ γὰρ ἴσως [61e] καὶ μάλιστα πρέπει μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖν διασκοπεῖν τε καὶ μυθολογεῖν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ, ποίαν τινὰ αὐτὴν οἰόμεθα εἶναι· τί γὰρ ἄν τις καὶ ποιοῖ ἄλλο ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ;
κατὰ τί δὴ οὖν ποτε οὔ φασι θεμιτὸν εἶναι αὐτὸν ἑαυτὸν ἀποκτεινύναι, ὦ Σώκρατες; ἤδη γὰρ ἔγωγε, ὅπερ νυνδὴ σὺ ἤρου, καὶ Φιλολάου ἤκουσα, ὅτε παρ᾽ ἡμῖν διῃτᾶτο, ἤδη δὲ καὶ ἄλλων τινῶν, ὡς οὐ δέοι τοῦτο ποιεῖν· σαφὲς δὲ περὶ αὐτῶν οὐδενὸς πώποτε οὐδὲν ἀκήκοα. [62a] ἀλλὰ προθυμεῖσθαι χρή, ἔφη· τάχα γὰρ ἂν καὶ ἀκούσαις. ἴσως μέντοι θαυμαστόν σοι φανεῖται εἰ τοῦτο μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἁπλοῦν ἐστιν, καὶ οὐδέποτε τυγχάνει τῷ ἀνθρώπῳ, ὥσπερ καὶ τἆλλα, ἔστιν ὅτε καὶ οἷς βέλτιον <ὂν> τεθνάναι ἢ ζῆν, οἷς δὲ βέλτιον τεθνάναι, θαυμαστὸν ἴσως σοι φαίνεται εἰ τούτοις τοῖς ἀνθρώποις μὴ ὅσιον αὐτοὺς ἑαυτοὺς εὖ ποιεῖν, ἀλλὰ ἄλλον δεῖ περιμένειν εὐεργέτην.
καὶ ὁ Κέβης ἠρέμα ἐπιγελάσας, Ἴττω Ζεύς, ἔφη, τῇ αὑτοῦ φωνῇ εἰπών.
[62b] καὶ γὰρ ἂν δόξειεν, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὕτω γ᾽ εἶναι ἄλογον· οὐ μέντοι ἀλλ᾽ ἴσως γ᾽ ἔχει τινὰ λόγον. ὁ μὲν οὖν ἐν ἀποῤῥήτοις λεγόμενος περὶ αὐτῶν λόγος, ὡς ἔν τινι φρουρᾷ ἐσμεν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ δεῖ δὴ ἑαυτὸν ἐκ ταύτης λύειν οὐδ᾽ ἀποδιδράσκειν, μέγας τέ τίς μοι φαίνεται καὶ οὐ ῥᾴδιος διιδεῖν· οὐ μέντοι ἀλλὰ τόδε γέ μοι δοκεῖ, ὦ Κέβης, εὖ λέγεσθαι, τὸ θεοὺς εἶναι ἡμῶν τοὺς ἐπιμελουμένους καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἓν τῶν κτημάτων τοῖς θεοῖς εἶναι. ἢ σοὶ οὐ δοκεῖ οὕτως;
ἔμοιγε, φησὶν ὁ Κέβης.
[62c] οὐκοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ σὺ ἂν τῶν σαυτοῦ κτημάτων εἴ τι αὐτὸ ἑαυτὸ ἀποκτεινύοι, μὴ σημήναντός σου ὅτι βούλει αὐτὸ τεθνάναι, χαλεπαίνοις ἂν αὐτῷ καί, εἴ τινα ἔχοις τιμωρίαν, τιμωροῖο ἄν;
πάνυ γ᾽, ἔφη.
ἴσως τοίνυν ταύτῃ οὐκ ἄλογον μὴ πρότερον αὑτὸν ἀποκτεινύναι δεῖν, πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ, ὥσπερ καὶ τὴν νῦν ἡμῖν παροῦσαν.
ἀλλ᾽ εἰκός, ἔφη ὁ Κέβης, τοῦτό γε φαίνεται. ὃ μέντοι νυνδὴ ἔλεγες, τὸ τοὺς φιλοσόφους ῥᾳδίως ἂν ἐθέλειν [62d] ἀποθνῄσκειν, ἔοικεν τοῦτο, ὦ Σώκρατες, ἀτόπῳ, εἴπερ ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν εὐλόγως ἔχει, τὸ θεόν τε εἶναι τὸν ἐπιμελούμενον ἡμῶν καὶ ἡμᾶς ἐκείνου κτήματα εἶναι. τὸ γὰρ μὴ ἀγανακτεῖν τοὺς φρονιμωτάτους ἐκ ταύτης τῆς θεραπείας ἀπιόντας, ἐν ᾗ ἐπιστατοῦσιν αὐτῶν οἵπερ ἄριστοί εἰσιν τῶν ὄντων ἐπιστάται, θεοί, οὐκ ἔχει λόγον· οὐ γάρ που αὐτός γε αὑτοῦ οἴεται ἄμεινον ἐπιμελήσεσθαι ἐλεύθερος γενόμενος. ἀλλ᾽ ἀνόητος μὲν ἄνθρωπος τάχ᾽ ἂν οἰηθείη ταῦτα, φευκτέον [62e] εἶναι ἀπὸ τοῦ δεσπότου, καὶ οὐκ ἂν λογίζοιτο ὅτι οὐ δεῖ ἀπό γε τοῦ ἀγαθοῦ φεύγειν ἀλλ᾽ ὅτι μάλιστα παραμένειν, διὸ ἀλογίστως ἂν φεύγοι· ὁ δὲ νοῦν ἔχων ἐπιθυμοῖ που ἂν ἀεὶ εἶναι παρὰ τῷ αὑτοῦ βελτίονι. καίτοι οὕτως, ὦ Σώκρατες, τοὐναντίον εἶναι εἰκὸς ἢ ὃ νυνδὴ ἐλέγετο· τοὺς μὲν γὰρ φρονίμους ἀγανακτεῖν ἀποθνῄσκοντας πρέπει, τοὺς δὲ ἄφρονας χαίρειν.
ἀκούσας οὖν ὁ Σωκράτης ἡσθῆναί τέ μοι ἔδοξε τῇ τοῦ [63a] κέβητος πραγματείᾳ, καὶ ἐπιβλέψας εἰς ἡμᾶς, ἀεί τοι, ἔφη, [ὁ] Κέβης λόγους τινὰς ἀνερευνᾷ, καὶ οὐ πάνυ εὐθέως ἐθέλει πείθεσθαι ὅτι ἄν τις εἴπῃ.
καὶ ὁ Σιμμίας, ἀλλὰ μήν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, νῦν γέ μοι δοκεῖ τι καὶ αὐτῷ λέγειν Κέβης· τί γὰρ ἂν βουλόμενοι ἄνδρες σοφοὶ ὡς ἀληθῶς δεσπότας ἀμείνους αὑτῶν φεύγοιεν καὶ ῥᾳδίως ἀπαλλάττοιντο αὐτῶν; καί μοι δοκεῖ Κέβης εἰς σὲ τείνειν τὸν λόγον, ὅτι οὕτω ῥᾳδίως φέρεις καὶ ἡμᾶς ἀπολείπων καὶ ἄρχοντας ἀγαθούς, ὡς αὐτὸς ὁμολογεῖς, θεούς.
[63b] δίκαια, ἔφη, λέγετε· οἶμαι γὰρ ὑμᾶς λέγειν ὅτι χρή με πρὸς ταῦτα ἀπολογήσασθαι ὥσπερ ἐν δικαστηρίῳ.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας.
φέρε δή, ἦ δ᾽ ὅς, πειραθῶ πιθανώτερον πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι ἢ πρὸς τοὺς δικαστάς. ἐγὼ γάρ, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, εἰ μὲν μὴ ᾤμην ἥξειν πρῶτον μὲν παρὰ θεοὺς ἄλλους σοφούς τε καὶ ἀγαθούς, ἔπειτα καὶ παρ᾽ ἀνθρώπους τετελευτηκότας ἀμείνους τῶν ἐνθάδε, ἠδίκουν ἂν οὐκ ἀγανακτῶν τῷ θανάτῳ· νῦν δὲ εὖ ἴστε ὅτι παρ᾽ [63c] ἄνδρας τε ἐλπίζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς--καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν πάνυ διισχυρισαίμην--ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστε ὅτι εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων διισχυρισαίμην ἂν καὶ τοῦτο. ὥστε διὰ ταῦτα οὐχ ὁμοίως ἀγανακτῶ, ἀλλ᾽ εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τετελευτηκόσι καί, ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κακοῖς.
τί οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας, ὦ Σώκρατες; αὐτὸς ἔχων τὴν διάνοιαν ταύτην ἐν νῷ ἔχεις ἀπιέναι, ἢ κἂν ἡμῖν μεταδοίης; [63d] κοινὸν γὰρ δὴ ἔμοιγε δοκεῖ καὶ ἡμῖν εἶναι ἀγαθὸν τοῦτο, καὶ ἅμα σοι ἡ ἀπολογία ἔσται, ἐὰν ἅπερ λέγεις ἡμᾶς πείσῃς.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τον ρώτησε λοιπόν ο Κέβης:
-Πως ισχυρίζεσαι αυτό, Σωκράτη, ότι δεν είναι θεμιτό πράγμα η αυτοκτονία, αλλά είναι θεμιτό να θέλη ένας φιλόσοφος να ακολουθή κάποιον που πεθαίνει;
-Τι λοιπόν Κέβη; Δεν έχετε ακούσει γι' αυτά τα θέματα εσύ και ο Σιμμίας, παρ' όλο που κάνατε παρέα με τον Φιλόλαο;
-Ναι όμως τίποτε το σαφές δεν έχουμε ακούσει, Σωκράτη.
-Αλλά κι εγώ, βέβαια, εξ ακοής μιλάω γι' αυτά. Αυτά λοιπόν που έτυχε ν' ακούσω, δεν έχω καμμιά αντίρρηση να τα πω. Επειδή ίσως και να αρμόζη, περισσότερο τώρα που πρόκειται να αποδημήσω, να εξετάζω και να συζητώ για την εκεί αποδημία μου, πως την φαντάζομαι δηλαδή αυτήν. Γιατί τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε μέχρι τη δύση του ήλιου;
“Από μια άποψη λοιπόν, Σωκράτη, αρνούνται πως είναι θεμιττό να αυτοκτονή κανείς. Διότι ήδη εγώ αυτό που τώρα ρώτησες, το άκουσα ο ίδιος και από τον Φιλόλαο, όταν έμενε κοντά μας, το ήξερα και από κάποιους άλλους, ότι δεν πρέπει να κάνουμε αυτή την πράξη. Όμως τίποτε το σαφές γι' αυτά δεν έχω ακούσει από κανένα, ως τώρα”.
-Αλλά πρέπει να δείξης ενδιαφέρον, είπε ο Σωκράτης. Γιατί μπορεί σύντομα κάτι ν' ακούσης. Ίσως όμως να σου φανεί παράξενο, γιατί απ' όλα τ' άλλα πράγματα αυτό μόνο είναι απλό και ποτέ δεν είναι για τον άνθρωπο όπως τα άλλα, και μερικές φορές μάλιστα για κάποιους είναι καλύτερος ο θάνατος από την ζωή, γι' αυτούς λοιπόν που ο θάνατος είναι καλύτερος, ίσως σου φαίνεται παράξενο να μην θεωρήται όσιο το να ευεργετήσουν τον εαυτόν τους, αλλά είναι ανάγκη να περιμένουν άλλον ευεργέτη.
Και ο Κέβης χαμογελώντας είπε στην χαρακτηριστική του διάλεκτο:
-Μάρτυς μου ο Δίας! “Και φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθή παράξενο, αν το δούμε απ' αυτήν την άποψη”, είπε ο Σωκράτης. Παρ' όλα αυτά ίσως έχει τουλάχιστον μια δικαιολογία. Η δικαιολογία λοιπόν που λέγεται γι' αυτά κατά την μυστική διδασκαλία, οι άνθρωποι είμαστε μέσα σε κάποια φυλακή και ότι δεν πρέπει κανείς ούτε να ελευθερώνη τον εαυτόν του ούτε να δραπετεύη μου φαίνεται πολύ σπουδαία και δεν είναι εύκολο να την εξιχνιάσουμε. Ωστόσο μου φαίνεται, Κέβη, ότι σωστά λέγεται το εξής: ότι οι Θεοί φροντίζουν για μας και πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα από τα κτήματά τους. Ή νομίζεις πως δεν είναι έτσι;
-Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω, είπε ο Κέβης.
-Επομένως, είπε ο Σωκράτης, και συ, αν κάποιο από τα πλάσματα που σου ανήκουν αυτοκτονήση, χωρίς εσύ να συγκατανεύσης ότι θέλεις να πεθάνει, δεν θα εξοργιζόσουν εναντίον του και αν μπορούσες δεν θα του επέβαλλες κάποια τιμωρία;
-Σίγουρα, είπε ο Κέβης.
-Αλλά αυτό φαίνεται πού φυσικό, είπε ο Κέβης. Όμως αυτό που έλεγες τώρα δα, ότι οι φιλόσοφοι πολύ εύκολα θα ήθελαν να πεθάνουν, αυτό, Σωκράτη, μοιάζει με παράλογο, αν είναι λογικό αυτό που τώρα λέγαμε, πως ο θεός φροντίζει για μας και εμείς είμαστε κτήματά του. Γιατί είναι εντελώς παράλογο να μην αγανακτούν οι πιο φρόνιμοι, όταν ξεφεύγουν απ' αυτήν την φροντίδα εις την οποία τους επιβλέπουν οι άριστοι επιστάτες όλων των πλασμάτων, οι θεοί. Γιατί νομίζω, δεν πιστεύει ένας φιλόσοφος ότι θα φροντίση καλύτερα τον εαυτόν του αν απελευθερωθή από την επιστασία του θεού, αλλά μόνον ένας ανόητος θα μπορούσε να νομίση αυτά τα πράγματα, ότι δηλαδή πρέπει να απαλλαγή από τον αφέντη του, και δεν θα συλλογιζόταν ότι δεν πρέπει να φεύγουμε από τον καλόν αφέντη, αλλά να παραμένουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά του, γι' αυτό θα ήταν παραλογισμός να φύγη. Ενώ ο λογικός, νομίζω, θα ήθελε για πάντα να είναι κοντά στον καλύτερό του. Κι όμως, Σωκράτη, απ' αυτή την άποψη, είναι φυσικό να συμβαίνη το αντίθετον απ' αυτό που τώρα λέγαμε. Δηλαδή οι φρόνιμοι να αγανακτούν πεθαίνοντας και οι άμυαλοι να ευχαριστούνται”.
Μόλις τον άκουσε ο Σωκράτης μου φάνηκε πως ευχαριστήθηκε με την φιλοσοφική ανάλυση του Κέβητος και στρέφοντας το βλέμμα του προς εμάς είπε: -Ο Κέβης επανεξετάζει κάποιες αιτίες, και δεν θέλει να πείθεται αμέσως, ό,τι κι αν κάποιος του πη.
Και ο Σιμμίας είπε: -Αλλά τώρα, Σωκράτη, μου φαίνεται κι εμένα πως ο Κέβης κάτι σπουδαίο λέει. Γιατί, τι θέλοντας οι πραγματικά σοφοί θα έφευγαν από αληθινά καλύτερους αφέντες και θα τους ξεφορτώνονταν με ευκολία; Και νομίζω πως ο Κέβης σε σένα απευθύνει τον λόγον, επειδή τόσο εύκολα ανέχεσαι να μας εγκαταλείψεις και ακόμα και τους καλούς άρχοντες όπως ο ίδιος ομολογείς, δηλαδή τους θεούς”.
-Σωστά, είπε, λέγετε. Δηλαδή νομίζω ότι εννοείτε πως πρέπει να απολογηθώ σ' αυτά σαν σε δικαστήριο”.
-Οπωσδήποτε, είπε ο Σιμμίας.
Εμπρός λοιπόν, είπε αυτός, ας προσπαθήσω να απολογηθώ προς εσάς με μεγαλύτερη πειστικότητα από όση προς τους δικαστές. Συγκεκριμένα εγώ, είπε, Σιμμία και Κέβη, αν δεν πίστευα πρώτος πως θα πάω κοντά σ' άλλους θεούς σοφούς και καλούς, δεύτερον κοντά σ' ανθρώπους πεθαμένους καλύτερους από τους εδώ, θα ήμουν άδικος να μην αγανακτώ για τον θάνατό μου. Τώρα όμως να είσαστε βέβαιοι ότι ελπίζω να φτάσω κοντά σε ανθρώπους αγαθούς. Και αυτό μεν ίσως και να μην το ισχυριζόμουν με βεβαιότητα. Ότι όμως θα πάω κοντά σε θεούς – κυρίους τέλειους να είσθε βέβαιοι, ότι θα το ισχυριζόμουν απόλυτα. Ώστε γι' αυτό δεν αγανακτώ με τον ίδιο τρόπο, αλλά ευελπιστώ πως αυτοί που πεθαίνουν, όπως έλεγαν τα παλαιά χρόνια, έχουν κάτι καλύτερο, αν είναι δίκαιοι, παρά αν είναι κακοί. -Τι λοιπόν, Σωκράτη; είπε ο Σιμμίας, ο ίδιος κρατώντας για τον εαυτό σου αυτή την άποψη σκοπεύεις να φύγης, ή τουλάχιστον θα μπορούσες να την μεταδώσης και σ' εμάς; Γιατί μου φαίνεται ότι αυτό είναι ένα αγαθό που ανήκει σε όλους μας και ταυτόχρονα θα έχης απολογηθή αν μας πείσεις μ' αυτά που λες”.

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΑΠΑΝΤΑ
ΦΑΙΔΩΝ (Ή ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ι. Κ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ


ΤΑ ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ – CARLOS CASTANEDA

...Τι είναι αυτό, δον Χουάν, ρώτησα. Βλέπω παντού γύρω μου σκιές, σκιές που ξεγλιστρούν.
Α, είναι το σύμπαν στην ολότητά του, απάντησε. Ασύγκριτο, μη γραμμικό, πέρα από το βασίλειο της σύνταξης. Οι σαμάνοι του αρχαίου Μεξικού ήταν οι πρώτοι που διέκριναν αυτές τις φευγαλέες σκιές, κι έτσι παρακολούθησαν τις κινήσεις τους. Τις είδαν όπως τις βλέπεις κι εσύ, και τις είδαν επίσης σαν ενέργεια που ρέει στο σύμπαν. Και ανακάλυψαν κάτι υπερβατικό.
Σώπασε και με κοίταξε. Οι παύσεις του ήταν πολύ καίριες. Σώπαινε πάντα όταν εγώ ένιωθα να κρέμομαι από μια κλωστή.
Τι ανακάλυψαν δον Χουάν; τον ρώτησα.
Ανακάλυψαν πως έχουμε έναν ισόβιο σύντροφο, απάντησε με όση σαφήνεια μπορούσε. Ενα αρπακτικό, που ανέβηκε από τα βάθη του κόσμου και πήρε τον έλεγχο της ζωής μας. Τα ανθρώπινα όντα είναι αιχμάλωτοί του. Τούτο το αρπακτικό, που είναι πολλοί άρπαγες μαζί, είναι κύριος και αφέντης μας. Μας έκανε υπάκουους, αβοήθητους. Οταν πάμε να διαμαρτυρηθούμε, καταπνίγει τις διαμαρτυρίες μας. Κι όταν θελήσουμε να δράσουμε ανεξάρτητα, απαιτεί να μη δράσουμε καθόλου.
...Το γυροφέρνω τόση ώρα για να σου πω ότι κάτι μας κρατά αιχμαλώτους. Κι είμαστε όντως αιχμάλωτοι, δεσμώτες! Αυτό ήταν ένα ενεργειακό γεγονός για τους σαμάνους του Μεξικού.

Βλέπε την συνέχεια στην κατωτέρω διεύθυνση

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Σκέψεις που διατυπώθηκαν όταν πέθανε ο κ.Οράζ – Γ. Ι. ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ


Μου φαίνεται ότι οι σκέψεις που διατύπωσα σε μια μικρή ομήγυρη, αναφορικά με το θάνατο του κ. Οράζ, θα μπορέσουν να συμβάλουν σε μια καλύτερη κατανόηση του ουσιαστικού περιεχομένου όλου αυτού του κεφαλαίου. Θα επιχειρήσω λοιπόν να τις θυμηθώ και να τις εκθέσω εδώ.
Πίνοντας τον καφέ μας, μιλούσαμε συνάμα για τις διάφορες συνήθεις που μας αφεντεύουν από παιδικής ηλικίας και στις οποίες παραμένουμε σκλάβοι, ακόμα κι αφού έχουμε φτάσει στην ωριμότητά μας.
Τη στιγμή εκείνη, κατέφθασε ένα από τα μέλη της ομάδας, με όψη χαρούμενη και πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο επειδή είχε αργήσει, ίσως να βάδιζε πιο γρήγορα απ' ό,τι συνήθως. Δεν περίμενε να με συναντήσει εκεί, αλλά μόλις με πήρε το μάτι του, άλλαξε έκφραση και, πλησιάζοντας προς το μέρος μου, αμόλησε ακαριαίως μια απ' αυτές τις στερεότυπες φράσεις, τις ταξινομημένες υπό το γενικό τίτλο “συλλυπητήρια”.
Τη φορά αυτή, δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, και, επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων, είπα;
“Ακούσατε με τι μοναδικό τόνο, που δεν είναι καθόλου στη φύση του, ο σύντροφός σας απήγγειλε το κατεβατό του;
“Ναι; Λοιπόν κάντε μου τη χάρη να του ζητήσετε τώρα, να κάνει μια εξαίρεση και να σας πει με κάθε ειλικρίνεια, για μια φορά στη ζωή του, αν, στο βάθος του εαυτού του, δηλαδή μέσα στο πραγματικό του είναι, είχε την παραμικρή σχέση με τις λέξεις που πρόφερε.
“Ασφαλώς όχι: πως θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς; Ο μακαρίτης δεν ήταν, όπως λένε, σταυραδέρφι του και, επιπλέον, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ξέρει ή να μαντέψει τη στάση, απέναντι στο γεγονός αυτό, του προσώπου προς το οποίο απηύθυνε τα πομφολυγώδη αυτά λόγια.
“Απήγγειλε τη φράση αυτή τελείως μηχανικά, χωρίς την ελάχιστη συμμετοχή του είναι του, και το έκανε για το μοναδικό αυτό λόγο ότι κατά την παιδική τους ηλικία, η γκουβερνάντα του τον είχε μάθει, σε παρόμοια περίπτωση, να προτιμά να σηκώνει το δεξί πόδι του αντί το αριστερό.
“Για ποιό λόγο πάντοτε να προσποιείστε, ακόμα και στις περιπτώσεις απ' όπου δεν θα αποκομίσετε τίποτα το καλό για το είναι σας, ούτε καν για την ικανοποίηση του εγωισμού σας;
“Δεν αρκεί η υποκρισία που κατακλύζει την καθημερινή μας ζωή, με όλες αυτές τις ανώμαλα καθιερωμένες συνήθειες στις αμοιβαίες μας σχέσεις;
“Το να εκφράζει κανείς ανυπερθέτως τα συλλυπητήριά του επ' ευκαιρία του θανάτου του οιουδηποτε, είναι ασφαλώς μια από τις ολέθριες αυτές συνήθειες, τις ενσταλαγμένες μέσα μας από παιδικής ηλικίας, των οποίων το σύνολο εξαναγκάζει τις μισο-αυτόματες πράξεις μας να περατώνονται πάντοτε αυτομάτως.
“Αλλοτε θεωρούσαν ανήθικο, ακόμα και εγκληματικό, το να συλλυπάται κανείς κάποιον για το θάνατο ενός οικείου του.
“Ίσως να ήταν έτσι, γιατί, στο είναι εκείνου προς τον οποίο κανείς απευθύνεται, η διαδικασία της προξενηθείσης εντυπώσεως από την απώλεια ενός οικείου μπορεί να μην είναι ακόμα κατευνασμένη, και τα τετριμμένα αυτά λόγια συμπάθειας, καθώς του την υπενθυμίζουν άλλη μια φορά, αναζωπυρώνουν τον πόνο του.
“Από το έθιμο αυτό, που ακολουθείται στις μέρες μας κατά το θάνατο κάποιου, κανείς δεν αποκομίζει οποιοδήποτε όφελος. Αντίθετα, μπορεί να κάνει πολύ κακό στον πενθούντα.
“Τέτοιες σημερινές συνήθειες μου προξενούν ιδιαίτερη αγανάκτηση, ίσως γιατί είχα την ευκαιρία να ακούσω για ένα έθιμο κηδείας που επικρατούσε πολλές χιλιάδες χρόνια πριν.
“Τον καιρό εκείνο, όταν κάποιος πέθαινε, κατά τις τρεις πρώτες μέρες κανείς, εκτός των ιερέων και των βοηθών τους, δεν πλησίαζε το σπίτι του εκλιπόντος.
“Την τέταρτη μέρα μόνο, όλοι οι συγγενείς του νεκρού, κοντινοί ή μακρινοί, συγκεντρώνονταν, καθώς και οι γείτονές τους, οι φίλοι τους, ακόμα και οι ξένοι που το επιθυμούσαν.
“Παρουσία όλων, στην είσοδο του σπιτιού, οι ιερείς τελούσαν στην αρχή μια θρησκευτική τελετή. Κι έπειτα σχηματιζόταν η πομπή, πίσω από το νεκρό, για να μεταβούν στο κοιμητήριο, όπου, μετά από μια ειδική τελετουργία, γινόταν ο ενταφιασμός.
“Μετά τον οποίο, αν επρόκειτο περί αποθανόντος, όλοι οι άντρες – και αν επρόκειτο περί αποθανούσης όλες οι γυναίκες – επέστρεφαν στην κατοικία του, ενώ οι άλλοι γύριζαν στα σπίτια τους.
“Εκείνοι που ξανάρχονταν στο σπίτι του νεκρού, έτρωγαν πρώτα κι έπιναν. Αλλά η τροφή που αποτελούσε το γεύμα τους ήταν αποκλειστικά από τα υλικά που είχαν ετοιμαστεί προς το σκοπό αυτό, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, από τον ίδιο τον εκλιπόντα.
“Μετά τη λήψη του γεύματος αυτού, μαζεύονταν στο πιο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, και εκεί, παίρνοντας μέρος σε μια “επιμνημόσυνη ακολουθία”, επιδίδονταν στο να θυμούνται και να εξιστορούν αποκλειστικά και μόνο τις κακές και ολέθριες πράξεις του εκλιπόντος καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
“Αυτό διαρκούσε τρεις μέρες ολόκληρες.
“Έπειτα από την πρωτότυπη αυτή τριήμερη διαδικασία, η οποία συνίστατο στο να “μην του αφήσουν τρίχα για τρίχα στο κεφάλι”, ή, όπως το έλεγαν οι ίδιοι, να “αλισιβιάσουν τα κόκκαλα του νεκρού ως το λευκό του ιβουάρ”, όλοι οι συμμετέχοντες μαζεύονταν εκ νέου τις επόμενες επτά μέρες στο σπίτι του νεκρού, αλλά αυτή τη φορά το βράδυ μόνο, αφού εκπλήρωναν τις καθημερινές τους υποχρεώσεις.
“Κατά τις επτά αυτές βραδιές, δεν ήταν πλέον συνήθεια να προσφέρεται τροφή, αλλά, στο μεγάλο δωμάτιο όπου γινόταν η συγκέντρωση, έκαιγαν μονίμως θυμιάματα παντός είδους, δαπάναις του τεθνεότος ή των κληρονόμων του.
“Ήρεμα καθισμένοι, ή γονατισμένοι, μέσα στην ιδιάζουσα ατμόσφαιρα που τη δημιουργούσαν τα θυμιάματα, οι παριστάμενοι διάλεγαν πρώτα μεταξύ τους εκείνον που, με την ηλικία του και το καλό του όνομα,ήταν ο πιο άξιος να είναι ο κορυφαίος. Κι ύστερα αφοσιώνονταν στο να στοχάζονται το αναπόφευκτο του δικού τους θανάτου.
“Σε ορισμένες στιγμές, ο κορυφαίος πρόφερε μεγαλοφώνως τους λόγους αυτούς:
“Μην ξεχνάτε πως έζησε, αυτός που η αναπνοή του δεν έχει ακόμα εξαφανιστεί από το μέρος αυτό, πόσο ανάξια ανθρώπου συμπεριφέρθηκε και δεν αναγνώρισε το γεγονός ότι, όπως όλοι οι άλλοι, υπόκειται στο θάνατο κι αυτός.
“Ύστερα από την προτροπή αυτή του κορυφαίου, όλοι οι παριστάμενοι έπρεπε να ψάλουν το εξής:
“Ω δυνάμεις άγιες, δυνάμες υπέρτατες, ω των προγόνων μας αθάνατα πνεύματα, βοηθήστε μας να κρατούμε πάντοτε το θάνατο προ οφθαλμών και να μην υποκύπτουμε σε πειρασμό!
“Δε θα πω περισσότερα, αλλά θα αφήσω στον καθένα από σας τη φροντίδα να αποφασίσει μόνος του το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο “βάρβαρο” έθιμο αν επανακαθιερωνόταν σήμερα.
“Ελπίζω ότι τώρα καταλαβαίνετε λίγο-πολύ γιατί οι κούφιες σας εκφράσεις συμπάθειας έχουν σχεδόν την ίδια επίπτωση στον εσωτερικό μου κόσμο με την επίπτωση που έχουν τα αμερικάνικά σας προϊόντα διατροφής στο πεπτικό σύστημα των Άγγλων.
“Θα ήταν επιθυμητό για όλους, για το Θεό, για το μακαρίτη, για σας και για μένα, ακόμα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, αν, μπροστά στην κοινή των ανθρώπων μοίρα, αντί της διαδικασίας η οποία συνίσταται στο να προφέρετε λόγια κενά νοήματος, επραγματοποιείτο μέσα σας η διαδιακασία εκείνη που θα σας επέτρεπε να σταθείτε ενώπιον του επερχόμενου δικού σας θανάτου.
“Μόνο μια πλήρης συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου του δικού μας θανάτου μπορεί να καταστρέψει τους παράγοντες που έχουν εμφυτευθεί μέσα μας εξαιτίας της ανώμαλης ζωής μας, και οι οποίοι αποτελούν τις πηγές εκδήλωσης των διαφόρων όψεων του εγωισμού μας, ρίζα κάθε κακού στις αμοιβαίες μας σχέσεις.
“Και μόνο η συνειδητοποίηση αυτή μπορεί να αναστήσει στους ανθρώπους, τα το πάλαι ποτέ παρόντα μέσα τους θεία δεδομένα για τις αληθινές παρορμήσεις Πίστης, Αγάπης και Ελπίδας”.

Καθώς έλεγα τα λόγια αυτά, μου ήρθαν στη μνήμη, δεν ξέρω γιατί, οι στροφές ενός πανάρχαιου περσικού άσματος και, άθελά μου τελείως, άρχισα να τους απαγγέλλω.
Μου είχε ξεφύγει τόσο άθελα, ώστε για να κρύψω από τους παρισταμένους τη δύναμη της αυτόματης σκέψης μου της στιγμής εκείνης, αναγκάστηκα, θέλοντας και μη, να λάβω τον κόπο να εξηγήσω στα αγγλικά το νόημα του άσματος εκείνου.
Από τα λόγια του αρχαίου αυτού περσικού άσματος εκπηγάζει μια επιστημονική σοφία, η οποία, στη συνηθισμένη σας γλώσσα, θα μπορούσε να εκφρασθεί περίπου ως ακολούθως:

Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν ψυχή
Από καιρό δε θα υπήρχε πια χώρος πάνω στη γη
Ούτε για τα φαρμακερά φυτά, ούτε για τ' άγρια θηρία,
Κι ακόμα και το κακό θα 'παυε να υπάρχει.

Για τον οκνηρό η ψυχή είναι αυταπάτη,
Είναι πολυτέλεια γι' αυτόν που αρέσκεται να υποφέρει
Είναι η σφραγίδα της προσωπικότητας,
Είναι ο δρόμος, είναι ο κρίκος με τον Πλάστη και Δημιουργό.
Καταστάλαγμα της αγωγής,
Πρώτη πηγή υπομονής,
Αποτελεί και μαρτυρία της αξίας
Της ουσίας του αιώνιου Είναι.

Οδηγός της θέλησης,
Η παρουσία της είναι “Εγώ είμαι”,
Αποτελεί μέρος του Σύμπαντος-Είναι,
Έτσι ήταν, κι έτσι πάντα θα είναι.


Γ. Ι. ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ
ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ – ΤΡΙΤΗ ΣΕΙΡΑ
Η ζωή είναι πραγματική μόνον όταν “Είμαι”
Μετάφραση – επιμέλεια: Ίδρυμα Γκουρτζίεφ (Τ.Θ. 26057, 10022 Αθήνα)
Εκδόσεις ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ