.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Julius Evola. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Julius Evola. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Τα στάδια του Ζεν – Julius Evola



...Το Ζεν δεν προάγει την ενασχόληση με διαλογισμούς, ιερές γραφές ή ιερατικά κείμενα. Έτσι εξηγείται και το λακωνικό και εξαιρετικά λιτό ύφος του. Σύμφωνα με ένα διάσημο σχήμα λόγου, κάθε θεωρία είναι έγκυρη μόνον εφόσον υποδεικνύει μια οδό που πρέπει κανείς να ακολουθήσει χρησιμοποιώντας μόνο τη δική του δύναμη. Η αυτοπειθαρχία, με μια σχεδόν ασκητική, αλλά ενεργητική έννοια ( όχι όμως η αυτοτιμωρία), αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή του Ζεν, την οποία βρήκαν ιδιαιτέρως ελκυστική οι Σαμουράι. Αυτή η αυτοπειθαρχία, εντούτοις, είναι πολύ λεπτή και κατευθύνεται κυρίως προς το εσωτερικό του ατόμου. Σε αυτήν την αρχή μπορεί κανείς να διακρίνει τα παρακάτω στάδια:

Πρώτον, είναι αναγκαίο να κυριαρχεί κανείς επί των εξωτερικών αντικειμένων, και συγκεκριμένα επί των εντυπώσεων και των ερεθισμάτων που προέρχονται απ’ αυτά, και να αντικαταστήσει την παθητική στάση απέναντι στα αντικείμενα με μια ενεργητική, δυναμική στάση. Ο μαθητής παροτρύνεται να συνειδητοποιήσει πως κάθε φορά που ένας πόθος τον ωθεί προς κάτι, δεν έχει εκείνος τον έλεγχο του εξωτερικού αντικειμένου, αντιθέτως το αντικείμενο ελέγχει τον ίδιο. «Ένας που αρέσκεται σε ένα ποτό, εξαπατά τον εαυτό του νομίζοντας πως εκείνος πίνει το ποτό. Η αλήθεια είναι ότι το ποτό πίνει εκείνον». Συνεπώς, ο στόχος είναι να καταστεί κανείς αποσπασμένος(1), να βρει μέσα του τον αληθινό Κύριο. Η δυτική ηθική των Στωικών(2) δεν απείχε πολύ απ’ αυτό. Ωστόσο, αυτό που προσθέτει το Ζεν σ’ αυτήν την αποστασιοποιημένη στάση είναι το δόγμα της Μαχαγιάνα περί «κενότητας» σύμφωνα με το οποίο όλα τα εξωτερικά αντικείμενα, από μια μεταφυσική οπτική γωνία (sub species aeternitatis)(3), δεν αποτελούν παρά απατηλές προβολές. Αυτές οι προβολές αποκτούν επίφαση πραγματικότητας και ισχύος από τους δικούς μας πόθους.

Στο δεύτερο στάδιο, πρέπει κανείς να υποτάξει το σώμα του και να επικυρώσει την εξουσία του εφ’ όλου του οργανισμού του. Όπως έχει ειπωθεί: «Σκέψου το ίδιο το σώμα σου σαν κάτι ξένο από σένα. Αν κλαίει, κάνε το αμέσως να σωπάσει, όπως κάνει μια αυστηρή μητέρα με το παιδί της. Αν είναι ιδιότροπο, έλεγξέ το όπως κάνει ένας καβαλάρης με το άλογό του, τραβώντας τα γκέμια. Αν είναι άρρωστο, χορήγησέ του φάρμακα, όπως κάνει ένας γιατρός με τους ασθενείς του. Αν σε παρακούει, τιμώρησέ το, όπως κάνει ένας δάσκαλος με τους μαθητές του». Αυτή η αρχή πρέπει να γίνει βίωμα και να μην παραμείνει απλώς θεωρία. Πρέπει να γίνει πράξη. Συχνά, σε αυτό το επίπεδο η πνευματική άσκηση συμπληρώνει τη στρατιωτική εκπαίδευση. Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν «διαγωνισμοί αποφασιστικότητας», που έκριναν ποιοι, απ’ όλους τους μαθητές, γνώριζαν πως να αντέξουν για περισσότερο χρόνο τον χειρότερο καύσωνα το καλοκαίρι και το παγερότερο ψύχος τον χειμώνα.

Γενικά είναι χαρακτηριστικό του Ζεν να θεωρεί διάφορες «πολεμικές» και άλλες τέχνες, ως κάποιου είδους πνευματικό ή ακόμα και μυητικό αντίστοιχο. Το Ζεν θεωρεί ακόμα, τη δεξιοτεχνία σε μια δεδομένη τέχνη ως κάποιου είδους εξωτερικό σημάδι μιας αντίστοιχης εσωτερικής κατανόησης.

Το τρίτο στάδιο συνίσταται στον έλεγχο των παθών και των συναισθημάτων, και την επίτευξη μιας εσωτερικής ισορροπίας. Πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει τον παραλογισμό και τη ματαιότητα όλων των φόβων, των ελπίδων και των συγκινήσεων, και εν τέλει να «θέσει την καρδιά υπό έλεγχο». Υπάρχει σχετικά μια ιστορία για τον O-yo-mei, τον διοικητή ενός στρατού που έδινε μια αποφασιστική μάχη εναντίον μιας απόπειρας σφετερισμού της εξουσίας. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, δεν παρέλειπε να εξασκείται στο Ζεν μέσα στο διοικητήριό του. Όταν του ανήγγειλαν πως τα στρατεύματά του είχαν κατατροπωθεί, το επιτελείο του πανικοβλήθηκε, αλλά ο O-yo-mei δεν ταράχτηκε, έδωσε μόνο κάποιες σύντομες οδηγίες. Λίγο αργότερα, έφτασε η είδηση ι σε μια επόμενη φάση της μάχης επετεύχθη η νίκη. Ο O-yo-mei παρέμεινε εξίσου ήρεμος όπως πριν και δεν διέκοψε την εξάσκησή του στο Ζεν. Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι το Ζεν δεν προάγει μια άκαμπτη απάθεια, αλλά ότι προσπαθεί να απομακρύνει κάθε περιττό συναίσθημα και κάθε άχρηστη ανησυχία. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν οι καμικάζι, οι πιλότοι που εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί οι άνθρωποι – όλοι σχεδόν εκ των οποίων εξασκούνταν στο Ζεν – ήταν ικανοί να τηρούν τα καθήκοντά τους ή ακόμα και να διασκεδάζουν, παρ’ ότι γνώριζαν πως ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τους ζητηθεί να πετάξουν σε μια αποστολή χωρίς ελπίδα επιστροφής.

Το τέταρτο στάδιο υποδηλώνει την «απόρριψη του Εγώ». Δεν αρκεί μόνο να πάψει κανείς να αισθάνεται «σημαντικός», πρέπει και να πάψει να πιστεύει ότι η ατομική του ύπαρξη είναι αληθινή. Η προσκόλληση στο Εγώ είναι ο δυσκολότερος δεσμός που πρέπει να σπάσει. Μόνον τότε θα φτάσει στο κατώφλι μιας «φωτισμένης συνειδητότητας», που είναι συνώνυμης μιας κατάστασης υπερ-ατομικότητας και ενεργητικής έλλειψης προσωπικότητας. Στην πραγματικότητα, αυτή η ανώτερη διάσταση – η οποία κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «διαλογισμός» – δεν σχετίζεται με μια ακοινώνητη και μοναστική ζωή, αλλά νοείται ως μια κατάσταση συνειδητότητας η οποία πρέπει να είναι μόνιμη, και, ως εκ τούτου, να διέπει κάθε βίωμα ή δραστηριότητα. Όπως λέει μαι παροιμία: «Το να μην είσαι προσκολλημένος σε οτιδήποτε είναι διαλογισμός. Αν το κατανοήσεις αυτό, δεν θα πάψεις στιγμή να διαλογίζεσαι, ακόμη και την ώρα που προχωράς, στέκεσαι, κάθεσαι ή ξαπλώνεις».

Από μια άλλη οπτική γωνία, διακρίνονται πέντε φάσεις πειθαρχίας, που λέγεται Ko-kun-go-i, δηλαδή «τα πέντε στάδια της αξίας».

Το πρώτο είναι το «στάδιο της μεταστροφής» που αντιστοιχεί στον μαθητή που στρέφεται από τον εξωτερικό στον εσωτερικό κόσμο, ξεφεύγοντας από την εξουσία του πρώτου. Χρησιμοποιείται εδώ μια συγκεκριμένη αλληγορία: ο ανώτερος Εαυτός, στον οποίο προσβλέπει κανείς, παρουσιάζεται ως ηγεμόνας, τον οποίο υπηρετεί ως υποτελής του. Δεύτερο είναι το «στάδιο της υπηρεσίας» που χαρακτηρίζεται από αφοσίωση σε αυτόν τον εσωτερικό Κύριο και από διαρκή «υπηρεσία» που χαρακτηρίζεται από υπακοή, στοργή, φόβο μην τον προσβάλει, ό,τι ακριβώς περιμένει κανείς από τον ακόλουθο ενός βασιλιά. Ακολουθεί το «στάδιο της ανδρείας», η οποία πρέπει να αποδειχθεί στη μάχη, στην κατατρόπωση και την υποδούλωση ενός άτακτου στρατού παθών και ενστίκτων, ο οποίος έχει εξεγερθεί κατά του βασιλιά του. Σε αυτό το στάδιο προάγεται κανείς από ακόλουθο σε στρατηγό. Τέταρτο είναι το «στάδιο της συνεργασίας». Δεν πολεμά απλώς κανείς και «υπερασπίζεται το Κέντρο», αλλά περνά στις τάξεις εκείνων που συμβουλεύουν τον «ηγεμόνα» για τις υποθέσεις του κράτους και την κοινωνική τάξη. Το τελευταίο στάδιο λέγεται «στάδιο της υπερ-αξίας» (Ko-ko) και αποτελεί την κατοικία του ίδιου του ηγεμόνα, με τον οποίο ταυτίζεται πλέον κανείς. Σε αυτή τη φάση, παύουν όλες οι πράξεις και πραγματώνεται επιτέλους η πνευματική κυριαρχία και η κατάσταση συνειδητότητας που χαρακτηρίζεται από μια ανώτερη ελευθερία.

Η συμβολική ή αλληγορική απεικόνιση των διαφόρων σταδίων πνευματικής πειθαρχίας, όπως εφαρμόζεται στο Ζεν, είναι πολύ σημαντική, διότι μπορεί να λειτουργήσει ως σύνδεσμος μεταξύ του εσωτερικού βασιλείου και του εξωτερικού κόσμου. Με άλλα λόγια, δείχνει πως το Ζεν πέτυχε να ενσωματωθεί στην επίσημη σιντοϊστική θρησκεία της Ιαπωνίας, η οποία, όπως προείπα, είχε ως ακρογωνιαίο λίθο της τη λατρεία του Αυτοκράτορα. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο Σαμουράι προέβαλλε πάνω στον Αυτοκράτορα το δικό του πνευματικό ιδεώδες. Στον Αυτοκράτορα οι Σαμουράι είδαν τον συμβολικό «ηγεμόνα» που μόλις περιέγραψα στην αλληγορία των πέντε σταδίων της αξίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον θεωρητικώς, καθιερώθηκε ένας παραλληλισμός μεταξύ της πνευματικής και της πολιτικής πειθαρχίας μιας ελίτ. Αυτός ο παραλληλισμός μπόρεσε να προσδώσει ένα υψηλότερο νόημα σε οτιδήποτε σχετικό με την ενεργό αφοσίωση, την υπηρεσία, τον αγώνα, τη θυσία, τη γνώση και τη σοφία προς όφελος και δύναμη της κοινωνίας, της οποίας την κορυφή αποτελούσε ο Αυτοκράτορας.

_________________
1.μη προσκολλημένος
2.Για τους Στωικούς ο σκοπός του ανθρώπου (τέλος) είναι «η ζωή σύμφωνα με τη φύση» και η αρετή παρεμποδίζεται από τα εξωτερικά αντικείμενα
3.από τη σκοπιά της αιωνιότητας


Julius Evola
Ζεν – Ο Δρόμος των Σαμουράι
Μετάφραση Μανώλης Στρατάκης
Εκδόσεις Θούλη 2013

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ» - JULIUS EVOLA


…Τέλος ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε μερικά λόγια σχετικά με την ιδιαίτερη κατηγορία του αναγνώστη εκείνου, ο οποίος ενδιαφέρεται για τον «πνευματισμό». Έχουμε ήδη στο Maschera e Votto Dello Spiritualismo Contemporaneo (Η Μάσκα και το Προσωπείο του Σύγχρονου Πνευματισμού), προειδοποιήσει τους αναγνώστες αυτούς για τα ενδεχόμενα σφάλματα και τη σύγχυση που δημιουργούνται από τις σύγχρονες τάσεις , εξαιτίας λανθασμένων φιλοδοξιών προς το υπερφυσικό και το υπεραισθητό. Αν κάποιος πραγματικά θέλει να τρέφει τέτοιες φιλοδοξίες, οφείλει να εκτιμήσει πραγματικά τέτοια λάθη και την όποια σύγχυση ενώ πάνω από όλα, οφείλει να μην εξαπατήσει τον εαυτό του πως η αληθινή συνειδητοποίηση εκείνου που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη κατάσταση, είναι πιθανή χωρίς αυστηρή «ασκητική» προετοιμασία και ισχυροποίηση. Δεδομένου των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο Δυτικός άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και τις όποιες συνθήκες έχουμε αναφέρει συχνά, μια τέτοια προετοιμασία, κρίνεται σήμερα, κάθε άλλο απαραίτητη από ποτέ. Οφείλουμε επομένως να μην τρέφουμε την όποια ψευδαίσθηση, σχετικά με την αληθινή φύση της γνώσης ή της «αποκρυφιστικής» πειθαρχίας, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με εκείνο το οποίο οι σύγχρονοι «πνευματιστές» παραθέτουν. Μια διδασκαλία, όπως αυτή που συζητήσαμε, δίνει μια πολύ καλή ιδέα για την πιθανότητα ενός Άριου και αριστοκρατικού μονοπατιού πέρα από τη σαμσαρική ύπαρξη. Το μονοπάτι αυτό δεν έχει ανάγκη από «θρησκευτικά» βοηθήματα, δόγματα, ή μηδαμινές, ευτελείς ηθικές ενώ παράλληλα αντιστοιχεί στη θέληση για το απόλυτο και το ενστικτώδες με τρόπο γνήσιο κι αυθεντικό. Αλλά την ίδια στιγμή, η διδασκαλία αυτή φανερώνει, όχι λιγότερο καθαρά τις προπαρασκευαστικές συνθήκες για άσκηση και απόσπαση, οι οποίες είναι απόλυτα επιτακτικές για κάθε εγχείρημα υπερβατικής φύσης. Δείχνει επίσης πως το μονοπάτι της αφυπνίσεως – απαράλλακτο στο πνεύμα του με κάθε αληθινή «μύηση» - είναι απόλυτα αδιάλλακτο με ό,τι συνεπάγεται και προϋποθέτει ο συγκεχυμένος διορατισμός, οι μανίες για τα αποκρυφιστικά φαινόμενα και τις μεταφυσικές δυνάμεις, καθώς και τα νεοψυχοαναλυτικά μιάσματα. Είναι γνωστό πως ενδιαφερόμενοι κύκλοι – είτε εξομολογητές είτε «διαφωτισμένοι» με τη βέβηλη και «επικριτική» έννοια – βασίζονται σε τέτοιες πνευματικές παρεκκλίσεις στην προσπάθειά τους να συσσωρεύσουν ένα είδος δυσπιστίας, δυσφήμησης και ανυποληψίας επί των ιδανικών και των διαφόρων ειδών σοφίας οι οποίες, με τη μια μορφή ή την άλλη, ήταν ανέκαθεν αναγνωρίσιμες ως το ύψιστο σημείο αποκορύφωσης και μεσουράνησης κάθε φυσιολογικού και παραδοσιακού πολιτισμού. Το να συνειδητοποιήσουμε, όπως έχουμε δείξει, πως υπάρχει ένα παρόμοιο ουσιώδες και εννοιολογικό περιεχόμενο στο μονοπάτι το οποίο γνωστοποιήθηκε από τον Πρίγκιπα Σιντάτα, τον Βούδα – και πως το μονοπάτι αυτό, ακόμα κι αν μόνο σε απόμακρες και ποικίλες αντανακλάσεις, σχετίζεται τώρα με την πίστη περισσότερο από τετρακοσίων εκατομμυρίων πιστών – μια τέτοια συνειδητοποίηση θα έπρεπε να ήταν αρκετή να προκαταλάβει και να ματαιώσει την όποια προσπάθεια από τέτοια στενόμυαλα ή χαιρέκακα, μοχθηρά άτομα να προκαλέσουν την όποια λανθασμένη ή συγκεχυμένη σκέψη.
Στην αντίπερα όχθη, οφείλουμε να αναφέρουμε κάτι ειδικότερα, σχετικά με δύο ενυπάρχοντα ρεύματα: από τη μια μεριά, το ένα ακολουθήθηκε από εκείνους οι οποίοι αν και προέρχονταν από την Ανατολή, χρησιμοποίησαν και εφάρμοσαν οι ίδιοι με το δικό τους τρόπο, ιδέες αρχαίων παραδόσεων, προσαρμοσμένες και εναρμονισμένες στο σήμερα, καθιστώντας τες δημοφιλείς στη Δύση. Κι από την άλλη, το ρεύμα εκείνο, το οποίο αποσκοπεί στο να εισαγάγει την έννοια και την ιδέα μιας νέας «σύγχρονης μύησης».

Η πρώτη περίπτωση φέρνει στο νου την Ινδουιστική παραβολή, ενός ανθρώπου, ο οποίος όταν περιστοιχήθηκε από νερό σε μια κατακλυσμιαία νεροποντή, έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αντλήσει τελικά λίγο από μια λασπώδη πηγή. Μέχρι ενός σημείου, οι Ανατολικές παραδόσεις, ή μάλλον, οι διάφορες Ανατολικές μορφές μιας ενιαίας παράδοσης και στην ουσία η κατάσταση με την οποία ασχολούμαστε, είναι διαφορετική από εκείνη η οποία υπάρχει στη Δύση. Ακόμα και στην περίπτωση της υπερβατικής σοφίας, υπάρχουν αρχαία κείμενα, τα περισσότερα, μεταφρασμένα εν μέρει και διαθέσιμα σε όλους, στα οποία μπορούμε να βρούμε με μια σαφώς πιο καθαρή και πιο ολοκληρωμένη μορφή, όλα εκείνα τα οποία στην καλύτερη, θα έχουν εκλαϊκευτεί και συνεπώς εκχυδαϊστεί και υποβιβαστεί, μέσω ενός ευνουχισμένου αντικατοπτρισμού του πρωτοτύπου κειμένου. Ο καθένας που πιθανώς θα στραφεί και θα έρθει σε επαφή με τα Βουδιστικά κείμενα, τη Bhagavadgita, τη γιόγκα ή τα κείμενα Vedanta οφείλει, ψύχραιμα να απομονώσει όλους εκείνους τους σύγχρονους εκδότες, σχολιαστές και διασκευαστές των αρχαίων κειμένων, κρατώντας για τον εαυτό του τη σοβαρή και βαθύτερη αποστολή κάθε μελέτης και κάθε επίτευξης. Αλλά η πραγματική αιτία για την επιτυχία τέτοιων νέων παρουσιάσεων ή εκθέσεων, έγκειται, στο κατά πόσο είναι φιλόξενα, συνδιαλλακτικά και όσο το δυνατόν λιγότερο άκαμπτα, αυστηρά, ασαφή και έτοιμα να συμβιβαστούν με τις προκαταλήψεις και τις αδυναμίες του σύγχρονου κόσμου. Ας βρει ο καθένας το κουράγιο, να κοιτάξει βαθιά μέσα του και να δει τι είναι εκείνο που πραγματικά επιθυμεί.
Το δεύτερο ρεύμα διαφέρει από το πρώτο στο ότι δεν κάνει καμία προσπάθεια να διασκευάσει, να προσαρμόσει ή να διαδώσει ένα είδος σοφίας το οποίο είναι είτε αρχαίο, είτε Ανατολίτικο. Αντίθετα υποστηρίζει πως τέτοιες μορφές γνώσης είναι ακατάλληλες κι απρόσφορες για τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος χρειάζεται ένα εντελώς σύγχρονο είδος «μύησης». Αυτό βασίζεται πάνω στον εξελικτισμό ο οποίος εφαρμόζεται σε ζητήματα και υποθέσεις του πνεύματος. Μια εξελικτική ανάπτυξη του κόσμου και της ανθρωπότητας γίνεται δεκτή, και θεωρείται πως ακόμα και το πνεύμα οφείλει να προσαρμοστεί στο νόμο αυτό ακολουθώντας την αντίστοιχη ανάπτυξη. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος τέτοιας ιδέας στις διδασκαλίες κάποιας σχολής σοφίας. Ο κόσμος είναι αυτό που είναι, η samsara, όπως έλεγαν οι Ινδο-Άριοι. Ο κύκλος της γενέσεως (ελληνικά στο ξένο κείμενο), ένας αιώνιος κύκλος γένεσης, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Και στη samsara δεν υπάρχει «εξέλιξη», δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. «Προχωρώντας» κάποιος δεν φτάνει στο «τέλος του κόσμου». Η κατεύθυνση στην οποία πιθανώς να βρούμε την αφύπνιση και την απελευθέρωση, η κατεύθυνση της μύησης, είναι κάθετη και δεν έχει τίποτα να κάνει με την πορεία της ιστορίας.
Σίγουρα, η κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του αρχαίου ανθρώπου – και στην πορεία της μελέτης αυτής έχουμε επανειλημμένως τονίσει το γεγονός αυτό. Μια «πτώση» ή μια «κάθοδος» λαμβάνει χώρα εδώ και καιρό, η οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση, ένα γεγονός με εξελικτικό σχέδιο, σχεδιασμένο να παράγει, με ένα «αίσιο τέλος», κάτι ανώτερο από εκείνο που προϋπήρχε. Αν η πτώση αυτή έχει κάποια σημασία ή σπουδαιότητα, φαίνεται από το γεγονός ότι φανερώνει την τρομερή δύναμη της ελευθερίας του πνεύματος, η οποία μπορεί να σχεδιάσει και να προκαλέσει ακόμα και την ίδια την απάρνηση και την αποκήρυξή της. Επομένως το μόνο που χρειάζεται να γίνει είναι η παραδοχή πως οι αρχαίες διδασκαλίες δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν σήμερα χωρίς προσεκτική, προγραμματισμένη σκέψη και μελέτη, ενώ παράλληλα ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να αφοσιώσει τον ίδιο του τον εαυτό σε έναν άχαρο σκοπό επανολοκλήρωσης: οφείλει δηλαδή να επιστρέψει πνευματικά πίσω στην κατάσταση του νου, η οποία ήταν παντού και πάντα, το σημείο αναχώρησης μιας διαδρομής, η οποία είναι με τη σειρά της μοναδική. Δεν υπάρχει χώρος για καμία «σύγχρονη μύηση» με κάποια ιδιαίτερη έννοια. Εξ ορισμού κάθε τι που είναι σύγχρονο είναι η αντιλογία και η εναντίωση σε ό,τι έχει να κάνει με οποιοδήποτε είδος μύησης.
Εάν όταν μιλάμε για «σύγχρονη μύηση» επιθυμούμε να αξιώσουμε για αυτή, τα χαρακτηριστικά μιας «πνευματικής επιστήμης», ενός είδους πειθαρχίας η οποία είναι τόσο καθαρή και συγκεκριμένη σε ό,τι αφορά τον υπεραισθητό κόσμο και τα όργανα της εσωτερικής ανάπτυξης όπως η σύγχρονη επιστήμη είναι σε σχέση με το δικό της πεδίο και τα δικά της εργαλεία, τότε λοιπόν οφείλουμε να δείξουμε, που από αυτή την άποψη χρειάζεται κάτι παραπάνω από το αναφέρουμε απλά το πρόβλημα.
Πρόκειται μάλλον για παραδοσιακές διδασκαλίες, σαν αυτή που έχουμε παραθέσει ενώπιόν του στο παρόν βιβλίο, στις οποίες ο αναγνώστης ο οποίος προσελκύεται από την αληθινή πνευματικότητα οφείλει να στραφεί, με σκοπό να καταλάβει τι πραγματικά μια «πνευματική επιστήμη» είναι: οι διδασκαλίες αυτές θα τον διδάξουν τη διαύγεια της καθαρής γνώσης, η οποία διαχωρίζεται από κάθε μορφή παραισθησιακής «μαντικής διαίσθησης και διορατικότητας» και η οποία συνδέεται με μια πνευματική κυριαρχία καθώς και με τη θέληση να σπάσει όχι μόνο τον ανθρώπινο δεσμό, αλλά και το δεσμό ο οποίος διαμορφώνεται από κάθε άλλο «κόσμο». Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει μόνο να πολεμήσει ενάντια στον υλισμό, αλλά επίσης να αμυνθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις παγίδες και τα θέλγητρα ενός ψεύτικου υπερνατουραλισμού. Η αντίσταση του αυτή θα είναι άκαμπτη και αποτελεσματική, μονάχα εάν είναι ικανός να επιστρέψει στο αρχικό σημείο της προέλευσης και της καταγωγής του, αφομοιώνοντας τις αρχαίες παραδόσεις και στη συνέχεια, βασιζόμενος πάνω στην άσκηση, να φέρει εις πέρας την αποστολή της επανεδραίωσης της προσωπικής του εσωτερικής κατάστασης. Γιατί μέσω αυτής, οι παραδόσεις αυτές θα αποκαλύψουν σε αυτόν το προσωπικό τους βαθύτερο και αέναο, παντοτινό περιεχόμενο δείχνοντάς του, βήμα βήμα, το μονοπάτι. Τελειώνοντας, επιθυμούμε να επαναλάβουμε την αρχαία Ρωμαϊκή μαντική φόρμουλα: quod bonum faustumque sit (είθε να είναι καλό, τυχερό κι ευήμερο). Θα το λογαριάζαμε δηλαδή ως κάτι παραπάνω από ευοίωνο εάν αυτή η περαιτέρω λιτή συνεισφορά μας στην κατανόηση της προμοντέρνας πνευματικότητας επρόκειτο να εξυπηρετήσει κάποιον ως κάτι παραπάνω από μια απλή ανάγνωση. Μονάχα τότε θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη φόρμουλα των Αρίων: katam karaniyam, «θα γίνει αυτό που ήταν να γίνει».


JULIUS EVOLA
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΚΩΝ/ΝΟΥ Ν. ΜΑΛΕΒΙΤΗ 2010

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ΑΡΧΗ – JULIUS EVOLA



Δια την κατανόηση τόσο του παραδοσιακού πνεύματος, όσο και του σύγχρονου πολιτισμού ως άρνηση τούτου, πρέπει ν' αρχίσουμε από ένα θεμελιώδες σημείο: από την δοξασιά των δύο φύσεων αυτών. Υπάρχει μια φυσική και μια μεταφυσική τάξις. Υπάρχει η θνητή φύσις και η φύσις των αθανάτων. Υπάρχει η ανώτερη διανόηση του «υπάρχειν» και εκείνη η κατώτερη του «γίγνεσθαι». Πιο γενικά: υπάρχει ένας κόσμος ορατός και απτός και πριν, εκείθεν αυτού, υπάρχει και το αόρατο και μη απτό, ωσάν υπερκόσμος, αρχή και αληθής ζωή.
Πανταχού στον κόσμο της παράδοσης, σε Ανατολή και Δύση, με μια μορφή ή με άλλη, υπήρξε πάντα παρούσα αυτή η γνώσις ωσάν ένας άξονας πανσταθής, γύρω από τον οποίο όλα τα υπόλοιπα ήσαν οργανωμένα.
Λέμε γνώση και όχι «θεωρία». Παρ' όσον στους σύγχρονους είναι δύσκολο να κατανοηθή, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιδέα ότι ο παραδοσιακός άνθρωπος γνώριζε για την ύπαρξη ενός είδους του «υπάρχειν» πολύ πιο εκτεταμένο από εκείνο στο οποίο σήμερα αντιστοιχεί κατά κανόνα η λέξις «υπαρκτό». Σήμερα, σαν πραγματικότητα, κατά βάθος, δεν εννοείται τίποτε περισσότερο, που παν ξεπερνά τον κόσμο της ύλης στον χώρο και τον χρόνο. Βέβαια, υπάρχει ακόμη αυτός που παραδέχεται και κάτι πέρα από το αισθητό: Μα εφόσον βρίσκεται πάντα στον τίτλο μιας υπόθεσης ή ενός επιστημονικού νόμου, μιας θεωρητικής ιδέας ή ενός θρησκευτικού δόγματος, αυτό το κάτι που εκείνος παραδέχεται, πράγματι δεν ξεπερνά αυτόν τον περιορισμό: Πρακτικώς, δηλαδή σαν άμεση εμπειρία, όποια και να είναι η απόσταση των υλιστικών και πνευματικών πεποιθήσεών του, ο σύγχρονος κανονικός άνθρωπος σχηματίζει την εικόνα της πραγματικότητας μόνο σε σχέση με τον κόσμο της ύλης.
Ο πραγματικός υλισμός προς κατηγορία στους συγχρόνους είναι αυτός: οι άλλοι υλισμοί τους, εννοώντας ιδέες φιλοσοφικές ή επιστημονικές, συγκροτούν δευτερεύοντα φαινόμενα. Για τον πρώτο υλισμό, δεν γίνεται λοιπόν ζήτημα μιας ιδέας ή μιας θεωρίας, μα σ' αυτήν ειδικά τη φύση ενός ανθρώπινου τύπου, του οποίου η εμπειρία δεν δύναται παρά ν' αντιληφθή υλικά πράγματα. Δι' αυτό τον λόγο, μέγα μέρος από τις σύγχρονες διανοητικές επαναστάσεις εναντίον των υλιστικών απόψεων, ανήκει στις ανώφελες αντιδράσεις εναντίον τελικών και περιφερειακών αποτελεσμάτων μακρινών και βαθέων αιτίων που έχουν την θέση τους αλλού και όχι στις «θεωρίες».
Η εμπειρία του παραδοσιακού ανθρώπου, όπως ακόμη σήμερα, με τον τίτλο του κατάλοιπου, εκείνη (η εμπειρία) ορισμένων πληθυσμών καλούμενων «πρωτογόνων», ξεπερνούσε κατά πολύ ένα τέτοιο όριο. Το «αόρατο» παρουσιάζετο ως ένα στοιχείο το ίδιο αληθές, ή και περισσότερο, από τα δεδομένα των φυσικών αισθήσεων. Οπωσδήποτε λάμβανε υπόψιν κάθε τρόπο ζωής, είτε ατομική είτε συλλογική.
Εάν παραδοσιακά αυτό που σήμερα ονομάζεται πραγματικότης δεν ήταν λοιπόν παρά ένα είδος σ' ένα σύνολο πολύ πιο εκτεταμένο, παρά ταύτα δεν προσομοιάζετο το δίχως άλλο, το αόρατο με το «υπερφυσικό». Στην σημασία της «φύσης» παραδοσιακά δεν αντιστοιχούσε απλώς ο κόσμος της ύλης και των ορατών σχημάτων στον οποίο συγκεντρώθηκε η γερασμένη επιστήμη των συγχρόνων αλλά αντίθετα και ουσιαστικά, ένα μέρος αόρατο της ίδιας πραγματικότητας. Ήταν ζωντανή η αίσθηση ενός κόσμου «διαβολικού» κατοικούμενου από σκοτεινές και απροσδιόριστες δυνάμεις κάθε είδους – δαιμονική ψυχή της φύσης, ουσιαστικό υπόστρωμα όλων των μορφών και ενεργειών αυτής – στην οποία παρευρίσκετο αντιτιθέμενη η υπερδιανοητική και σκοτεινή καθαρότητα (των εννοιών) ενός ανωτέρου επιπέδου. Μα επιπλέον, στην «φύση» παραδοσιακά έπαιρνε μέρος επίσης ό,τι είναι μόνο ανθρώπινο, μη ξεφεύγοντας από το ίδιο πεπρωμένο της γέννησης και του θανάτου, της προσωρινότητας, της εξάρτησης και του εκφυλισμού, ιδίως στο χαμηλότερο επίπεδο.
Εξ ορισμού το είδος του «αυτό που είναι» δεν μπορεί να έχη να κάνη με καταστάσεις και συνθήκες ανθρώπινες και χρονικές: «άλλη είναι η φυλή των ανθρώπων και άλλη εκείνη των θεών» - καθ' όσον γίνεται αντιληπτό ότι η αναφορά στην ανώτερη τάξη – είδος υπεράνω του ανθρώπου θα μπορούσε να προσανατολίση εκείνη την υλοποίηση και κάθαρση του ανθρώπινου στο μη ανθρώπινο που – όπως θα δούμε – αυτή και μόνο καθιστούσε την ύπαρξη και το τέλος κάθε πολιτισμού αληθινά παραδοσιακού.
Κόσμος του υπάρχειν και κόσμος του γίγνεσθαι – των πραγμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων. Εξ' άλλου, κάθε υποστατική παρουσίαση – αστρική, μυθολογική, θεολογική ή θρησκευτική – αυτών των δύο επιπέδων ξαναέστελνε τον παραδοσιακό άνθρωπο σε δύο καταστάσεις, άξιζε σαν ένα σύμβολο προς επίλυση σε μια εσωτερική εμπειρία, ή στο προαίσθημα μιας εσωτερικής εμπειρίας. Έτσι στην Ινδουιστική παράδοση και ειδικά στον Βουδισμό, η ιδέα του «samsara» - του «ρεύματος» που διοικεί και μεταφέρει κάθε μορφή του κατώτερου κόσμου – είναι στενά προσεταιρισμένη σε μια κατάσταση της ζωής ωσάν τυφλή αναζήτηση, παράλογη προσομοίωση. Εξ' ίσου, ο ελληνισμός της «φύσης» προσωποποίησε συχνά την αιώνια «στέρηση» αυτού που έχοντας έξω από τον εαυτό του την δική του αρχή και τις δικές του πράξεις, ρέει και φεύγει στον εαυτό του απροσδιόριστα – αεί ρέοντα – και εις το δικό του «γίγνεσθαι» αντιλαμβάνεται ακριβώς μια αρχική και ριζική εγκατάλειψη, ένα συνεχές οριακό ελάττωμα(1). «Ύλη» και γίγνεσθαι σε τέτοιες παραδόσεις καταδεικνύουν αυτό που σ' ένα ον ειναι απροσδιοριστία αναγκαστική ή σκοτεινή ανάγκη, ανικανότης προς ολοκλήρωση σε μαι τέλεια μορφή, να κατέχεται σ' ένα νόμο: «αναγκαίον» και «άπειρον» έλεγαν οι Έλληνες. «adharma» έλεγαν οι Ανατολικοί. Η διδασκαλία επίσης, δεν έσχε ιδέες πολύ διαφορετικές στονα αναγνωρίση ως cupiditas και appetitus innatus την ρίζα κάθε φύσης όχι καθαρής. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο άνθρωπος της παράδοσης ανακάλυψε λοιπόν την εμπειρία της ερευνητικής προσομοιώσεως, που σκοτεινιάζει και τραυματίζει το ον, το μυστικό εκείνης της κατάστασης, της οποίας το ασταμάτητο γίγνεσθαι και η συνεχής αστάθεια και ύπαρξη του χαμηλότερου επιπέδου, παρουσιάζονται σαν υλοποίηση κοσμικοσυμβολική.
Αντίθετα, στο να λάβη μέρος και να δώση στον εαυτό του μια μορφή, στο να έχει εις εαυτόν την αρχή μιας ζωής όχι πλέον διασπαρμένης, να μην εκκρεμή εδώ και εκεί σε αναζήτηση άλλων πραγμάτων ή άλλων για να ολοκληρωθή και να δικαιολογηθή, μιας ζωής όχι πλέον κατεστραμμένης από την ανάγκη και την παράλογη προσπάθεια προς το εξωτερικό και το διαφορετικό – με μια λέξη: στην εμπειρία της «ασκητικής» αισθάνθηκε την οδό δια να κατανοήση το άλλο επίπεδο, τον κόσμο της κατάστασης του «υπάρχειν», αυτού που δεν είναι πλέον φυσικό μα μεταφυσικό - «φύση διανοητική χωρίς ύπνο» και της οποίας ηλιακά σύμβολα, ουράνιες περιοχές, πηγές φωτός ή πυρός, νήση και ορεινά ύψη, παραδοσιακά υπήρξαν οι απεικονίσεις.
Αυτές είναι οι «δύο φύσεις» και κατενοήθη μια γέννηση κατά την μια ή κατά την άλλη, και ένα πέρασμα από την μία στην άλλη γέννηση διότι ελέχθη: «Ένας άνθρωπος είναι ένας θνητός θεός, και ο θεός ένας άνθρωπος αθάνατος»(2).
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε αυτούς τους δύο πόλους της ύπαρξης και τις οδούς που απ' τον ένα οδηγούν στον άλλο. Πέραν του κόσμου, στην ολότητα των μορφών του και ορατών και υποχθονίων, ανθρωπίνων και υπανθρωπίνων, δαιμονικών, γνώρισε λοιπόν έναν «υπερκόσμο» - υπερκοσμία – τον έναν «πτώση» του άλλου και τον άλλο «απελευθέρωση» από τον πρώτο. Γνώρισε την πνευματικότητα σαν αυτό που υπάρχει πέραν της ζωής και του θανάτου. Γνώρισε ότι η εξωτερική ύπαρξη, το «ζην» δεν είναι τίποτε, εάν δεν είναι μια προσέγγιση προς την υπερκόσμια, προς το «πλέον του ζην», εάν ο υψηλότερος της σκοπός δεν είναι η συμμετοχή σε αυτήν (την υπερκόσμια) και μια ενεργητική απελευθέρωση από τον ανθρώπινο περιορισμό. Γνώρισε ότι ψευδής είναι πάσα αρχή, άδικος και βίαιος κάθε νόμος, ανώφελος και περαστικός κάθε θεσμός, όταν δεν υπάρχουν αρχές, νόμοι και θεσμοί σύμφωνοι προς την αρχή του Υπάρχειν – εκ των άνω και προς τα κάτω.
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε την θεία Βασιλικότητα. Γνώρισε την πράξη της διεκπεραίωσης: την Έναρξη – τις δύο μεγάλες οδούς της προσέγγισης: την ηρωική δράση και τον συλλογισμό – τον μεσσιανισμό: την Τάξη και την Αφοσίωση – την μεγάλη στήριξη: τον παραδοσιακό Νόμο και την Κάστα – το γήινο σύμβολο: την Αυτοκρατορία.
Αυτές είναι οι βάσεις της ιεραρχίας και του παραδοσιακού πολιτισμού, σε όλα για όλα κατεστραμμένες από τον θριαμβεύοντα «ανθρώπινο» πολιτισμό των συγχρόνων.


_________________
1.Εκφράσεις χαρακτηριστικές στον Plotino, Ennadi, I, viii, 4-7; II, xxi, 5-8; VI, vi 18, 1, II, ix, 4 [ιταλ. Μτφρ.: Enneadi, 2 τομ., UTET, Torino, 1997]. Πρβλ. Plutarco, De Iside ed Osiride, 56, [Ιταλ. μτφρ.: Isidee e Osiride, Adelphi, Milano, 1985].
2.Πρβλ. Eraclito (εκδ. Diels, fr.62) [ιταλ.μτφρ.: Dell' origine, Gentrinelli, Milano, 1993]; Corpus Hermeticum, XII, 1.



ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ 2009

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ – ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ



Σ' αυτό το σημείου είναι αναγκαίο να ενθυμήσουμε τις σχέσεις μεταξύ της τάξης των ιδεών που εξετέθη μέχρι εδώ και το πρόβλημα των πεπρωμένων στο Υπερπέραν. Επίσης σ' αυτή την άποψη είναι ανάγκη ν' αναφερθούμε σε διδασκαλίες που στους πιο νέους καιρούς έχουν σχεδόν εντελώς χαθεί.
Το ότι η ψυχή κάθε άνθρώπου είναι αθάνατη, αυτή είναι μια παράξενη πεποίθηση, που λίγο πολύ μπορεί να βρεθή στον κόσμο της παράδοσης. Παραδοσιακά γινόταν διάκριση πάνω απ' όλα μεταξύ πραγματικής αθανασίας (που αντιστοιχεί με το λαμβάνειν μέρος στην ολύμπια φύση ενός θεού) και απλής επιβίωσης. Θεωρούντο έπειτα διάφορες μορφές δυνατής επιβίωσης. Ετίθετο το θέμα του post-mortem (μετά θάνατον) ξεχωριστά για κάθε άτομο, έχοντας επιπλέον άποψη για τα διάφορα στοιχεία τα περιέχομενα στην ανθρώπινη σύνθεση, γιατί βρισκόμαστε μακριά ακόμη από το να απλοποιήσουμε τον άνθρωπο στο απλό διώνυμο “ψυχή-σώμα”.
Πράγματι, στις αρχαίες παραδόσεις ανατρέχει κάτω από διάφορες μορφές η διδασκαλία ότι στον άνθρωπο, εκτός από το φυσικό σώμα, ευρίσκονται ουσιαστικώς τρεις υπάρξεις ή αρχές, έχοντας η κάθε μια τον δικό της χαρακτήρα και ένα δικό της πεπρωμένο. Η πρώτη απ' αυτές αντιστοιχεί στο συνειδητό Εγώ, που αφυπνίσθη με το σώμα και σχηματίσθηκε παραλλήλως με την βιολογική ανάπτυξη αυτού: είναι η κοινή προσωπικότητα. Η δεύτερη ύπαρξη ή αρχή πήρε το όνομά της από την λέξη demone (δαίμων) ή mane ή lars ή επίσης από το doppio. Η τελευταία αντιστοιχεί σ' αυτό που είναι πριν από την πρώτη ύπαρξη (Εγώ) μετά τον θάνατο: για τους πολλούς είναι η “σκιά”.
Εφόσον ανήκει στην “φύση”, η τελευταία ρίζα μιας ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο “δαίμων”, όρος που όμως εδώ δεν έχει την σημασία της κακής ύπαρξης που του εδόθη από τον χριστιανισμό. Ο δαίμων θα μπορούσε να προσδιορισθή, εν σχέσει με τον άνθρωπο φυσιολογικώς θεωρηθέντα ως η βαθιά δύναμη που αρχικώς καθόρισε με συνείδηση στην τελευτική μορφή και στο σώμα, στο οποίο αυτή ευρίσκεται να ζει στον ορατό κόσμο, και που μετά παραμένει “πίσω” από το άτομο – εάν μπορεί έτσι να ειπωθή – στο προσυνείδητο και στο υποσυνείδητο, στη βάση οργανικών διεργασιών και επίσης λεπτών σχέσεων με το περιβάλλον, με άλλα όντα και με το πεπρωμένο του παρελθόντος και του μέλλοντος, σχέσεις, οι οποίες συνήθως διαφεύγουν από κάθε απ' ευθείας αντίληψη. Κάτω απ' αυτήν την θεώρηση στον “δαίμονα” συχνά αντιστοιχεί σε πολλές παραδόσεις το επωνομαζόμενο “doppio” (διπλό του ιδίου), σχεδόν με αναφορά σε μια ψυχή της ψυχής και του ιδίου σώματος, ενώ αυτό ετέθη επίσης σε στενή συσχέτιση με τον πρωταρχικό πρόγονο ή με το Totem, εννοηθέν σαν ψυχή και αρχική ζωή, γενέτειρα ενός φυλετικού κλάδου, μιας οικογένειας, ανθρώπου ή φυλής, επομένως με ένα νόημα πιο γενικό από εκείνο που του είχε δώσει μια κάποια σύγχρονη εθνολογία. Τα ξεχωριστά άτομα της ομάδας παρουσιάζονται τότε σαν πολλές ενσαρκώσεις ή προβολές αυτού του δαίμονα ή Totem, “πνεύμα” από το αίμα τους: αυτά ζουν σ' αυτόν και από αυτόν, ο οποίος όμως τα ξεπερνά μεταφυσικώς, όπως η μήτρα ξεπερνά μεταφυσικά κάθε μια από τις ειδικές μορφές που αυτή παράγει και πλάθει από την ουσία της.
Στην Ινδουιστική παράδοση με τον δαίμονα μπορεί ν' αντιστοιχιστή εκείνη η αρχή της βαθιάς ύπαρξης του ανθρώπου που ονομάζεται linga – sharira. Το linga περιέχει ακριβώς την ιδέα μιας δημιουργού δύναμης, όπου συναντάμε την πιθανή προέλευση του genius από το genere (δαιμόνιο από το είδος), εννοώντας το δραν ως γεννάν, και οι πεποιθήσεις η ρωμαϊκή και η ελληνική ότι ο genius ή lar (δαίμων) είναι η ίδια δημιουργική δύναμη χωρίς την οποία μια οικογένεια θα εξέλιπε(1). Το γεγονός έπειτα, ότι οι Totem υπήρξαν συχνά συνυφασμένοι με τις “ψυχές” ορισμένων ειδών ζώων, που πάνω απ' όλα το φίδι, ζώο υπαρξιακά χθόνιο, από τον κλασικό κόσμο προσεδέθη στην ιδέα του δαίμονα ή genius. Αυτό το γεγονός, ευρίσκεται μεταξύ εκείνων που μας λέγουν ότι, στην αμεσότητά της, αυτή η δύναμη η ουσιαστικώς υποπροσωπική, είναι μια δύναμη που ανήκει στη φύση, στον κάτω κόσμο. Έτσι κατά τον συμβολισμό της ρωμαϊκής παράδοσης, η έδρα των lares – δαιμόνων είναι υπόγεια. Αυτοί ευρίσκονται υπό την φρούρηση της θηλυκής αρχής – Mania, που είναι η μητέρα του lar (mater larum)(2).
Κατά την εσωτερική διδασκαλία, ο κοινός άνθρωπος με τον θάνατο του σώματος χάνει συνήθως την προσωπικότητά του, που είναι εξ' άλλου μια παραίσθηση κατά την διάρκεια της ζωής. Του παραμένει μόνον εκείνη, η υποβιβασμένη σε μια σκιά, προορισμένη η ίδια να διαλυθή μετά από μια περίοδο λίγο ή πολύ μακρά, κατ' εκείνη που ονομάζετο “δεύτερος θάνατος”(3).
Οι ζωτικές ουσιαστικές αρχές του νεκρού επανέρχονται στο Totem, σχεδόν όπως σε μια πρώτη ύλη αιώνια και ανεξάντλητη, από την οποία θα αναπαραχθή πλούσια η ζωή σε άλλες ατομικές μορφές, υποκείμενες σ' ένα όμοιο πεπρωμένο. Τέτοια είναι η αιτία, για την οποία τα Totem ή manes ή Lares ή penati – αναγνωρισμένα ακριβώς σαν “οι θεοί” που μας επιτρέπουν να ζούμε: αυτοί τρέφουν το σώμα μας και κανονίζουν την ψυχή μας(4) – προσομοιάζονταν επίσης με τους νεκρούς. Και η λατρεία των προγόνων, των δαιμόνων και της δημιουργικής αόρατης δύναμης παρούσης στον καθένα, ανεμειγνύετο συχνά μ' εκείνη των νεκρών. Οι “ψυχές” των νεκρών (υπαρξάντων) συνέχιζαν να ζουν στους dii manes με τους οποίους εξελίσσοντο, αλλά επίσης και σ' εκείνες τις δυνάμεις του αίματος του κλάδου της φυλής, της οικογένειας, στις οποίες παρουσιάζεται και συνεχίζει ακριβώς την ζωή αυτών των dii manes.
Αυτή η διδασκαλία αφορά την φυσιολογική τάξη. Υπάρχει όμως μια δεύτερη, σχετική με μια δυνατότητα ανώτερης τάξης, αλλά με μια διαφορετική κατάληξη, προνομιούχα, θεϊκό-αριστοκρατική του προβλήματος της επιβίωσης. Είναι αυτό το σημείο της επανασύνδεσης με τις ιδέες που ήδη εκφράσθηκαν σχετικά μ' εκείνους τους προγόνους, που με την “νίκη” τους καθορίζουν μια ιερή κληρονομιά για την ευγενή καταγωγή που ακολουθεί και ανανεώνει την τελετουργία.
Οι “ήρωες” ή ημίθεοι, από τους οποίους οι ανώτερες κάστες και οι ευγενείς οικογένειες της παραδοσιακής αρχαιότητας αντλούσαν την καταγωγή τους, ήσαν πλάσματα τα οποία με τον θάνατο δεν εξέπεμπαν όπως οι άλλοι μια “-σκιά”, προνύμφη του Εγώ, προορισμένη αυτή η ίδια να πεθάνη, ή τα οποία υπήρξαν νικηθέντα στις δοκιμασίες του υπερπέραν. Ήσαν αντίθετα υπάρξεις που έφθασαν στην ζωή, υπάρχουσα εν εαυτή, μεταφυσική και αδιάφθορη, ενός “θεού”. Ήσαν αυτοί που “είχαν θριαμβεύσει επί του δευτέρου θανάτου”. Αυτό ήτο δυνατ διότι αυτοί, απευθείας ή όχι, είχαν κατορθώσει η ίδια τους ζωική δύναμη, ακριβώς, να υποστή αυτήν την φυσική αλλαγή, για την οποία ήδη ελέχθη, μιλώντας για την μεταφυσική έννοια της “θυσίας”. Στην Αίγυπτο καθορίστηκε με τους πιο σαφείς όρους η υποχρέωση να σχηματίσουν, δια μέσου μιας ειδικής τελετουργικής πράξης, του Ka – ένα όνομα για την “διπλή φύση” ή δαίμονα – ένα είδος αδιάφθορου νέου σώματος – του Sahu – προορισμένου να υποκαταστήση εκείνο το φτιαγμένο από σάρκα και να “κρατηθή όρθιο” στον αόρατο κόσμο. Σε άλλες παραδόσεις κάτω από τα ονόματα “αθάνατο σώμα”, “σώμα δόξας” ή “ανάσταση”, επανευρίσκεται η ίδια έννοια. Γι' αυτό, εάν στις ελληνικές παραδόσεις της ομηρικής περιόδου (όπως εξ' άλλου στην πρώτη άρια περίοδο των Veda) δεν εννοείτο πότε επιβιώνειν της ψυχής μόνης, αλλά για τους επιβιώσαντες, εκείνους που είχαν “κλεφθεί”ή που “εκαθίσταντο αόρατοι” από τους θεούς στο “νησί των μακαρίων” όπου δεν υπάρχει θάνατος, θεωρούταν ότι θα διατηρούσαν την ψυχή και το σώμα ενωμένα και αδιαχώριστα(5) – σ' αυτό δεν υπάρχει μια υλιστική αντιπροσώπευση χονδροειδής, όπως σήμερα πολλοί ιστορικοί της θρησκείας πιστεύουν, αλλά συχνά η συμβολική έκφραση της ιδέας ενός “σώματος αθανάτου”, σαν συνθήκη της αθανασίας, ιδέα αυτή, που στον εσωτερισμό της Άπω Ανατολής, στον πρακτικό Ταοϊσμό, είχε μια κλασική έκφραση(6). Το αιγυπτιακό Sahu, σχηματισμένο από την λειτουργία, για το οποίο ο νεκρός μπορεί να κατοικεί μεταξύ των ηλιακών θεών, “δείχνει ένα σώμα που απέκτησε ένα βαθμό γνώσης, δύναμης και δόξας και επομένως γίνεται διαρκές και αδιάφθορο”. Σ' αυτό αντιστοιχεί η φράση: “η ψυχή σου ζει, το σώμα σου γονιμοποιεί με διαταγή του ιδίου του Ra, χωρίς μείωση και χωρίς ελάττωμα, όπως ο Ra, αιωνίως”(7). Η κατάκτηση της αθανασίας, ο θρίαμβος στις αντίπαλες δυνάμεις της διάλυσης, εδώ έρχεται σε σχέση ακριβώς με την αβεβαιότητα, με τον μη διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα – από ένα σώμα που δεν εκπίπτει(8). Είναι δε ειδικά εκφραστικός αυτός ο βεδικός τύπος: “Έχοντας αφήσει κάθε ελάττωμα, επέστρεψε στο σπίτι. Ενώσου γεμάτος λάμψη, με το σώμα”(9). Το χριστιανικό δόγμα της “ανάστασης της σάρκας” για την “δευτέρα παρουσία” είναι εξ' άλλου, η τελευταία αντήχηση αυτής της ιδέας, υπαρχούσης ήδη από την παρωχημένη προϊστορία(10).
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο θάνατος δεν είναι λοιπόν ένα τέλος, αλλά ένα τελείωμα-συμπλήρωμα. Είναι ένας “θριαμβικός θάνατος” που φέρνει την αθανασία- αυτός, κατά τον οποίο σε μερικές ελληνικές παραδόσεις ο νεκρός ονομάζετο “ήρωας” και το θανείν ελέγετο ότι ισοδυναμούσε με το γεννάν “ημίθεους” (ήρωα γίνεσθαι). Γι' αυτό συχνά παρουσίαζαν τον νεκρό με ένα στέμμα – συχνά τοποθετημένο στην κεφαλή του από θεές της “νίκης” - φτιαγμένο από τον ίδιο μύρτο που κατέδειχνε τους μυημένους στα Ελευσίνια. Γι' αυτό τον λόγο, στην ίδια λειτουργική καθολική διάλεκτο, η ημέρα του θανάτου λέγεται dies natalis. Και επομένως στην Αίγυπτο οι τάφοι των οσιριδοποιημένων νεκρών ελέγοντο “οίκοι αθανασίας” και το υπερπέραν εννοείτο ως “χώρα του θριάμβου” - ta-en-maaxeru. Και γι' αυτό ο “δαίμονας” του Αυτοκράτορα στη Ρώμη ελατρεύετο σαν θείος και, πιο γενικά, σαν ήρωες, ημίθεοι, θεοί ή avatar των θεών παρουσιάζονταν μετά τον θάνατο τους οι βασιλείς, οι νομοθέτες, οι νικητές, οι δημιουργοί εκείνων των θεσμών ή παραδόσεων, που θεωρούταν ότι προϋπέθεταν ακριβώς μια ενέργεια και μια κατάκτηση πέραν του φυσικού κόσμου. Σε τέτοιες ιδέες ερευνούμε προπαντός την βάση την επίσης ιερή της ίδιας εξουσίας που οι ηλικιωμένοι κατείχαν σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς. Είναι το ότι σε αυτούς (θεους ήρωες κλπ.) πιο κοντά στον θάνατο ανεγνωρίζετο ήδη η θεία δύναμη που με τον θάνατο θα μπορούσε να φθάση την τέλεια απελευθέρωση(11).
Για το πεπρωμένο της ψυχής στο υπερπέραν υπάρχουν λοιπόν δυο αντίθετοι δρόμοι. Ο πρώτος είναι το “μονοπάτι των θεών”, ονομασθέν επίσης η “ηλιακή οδός”, η οδός του Δία, ο οποίος οδηγεί στην φωτεινή διαμονή των αθανάτων, στις διάφορες απεικονίσεις του, όπως υψώματα, ουρανοί, ή νήσοι, από τις βόρειες Walhall, και Asgard μέχρι τον αζτεκο-περουβιανό “Οίκο του Ήλιου”, ο οποίος ήτο αποκλειστικότης των θεών, των ηρώων, των ευγενών. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος εκείνων που δεν επιβιώνουν πραγματικά, που ξαναχάνονται ολίγο κατ' ολίγο, στους φυλετικούς κλάδους της αρχής, στα Totem, που μόνον αυτά δεν πεθαίνουν: Είναι η ζωή του “Άδη”, του “κάτω κόσμου”, στο Nilhem, των χθόνιων θεοτήτων(12). Αυτή η διδασκαλία επανευρίσκεται στην ινδουιστική παράδοση, όπου οι εκφράσεις deva-yana και pitr-yana, θέλουν να πουν ακριβώς “η οδός των θεών” και “η οδός των προγόνων” (in senso di mani) και ειπώθηκε: “αυτές οι δύο οδοί, φωτεινή η μια, σκοτεινή η άλλη, θεωρούνται αιώνιες μέσα στο σύμπαν. Από τη μια ο άνθρωπος πάει και γυρίζει, από την άλλη επιστρέφει ξανά”. Η πρώτη, προσεταιρισμένη αναλογικώς με το πυρ, με το φως, με την ημέρα, με τους έξι μήνες της ηλιακής ετήσιας ανόδου, πέραν της “πόρτας του ηλίου” και τον χώρο των κεραυνών, “οδηγεί στον Brahman”, δηλαδή στην ανεξάρτητη διάσταση. Η άλλη, που έχει σχέση με τον καπνό, με τη νύχτα, με τους έξι μήνες της ηλιακής καθόδου, οδηγεί στην Σελήνη, σύμβολο της αρχής των μεταλλαγών και του γίγνεσθαι, που εδώ παρουσιάζεται όπως εκείνο του κύκλου των τελειωμένων υπάρξεων, που είναι εκ νέου πολλαπλασιασμένες και διερχόμενες όπως πολλές θνητές ενσαρκώσεις των αρχαίων δυνάμεων(13). Ενδιαφέρων είναι ο συμβολισμός κατά τον οποίο αυτοί που διατρέχουν την σεληνιακή οδό γίνονται τροφή των Mani και από αυτούς είναι πάλι εκ νέου “θυσιασμένοι”, σπέρνοντας καινούργιες θνητές γεννήσεις(14). Άλλο πάλι σύμβολο πολύ εκφραστικό είναι, στην ελληνική παράδοση, εκείνο, κατά το οποίο αυτοί που δεν εμυήθησαν, δηλαδή οι περισσότεροι, στον Άδη είναι καταδικασμένοι στην εργασία των Δαναΐδων, δηλαδή να φέρνουν νερό με τρύπιες αμφορές σε βαρέλια χωρίς βυθό, χωρίς να μπορούν ποτέ να τα γεμήσουν. Είναι η άνευ σημασίας προσωρινή ζωή τους, που πάντα ανασταίνεται ματαίως. Άλλο ελληνικό σύμβολο με την ίδια αξία είναι ο Οκνός που στην πεδιάδα της Λήθης τέντωσε ένα σχοινί, το οποίο το καταβρόχθισε αμέσως μια όνος. Ο Οκνός συμβολίζει το έργο του ανθρώπου(15), ενώ η όνος, παραδοσιακά, ενσαρκώνει επίση την “δαιμονική δύναμη”, τόσο που στην Αίγυπτο παρουσιαζόταν σε συντροφιά με τον όφι του σκότους και με τον Am-Mit, τον “καταβροχθιστή του νεκρού”(16).
Επενευρίσκονται λοιπόν οι βασικές ιδέες που ήδη δείξαμε μιλώντας για τις δύο “φύσεις”(πρβλ. Κεφ. 1). Μα εδώ έχουμε τρόπο να εντρυφήσουμε από πιο κοντά στην έννοια της ύπαρξης, στην αρχαιότητα, όχι μόνον για δύο τάξεις θεοτήτων, ουρανο-ηλιακές οι πρώτες, χθονιο-σεληνιακές οι δεύτερες, αλλά επίσης για δύο τύπους ουσιαστικά ξεχωριστούς, και επίσης αντίθετους, στην λειτουργία και την λατρεία(17). Μπορεί να ειπωθεί ότι ο βαθμός που ανήκει ένας πολιτισμός στον τύπο που έχουμε ονομάσει “παραδοσιακό”, καθορίζεται ακριβώς από τον βαθμό της κυριαρχίας, σε αυτόν τον πολιτισμό, λατρειών και τελετουργιών του πρώτου τύπου επί εκείων του δεύτερου. Έτσι, συγχρόνως, εξακριβώνεται η φύση και η λειρουργία των ειδικών τελετουργιών στον κόσμο της “δημιουργικής δύναμης του πνεύματος” και από αυτή την ειδική άποψη.
Ένα χαρακτηριστικό εκείνης που σήμερα απαιτεί να είναι η “επιστήμη της θρησκείας” είναι ότι αμέσως μόλις βρήκε, εντελώς τυχαία, ένα σωστό κλειδί για μια ορισμένη πόρτα, νομίζει ότι θα κάνει για όλες τις πόρτες. Έτσι αμέσως μόλις γνωρίσαμε των Totem, μερικοί άρχισαν να βλέπουν Totem παντού. Η “Τοτεμική” ερμηνεία κατάφερε να εφαρμοσθή άνετα και σε άλλες μορφές των μεγάλων παραδόσεων, πιστεύοντας ότι είναι δυνατόν να βρεθή η καλύτερη εξήγηση γι' αυτές με την μελέτη των άγριων λαών. Σαν να μην έφθανε αυτό, στο τέλος ορίσθηκε και μια σεξουαλική θεωρία των Totem.
Εμείς δεν θα πούμε ότι τα Totem εκείνων των πληθυσμών μέχρι την παραδοσιακή βασιλικότητα υπήρξε εξέλίξη, με έννοια χρονική. Όμως, με την ιδεατή έννοια, είναι δυνατόν να γίνη λόγος για εξέλιξη. Μια βασιλική παράδοση ή και μόνον αριστοκρατική, πηγάζει εκεί όπου δεν κυριαρχούν τα Totem, μα υπάρχει κυριαρχία επ' αυτών: εκεί όπου το εμπόδιο αντιστρέφεται και οι βαθιές δυνάμεις του φυλετικού κλάδου λαμβάνονται και προσανατολίζονται υπερβιολογικώς από μια υπερφυσική αρχή, αλλά και προς ένα αποτέλεσμα “νικηφόρο” και προς έναν ολύμπιο απαθανατισμό. Ο ορισμός αναμείξεων πολλαπλής σημασίας που ανάγουν ακόμα περισσότερο τα άτομα στις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτώνται σαν φυσικές υπάρξεις, κάνοντας να πίπτη το κέντρο της ύπαρξης τους πάντα περισσότερο στο συλλογικό και στο προσωπικό. Η πρόκληση της “ηρεμίας” ή η προσέλευση ορισμένων επιδράσεων δυνάμεων του κάτω κόσμου, επιτρέποντας σε αυτές την ενσάρκωση, την οποία εποφθαλμιούν, στην ψυχή και στον κόσμο των ανθρώπων – αυτή είναι η ουσία μιας κατώτερης λατρείας, που στην πραγματικότητα είναι μόνο μια απόληξη του τρόπου του “υπάρχειν” εκείων που δεν διαθέτουν εντελώς ούτε λατρεία, ούτε τελετουργία. Ή είναι το χαρακτηριστικό του ακραίου εκφυλισμού, πιο υψηλών παραδοσιακών μορφών. Η απελευθέρωση των υπάρξεων από την κυριαρχία των Totem, η ενδυνάμωσή τους ή εκκίνησή τους προς την δημιουργία μαις πνευματικής μορφής, ενός ορίου. Το να οδηγηθούν αοράτως σ' ένα επίπεδο επιδράσεων ικανών να προσελκύσουν ένα πεπρωμένο ηρωικής και απελευθερωμένης αθανασίας – αυτό ήταν αντίθετα το χρέος της αριστοκρατικής λατρείας(18). Εμμένοντας σε μια τέτοια λατρεία, το πεπρωμένο του Άδη είχε ανακοπεί, η “οδός της Μητρός” ήταν κλεισμένη. Αφήνοντας, αντίθετα, κατά μέρος τις θεϊκές τελετουργίες, αυτό το πεπρωμένο ήταν πιστοποιημένο, η δύναμη της κατώτερης φύσης επανέρχετο πανίσχυρη. Με τέτοιον τρόπο παρουσιάζεται όλη η σημασία της ανατολικής διδασκαλίας που ήδη ενθυμήσαμε, ότι δηλαδή όποιος παραμελεί τις τελετουργίες δεν ξεφεύγει από την “κόλαση”, ακόμα και όταν με αυτή την λέξη δεν εννοείται ένας τρόπος του υπάρχειν εν ζωή, αλλά ένα πεπρωμένο στο υπερπέραν. Στη πιο βαθιά της έννοια, η υποχρέωση της να διατηρείται, να τροφοδοτείται, και να αναπτύσσει χωρίς διακοπή το μυστικιστικό πυρ – σώμα του θεού των οικογενειών, των πόλεων και των Αυτοκρατοριών και, κατά μια βεδική έκφραση, υπό μια τέτοια θεώρηση που έχει ιδιαίτερο νόημα, “φύλακας της αθανασίας”(19) – έκρυβε την τελετουργική υπόσχεση να διατηρήση, να τροφοδοτήση και να αναπτύξη αδιάκοπα την αρχή ενός ανώτερου πεπρωμένου και την επαφή με τον υπερκόσμιο που δημιουργήθηκαν από τον πρόγονο. Αλλά απ' αυτήν την οδό, τέτοιο πυρ, παρουσιάζεται στην πιο στενή σχέση μ' εκείνο το ίδιο που – κατά την ινδουιστική αντίληψη κατά ένα μέρος, και κατά εκείνη την ελληνική, και γενικά, κατά το ολύμπιο-άριο τελτουργικό τυπικό των αποτεφρώσεων των νεκρών – φλεγόμενο στην κηδευτική πυρά, ήταν το σύμβολο της δύναμης που καταναλώνει τα τελευταία υπόλοιπα της γήινης φύσης του νεκρού, μέχρι να επιστήση την προσοχή πέραν αυτής της “αστραφτερής μορφής” ενός αθανάτου(20).


____________________
1.πρβλ. J. Marquardt, Le culte, ο.π., τομ. Ι, σσ. 148-149
2.Varrone, IX, 61
3.Η αιγυπτιακή παράδοση έχει ακριβώς την έκφραση “δύο φορές νεκροί” για εκείνους που είναι καταδικασμένοι στην post mortem (μεταθανάτια) “κρίση”. Αυτοί καταλήγουν λεία του υποκείμενου τέρατος Amam (ο Καταβροχθισθής) ή Am-mit (Ο Νεκροφάγος) (πρβλ. E.A. Walliw-Budge, book of the Dead, Papyruw oa Ani, London, 1895, σσ. Cxxx, 257; και στο ίδιο κείμενο, κεφ. XXXb, όπου λέγεται:”Μπορεί να μην έχει δοθεί στον Καταβροχθισθή Ame-met για να κυριαρχήση επί αυτού [ο νεκρός]”, και κεφ. XLIV, 1 κ. εξ., όπου δίδονται οι τρόποι “για να μην πεθάνη κανείς για δεύτερη φορά στον άλλο κόσμο”). Η “κρίση” είναι μια αλληγορία: πρόκειται για μιαν απρόσωπη και αντικειμενική διαδικασία, όπως εξάλλου προκύπτει ήδη από το σύμβολο του ζυγού που ζυγίζει την “καρδιά” των αποθανόντων, εφόσον τίποτα δεν θα μπορούσε να εμποδίση τον ζυγό να γείρη προς το πιο βαρύ μέρος. Όσο για την “καταδίκη”, αυτή προϋποθέτει όμς και την ανικανότητα να πραγματοποιηθούν ορισμένες δυνατότητες αθανασίας εκχωρημένες στον post mortem, δυνατότητα στην οποία υπαινίσσονται μερικές παραδοσιακές διδασκαλίες, από την ίδια την Αίγυπτο και από το Θιβέτ, που και τα δύο έχουν στην κατοχή τους ένα ειδικό “Βιβλίο του Νεκρού”, έως τις παραδόσειςτων Αζτέκων σχετικά με τις “δοκιμασίες” του νεκρού και με τις μαγικές του διαβάσεις.
4.Macrobio,Saturnalia, III, 4
5.πρβλ.Erwin Rohde, Psyche, freiburg 1898
6.πρβλ.Il Libro del Principio e della sua azione, του Lao-tze, σε επιμέλεια του J. Evola, Ceschina, Milano, 1959
7.E.A. Wallis-Budge, Book of the Dead, ό.π., σσ. LIX-LX
8.E.A. Wallis-Budge, Book of the Dead, ό.π., σσ. LIX, και κείμενο: κεφ. ΧΧΩΙ, 6-9; XXVII, 5;LXXXIX, 12: “Μπορεί να συντηρεί, μπορεί να είναι μια δοξασμένη μορφή, μπορεί να μην χάνει και να μην βλέπει ποτέ το σώμα της η διαφθορά”.
9.Rg-Veda, X, 14, 8.
10.πρβλ.J. Mainafe, Les religions dans la prehistoire (pariw, 1921). Όχι άδικα ο D. Mereshkowsky (Dante, Zanichelli, Bologna, 1939, σελ. 252) γράφει: “Κατά την παλαιολιθική αρχαιότητα η ψυχή και το σώμα είναι αδιαχώριστα. Όντας ενωμένα σε αυτόν τον κόσμο, παραμένουν ενωμένα και στον άλλο. Όσο και αν μπορεί να φανή παράξενο, οι άνθρωποι των σπηλαίων γνωρίζουν ήδη γύρω από την “ανάσταση της σάρκας” κάτι που ακόμα αγνοούν, ή έχουν η ξεχάσει, ο Σωκράτης και ο Πλάτων με την “αθανασία της ψυχής” τους.
11.Αυτή η δικαιολόγηση της εξουσίας των αρχαίων διατηρήθηκε επίσης σε κάποιους άγριους λαούς. Πρβλ. L. Levy-bruhl, L'Ame primitive, Paris3, 1927,σσ. 269-271
12.Αντιλήψεις μιας κατάστασης του πνεύματος των νεκρών ανάλογες με εκείνην του ελληνικού 'Αδη για την πλειονότητα των νεκρών των σύγχρονων εποχών (μετακατακλυσμιαίων) επανευρίσκονται στους ασσυρο-βαβυλωνιακούς λαούς: εξ ου ο σκοτεινος και βουβός she-ol (θάνατος) των Ιουδαίων, όπου οι ψυχές των νεκρών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των πατέρων, όπως ο Αβραάμ και ο Δαβίδ, έπρεπε να πάνε να διαγάγουν μια απρόσωπη και ασυνείδητη ύπαρξη. Πρβλ. T. Zielinski, La Sibylle, Paris, 1924, σελ. 44. Η ιδέα των μαρτυρίων, των τρόμων και των τιμωριών στον άλλο κόσμο – η ιδέα της “κόλασης” του χριστιανισμού – είναι πρόσφατη και ξένη προς τις καθαρές και αρχικές μορφές της παράδοσης, στις οποίες βρίσκεται μόνον η απόκλιση της αριστοκρατικής, ηρωικής, ηλιακής, ολημπιακή για τους μεν επιβίωσης, και του πεπρωμένου της έκλυσης, της απώλειας της προσωπικής συνείδησης, της νεκρικής ζωής ή της επιστροφής στον κύκλο της γενεάς, για τους δε. Σε διάφορες παραδόσεις – όπως για παράδειγμα στην αρχαία Αίγυπτο και, κατά ένα μέρος, στο αρχαίο Μεξικό – το πρόβλημα του post mortem για εκείνους που είχαν το δεύτερο πεπρωμένο ούτε κάν ετίθετο.
13.πρβλ. Maitrayani-upanishad, VI, 30, όπου η “οδός των προγόνων” λέγεται επίσης “οδός της Μητρός”. Bhagavad-gita, VIII, 24, 25, 26. διδασκαλία σχεδόν όμοια αναφέρεται στον Πλούταρχο, De facie in orbe lunae, 942a-945d
14.Brjadaranyaka-upanishad, VI, 15-16
15.πρβλ.E. Rohde, Psyche, ό.π. Τομ. Ι, σσ. 316-317
16.πρβλ.E.A.Wallis-Budge, Book of the Dead ό.π., σελ. 248
17.Για τον κλασικό κόσμο πρβλ. A. Baeumler, εισαγ. στο J.J.Bachofen, Der Mythos von Orient und Okzident, Munchen, 1926, σελ. XLVIII: “Όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής θρησκείας έχουν σχέση με την αντίθεση μεταξύ χθόνιων θεών και ολύμπιων θεών. Η αντίθεση δεν είναι απλώς του Άδη, της Περσεφόνης, της Δήμητρας και του Διονύσου εναντίον του Δία, της Ήρας, της Αθηνάς και του Απόλλωνα. Δεν πρόκειται μόνον για την αντίθεση μεταξύ δύο τάξεων θεών, μα επίσης και για την αντιπαράταξη μεταξύ τελείως διαφορετικών τρόπων λατρείας: και οι συνέπειες αυτής της αντίθεσης φθάνουν έως τις πιο λεπτομερειακές οδηγίες της καθημερινής λατρείας προς τον θεό”. Η διαπίστωση μιας ανάλογης αντίθεσης στις άλλες κοινωνίες, όπως επίσης και η ανάπτυξη αυτής, βρίσκεται στο δεύτερο μέρος του παρόντος έργου.
18.Σε ορισμένες παραδόσεις πηγάζει από εκεί η ιδέα ενός διπλού θεού: ενός τέλειου και ευμενούς - “αγαθός δαίμων” - και ενός γήινου, δυνδεδεμένου κυρίως με το σώμα και με τα πάθη (πρβλ. π.χ. Servio, Ad Aeneidem, VI, 743; Censorino, De die natali, 3 κ.εξ. Επομένως ο πρώτος θεός μπορεί να αντιπροσωπεύη τις μετασχηματισμένες επιδράσεις της “θριαμβευτικής” κληρονομιά που το άτομο μπορεί να επιβεβαιώση και να ανανεώση – ή να προδώση όταν υποκύπτη στην κατώτερή του φύση, η οποία εκφράζεται από τον δεύτερο θεό.
19.Rg-Veda, VI, 7-7. Για τη σχέση μεταξύ του πυρός των ευγενών οικογενειών και μιας θείας επιβίωσης, βλ. και Manavadharmashastra, II, 232.
20.Τέτοια μορφή είναι, κατά κάποιο τρόπο, εκείνη η ίδια – υπερατομική – του θείου προγόνου ή του θεού, στην οποία η περιορισμένη συνείδηση του ατόμου μεταφμορφώνεται (γι' αυτό και στην Ελλάδα το όνομα του νεκρού, ορισμένες φορές, αντικαθίστατο από εκείνο του τοξοβόλου ήρωα του φάλαγγά του: πρβλ. E. Rodhe, Psyche, ό.π., τομ. ΙΙ, σε. 361). Το πολύ πολύ, πρόκειται έπειτα για εκείνην τη “μορφή που δίδει δόξα”, κάτω από το σώμα και “εν αυτώ, ώστε να του δίδη ακριβή δραστηριότητα”, η οποία, κατά την ιρανική παράδοση, δεν είναι αποκομμένη από τον “πρώτο άνθρωπο εκ φωτός ποιούμενο”, του οποίου η ζωτική δύναμη, όταν πέθανε, “κρύφτηκε κάτω από τη γη” και από εκείνην γεννήθηκαν οι άνθρωποι (πρβλ. Reitz-tenstein-Schaeder, Studien zum antiken Synkretismus aus Iran und Griechenland, Leipzig, 1926, σσ. 230 κ.εξ.). Θα μπορούσε επίσης κανείς να αναφερθή στο “ίδιο το πρόσωπο, το οποίο προϋπήρχε της δημιουργίας”, για το οποίο κάνει λόγο το Zen.


ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Ο σκοπός του όνου στον μύθο του Ιησού – JULIUS EVOLA


Όποιος λαμβάνει υπόψη τις αινιγματικές μαρτυρίες των συμβόλων, δεν μπορεί να μην υποστή την γοητεία του μέρους που στο μύθο του Ιησού, έχει ο σκοπός του όνου. Όχι μόνο ο όνος εικονίζεται πλησίον στη γέννηση του Ιησού, μα είναι αλήθεια, ότι πάνω σε έναν όνο η παρθένος και το θείο βρέφος δραπετεύουν, και πάνω απ' όλα, ο όνος φέρνει τον Ιησού στην θριαμβική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Τώρα, ο όνος είναι ένα παραδοσιακό σύμβολο για μια “διαβολική” δύναμη διάλυσης. Είναι, στην Αίγυπτο, το ζώο του Set, το οποίο ενσαρκώνει ακριβώς τέτοια δύναμη, έχει χαρακτήρα αντιηλιακό και συνδέεται με τους “υιούς της ανίκανης εξέγερσης”. Είναι στην Ινδία το ζώο που φέρει τον Mudevi (- η ίππευσή του...) που απεικονίζει την υποχθόνια όψη της θηλυκής θεότητας. Όπως είδαμε, στον ελληνικό μύθο είναι το συμβολικό ζώο που, στην κοιλάδα της Λήθης, καταστρέφει αιώνια το έργο του Όκνου*, ενώ έχει σχέση με μια θηλυκή θεότητα χθόνιο-υποχθόνια, την Εκάτη.
Έτσι αυτό το σύμβολο θα μπορούσε να είχε την αξία ενός μυστικού σημείου της δύναμης που προσεταιρίσθηκε στον πρωταρχικό χριστιανισμό και στην οποία αυτός όφειλε μερικώς τον θρίαμβό του: είναι η δύναμη που αναδύεται και προσλαμβάνει έναν δραστήριο ρόλο (μέρος) παντού. Αυτό που σε μια παραδοσιακή δομή αντιστοιχεί στην αρχή “κόσμος” παραπαίει, διαλύεται και επιβιώνει στην αρχική του δύναμη. Η έλευση του χριστιανισμού, στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να ήταν δυνατή, εάν οι ζωτικές δυνατότητες του ηρωικού ρωμαϊκού κύκλου δεν ήταν ήδη εξουθενωμένες, εάν η “φυλή της Ρώμης”, δεν ήταν ήδη κατάκοπη στο πνεύμα της και τους ανθρώπους της (και μια απόδειξη γι' αυτό υπήρξε η αποτυχία της προσπάθειας παλινόρθωσης εκ μέρους του αυτοκράτορα Ιουλιανού), εάν οι παραδόσεις του αρχαίου καιρού δεν είχαν θολώσει και κοντά σε ένα εθνικό χάος και μια κοσμοπολίτικη διάλυση, εάν το αυτοκρατορικό σύμβολο δεν είχε μολυνθεί και καταντήσει, όπως ειπώθηκε, σε μια καθαρή επιβίωση εν μέσω ενός κόσμου ερειπίων.


JULIUS EVOLA
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ







* Όκνος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία με το όνομα `Οκνος είναι γνωστή μία θεότητα ή θνητός (αντιστοίχως) που προσωποποιούσε τη νωθρότητα, τη βραδύτητα και τη ματαιοπονία (πρβλ. τα επίθετα οκνός, οκνηρός). Ο `Οκνος μυθολογείται ως γιος της Μαντώς και τουΤιβερίνου, ή ως γιος ή αδελφός του Αυλητή, ενώ αναφέρεται συχνά σε σχέση με τον`Αδη. Κατά την παράδοση ίδρυσε την πόλη Μάντοβα ή τη Φελσίνα (τη σημερινή Μπολόνια, Βιργίλιος Χ 198).
Ο ζωγράφος Πολύγνωτος είχε απεικονίσει τον `Οκνο στη «Λέσχη των Κνιδίων» στους Δελφούς. Σε ανάγλυφο που βρίσκεται στο Βατικανό, ο θεός παριστάνεται ως μεσήλικας άνδρας που πλέκει ασταμάτητα ένα σκοινί, το οποίο κατατρώει συνεχώς ένας γάιδαρος που βρίσκεται δίπλα του. Η απασχόλησή του θυμίζει το μάταιο γέμισμα του «Πίθου των Δαναΐδων», μαζί με τις οποίες απεικονίζεται πολλές φορές ο `Οκνος.

Πηγές
  • Το αντίστοιχο άρθρο της αγγλόγλωσσης Wikipedia
  • Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. Οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Η τέταρτη jhana – Julius Evola



“Μετά την απόσπαση από τον πόνο και την ευχαρίστηση, μετά την εξαφάνιση της πρότερης χαράς και λύπης, ο ασκητής περνάει σε μια κατάσταση πέρα από τη θλίψη, πέρα από τη χαρά, σε μια κατάσταση αταραξίας, γαλήνης, αγνότητας και φώτισης – περνάει στον τέταρτο διαλογισμό”. Εδώ έχουμε φτάσει στην υπέρτατη κορυφή της εξατομικευμένης συνείδησης. Η κάθαρση ή η απλοποίηση πρέπει να είναι ικανές να απομακρύνουν ακόμα και την αίσθηση της καθαρά μεταμορφωμένης διανοητικής χαράς έτσι ώστε μια κατάσταση απόλυτης “ουδετερότητας” να μπορεί να επιτευχθεί, ένα υπέρτατο σημείο ισορροπίας, το οποίο είναι χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή, ολοκληρωτικά ελεύθερο από οποιοδήποτε απολύτως έρεισμα. Αυτό αποτελεί το σύνορο ανάμεσα σε δύο κόσμους, το σημείο πέρα από το οποίο η συνείδηση, αν έχει ακόμα αρκετή δύναμη και τη θέληση να μην σταματήσει για το απόλυτο, να προχωρήσει, να καταστρέψει κάθε αγωνία ή οδύνη, δεν μπορεί να είναι πλέον η συνείδηση ενός “Εγώ”, δηλαδή μιας συγκεκριμένης πεπερασμένης ύπαρξης από μια συγκεκριμένη φυσική μορφή. Είναι, πράγματι, το κατώφλι μιας μεταμόρφωσης με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή, το σημείο από το οποίο κάποιος περνάει πέρα από τη “μορφή” πέρα από το “άτομο”. Στην πραγματικότητα, στα κείμενα η τέταρτη jhana αντιπροσωπεύει το σύνορο το οποίο χωρίζει τους διαλογισμούς που είναι περιορισμένοι στη “μορφή” από εκείνους οι οποίοι είναι arupa ή ελεύθεροι από μορφή, όχι “τυπικοί” αλλά “ουσιαστικοί”.

JULIUS EVOLA
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ν. ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Ερωτας [Η επιθυμία και ο μύθος του Πόρου και της Πενίας] – Julius Evola

Πρέπει να εξετάσουμε έναν τελευταίο μύθο που βρίσκουμε μέσα στο Συμπόσιο, ένα μύθο που περικλείνει βαθιές σημασίες σε κρυπτική μορφή. Πρόκειται για μια ειδική εκδοχή περί της γεννήσεως του θεού Έρωτα.Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν ένα συμπόσιο στον κήπο του Δία. Ο Πόρος, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, μέθυσε και αποκοιμήθηκε. Τότε η Πενία, που είχε έρθει για να ζητιανέψει και δεν την είχαν αφήσει ναμπει στον κήπο, επωφελήθηκε από την κατάστα σή του και έκανε τον Πόρο να συνουσιαστεί μαζί της, σχεδιάζοντας να κάνει ένα παιδί μαζί του. Αυτό το παιδί ήταν ό Ερως. Διάφορες ερμηνείες αυτού του μύθου έχουν επιχειρηθεί. Η επικρατέστερη άποψη, η οποία ενισχύεται από τα συμφραζόμενα του όλου χωρίου, είναι ότι ο Πόρος εκφράζει την πληρότητα και, ως εκ τούτου, από μία μεταφυσική σκοπιά, το είναι, ενώ η Πενία εκπροσωπεί την ένδεια, την έλλειψη (του είναι), τη στέρηση η οποία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ελληνική φιλοσοφία και σχετίζεται ουσιαστικά με την έννοια της ύλης. Σε μιαν ατμόσφαιρα όμοια με  εκείνη της γεννήσεως της Αφροδίτης – δηλαδή υπό το έμβλημα αυτής της θεάς – το είναι ενώνεται με το μη είναι σε μια στιγμή τυφλής μέθης. Και αυτή η ανορθολογική ένωση (ο Πόρος, μεθυσμένος, είχε πέσει κάτω από την αληθινή του φύση ως γιού της Μήτιδος, η οποία εκπροσωπεί τη σοφία) χαρακτηρίζει τον ίδιο τον καρπό της, τον έρωτα και την επιθυμία προσωποποιημένα στον Έρωτα.
Από αυτή τη σκοπιά ιδωμένος, ο έρωτας έχει και από άλλες απόψεις αυτή την ενδιάμεση, διφορούμενη φύση για την οποία μιλήσαμε. Είναι την ίδια στιγμή πλούσιος και φτωχός εξαιτίας της διπλής (μητρικής και πατρικής) του κληρονομιάς. Εκτός από «επίφοβος γητευτής» και «οχληρός κυνηγός» κουβαλάει μέσα του την ένδεια, το μη είναι που προέρχεται από την Πενία, και ποτέ δεν αποκτάει περιουσία (ό,τι κερδίζει «από την μια στιγμή στην άλλη, του φεύγει και πάλι χωρίς να το καταλάβει»).
Παρ΄όλο που απ’ τη μαια μεριά είναι θνητός, είναι αθάνατος λόγω της πατρικής του κληρονομιάς. Γι΄αυτό, πεθαίνει και χάνεται μόνο για ναγεννηθεί και πάλι, ατελείωτα. Με άλλα λόγια, είναι μια δίψα για την οποία κάθε εκπλήρωση είναι στιγμιαία και απατηλή. Τέτοια είναι η φύση του Έρωτα, του «πιστού υπηρέτη της Αφροδίτης».
Ερμηνευμένος κατ΄αυτόν τον τρόπο, και αν παραβλέψουμε ορισμένες καθαρά διανοητικές αναφορές στην εξιστόρηση του Πλάτωνα, ένας τέτοιος μύθος για την προέλευση του έρωτα είναι βαθύς. Φωτίζει το μεταφυσικό νόημα της εξωστρφούς σεξουαλικής επιθυμίας ως υπόβαθρο του «κύκλου της αναπαραγωγής» και δείχνει τη θεμελιακή, αθεράπευτη αντίφασή της.
Ο μύθος αυτός μπορεί να συσχετιστεί με πολλούς άλλους που αναφέρονται στην Πτώση. Η μέθυσμένη ένωση του είναι (Πόρος) με τη στέρηση (Πενία)είναι βασικά όμοια με το θνητό έρωτα του Νάρκισσου για την αντανάκλαση της εικόνας του στο νερό. Ανατολικές ιδιαίτερα παραδόσεις, βασισμένες στην ιδέα της πεπερασμένηςύπαρξης που κυβερνιέται από την ψευδαίσθηση (μάγια), περικλείνουν το παράδοξο γεγονός της υπερβατικής έλλειψης ή του σκοταδιού (ισοδύναμου με τη μέθη ή τη λιποθυμία του Πόρου) και της επιθυμίας που ωθεί το είναι να ταυτιστεί με το «άλλο» του (την κατάσταση του μη είναι). Ως εκ τούτου, το είναι υπόκειται στο νόμο της δυαδικότητας και του γίγνεσθαι. Ή μάλλον, γεννάει αυτό το νόμο, και η επιθυμία ή δίψα γίνεται η ρίζα της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο.
Εδώ μπορούμε να επιστρέψουμε ακόμα μιαφορά στην ερμηνεία του Πλωτίνου σχετικά με τη διπλή γέννηση του Ερωτα. Η πρώτη από αυτές τις γεννήσεις σχετίζεται με την Ουρανία Αφροδίτη, η οποία παρουσιάζεται από τον Πλωτίνο να ενσαρκώνει το θηλυκό αντίστοιχο τηςκαθαρά αρσενικής διανοητικής αρχής, του νοός. Γονιμοποιημένη από το νου και αιωνίως ενωμένη μαζί του, γεννάει τον έρωτα. Είναι ο πρωταρχικός έρωτας που γεννιέται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα από την ίδια τους την ομορφιά. Είναι η αμοιβαία επιθυμία του άνδρα και της γυναίκας  που ποθούν ο ένας τον άλλον, βλέποντας ο καθένας τον εαυτό του να αντανακλάται στο πρόσωπο του άλλου, για την γέννηση των πνευματικών όντων. Όσο για τη δεύτερη γέννηση του Ερωτα, ο Πλωτίνος στην πραγματικότητα αναφέρεται στον μύθο του Πόρου και της Πενίας. Ο έρως ο οποίος γεννιέται απ’ αυτό το ζευγάρι είναι η επιθυμία που γεννιέται στην κατώτερη περιοχή, που την χαρακτηρίζει η έλλειψη λογικότητας και η αιώνια έλλειψη, επειδή έχει γεννηθεί εδώ κάτω σ’ αυτόν τον κόσμο από την ένωση του εαυτού του με μια απλή αντανάκλαση ή φάντασμα του αληθινού «αγαθού» (όπως  στο μύθο του Νάρκισσου). Γράφει ο Πλωτίνος:
Λόγος ουν γενόμενος εν ου λόγω αορίστω δε εφέσει και υποστάσει αμυδρά εποίησε το γενόμενον ου τέλεον ουδέ ικανόν, ελλιπές δε, άτε εξ εφέσεως αορίστου και λόγου ικανού γεγννημένον... Εξήρτηται δε [έρως] ψυχής ως εξ εκείνης μεν γενόμενος ως αρχής, μίγμα δε ων εκ λόγου ου μείναντος εν αυτώ, αλλά μιχθέντος αοριστία, ουκ αυτού ανακραθέντος εκείνη [ύλη]... Και έστιν ο έρως οίον οίστρος άπορος τη εαυτού φύσει... ου γαρ έχει πληρούσθαι δια το μη έχειν το μείγμα. Μόνον γαρ πληρούται αληθώς, οτι περ και πεπλήρωται τη εαυτού φύσει. ο δε δια την συνούσαν ένδειαν εφίεται, καν παραχρήμα πληρωθή ου στέγει. επεί και το ευμήχανον αυτώ δια την ένδειαν, το δε ποριστικόν δια την του λόγου φύσιν.
Οι Ελληνες φιλόσοφοι έβλεπαν, ως ουσία και έσχατη σημασία της γεννέσεως της ύπαρξης που κλείνεται μέσα στον ατέρμονο κύκλο της αναπαραγωγής, την κατάσταση εκείνου «που είναι και δεν είναι», τη «ζωή αναμεμειγμένη με την ζωή». Και μη ζωή είναι η φύση του έρωτα και της επιθυμίας όπως μας αποκαλύπτεται μέσ’ από τον μύθο του Πόρου και της Πενίας. Οι εραστές, κληρονόμοι της μέθης που κατέλαβε τον Πόρο όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, στην πραγματικότητα παραδίνουν τον εαυτό τους στον θάνατο εκεί που πιστεύουν ότι συνεχίζουν τηζωή επιθυμώντας και αναπαραγώμενοι. Νομίζουν ότι ξεπερνούν τη δυαδικότητα τηστιγμή που στην πραγματικότητα την επιβεβαιώνουν. Και αυτό ακριβώς επειδή η επιθυμία, όταν εξωστρέφεται ως πόθος που εξαρτάται από κάποιον «άλλον», όπως συμβαίνει  στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεπάγεται την έλλειψη, μια έμφυτη και στοιχειώδη έλλειψη. Και ακριβώς όταν η επιθυμία νομίζει ότι ικανοποιείται, επιβεβαιώνει αυτή την έλλειψη και ενισχύει το νόμο της εξάτησης, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας απέναντί στο «είναι» με μιαν απόλυτη έννοια. Αποδιώχνει την απόλυτη ζωή όταν τη ζητάει από τα έξω, χύνοντάς την και χάνοντάς την μέσα στη γυναίκα. Αυτό είναι το παράδοξο της δίψας όταν αντικρύζεται από μια μεταφυσική σκοπιά. Η ικανοποίηση δεν σβήνει τη δίψα αλλά την επιβεβαιώνει αφήνοντας να εννοηθεί ότι ένα «ναι» έχει ειπωθεί σ΄αυτήν. Είναι η αιώνια στέρηση του έρωτα, που ότι κατακτάει πάντα το χάνει. Μέσ’ απο τις πολλές του αναγεννήσεις ο Ερως παραμένει στην ίδια στέρηση και την ίδια ανάγκη. Είναι λοιπόν ένας εξωστρεφής και καθολικός έρωτας που ωθεί τους ανθρώπους σε ενώσεις μέσα στις οποίες δεν υπερβαίνεται η δυάδα. Η δυαδικότητα άνδρας και γυναίκα την οποία προϋποθέτει ο ίδιος ο πόθος σφραγίζει μοιραία το αποτέλεσμα: η πράξη τους φέρνει έναν «άλλον», το παιδί, στη ζωή. Το «άλλο» που τη στιγμή της μέθης, της σπασμωδικής έκστασης και της ένωσης εικονίζεται στο πρόσωπο της γυναίκας , εκπροσωπείται εδώ από το «άλλο» που είναι το παιδί, στο οποίο μαζί με τη ζωή μεταδίδεται και το μοιραίο πεπρωμένο του θανάτου (η θνητή αθανασία του Ερωτα). Με το παιδί θα υπάρξει πράγματι μια διάρκεια, μία συνέχιση, αλλά μια συνέχιση του είδους, αποτελούμενη από πολλές  ξεχωριστές υπάρξεις που η καθεμία επιδιώκει  το «είναι» μάταια – όχι η διάρκεια μιας υπερβατικά ολοκληρωμένης συνείδησης, η οποία σταματά τη ροή. Έτσι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο γιος σκοτώνει τον πατέρα και ο θεός της γης εξαπατάει εκείνους που πιστεύουν ότι στη γυναίκα έχουν βρει την εκπλήρωση και το τέλος της αγωνίας. Η ζωική γέννηση περικόπτει και θρυμματίζει την αιώνια γέννηση ή αναγέννηση. Η ετερογένεση (η αναπαραγωγή του άλλου, δηλαδή του παιδιού) παίρνει τηθέση της αυτοαναπαραγωγής – της ανδρογυνικής πλήρωσης.
Όλο αυτό μπορεί να μας χρησιμεύσεισαν μια ακόμα συμβολή στη μεταφυσική εκείνου που ονομάσαμε πορεία του έρωτα προς την Πτώση. Σε αυτό ακριβώς αναφέρεται το γεγονός ότι συχνά στον παραδοσιακό κόσμο, τόσο στην Ανατολή όσο και στην αρχαία Δύση, οι θεότητες του έρωτα και της γονιμότητας ήταν την ίδια στιγμή και θεότητες του θανάτου. Είναι γνωστή, για παράδειγμα, αυτή η ταφική επιγραφή για τον Πρίαπο: «Custos sepulcri pene districto deus Priapus ego sum». [Είμαι ο θεός Πρίαπος , φύλακας του τάφου με το πέος ανορθωμένο].
Μπορούμε να υποδέιξουμε εδώ μια από τις πιθανές ερμηνείες ενός άλλου πασίγνωστου ελληνικού μύθου, του μύθου της Πανδώρας. Η αλυσόδεση του Προμηθέα (από τον οποίον ο Δίας πήρε πίσω τη φωτιά) βρίσκει το αντίστοιχό της στο δώρο της Πανδώρας, της γυναίκας του πόθου, το «αντικείμενο της ελπίδας που θα ματαιωθεί», το οποίο έδωσαν οι θεοί στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα. Ο Επιμηθέας (που σημαίνει, «εκείνος που ανακαλύπτει πολύ αργά») μπορεί στην πραγματικότητα να μην είναι ένα ξεχωριστό ον αλλά μια άλλη όψη του Τιτάνα, φτιαγμένη από την ίδια τιτανική ουσία αλλά πιο βραδυκίνητη. Εδώ φαίνεται σαν ο θεός να βρήκε έναν τρόπο να ακυρώσει την προμηθεϊκή απόπειρα στη μορφή του έρωτα. Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις του Προμηθέα ο Επιμηθέας δέχεται το δώρο της Πανδώρας, αφήνεται να μαγευτεί και το απολαμβάνει χωρίς να συνειδητοποιεί την εξαπάτηση από την επιθυμία του, με την οποία οι Ολύμπιοι γελούν. Στο κουτί της Πανδώρας (της δόθηκε αυτό το όνομα επειδή φάνηκε να συγκεντρώνει τα χαρίσματα όλων των θεών) δεν απομένει παρά μόνο παραπλανητική ελπίδα. Ο μύθος μας λέει ότι με την Πανδώρα τελειώνει μια εποχή. Μές΄από τη γυναίκα και την επιθυμία έρχεται στον κόσμο ο θάνατος.
Σε αυτό το επίπεδο, μπορουμε επίσης να καταλάβουμε την καταδίκη της γυναίκας και της σεξουαλικότητας από εκείνους που επιζητούν την αιώνια ζωή και την υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης μές΄από τη στενή οδό του ασκητισμού. Μόνο υπό  τέτοιες προϋποθέσεις, και όχι τις Πλατωνικές μπορεί ο ένας έρωτας να αντιτεθεί στον άλλον. Σε αντιπαράθεση με τον έρωτα σαν μια θετική μέθη, σε ένα μαγνητικό κύκλο στον οποίον το «άλλο» ον χρησιμεύει μόνο σαν τροφή και η δυάδα έχει εξαρχής λυθεί, στέκει ο σαρκικός έρωτας, η επιθυμία και δίψα, μια τυφλή παρόρμηση για επιβεβαίωση μέσω μιας ψευδαισθησιακής κατοχής, η οποία εκπίπτει στη ζωώδη αναπαραγωγή.
Από αυτή την άποψη το αποφασιστικό στοιχείο έχει ίσως εκφραστεί  καλύτερα σε ορισμένα εδάφια των αποκρύφων Ευαγγελίων που έχουν μια αποκρυφιστική και γνωστικιστική έμπνευση. Στο Ευαγγέλιο τωνΑιγυπτίων διαβάζουμε: «Επειδή λέγουν ότι ο Σωτήρας διακήρυξε, Ερχομαι να δώσω τέλος στο έργο της γυναίκας, δηλαδή τον πόθο [cupidas, επιθυμία], το έργο της γέννησης και του θανάτου». Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη δυνατότητα. Και «Οταν ο Κύριος μας μίλησε καταλήγοντας όπως έπρεπε, η Σαλώμη ρώτησε, Μέχρι πότε οι άνθρωποι θα πεθαίνουν;”, και ο Κύριος αποκρίθηκε και είπε, Φάτε απ’ όλους τους καρπούς, αλλά μη φάτε από εκείνον που έχει την πίκρα του θανάτου”. Και όταν η Σαλώμη ρώτησε πότε αυτά που ήθελε να μάθει θα της γίνονταν καθαρά, ο Κύριος μας είπε, Οταν θα ποδοπατηθεί ο μανδύας της ντροπής και τα δύο γίνουν ένα και ο άνδρας και η γυναίκα δεν θα είναι πια άνδρας και γυναίκα».
Γι΄αυτό και ο Πλωτίνος μιλούσε για έναν έρωτα που είναι ασθένεια της ψυχής, «σαν η επιθυμία για το αγαθό να φέρει ένα κακό μέσα της». Με αυτό τον τρόπο έδειχνε ακριβώς την αμφισημία του φαινομένου για το οποίο μιλούσε.

JULIUS EVOLA
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΥ