Το
πιο άκαρδο πράμα που έκαναν
ήταν
να στείλουν σπίτι τα δόντια του απ' το
νοσοκομείο.
Κι
αυτή τι θα μπορούσε να κάνει με δαύτα,
έτσι
που 'φτασαν μέρες μετά την κηδεία;
Τα
τύλιξε σ' ένα απ' τα παστρικά μαντίλια
του
που
'πλυνε κι είχε στεγνώσει.
Το
μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα
λικνίσει στα χέρια της·
φαίνονταν
τόσο παράξενα, ολομόναχα-
Πέρα
για πέρα χωρίς σαγόνια μ' ένα αδιάκοπο
χαμόγελο
καθόλου
όπως το δικό του. Άλλο να κλάψει δεν
μπορούσε.
Τα
μεσάνυχτα πήρε κουράγιο κι απόφαση και
τα πέταξε
έξω
απ' την πόρτα της κουζίνας.
Εξακοντίστηκε,
τούτο το οριστικά διαλυμένο χαμόγελο,
στη
ρεματιά, στους θάμνους, στου γείτονα το
χτήμα;
Κι
αυτή επέστρεψε και ρίχτηκε σε ύπνο
χαύνο,
γνωρίζοντάς
τον πεθαμένο, επιτέλους, κι απ' το δικό
της χέρι.
Μετάφραση
Νίκος Πασχάλης
Μαρία
Λαϊνά
Ξένη
Ποίηση του 20ού αιώνα
Επιλογή
από ελληνικές μεταφράσεις
Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα 2007