.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Arthur Machen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Arthur Machen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Η Πραγματική Αμαρτία - Arthur Machen



—Η μαγεία και η αγνότητα, είπε ο Αμβρόσιος, αυτές είναι οι μόνες πραγματικότητες. Καθεμία είναι μια έκσταση, μια αποχώρηση από τον κοινό βίο.
Ο Κοτγκρέιβ άκουγε με ενδιαφέρον. Ένας φίλος τον είχε φέρει σ' αυτό το παλιό σπίτι, που βρισκόταν σε κάποιο βόρειο προάστιο, και τον είχε οδηγήσει μέσα από έναν κήπο στο δωμάτιο όπου ο αναχωρητής Αμβρόσιος εκστασιαζόταν και ονειρευόταν πάνω από τα βιβλία του.
—Ναι, συνέχισε, η μαγεία δικαιώνεται απ' τα παιδιά της.
Υπάρχουν πολλοί, νομίζω, που τρώνε ξεροκόμματα και πίνουν νερό, με μια χαρά απείρως μεγαλύτερη από εκείνη που προσφέρει η ζωή ενός «πρακτικού» επικούρειου.
—Μιλάς για τους αγίους;
—Ναι, αλλά και για τους αμαρτωλούς. Νομίζω ότι πέφτεις στο συνηθισμένο σφάλμα να περιορίζεις τον πνευματικό κόσμο στο υπέρτατο καλό· αλλά το υπέρτατο κακό έχει, κατ' ανάγκην, κι αυτό τη συμμετοχή του στον κόσμο. Ένας σάρκινος, αισθησιακός άνθρωπος δεν είναι περισσότερο αμαρτωλός από έναν μεγάλο άγιο. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε αδιάφορα, μπερδεμένα πλάσματα. Κινούμαστε στον κόσμο χωρίς να καταλαβαίνουμε τη σημασία και το εσώτερο νόημα των πραγμάτων. Συνεπώς, τόσο η κακία όσο και η καλοσύνη μας είναι δευτέρας τάξεως, άνευ σημασίας.
—Και νομίζεις, λοιπόν, ότι ο μεγάλος αμαρτωλός είναι ασκητής όπως είναι ο μεγάλος άγιος;
—Οι μεγάλοι άνθρωποι όλων των ειδών αποστρέφονται τα ατελή αντίγραφα και στρέφονται στα τέλεια πρότυπα. Αμφιβάλλω αν πολλοί απ' τους μεγαλύτερους αγίους έχουν κάνει ποτέ μια «καλή πράξη» (με τη συνήθη σημασία της λέξης). Κι απ' την άλλη μεριά, υπήρξαν εκείνοι που έφτασαν στο βυθό της αμαρτίας έστω κι αν σ' όλη τους τη ζωή δεν έπραξαν τίποτα «κακό».
Βγήκε για μια στιγμή από το δωμάτιο, και ο Κοτγκρέιβ στράφηκε χαρούμενος προς το φίλο του και τον ευχαρίστησε που τον είχε φέρει εδώ.
—Είναι σπουδαίος, είπε. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιον τρελό.
Ο Αμβρόσιος γύρισε με περισσότερο ουίσκι και σέρβιρε ευγενικά τους δυο άντρες. Ο ίδιος απεχθανόταν το αλκοόλ και για τον εαυτό του γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει το μονόλογο του, αλλά ο Κοτγκρέιβ τον πρόλαβε.
—Ξέρεις, δεν αντέχω άλλο, είπε. Οι παραδοξολογίες σου είναι τερατώδεις. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι μεγάλος αμαρτωλός, κι ωστόσο να μην έχει αμαρτήσει ποτέ! Έλα τώρα!
—Κάνεις λάθος, είπε ο Αμβρόσιος. Ποτέ δεν παραδοξολογώ· μακάρι να μπορούσα. Απλώς είπα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ιδανικός για να εκτιμήσει τη γεύση ενός ιταλικού κρασιού, κι ωστόσο να μην έχει ποτέ του μυρίσει ούτε καν μπίρα. Αυτό είν' όλο, και πρόκειται μάλλον για κοινοτοπία παρά για παραδοξολογία, έτσι; Η έκπληξή σου στην παρατήρησή μου οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχεις καταλάβει τι είναι αμαρτία. Ω, ναι, υπάρχει ένα είδος σχέσης ανάμεσα στην Αμαρτία με Α κεφαλαίο και σε πράξεις που κοινώς θεωρούνται αμαρτωλές — όπως ο φόνος, η κλοπή, η μοιχεία και πάει λέγοντας. Είναι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αλφαβήτα και την υψηλή λογοτεχνία. Αλλά πιστεύω ότι η παρεξήγηση —λίγο πολύ κοινή σε όλους— οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι εξετάζουμε το θέμα από κοινωνική σκοπιά. Νομίζουμε ότι ένας άνθρωπος που κάνει κακό σ' εμάς και τους γείτονες του, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακός. Και από κοινωνικής σκοπιάς είναι· αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι ότι το κακό είναι κατ' ουσίαν κάτι το μοναχικό, ένα πάθος της μοναχικής, ατομικής ψυχής; Στην πραγματικότητα, ο μέσος δολοφόνος, ο θεωρούμενος ως δολοφόνος, δεν είναι κατ' ουδένα τρόπο αμαρτωλός με την αληθινή σημασία της λέξης. Είναι απλώς ένα άγριο κτήνος, απ' το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε για να σώσουμε τα λαρύγγια μας απ' το μαχαίρι του. Εγώ θα τον τοποθετούσα μάλλον με τις άγριες τίγρεις παρά με τους αμαρτωλούς.
—Λίγο παράξενο μου φαίνεται αυτό.
—Δε νομίζω. Ο δολοφόνος δε δολοφονεί λόγω θετικών ιδιοτήτων αλλά λόγω αρνητικών. Του λείπει κάτι που κατέχουν όσοι δεν είναι δολοφόνοι. Το κακό, φυσικά, είναι εξ ολοκλήρου θετικό —μόνο που βρίσκεται στη λάθος πλευρά. Πρέπει να με πιστέψεις ότι η αμαρτία στην κυριολεκτική της έννοια είναι κάτι το πολύ σπάνιο· είναι πολύ πιθανό να υπήρξαν πολύ λιγότεροι αμαρτωλοί παρά άγιοι. Ναι, η οπτική γωνία απ' την οποία βλέπεις τα πράγματα είναι πολύ καλή για πρακτικούς, κοινωνικούς σκοπούς - εκ φύσεως τείνουμε να πιστεύουμε ότι κάποιος που μας προξενεί δυσαρέσκεια πρέπει να είναι μέγας αμαρτωλός! Είναι πολύ άσχημο να σου ξαφρίζουν την τσέπη, και γι' αυτό λέμε ότι ο κλέφτης είναι μεγάλος αμαρτωλός. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας άνθρωπος που δεν αναπτύχθηκε. Φυσικά δεν μπορεί να γίνει άγιος· αλλά συχνά είναι απείρως καλύτερος από χιλιάδες ανθρώπους που δεν παραβίασαν ποτέ ούτε μια από τις δέκα εντολές. Για μας είναι πολύ βλαπτικός, το παραδέχομαι, και πολύ σωστά κάνουμε που τον φυλακίζουμε όταν τον συλλαμβάνουμε· αλλά μεταξύ της ενοχλητικής, αντικοινωνικής πράξης του και του κακού — Ω, η σχέση είναι πολύ αδύνατη.
Ήταν πολύ αργά πια. Ο άντρας που είχε φέρει εδώ τον Κοτγκρέιβ πιθανότατα τα είχε ξανακούσει όλα αυτά, γιατί κοιτούσε τον Αμβρόσιο ήρεμα και χαμογελούσε. Ο Κοτγκρέιβ άρχισε να συλλογίζεται ότι ο «τρελός» του μπορεί και να ήταν σοφός.
—Με ενδιαφέρεις πολύ, ξέρεις, τόνισε. Νομίζεις, λοιπόν, ότι δεν κατανοούμε την αληθινή φύση του κακού;
»Όχι, νομίζω ότι δεν την κατανοούμε. Υπερτιμούμε και ταυτόχρονα υποτιμούμε το κακό. Βλέπουμε τις πολυάριθμες παραβάσεις των κοινωνικών «νόμων» — των αναγκαίων και πολύ σωστών κανόνων που διασφαλίζουν τη συνοχή της ανθρώπινης κοινωνίας — και τρομοκρατούμαστε όταν διαπιστώνουμε την επικράτηση της αμαρτίας και του «κακού». Αλλά πρόκειται για ανοησία. Πάρε την κλοπή, για παράδειγμα. Νιώθεις καθόλου φρίκη στη σκέψη του Ρομπέν των Δασών, στη σκέψη των ληστων του Χάιλαντς του δέκατου έβδομου αιώνα ή των ληστών των βαλτοτοπιών στις μέρες μας; Όμως, απ' την άλλη μεριά, υποτιμούμε το κακό. Δίνουμε τεράστια σημασία στο «αμάρτημα» που έχει να κάνει με τις τσέπες μας (και τις γυναίκες μας) και ξεχνάμε πόσο φριχτό πράγμα είναι η αληθινή αμαρτία.
—Και τι είναι η αμαρτία; ρώτησε ο Κοτγκρέιβ.
—Νομίζω ότι πρέπει να απαντήσω στην ερώτησή σου με μια άλλη. Πώς θα ένιωθες αν η γάτα ή ο σκύλος σου άρχιζαν ξαφνικά να σου μιλούν, να σου απευθύνουν το λόγο με ανθρώπινη φωνή; Θα σε κυρίευε η φρίκη. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Κι αν τα τριαντάφυλλα του κήπου σου άρχιζαν να τραγουδούν ένα παράξενο τραγούδι, θα έχανες τα λογικά σου. Κι αν υποθέσουμε ότι οι πέτρες στο δρόμο άρχιζαν ξαφνικά να φουσκώνουν και να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια σου; Ή ότι το χαλίκι που πρόσεξες τη νύχτα, πέταξε το πρωί πέτρινα μπουμπούκια; Νομίζω ότι αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να σου δώσουν μια ιδέα για το τι είναι στ' αλήθεια η αμαρτία.
—Κοιτάξτε, είπε ο τρίτος άντρας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε ήρεμος, εσείς οι δυο έχετε μεγάλη όρεξη για κουβέντα. Αλλά εγώ φεύγω. Έχασα ήδη το τραμ και πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου με τα πόδια.
Ο Αμβρόσιος και ο Κοτγκρέιβ φάνηκαν να νιώθουν πιο άνετα μόλις ο άλλος βγήκε στην πυκνή ομίχλη της νύχτας και το χλομό φως που σκόρπιζαν οι φανοστάτες.
—Με εκπλήσσεις, είπε ο Κοτγκρέιβ. Ποτέ δεν τα σκέφτηκα όλα αυτά. Αν όλα όσα μου είπες ισχύουν, τότε τα πάντα ανατρέπονται. Άρα η ουσία της αμαρτίας είναι, στ' αλήθεια σαν…
—Σαν μια καταιγίδα στον ουρανό, μου φαίνεται, είπε ο Αμβρόσιος. Νομίζω ότι η αμαρτία είναι μια απλή προσπάθεια διείσδυσης σε μια άλλη και ανώτερη σφαίρα με τρόπο απαγορευμένο. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί είναι τόσο σπάνια. Πράγματι, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιθυμούν να διεισδύσουν σε άλλες σφαίρες, ανώτερες ή κατώτερες, με τρόπους επιτρεπόμενους ή απαγορευμένους. Οι άνθρωποι, στην πλειονότητά τους, είναι πολύ ικανοποιημένοι με τη ζωή όπως τη βρίσκουν. Γι' αυτόν το λόγο υπάρχουν λίγοι άγιοι κι ακόμα πιο λίγοι αμαρτωλοί (κυριολεκτικά μιλώντας), ενώ σπανίζουν εξίσου και οι ευφυείς άνθρωποι ανάμεσα στους μεν ή τους δε. Ναι· σε γενικές γραμμές, πάντως, είναι δυσκολότερο να είσαι μεγάλος αμαρτωλός παρά μεγάλος άγιος.
—Υπάρχει, δηλαδή, κάτι το βαθιά αφύσικο στο αμάρτημα; Αυτό εννοείς;
—Ακριβώς. Η αγιότητα απαιτεί μεγάλη ή σχεδόν μεγάλη προσπάθεια· αλλά η αγιότητα εργάζεται σε πεδία που ήταν κάποτε υπαρκτά· είναι μια προσπάθεια να ανακτηθεί η έκσταση που υπήρχε πριν από την Πτώση. Όμως η αμαρτία είναι η προσπάθεια να κερδηθούν η έκσταση και η γνώση που ανήκουν μόνο στους αγγέλους· καταβάλλοντος αυτή την προσπάθεια, ο άνθρωπος γίνεται δαίμονας. Σου είπα πριν από λίγο ότι ένας απλός δολοφόνος δεν είναι γι' αυτόν το λόγο αμαρτωλός· πράγματι, έτσι είναι, αν και ο αμαρτωλός είναι μερικές φορές δολοφόνος. Ο Ζιλ ντε Ρε, για παράδειγμα. Άρα καταλαβαίνεις ότι, ενώ το καλό και το κακό είναι αφύσικα σε σχέση με τον άνθρωπο όπως αυτός υπάρχει σήμερα — ως κοινωνικό και πολιτισμένο ον — το κακό, ωστόσο, είναι αφύσικο σε μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο το καλό. Ο άγιος μοχθεί να ανακτήσει ένα δώρο που έχασε· ο αμαρτωλός επιδιώκει να αποκτήσει κάτι που ποτέ δεν ήταν δικό του. Με μια κουβέντα, επαναλαμβάνει την Πτώση.
—Είσαι καθολικός; ρώτησε ο Κοτγκρέιβ.
—Ναι· είμαι μέλος της διωκόμενης Αγγλικανικής Εκκλησίας.
—Τότε τι λες για κείνα τα κείμενα που θεωρούν αμαρτίες πράξεις οι οποίες για σένα δεν είναι παρά απλές, τετριμμένες αμέλειες;
—Ναι· αλλά κάπου, σ' ένα απ' αυτά τα κείμενα, εμφανίζεται η λέξη «μάγοι», έτσι; Εδώ νομίζω πως βρίσκεται το κλειδί της υπόθεσης. Για σκέψου: μπορείς να φανταστείς, έστω και για μια στιγμή, ότι μια ψευδής δήλωση, που σώζει τη ζωή ενός αθώου, είναι αμαρτία; Όχι· πολύ καλά, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο ψεύτης που εξαιρείται· είναι, πάνω απ' όλα, οι «μάγοι» που χρησιμοποιούν την υλική ζωή, που χρησιμοποιούν τις εκάστοτε αδυναμίες της υλικής ζωής ως μέσα για να πετύχουν τους υπέρμετρα κακούς σκοπούς τους. Επίτρεψέ μου να σου πω κάτι: οι υψηλότερες αισθήσεις μας είναι τόσο αμβλυμένες, είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι από τον υλισμό, ώστε πιθανότατα θα αποτύγχαναμε να αναγνωρίσουμε το αληθινό κακό, αν το συναντούσαμε.
—Μα δε θα νιώθαμε κάποια φρίκη —έναν τρόμο σαν κι αυτό που υπαινίχτηκες ότι θα μας κυρίευε αν μια τριανταφυλλιά άρχιζε να τραγουδάει— απλώς και μόνο με την παρουσία ενός κακού ανθρώπου;
—Θα νιώθαμε αν ήμαστε φυσικοί· μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά, μερικές φορές και τα ζώα, μπορούν να νιώθουν αυτήν τη φρίκη για την οποία μιλάς. Οι περισσότεροι από εμάς τους άντρες έχουμε χάσει τη φυσική λογική μας: η συμβατικότητα, ο πολιτισμός και η εκπαίδευση την έχουν τυφλώσει, την έχουν καταπνίξει, την έχουν βυθίσει στο σκοτάδι. Αλλά όχι, ενίοτε είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε το κακό εξαιτίας του μεγάλου μίσους του για το καλό — χρειάζεται μεγάλη οξυδέρκεια για να μαντέψει κανείς τι υπαγόρευσε τη στάση που κράτησαν οι κριτικοί, μάλλον ασυνείδητα, απέναντι στο έργο του Κιτς — αλλά κάτι τέτοιο μόνο περιστασιακά μπορεί να συμβαίνει. Κατά κανόνα, υποψιάζομαι ότι οι Ιεράρχες του Τοφέτ περνούν μάλλον απαρατήρητοι, ή ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεωρούνται καλοί αλλά πλανημένοι άνθρωποι.
—Μα μόλις τώρα, μιλώντας για τους κριτικούς του Κιτς, χρησιμοποίησες τη λέξη «ασυνείδητα». Μπορεί ποτέ το κακό να είναι ασυνείδητο;
—Πάντα. Έτσι πρέπει να 'ναι. Ως προς αυτό μοιάζει με την αγιότητα και την ευφυΐα. Είναι μια ορισμένη μέθη και έκσταση της ψυχής· μια υπέρτατη προσπάθεια να ξεπεραστούν τα δεσμά που μας καθηλώνουν. Ξεπερνώντας τα, ξεπερνάς επίσης την κατανόηση, τη δυνατότητα να αντιληφθείς ό,τι υπάρχει πριν απ' αυτήν. Αλλά, σου επαναλαμβάνω, το κακό, με την αληθινή σημασία του, είναι κάτι το σπάνιο, και πιστεύω ότι θα σπανίζει όλο και περισσότερο.
—Προσπαθώ να σε καταλάβω, είπε ο Κοτγκρέιβ. Απ' όσα λες, συμπεραίνω ότι το αληθινό κακό είναι διαφορετικής τάξεως απ' ό,τι εμείς ονομάζουμε κακό, έτσι;
—Κάπως έτσι. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στα δύο· μια ομοιότητα που μας επιτρέπει και μας νομιμοποιεί να χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «το πόδι του βουνού» ή «το πόδι του τραπεζιού». Και, μερικές φορές, μπορούμε να πούμε ότι μιλούν και τα δυο την ίδια γλώσσα. Ο τραχύς ανθρακωρύχος, ο μεταλλοχύτης, το απαίδευτο και καθυστερημένο «κτήνος», όταν στη δουλειά του ζεσταίνεται παραπάνω απ' το κανονικό, γυρίζει στο σπίτι του και δέρνει μέχρι θανάτου την άτακτη και άστατη γυναίκα του. Ο άνθρωπος αυτός είναι δολοφόνος. Το ίδιο ήταν κι ο Ζιλ ντε Ρε. Βλέπεις, όμως, το χάσμα που χωρίζει τους δυο άντρες; Η «λέξη», αν μπορώ να την πω έτσι, είναι η ίδια και στις δυο περιπτώσεις, αλλά το «νόημα» είναι εντελώς διαφορετικό. Είναι κουταμάρα να συγχέονται οι δυο αυτοί άνθρωποι· είναι σαν να υπέθετε κανείς ότι υπάρχει ετυμολογική σχέση ανάμεσα στο Τζάγκερνοτ* και τους Αργοναύτες. Αναμφίβολα, η ίδια εύθραυστη ομοιότητα, ή αναλογία, υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα κοινωνικά και τα αληθινά πνευματικά αμαρτήματα· σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα πρέπει να είναι κανείς το λιγότερο σοφός για να διακρίνει τη μετάβαση από το μικρότερο στο μεγαλύτερο — από τη σκιά στην πραγματικότητα. Αν ξέρεις τίποτε από θεολογία, θα καταλάβεις τι εννοώ.
—Λυπάμαι που το λέω, παρατήρησε ο Κοτγκρέιβ, αλλά έχω αφιερώσει ελάχιστο από τον χρόνο μου στη μελέτη της θεολογίας. Βλέπεις, πολλές φορές απορώ που οι θεολόγοι διεκδικούν τον τίτλο της Επιστήμης των Επιστημών για τον ευνοούμενο τομέα τους· αφού μάλιστα τα θεολογικά βιβλία που έχω ξεφυλλίσει φαίνονται να ασχολούνται περισσότερο με την ευσέβεια και τους βασιλιάδες του Ισραήλ και του Ιούδα. Προσωπικά δε με ενδιαφέρει να μάθω κάτι γι' αυτούς τους βασιλιάδες.
Ο Αμβρόσιος χαμογέλασε.
—Καλύτερα να αποφεύγουμε τη θεολογική συζήτηση, είπε. Αντιλαμβάνομαι ότι θα ήσουν πολύ εριστικός συνομιλητής. Αλλά ίσως τα «ημερολόγια των βασιλιάδων» να έχουν τόση σχέση με τη θεολογία όση έχουν οι αρβύλες του δολοφόνου ανθρακωρύχου με το κακό.
—Τότε, για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, πιστεύεις ότι η αμαρτία είναι κάτι το μυστικιστικό και απόκρυφο;
—Ναι. Είναι το διαβολικό θαύμα, όπως η αγνότητα είναι το θεϊκό. Κάποιες φορές φτάνει σε τέτοια ύψη που αποτυγχάνουμε εντελώς να υποψιαστούμε την ύπαρξή της· είναι σαν τη νότα των μεγάλων πενταλιών του εκκλησιαστικού οργάνου, που είναι τόσο μπάσα ώστε δεν μπορούμε να την ακούσουμε. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει στο τρελοκομείο, ή και σε ακόμα πιο παράξενες διεξόδους. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να την μπερδεύεις με την απλώς αντικοινωνική πράξη. Θυμήσου πώς ο Απόστολος, μιλώντας για την «άλλη πλευρά», έκανε τη διάκριση ανάμεσα στις «σπλαχνικές» πράξεις και την ευσπλαχνία. Κάποιος μπορεί να χαρίζει όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς κι ωστόσο να του λείπει εντελώς η ευσπλαχνία. Θυμήσου επίσης ότι κάποιος μπορεί να αποφεύγει όλα τα εγκλήματα, και ωστόσο να είναι αμαρτωλός.
—Η ψυχολογία σου μου φαίνεται πολύ παράξενη, είπε ο Κοτγκρέιβ, αλλά ομολογώ ότι μου αρέσει. Φαντάζομαι ότι μπορεί κανείς, ξεκινώντας από τις προϋποθέσεις σου, να καταλήξει λογικά στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως ο αληθινός αμαρτωλός να φαίνεται σ' έναν τρίτο παρατηρητή σαν ένα αβλαβές άτομο, σωστά;
—Βεβαίως· γιατί το αληθινό κακό δεν έχει καμιά σχέση με την κοινωνική ζωή ή τους κοινωνικούς νόμους. Αλλά κι αν έχει, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί παρά να είναι περιστασιακή και συμπτωματική. Το κακό είναι ένα μοναχικό πάθος της ψυχής — ή ένα πάθος της μοναχικής ψυχής — όποιο απ' τα δυο προτιμάς. Αν κατά τύχη το καταλάβουμε και αντιληφθούμε την πλήρη σημασία του, τότε, πράγματι, θα μας γεμίσει φρίκη και δέος. Όμως αυτά τα συναισθήματα, είναι εντελώς διαφορετικά από το φόβο και την απέχθεια που μας προκαλεί ένας συνηθισμένος δολοφόνος, καθώς μάλιστα τα δυο τελευταία οφείλονται, κατά μεγάλο μέρος ή εξ ολοκλήρου, στην αγάπη που έχουμε για το πετσί και το πουγκί μας. Μισούμε ένα φονιά, γιατί ξέρουμε ότι πρέπει να μισούμε εκείνον που υπάρχει κίνδυνος να σκοτώσει εμάς ή κάποιον απ' τους αγαπημένους μας. Έτσι, απ' την άλλη πλευρά, τιμούμε τους αγίους, αλλά δε μας «αρέσουν» όπως μας αρέσουν οι φίλοι μας. Είναι δυνατόν να πείσεις τον εαυτό σου ότι θα απολάμβανε την παρέα του αποστόλου Παύλου; Ή πιστεύεις ότι εσύ κι εγώ θα τα πηγαίναμε καλά με τον σερ Γκάλαχαντ;
»Ό,τι συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, συμβαίνει και με τους αγίους. Αν συναντήσεις έναν πολύ κακό άνθρωπο και αναγνωρίσεις το κακό του, χωρίς αμφιβολία θα σε κυριέψει φρίκη και δέος· αλλά δεν υπάρχει λόγος να νιώσεις απαρέσκεια γι' αυτόν. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό, αν μπορέσεις να βγάλεις απ' το μυαλό σου την αμαρτία, να βρει ευχάριστη την παρέα του αμαρτωλού και σε λίγη ώρα να ξεχάσεις τη φρίκη. Και πάλι, όμως, πόσο τρομερό θα ήταν αν τα τριαντάφυλλα και οι πασχαλιές άρχιζαν ξαφνικά ένα πρωί να τραγουδούν ή αν τα έπιπλα άρχιζαν ξαφνικά να μετακινούνται μόνα τους όπως σ' εκείνο το διήγημα του Μοπασάν!
—Χαίρομαι που επανήλθες σ' αυτή την παρομοίωση, είπε ο Κοτγκρέιβ, γιατί ήθελα να σε ρωτήσω τι είναι αυτό που ενώνει την ανθρωπότητα με τέτοιου είδους φανταστικά κατορθώματα άψυχων πραγμάτων; Με μια κουβέντα — τι είναι αμαρτία; Μου έδωσες, το ξέρω, έναν αφηρημένο ορισμό, αλλά θα ήθελα ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα.
—Σου είπα ότι ήταν κάτι το πολύ σπάνιο, είπε ο Αμβρόσιος, που δε φαινόταν πρόθυμος να απαντήσει ευθέως. Ο υλισμός της εποχής, που έχει κάνει πολλά για να καταργήσει την αγιότητα, έχει κάνει ίσως περισσότερα για να καταργήσει το κακό. Βρίσκουμε πλέον τη γη τόσο άνετη ώστε δεν τείνουμε πια ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Θα έλεγε κανείς ότι ο λόγιος που «ειδικεύεται» στη μελέτη του Τοφέτ, στην πραγματικότητα περιορίζεται σε καθαρά αρχαιολογικές έρευνες. Κανένας παλαιοντολόγος δε θα μπορούσε να σου δείξει έναν ζωντανό πτεροδάκτυλο.
—Και όμως εσύ, νομίζω, έχεις «ειδικευτεί», και πιστεύω ότι οι έρευνές σου έχουν φτάσει μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
—Βλέπω ότι στ' αλήθεια ενδιαφέρεσαι να μάθεις. Λοιπόν, ομολογώ ότι έχω ασχοληθεί λίγο με αυτά τα πράγματα, κι αν θέλεις μπορώ να σου δείξω κάτι σχετικό με το πολύ παράξενο θέμα που συζητάμε.
Ο Αμβρόσιος πήρε ένα κερί και πήγε στην απέναντι σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Ο Κοτγκρέιβ τον είδε να πλησιάζει σ' ένα παλιό γραφείο, να βγάζει από μια μυστική κρύπτη ένα δέμα και μετά να ξανάρχεται κοντά στο παράθυρο όπου κάθονταν. Ο Αμβρόσιος ξετύλιξε το δέμα και παρουσίασε ένα πράσινο βιβλίο.
—Θα το προσέξεις; ρώτησε. Μην το παρατάς από δω κι από κει. Είναι απ' τα πολυτιμότερα κομμάτια της συλλογής μου και θα λυπόμουν πολύ αν χανόταν. Χάιδεψε την ξεθωριασμένη ράχη του. Γνώρισα το κορίτσι που το έγραψε, συνέχισε. Όταν το διαβάσεις, θα δεις πόσο φωτίζει την αποψινή μας συζήτηση. Υπάρχει και η συνέχειά του, αλλά δε θα σου πω τίποτα γι' αυτήν. Σ' ένα περιοδικό δημοσιεύτηκε πριν από μερικούς μήνες ένα παράξενο άρθρο, είπε μετά από λίγο, με τη διάθεση ανθρώπου που θέλει να αλλάξει θέμα. Το είχε γράψει κάποιος δόκτωρ — δρ. Κάρον, νομίζω, ήταν τ' όνομά του. Έλεγε ότι μια κυρία, που παρακολουθούσε την κορούλα της να παίζει στο παράθυρο του λίβινγκ-ρουμ, είδε ξαφνικά το βαρύ πάνω παντζούρι να πέφτει και να τσακίζει τα δάχτυλα της μικρής. Η κυρία λιποθύμησε, νομίζω, αλλά, εν πάση περιπτώσει, κάποιος φώναξε το γιατρό. Μόλις περιποιήθηκε τις πληγές και έδεσε τα σπασμένα δάχτυλα του κοριτσιού, του ζήτησαν να εξετάσει τη μητέρα. Η γυναίκα βογκούσε απ' τον πόνο και ο γιατρός ανακάλυψε ότι τρία δάχτυλα του χεριού της, τα ίδια με τα σπασμένα δάχτυλα της κόρης της, είχαν φουσκώσει, πρηστεί και, σύμφωνα με την ιατρική γλώσσα, είχαν γεμίσει με πυώδεις εφελκίδες.
Ο Αμβρόσιος εξακολουθούσε να κρατάει απαλά τον πράσινο τόμο.
—Ορίστε, λοιπόν, είπε τελικά, δείχνοντας να αποχωρίζεται με δυσκολία το θησαυρό του. Μόλις το διαβάσεις να μου το επιστρέψεις, είπε μετά από λίγο, μόλις βγήκαν από το χολ στον παλιό κήπο, όπου ευωδίαζαν οι άσπρες πασχαλιές.
Υπήρχε μια πλατιά κόκκινη λουρίδα στην ανατολή καθώς ο Κοτγκρέιβ ετοιμαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, και από το ύψωμα όπου στεκόταν αντίκρισε το τρομαχτικό θέαμα ενός Λονδίνου που ονειρευόταν.

___________________________ 
* Άρμα που μεταφέρει το είδωλο του θεού Κρίσνα στο ινδουιστικό πάνθεον. Στα αγγλικά οι δυο λέξεις ομοιοκαταληκτούν: Juggernaut-Argonaut. (Σ.τ.Μ.)

Arthur Machen
Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ
και άλλα διηγήματα
Μετάφραση: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Επιλογή - πρόλογος: ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ 1995

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ο ΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ – ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ


...Ο Όστιν πήρε το χειρόγραφο, μα ποτέ δεν το διάβασε. Ανοίγοντας τις κομψές σελίδες τυχαία το μάτι του άρπαξε μια λέξη και τη φράση που την ακολουθούσε. Και αποκαρδιωμένος, με άσπρα χείλια και μ' ένα κρύο ιδρώτα που έτρεχε σα νερό από τα μηνίγγια του, πέταξε χάμω τα χαρτιά.
-Πάρ' το από δω, Βιλιέ, και ποτέ μην ξαναμιλήσεις γι' αυτό. Είσαι από πέτρα άνθρωπέ μου; Αυτός ο ίδιος ο τρόμος και ο φόβος του θανάτου, οι σκέψεις του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στον πρωινό τσουχτερό αέρα δεμένος απάνω στην εξέδρα του βασανιστηρίου, με την καμπάνα να χτυπάει μέσα στ' αυτιά του και περιμένοντας ν' ακούσει το τραχύ τρίξιμο του μάνταλου δεν είναι τίποτα σε σύγκριση μ' αυτό. Δε θα το διαβάσω. Δε θα ξανακοιμόμουνα ποτέ.
-Πολύ καλά. Μπορώ να φανταστώ τι είδες. Ναι. Είναι φοβερό. Παρ' όλ' αυτά, είναι μια παλιά ιστορία, ένα παλιό μυστήριο που παίχτηκε στις μέρες μας και μέσα στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου, αντί να πραγματοποιηθεί ανάμεσα στ' αμπέλια και στους ελαιώνες. Ξέρουμε τι έτυχε σ' εκείνους που είχαν την τύχη να συναντήσουν το Μέγα Θεό Πάνα και σ' εκείνους που είναι αρκετά σοφοί, ώστε να ξέρουν πως όλα τα σύμβολα είναι σύμβολα για κάτι, όχι του τίποτα. Πραγματικά, ήταν ένα λεπτό σύμβολο, που κάτω απ' αυτό οι άνθρωποι, πριν από πολλά χρόνια, κάλυπταν τη γνώση τους για τις πιο φοβερές, τις πιο μυστηριώδεις δυνάμεις, που βρίσκονται στην καρδιά όλων των πραγμάτων. Δυνάμεις που μπροστά τους οι ψυχές των ανθρώπων δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο παρά μονάχα να μαραθούν, να πεθάνουν και να μαυρίσουν, όπως μαυρίζουν τα σώματά τους κάτω από μια ηλεκτρική εκκένωση. Τέτοιες δυνάμεις δεν μπορούν να ονομαστούν, δεν μπορούν να εκφραστούν, δεν μπορούν να πιαστούν από τη φαντασία εξόν κάτω από ένα πέπλο και ένα σύμβολο, ένα σύμβολο που στους περισσότερους από μας φαίνεται σαν μια περίεργη, ποιητική φαντασία και σε μερικούς άλλους σαν ένα ανόητο παραμύθι. Όπως και να 'χει όμως το πράγμα, εσύ κι εγώ έχουμε γνωρίσει κάτι από τον τρόμο, που μπορεί να κατοικεί στο μυστικό μέρος της ζωής και που εκδηλώνεται κάτω από την ανθρώπινη σάρκα. Τον τρόμο που είναι άμορφος και που παίρνει από μόνος του μια μορφή. Α! Όστιν, πως μπορεί να γίνεται αυτό; Πως δε σβήνει το φως του ήλιου μπροστά σ' αυτό το πράγμα, πως η σκληρή γη δε λιώνει και δε βράζει κάτω από τέτοιο φορτίο; ...

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ
Ο ΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΟΣ ΣΑΚΚΕΤΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

ΟΙ ΤΟΞΟΤΕΣ – ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ


Ηταν εκείνο τον καιρό που υποχώρησαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες. Η υπηρεσία λογοκρισίας λοιπόν ήταν αρκετά δικαιολογημένη που δε διαφώτισε το γεγονός με πολλές λεπτομέρειες. Βρισκόταν, όπως καταλαβαίνετε, στη πιο τρομερή μέρα εκείνου του φοβερού καιρού, στην ημέρα που ο όλεθρος και η καταστροφή έφτασαν τόσο κοντά που η σκιά τους σκέπασε κυριολεκτικά το Λονδίνο. Σαφείς πληροφορίες δεν υπήρχαν κι έτσι οι καρδιές των ανθρώπων είχαν γεμίσει απελπισία που μεγάλωνε ολοένα φτάνοντας ως τη λιποψυχία, λες και η αγωνία των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης είχε μεταδοθεί και στις ψυχές τους.
Σ' αυτή τη φοβερή μέρα, όταν οι τριακόσιες χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες με όλο τους το πυροβολικό ξεχύθηκαν σαν πλημμύρα εναντίον της μικρής αγγλικής ομάδας, υπήρξε ένα σημείο στην πολεμική μας γραμμή, που, περισσότερο από όλα τα άλλα, βρέθηκε κάποια στιγμή σε τρομερό κίνδυνο όχι απλώς να νικηθεί αλλά να εξαφανιστεί εντελώς. Με την άδεια της λογοκρισίας και των στρατιωτικών ειδικών, αυτό το μέρος μπορεί, ίσως, να χαρκτηριστεί σαν ένας προμαχώνας. Αν λοιπόν αυτό το οχυρό έπεφτε και εξουδετερωνόταν, τότε η αγγλική δύναμη στο σύνολό της θα καταστρεφόταν, οι Σύμμαχοι απ' τ' αριστερά θα ανατρέπονταν και αναπόφευκτα θα ακολουθούσε το Σεντάν.
Ολο το πρωί τα γερμανικά κανόνια βροντούσαν και σφυροκοπούσαν αυτό το σημείο και τους χίλιους τόσους άντρες που το υπερασπίζονταν. Οι άντρες κορόιδευαν τις μπόμπες και τις βάφτιζαν με παράξενα ονόματα. Στοιχημάτιζαν πάνω τους και τις χαιρετούσαν με κομμάτια από τραγούδια του μιούζικ χολ. Οι μπόμπες όμως έρχονταν και έσκαγαν κομματιάζοντας τους άγγλους στρατιώτες και χωρίζοντας αδελφό από αδελφό κι όσο μεγάλωνε ο πυρετός της μέρας, άλλο τόσο μεγάλωνε κι η μανία αυτού του τρομακτικού κανονιοβολισμού. Φαινόταν πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Το αγγλικό πυροβολικό ήταν καλό, αλλά δεν έφτανε αυτό. Είχε χτυπηθεί ανελέητα έχοντας καταντήσει σχεδόν ένας σωρός παλιοσίδερα.
Σε μια θύελλα στη θάλασσα, φτάνει κάποια στιγμή που οι ναυτικοί λένε μεταξύ τους: “Χειρότερα δε γίνεται. Δεν μπορεί να φυσήξει πιο δυνατά!” Και τότε, εκεί που δεν το περιμένει πια κανείς, ο αγέρας αρχίζει να λυσσομανά δέκα φορές πιο άγρια απ' ό,τι πρωτύτερα. Το ίδιο γινόταν και στα βρετανικά χαρακώματα.
Σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υπήρχαν πιο γενναίες καρδιές από τις καρδιές εκείνων των αντρών. Τα χρειάστηκαν όμως έτσι καθώς έπεφτε απάνω τους η ζεματιστή κόλαση του γερμανικού κανονιοβολισμού, που τους κατασύντριβε και τους εξόντωνε. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή είδαν από τα χαρακώματά τους ένα τρομακτικό πλήθος να κινείται εναντίον των γραμμών τους. Από τους χίλιους Αγγλους είχαν απομείνει πεντακόσιοι και απ' όσο μπορούσαν να δουν, το γερμανικό πεζικό προχωρούσε γρήγορα εναντίον τους, η μία διμοιρία ύστερα από την άλλη, ένα γκρίζο πλήθος αντρών, δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Μερικοί έδωσαν τα χέρια. Ένας αυτοσχεδίασε μια νέα παραλλαγή του πολεμικού τραγουδιού, “Αντίο, αντίο, Τιπερέρι” τελειώνοντάς το με τη φράση: “Και δε θα φτάσουμε εκεί”. Όλοι άρχισαν να πυροβολούν σταθερά. Οι αξιωματικοί σχολίασαν πως μια τέτοια ευκαιρία για ένα τόσο υψηλής στάθμης ντουφεκίδι δεν μπορούσε να ξαναδοθεί. Οι Γερμανοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Χιουμορίστας του Τιπερέρι φώναξε: “Τυχερή η Σίντνεϊ Στριτ”. Τα λίγα πολυβόλα είχαν βάλει όλα τους τα δυνατά. Ο καθένας όμως ήξερε πολύ καλά πως ήταν μάταιο. Τα νεκρά σταχτιά σώματα κείτονταν σε λόχους και τάγματα, αλλά την ίδια στιγμή άλλοι έρχονταν από πέρα και από πιο πέρα ακόμη. Έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια. Στριμώχνονταν κι ανακατεύονταν και προχωρούσαν πάντα.
- Πλήθος ατέλειωτο. Αμήν! Είπε με κάποια αδιαφορία ένας από τους βρετανούς στρατιώτες την ώρα που σημάδευε και πυροβολούσε. Και τότε θυμήθηκε – λέει πως δεν μπορεί να σκεφτεί γιατί ή για ποιο λόγο – ένα παράξενο εστιατόριο για χορτοφάγους στο Λονδίνο, όπου μια ή δυο φορές είχε φάει εκεί κάτι παράξενα φαγιά, κάτι κοτολέτες, φτιαγμένες από φακές και καρύδια, που ήταν απομίμηση μπριζόλας. Σ' όλα τα πιάτα αυτού του εστιατορίου ήταν τυπωμένη η θλιμμένη μορφή του Αγίου Γεωργίου με το ρητό ADSIT ANGLIS SANCTUS GEORGIUS – Μπορεί ο Αγιος Γεώργιος να προσφέρει τη βοήθεια τους στους Αγγλους. Αυτός ο στρατιώτης έτυχε να ξέρει λατινικά και άλλα άχρηστα πράγματα. Τώρα λοιπόν, τη στιγμή που πυροβολούσε τον αντίπαλό του στρατιώτη, ο οποίος βρισκόταν μέσα στη σταχτιά μάζα που προχωρούσε – τριακόσια μέτρα μόνο μακριά – πρόφερε το ευσεβές ρητό των χορτοφάγων. Συνέχισε να πυροβολεί ασταμάτητα. Στο τέλος, ο Μπιλ, που βρισκόταν δεξιά του, αναγκάστηκε να του δώσει μια φιλική καρπαζιά για να τον κάνει να σταματήσει. Του είπε ότι με τη χειρονομία του αυτή ήθελε να τον πληροφορήσει πως τα πολεμοφόδια του βασιλιά κοστίζουν χρήματα και ότι δεν ήταν σωστό να σπαταλιούνται σε αλλόκοτα ομοιώματα πεθαμένων Γερμανών.
Δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει, γιατί μόλις ο λατινομαθής πρόφερε την επίκλησή του, ένιωσε κάτι απροσδιόριστο, κάτι που έμοιαζε με ανατριχίλα ή σαν να διαπέρασε το κορμί του ηλεκτρική εκκένωση. Ο ορυμαγδός της μάχης έσβησε σιγά σιγά κι έγινε ένα απαλό μουρμουρητό στ' αυτιά του. Αντί για το βουητό της μάχης, λέει, άκουσε μια δυνατή φωνή και μια κραυγή, δυνατότερη κι από βροντή, που πρόσταζε: “Παραταχτείτε, παραταχτείτε, παραταχτείτε!”
Η καρδιά του άναψε και φούντωσε σαν άναμμένο κάρβουνο και ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, καθώς του φάνηκε πως μια οχλαγωγία από φωνές απαντούσε στις παρακλήσεις του. Άκουσε, ή του φάνηκε πως άκουσε, χιλιάδες να φωνάζουν: “Αγιε Γεώργιε! Αγιε Γεώργιε!”
“Ω κύριε! Ω γλυκέ Αγιε! Απάλλαξέ μας, γλίτωσέ μας από τον έχθρό:”
“Αγιε Γεώργιε, προστάτη της Αγγλίας!”
“Αιδεσιμότατε Αγιε Γεώργιε, έλα να μας βοηθήσεις!”
“Ω! Αγιε Γεώργιε! Ω! Αγιε γεώργιε! Ενα μακρύ τόξο, ένα γερό τόξο!”
“Ιππότη τ' Ουρανού, βοήθησέ μας!”
Και καθώς ο στρατιώτης άκουσε αυτές τις φωνές, είδε μπροστά του, πέρα από το χαράκωμα, μια μακριά σειρά από μορφές, που τις περιέβαλλε μια λάμψη. Έμοιαζαν με τοξότες που με μια μυριόστομη κραυγή έριχνάν ένα σύννεφο από βέλη που πάλλονταν και σφύριζαν στον αέρα καταπάνω στο πλήθος των Γερμανών.
Οι άλλοι άντρες μέσα στο χαράκωμα πυροβολούσαν συνέχεια. Δεν είχαν ελπίδα, αλλά έριχναν έτσι ακριβώς όπως πυροβολεί κανείς σ' ένα σκοπευτήριο.
Ξαφνικά ένας απ' αυτούς φώναξε δυνατά με τα πιο καθαρά αγγλικά:
-Κύριε ελέησον! Μούγκρισε στο διπλανό του, είμαστε μια χαρά! Για κοίτα εκείνους τους γκρίζους... κυρίους, κοίτα τους! Τους βλέπεις; Σωριάζονται κάτω κατά δωδεκάδες, κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες! Κοίτα! Κοίτα! Την ώρα που σου μιλούσα ξεκληρίστηκε ένα σύνταγμα!
-Κόφ' το! Μούγκρισε ο άλλος στρατιώτης, προσπαθώντας να σκοπεύσει. Για ποιο πράγμα κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;
Δεν πρόφτασε όμως να τελειώσει κι έμεινε άφωνος. Πραγματικά οι γκρίζοι στρατιώτες έπεφταν κατά χιλιάδες. Οι άγγλοι άκουγαν τις λαρυγγώδεις στριγκλιές των γερμανών αξιωματικών, τον κρότο των πιστολιών τους καθώς πυροβολούσαν απρόθυμα. Και όμως η μια γραμμή ύστερα από την άλλη συντριβόταν στη γη.
Ολη αυτή την ώρα ο λατινοθρεμμένος στρατιώτης άκουγε τη φωνή: “Ελέησον! Ελέησον! Αιδεσιμόταντε, ακριβέ Αγιε, έλα γρήγορα να μας βοηθήσεις! Αγιε Γεώργιε, βοήθα μας!”
“Μεγάλε Καβαλάρη, υπερασπίσου μας!”
Τα βέλη που σφύριζαν στον αέρα, πετούσαν τόσο γρήγορα και τόσο πολλά μαζί που σκοτείνιασε ο τόπος. Το στίφος των άθεων εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
-Κι άλλα πολυβόλα! Ούρλιαξε ο Μπιλ προς τον Τομ.
-Μην τ' ακούς! Του απάντησε ο Τομ με τον ίδιο τρόπο. Οπωσδήποτε όμως, δόξα στο Θεό. Την έφαγαν στον κώλο!
Πραγματικά, μπροστά σ' αυτό το οχυρό του αγγλικού στρατού κείτονταν νεκροί δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες και σαν επακόλουθο δεν έπεσε και το Σεντάν. Στη Γερμανία, μια χώρα που κυβερνιέται από επιστημονικές αρχές, το ανώτερο γενικό στρατηγείο έβγαλε το συμπέρασμα πως οι αξιοκαταφρόνητοι Εγγλέζοι πρέπει να είχαν χρησιμοποιήσει μπόμπες, που περιείχαν κάποιο ανγνωστο δηλητηριώδες αέριο, γιατί πάνω στα σώματα των νεκρών γερμανών στρατιωτών δε βρέθηκε καμιά απολύτως πληγή. Ο άνθρωπος όμως που ξέρει από τη γεύση ότι τούτο που τρώει είναι ξηρός καρπός κι όχι μποφτέκι όπως προσπαθούν να τον πείσουν, ήξερε επίσης ότι ο Αγιος Γεώργιος είχε φέρει τους τοξότες του Αντζικορτ για να βοηθήσουν τους Αγγλους.

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ
ΟΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΟΣ ΣΑΚΚΕΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ