Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Francesco Lamendola. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Francesco Lamendola. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ENRICO BERTI α Διάλεξη του Francesco Lamendola

ENRICO BERTI α  Το Αγαθό

Διάλεξη του Francesco Lamendola

https://www.youtube.com/watch?v=DDDQDg8OLu0


Καλημέρα, αγαπητοί φίλοι, και καλώς ήρθατε σε ένα ακόμη ραντεβού με τον καθηγητή Francesco Lamendola, τον οποίο χαιρετίζουμε, όπου θα εμβαθύνουμε σε μια ακόμη μορφή καθολικού φιλοσόφου.
Σήμερα ο καθηγητής θα μας μιλήσει για τον Enrico Berti. Παρακαλώ, καλή ακρόαση σε όλους.

Ελπίζω η ψυχή του Enrico Berti να μην διαμαρτυρηθεί, να μην έχει αντιρρήσεις.
Πράγματι, δεν προκύπτει ότι δήλωσε ποτέ ρητά πως είναι καθολικός ή καθολικός φιλόσοφος· ωστόσο, μου φαίνεται ότι η σκέψη του είναι μια σκέψη που οδηγεί προς τον καθολικισμό — και με αυτή την έννοια πήρα την ελευθερία να τον προσθέσω στη λίστα μας.
Γεννήθηκε στο Valeggio sul Mincio, στην επαρχία της Verona, στις 3 Νοεμβρίου 1935.
Πέθανε στην Padova τον Ιανουάριο του 2022.

Υπήρξε επί μακρόν καθηγητής ιστορίας της φιλοσοφίας και του International Institute of Philosophy και, αφού αποφοίτησε στην Padova, παρέμεινε πάντοτε δεμένος με τον δάσκαλό του Marino Gentile.
Ο Marino Gentile υπήρξε από εκείνους τους φιλοσόφους που πέρασαν από τον ιδεαλισμό του Giovanni Gentile στον ρητό καθολικισμό· πιστεύω λοιπόν ότι η σφραγίδα του Marino Gentile παρέμεινε στο φιλοσοφικό έργο του Enrico Berti και το χαρακτηρίζει.


Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Padova από το 1971 έως το 2009.
Δυστυχώς τα χρόνια περνούν· είναι πιθανό να έχω δώσει κι εγώ κάποια εξέταση μαζί του, αλλά δεν μπορώ να το θυμηθώ.
Δίδαξε επίσης στη Genève, στις Bruxelles, στην Argentina, στη Santa Fe.


Υπήρξε πρόεδρος της Società Filosofica Italiana για μια τριετία, από το 1983 έως το 1986. Αναγορεύτηκε doctor honoris causa από το National University of Capodistria στην Αθήνα, την Kapodistriana di Atene. Επιπλέον, του απονεμήθηκε και μια σημαντική τιμητική διάκριση: το Ordine al Merito della Repubblica Italiana, το 2013.

Πέθανε σε ηλικία 86 ετών, το 2022.

Στη σκέψη του συναντούμε τρία θεμελιώδη στοιχεία:
τον Αριστοτέλη, του οποίου υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς σε παγκόσμιο επίπεδο·  στη συνέχεια, το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, ένα ζήτημα πάντοτε επίκαιρο, πάντοτε αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης· και, τέλος, μια προσπάθεια επανεισαγωγής της μεταφυσικής στην οπτική της σύγχρονης φιλοσοφίας, έστω και σε μορφές κάπως αναθεωρημένες σε σχέση με τη κλασική, τη θωμιστική μεταφυσική — δηλαδή βλέποντάς την ως στήριγμα για τον κόσμο της εμπειρίας, ο οποίος συχνά αποδεικνύεται ανεπαρκής.

Μια μεταφυσική της προβληματικότητας, θα μπορούσαμε να πούμε.
Σήμερα, άλλωστε, είναι ελάχιστοι οι καθαροί μεταφυσικοί.
Παράλληλα, ασχολήθηκε εκτενώς και με το ηθικό πρόβλημα· πράγματι, ανάμεσα στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του υπάρχει μία που μου έκανε εντύπωση και σκέφτηκα να τη διαβάσουμε μαζί.


Δείτε τι όμορφος τίτλος, τι καθαρό και απλό εξώφυλλο: Il Bene.
Το Αγαθό έχει και άλλες προσδιορίσεις.

Πόσοι φιλόσοφοι μιλούν σήμερα για το Αγαθό και το τοποθετούν στο κέντρο της σκέψης τους;
Ακούω δεκάδες χιλιάδες λόγους για την epistemologia, τον pragmatismo, τον strutturalismo, την analisi del linguaggio, τον esistenzialismo — αλλά το Αγαθό, πού έχει πάει το Αγαθό;
Η αξία του Αγαθού είναι ακόμη σημαντική, ακόμη βιωμένη, είναι ακόμη δυνατή;
Είναι ακόμη δυνατό να μιλά κανείς για το Αγαθό — και είναι ακόμη δυνατό για έναν φιλόσοφο να μιλά για το Αγαθό χωρίς να του ρίχνουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη λέγοντάς του «έλα τώρα, άσ’ τα αυτά για άλλη φορά»;

Έτσι, από περιέργεια, το πήρα.
Είναι στην πραγματικότητα μια αρκετά πλούσια ανθολογία συγγραφέων που μιλούν για το ηθικό πρόβλημα:
από τον Σωκράτη έως τον Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Πλωτίνο, Αυγουστίνο, Tommaso d’Aquino, Spinoza, Leibniz, Hume, Kant, Hegel, Rosmini, Marx, Nietzsche, Moore, Scheller, Hartmann, Sartre, Maritain·
αλλά, πέρα από αυτή την ανθολογία, υπάρχει και ένα εκτενές εισαγωγικό δοκίμιο, από το οποίο θα ήθελα να σας διαβάσω ένα μέρος, όπου εκθέτει την άποψή του, που μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή και από καθολική σκοπιά.

«Για το Αγαθό σήμερα σχεδόν δεν γίνεται πια λόγος» — συγγνώμη, δεν σας έδωσα τις βιβλιογραφικές πληροφορίες: Editrice La Scuola, 1984, Il Bene.

Για το Αγαθό σήμερα σχεδόν δεν γίνεται πια λόγος, τουλάχιστον ανάμεσα στους φιλοσόφους.
Ήδη ο Emanuele Kant, το 1788, έγραφε ότι στους νεότερους χρόνους το ζήτημα του υπέρτατου Αγαθού φαίνεται να έχει περιέλθει σε αχρησία ή τουλάχιστον να έχει γίνει ένα απλώς δευτερεύον ζήτημα· και είχε δίκιο, γιατί πράγματι κανένας από τους μεγάλους νεότερους φιλοσόφους — ούτε ο Descartes, ο Spinoza και ο Leibniz για την ορθολογιστική παράδοση, ούτε ο Hobbes, ο Locke, ο Barclay, ο Hume για την εμπειριστική — δεν αφιέρωσε στο θέμα του Αγαθού τις παλιές και βαθιές αναλύσεις που αυτό είχε λάβει στην αρχαία και μεσαιωνική φιλοσοφία.


Ο ίδιος ο Kant, άλλωστε, με τη γνωστή του διατύπωση σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στον κόσμο που να μπορεί να θεωρηθεί καλό χωρίς κανέναν περιορισμό, εκτός από μια καλή βούληση», κατάφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα σε κάθε επιβίωση της έννοιας του αγαθού.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη αν οι μεγάλοι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα αφιέρωσαν στο αγαθό μικρή —όπως ο Hegel— ή καμία —όπως ο Marx— προσοχή· και αν, στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο Nietzsche μπόρεσε να γράψει ένα έργο με τον εμβληματικό τίτλο Al di là del bene e del male (Πέρα από το καλό και το κακό), το οποίο, αν και συχνά ερμηνεύτηκε με μια διάθεση προκλητικής αμφισβήτησης που ξεπερνούσε την ίδια τη σκέψη του συγγραφέα, άσκησε καθοριστική επιρροή στη λογοτεχνία — συχνά δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας — των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.

Είναι περίεργο, αλλά οι σύγχρονοι φιλόσοφοι έχουν μιλήσει ελάχιστα για το αγαθό — σχεδόν καθόλου.
Δεν είναι σημαντικό; Δεν είναι ένα ζήτημα ουσιώδες;
Και αν δεν πρέπει να μιλούν γι’ αυτό οι φιλόσοφοι, τότε ποιος πρέπει να μιλά;


Όσο για τους φιλοσόφους «κατά επάγγελμα», δηλαδή τους καθηγητές φιλοσοφίας του τελευταίου αιώνα, μερικοί —αν και συνεχίζουν να αποδίδουν στο αγαθό κάποια σημασία— δηλώνουν ανίκανοι να του δώσουν έναν ορισμό· ενώ άλλοι προτίμησαν να το αντικαταστήσουν με άλλες έννοιες, θεωρούμενες πιο «μοντέρνες», όπως εκείνη της αξίας, αναθέτοντας ωστόσο τη γνώση της σε μια σχεδόν αδικαιολόγητη διαισθητική αντίληψη.

Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη του Moore, που θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας, ιδίως στον τομέα των ηθικών προβλημάτων· ενώ η δεύτερη είναι εκείνη των σύγχρονων φαινομενολόγων Scheller και Hartmann, οι οποίοι εφάρμοσαν στον κόσμο της ζωής τη φαινομενολογική μέθοδο του Husserl.
Έτσι φτάσαμε στη ριζική, αλλά συνεπή θέση του Sartre, του μεγάλου υπαρξιστή συγγραφέα — μεγάλου; δεν ξέρω — ο οποίος τουλάχιστον είχε το θάρρος να διακηρύξει: «Δεν είναι γραμμένο πουθενά ότι το αγαθό υπάρχει, ότι πρέπει να είμαστε έντιμοι, ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα», και μάλιστα υπέδειξε με καθαρότητα τον λόγο.


Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα επίπεδο όπου υπάρχουν μόνο άνθρωποι· επομένως, για όποιον έχει παρακολουθήσει τη διδασκαλία πάνω στον Paolo Rotta, εδώ επιστρέφουμε ουσιαστικά στον σοφισμό, γιατί πρόκειται περίπου για τις ίδιες ταλαντεύσεις και αμφιβολίες που είχαν οι σοφιστές στα χρόνια του Σωκράτη, έτσι δεν είναι; Πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.

Κι όμως, το πρόβλημα του τι είναι το καλό και τι είναι το κακό παραμένει.
Αυτό μαρτυρείται από τη «ναΐφ», αν θέλετε, αλλά ζωντανή, αμόλυντη, άφοβη συνείδηση των νέων, οι οποίοι, μπαίνοντας στη ζωή, θέλουν να μάθουν τι πρέπει να κάνουν, για ποιον σκοπό πρέπει να ζουν, ποιο νόημα έχουν τα διάφορα πράγματα που τους προτείνονται.
Είναι μια εμπειρία που κάθε δάσκαλος έχει ζήσει τα τελευταία χρόνια και εξακολουθεί να ζει: το να τον ρωτούν οι μαθητές του,

«Μα εσείς, τι πιστεύετε; Ποια είναι η δική σας κρίση; Κατά τη γνώμη σας, για ποιο πράγμα αξίζει να ζει κανείς;»

Το πρόβλημα του αγαθού επανέρχεται λοιπόν υπό τη μορφή του προβλήματος του νοήματος της ζωής, ιδίως μετά το ταρακούνημα που έδωσε η τεχνολογική, βιομηχανικά ανεπτυγμένη, ευημερούσα κοινωνία και η νεανική εξέγερση του ’68, η οποία —παρά τη σύγχυσή της και τον ερασιτεχνισμό της— έθετε, τελικά, την ανάγκη να δοθεί ένα νόημα στη ζωή, να ληφθεί υπόψη ο άνθρωπος, οι ανάγκες του, τα ενδιαφέροντά του, οι σκοποί του, το αγαθό του, εν ολίγοις.

Αυτή είναι μια μάλλον αισιόδοξη ερμηνεία, κατά τη γνώμη μας· ωστόσο, είναι ακριβώς η στάση που κράτησε ο ίδιος (ο Berti) και στα «χρόνια του μολυβιού», στις δύσκολες και σκοτεινές εκείνες εποχές.
Προσπάθησε πάντοτε να μην διακόψει τον διάλογο με τους νέους διαμαρτυρόμενους.


Στα προβλήματα του τι και του πώς, που αποτελούν αντικείμενο περισσότερο ή λιγότερο επιστημονικών αναλύσεων, ήρθαν να προστεθούν εκ νέου τα προβλήματα του γιατί και του προς ποιο σκοπό.
Ή, αν θέλουμε να το πούμε με πιο «μοντέρνους» όρους, στα προβλήματα του σημαίνοντος ήρθαν να προστεθούν τα προβλήματα του νοήματος:
Τι σημαίνει αυτό για μένα; Ποιες συνέπειες έχει στη ζωή μου;

Το πρόβλημα του νοήματος της ζωής είναι, κατά βάθος, το πρόβλημα του σκοπού — της υπαρξιακής αιτίας της σωτηρίας. Αυτός ο τελευταίος όρος δεν ανήκει μόνο στη γλώσσα της θρησκείας ή της πίστης· επιβλήθηκε, μάλιστα, σε άμεση αναφορά προς τη ζωή, και στη φιλοσοφία, ήδη από την αρχαιότητα, όταν ο Σωκράτης ρωτούσε τον σοφιστή Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα:
«Αν λοιπόν η ευτυχία μας συνίστατο σε αυτό, στο να χρησιμοποιούμε και να παίρνουμε το μεγαλύτερο και να αποφεύγουμε το μικρότερο, σε τι θα μας φαινόταν ότι συνίσταται η σωτηρία της ζωής;»
Και παρακάτω συνέχιζε:
«Αν λοιπόν η σωτηρία της ζωής εξαρτιόταν από την επιλογή του άρτιου και του περιττού, τι θα μπορούσε ποτέ να σώσει τη ζωή μας;»

Και κατέληγε:
«Ε, λοιπόν, άνθρωποι, αφού η σωτηρία της ζωής μας φαίνεται να συνίσταται στην ορθή επιλογή ανάμεσα στην ηδονή και στον πόνο, δεν είναι φανερό ότι αυτή θα είναι, πρώτα απ’ όλα, τέχνη του μέτρου;»

Αυτό το αρχαίο, αλλά πάντα επίκαιρο πρόβλημα, όσο κι αν παίρνει διαφορετικές μορφές, πρέπει λοιπόν να ξαναεξεταστεί στις πρώτες λύσεις που η ανθρώπινη σκέψη πίστεψε πως μπορούσε να του δώσει — δηλαδή στις αρχαίες και μεσαιωνικές — προκειμένου να δούμε αν αυτές έχουν πράγματι χάσει εντελώς την αξία τους, όπως πιστεύει η πλειονότητα των σύγχρονων φιλοσόφων, ή αν αντιθέτως την έχουν διατηρήσει, έστω και εν μέρει, όπως πιστεύουν, για παράδειγμα, ένας Rosmini ή ένας Maritain, δηλαδή ακόμη καθολικοί συγγραφείς.

Αυτό είναι το πρόβλημά του:
να δούμε τι παραμένει ακόμη έγκυρο στο να θέτει κανείς φιλοσοφικά το πρόβλημα του αγαθού, μέσα σε μια σύγχρονη φιλοσοφία που δεν μιλά πια γι’ αυτό.


Εδώ ο συγγραφέας κάνει πρώτα μια σύντομη αναφορά στη μέθοδο, και κατόπιν αρχίζει μια ιστορική επισκόπηση, ξεκινώντας από τους Έλληνες: Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, έπειτα San Tommaso d’Aquino.

Η ειδική συμβολή του Tommaso στη διδασκαλία περί του αγαθού συνίσταται στο να διευκρινίσει τον τρόπο αυτής της ταύτισης, δηλαδή στο να εξηγήσει πώς ο άνθρωπος μπορεί να απολαύσει τον Θεό, πώς το αγαθό συμπίπτει με τη θεωρία του Θεού.
Κατά τη γνώμη του, αυτό πραγματοποιείται μέσω μιας καθαρά διανοητικής, άμεσης και απροϋπόθετης γνώσης της ίδιας της ουσίας του Θεού.


Ωστόσο, αυτή η ενόραση της θείας ουσίας δεν είναι προσιτή στον άνθρωπο σε αυτή τη ζωή, όπου πρέπει να αρκεστεί να γνωρίζει, μέσω αποδείξεων αριστοτελικού τύπου, μόνο την ύπαρξη του Θεού και ορισμένα από τα γνωρίσματά Του. Είναι προσβάσιμη μόνο μετά τον θάνατο, στη αιώνια ζωή, μέσω μιας πράξης χάριτος και αγάπης εκ μέρους του Θεού.
Και εδώ επιστρέφουμε στη συζήτηση περί ταπείνωσης.


Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει καθόλου την ταπεινότητα να πει αυτό το πράγμα που για μένα είναι το πιο σημαντικό: «θα το μάθω μετά τον θάνατο». Όχι, όχι — θέλω να ξέρω αμέσως, επειδή στη ζωή την αιώνια πλέον λίγοι πιστεύουν. Λοιπόν, σας έλεγα, κατόπιν συνεχίζει με την κρίση της κλασικής λύσης.

Η αρχαία και μεσαιωνική αντίληψη του αγαθού μπήκε σε κρίση με την παρακμή της σχολαστικής και την αναβίωση της επιστήμης και της νεότερης φιλοσοφίας. Η τελευταία, πράγματι, υιοθετώντας τη νέα επιστήμη—που συνίσταται στην εφαρμογή των μαθηματικών στη μελέτη του φυσικού κόσμου—ως πρότυπο της γνώσης, εγκαινίασε μια μηχανιστική σύλληψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία όλα τα φαινόμενα ανάγονται σε κινήσεις υλικών σωμάτων στον χώρο, από την οποία αποκλείεται αυστηρά κάθε σκοπολογική θεώρηση. Οι υπερβολές ενός ορισμένου μεσαιωνικού τελεολογισμού, κατά τον οποίο ακόμη και τα πιο ασήμαντα γεγονότα εκτυλίσσονταν εν όψει ενός σαφώς γνωρίσιμου σκοπού—που σε μεγάλο βαθμό ταυτιζόταν με το αγαθό του ανθρώπου ή ακόμη και με το απόλυτο αγαθό—οδήγησαν στην άρνηση κάθε εσωτερικής τελικότητας στη φύση και στον ίδιο τον άνθρωπο, με συνέπειες που, όπως θα δούμε, είναι ολέθριες ως προς την ίδια τη σύλληψη του αγαθού του ανθρώπου.

Ο εισηγητής και ταυτόχρονα ο κυριότερος υποστηρικτής του νεότερου μηχανισμού είναι ο Descartes, ο ορθολογιστής φιλόσοφος που επιχείρησε να οικοδομήσει, κατά το μαθηματικό πρότυπο, όχι μόνο τη φυσική αλλά ολόκληρη τη φιλοσοφία του. Ο Descartes, όμως, απορροφημένος από μεθοδολογικά, φυσικά και μεταφυσικά ζητήματα, αφιέρωσε ελάχιστη προσοχή στη ηθική και, ειδικότερα, δεν ασχολήθηκε με το πρόβλημα του αγαθού. Φαίνεται πως το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι καλός για να μπορεί να ζει καλά έγινε, ξεκινώντας από τον Cartesio, κάτι παραμελητέο, δευτερεύον.

Εκείνος που, αντίθετα, έστρεψε την προσοχή σε αυτό το θέμα, επεκτείνοντας στην ηθική τον υλισμό και τον καρτεσιανό μηχανισμό, είναι ο Spinoza. Ethica more geometrico demonstrata—ένας δηλαδή που θέλει να σου εξηγήσει την ηθική όπως αποδεικνύονται τα θεωρήματα της γεωμετρίας· πιο μηχανιστικό από αυτό, δεν ξέρω· αν είναι ακόμη ηθική ή έχει γίνει «ακριβής επιστήμη» που φέρει καταχρηστικά το όνομα της ηθικής. Κατόπιν λέει ότι μια ασθενής προσπάθεια αντίδρασης σε αυτή την υπερβολή είναι εκείνη του Leibniz, που απέρριψε τον σπινοζικό εμμενισμό.

Έπειτα μιλά για τον Hume, ο οποίος αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια παραγωγής της ηθικής από τη μεταφυσική, επειδή για τον Hume τελικές αιτίες δεν υπάρχουν και, επομένως, η ηθική δεν είναι αποδείξιμη με τον λόγο. Αυτή η διδασκαλία έχει στον Hume και μια διατύπωση που θα ονομαστεί, από την αγγλική αναλυτική φιλοσοφία του 20ού αιώνα, «Νόμος του Hume», σύμφωνα με τον οποίο το να παράγεις την ηθική από τη μεταφυσική οδηγεί πρωτίστως σε ένα λογικό σφάλμα, τη λεγόμενη φυσιοκρατική πλάνη. Με βάση αυτόν τον υποτιθέμενο νόμο—που στην πραγματικότητα ο Hume ποτέ δεν θεωρεί ως τέτοιο, αλλά πάντα βρίσκεται κάποιος πιο «χουμικός» από τον Hume—οι προτάσεις της μεταφυσικής και της φυσικής σχηματίζονται με ρήματα σε οριστική, δηλαδή είναι περιγραφικού τύπου, ενώ οι προτάσεις της ηθικής σχηματίζονται με το ρήμα «πρέπει», ισοδύναμο με προστακτικό τρόπο, άρα είναι προτάσεις κανονιστικού/προτρεπτικού τύπου.

«Πρέπει να κάνεις έτσι, δεν πρέπει να κάνεις αλλιώς». Ο Kant είναι ο μεγάλος κριτικός—όχι μόνο στον γνωσιολογικό τομέα αλλά και στον ηθικό—ολόκληρης της νεότερης φιλοσοφίας· αυτός που επικυρώνει οριστικά τις συνεπαγωγές για την έννοια του αγαθού. Κατά βάση συμμερίζεται την κριτική του Hume στη ρασιοναλιστική ηθική, διότι, όπως και ο Hume, δεν μπορεί να συλλάβει άλλη μεταφυσική από τη μαθηματιστική και άλλη φυσική από τη μηχανιστική· δεν μένει όμως ικανοποιημένος ούτε από την εσωτεριστική και ουσιαστικά σκεπτικιστική ή σχετικιστική ηθική του Hume, και γι’ αυτό προτείνει μια και μόνη σύλληψη του αγαθού, η οποία, στην προσπάθεια να αποδώσει σε αυτή την έννοια καθολική ισχύ, καταλήγει να την αδειάζει από κάθε περιεχόμενο.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο κανόνας που επιβάλλει η λογική, για τον Kant, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προκύπτει από κάποια γνωστική διαδικασία, αλλά πρέπει να είναι πρωταρχικός/αυθεντικός· και ότι από μια γνώση που δεν μπορεί να είναι αποδεικτική δεν μπορεί να συναχθεί κανένας ηθικός κανόνας, παρά μόνο μια ένδειξη χρησιμοθηρικού τύπου. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς σε αυτή τη θέση μια προσχώρηση στη θέση του Hume, σύμφωνα με την οποία η ηθική δεν μπορεί να αντληθεί από τη μεταφυσική. Η διαφορά ανάμεσα σε Kant και Hume έγκειται μόνο στο ότι ο Kant δεν αρκείται στη χρησιμοθηρική ηθική· θέλει να θεμελιώσει μια «ορθολογική» ηθική και, έχοντας παραιτηθεί από κάθε μεταφυσική θεμελίωση, θεμελιώνει την ηθική πρακτικά πάνω στην ίδια, δηλαδή ξεκινά ήδη από έναν κανόνα, από έναν νόμο, από μια προτρεπτική πρόταση—τον περίφημο «κατηγορικό προστακτικό»—θεωρώντας τον ως το μοναδικό δυνατό θεμέλιο άλλων εξίσου προτρεπτικών προτάσεων.

Είναι το παράδειγμα ενός φιλοσόφου που έμπλεξε μόνος του, αφού απέκλεισε όλες τις άλλες λύσεις· το επιχείρημά του είναι: «Μα γιατί εγώ πρέπει να πράττω το καλό;» — «Επειδή πρέπει. Εσύ πρέπει. Τελεία.» Αλίμονο, αυτή είναι μια προσταγή, όχι φιλοσοφικός συλλογισμός. Και εδώ είναι ενδιαφέρον το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Οι νέες απόπειρες λύσης και η αποτυχία τους».

Έτσι, αφού ανακεφαλαιώσει την πορεία της κλασικής ηθικής και την κατάρρευση που σημειώθηκε από τον Cartesio έως τον Kant—μέχρι τη σχεδόν ανυπαρξία της έννοιας του αγαθού, του ερωτήματος «τι είναι το αγαθό;»—ο Enrico Berti διερωτάται αν είναι δυνατή κάποια νέα απόπειρα λύσης που να λαμβάνει υπόψη αυτές τις εμπειρίες και και τις αποτυχίες. «Οι νέες απόπειρες λύσης και η αποτυχία τους». Η ποιητικότητα/τυπικότητα της καντιανής θέσης έγινε αμέσως δεκτή και υπέστη κριτική από τον Hegel, ο οποίος πρωτίστως αρνήθηκε τη διάκριση ανάμεσα σε αγαθό και ευζωία/ευημερία, παρατηρώντας ότι αυτή ενσωματώνεται επίσης στην έννοια του υπέρτατου αγαθού· αλλά κυρίως επισήμανε ότι το αγαθό του Kant είναι μια αφηρημένη ιδέα, υπάρχουσα μόνο στη σκέψη, καθώς είναι απλώς «θελημένο» και, για να εισέλθει στην πραγματικότητα, πρέπει να εμπιστευθεί την υποκειμενική βούληση.

Με δυο λόγια, παρατηρεί ο Hegel: «πρέπει να είναι»· άρα «δεν είναι», δεν υπάρχει. Πέρα από αυτή την τυπικά χεγκελιανή θέση—μεταξύ «δέοντος είναι» και «είναι»—που ισχύει απέναντι στο καντιανό αγαθό, διότι αυτό είναι μόνο ένας κανόνας, ένας νόμος, μια προτροπή χωρίς γνωσιολογικό θεμέλιο, αλλά δεν ισχύει απέναντι σε κάθε «δέον» που έχει αντιθέτως θεμέλιο στη γνώση της πραγματικότητας (λ.χ. σε μια τελική αιτία ή σε μια υπερβατική αρχή), εκείνο που μπορεί να συλληφθεί στην κριτική του Hegel προς τον Kant είναι η επισήμανση της αγνωσίασης και, συνεπώς, της αθεμελίωτης φύσης του καντιανού αγαθού. Το αγαθό του Kant «δεν είναι», δηλαδή δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, διότι δεν είναι αντικείμενο ορθολογικής γνώσης, αλλά απλώς ένας κανόνας, μια προτροπή χωρίς επαρκή θεωρητική δικαιολόγηση.

Με αυτή την επισήμανση ο Hegel, σε αντίθεση με τον Kant, απαλλάσσεται από την χουμεϊκή ένσταση περί της υποτιθέμενης «φυσιοκρατικής πλάνης», επειδή έχει αποκτήσει μια νέα μεταφυσική—όχι πλέον μαθηματική και μηχανιστική, αλλά διαλεκτική και τελεολογική—ανακτώντας κατά κάποιον τρόπο ορισμένες όψεις της κλασικής σύλληψης (αν «μεταφυσική» θέλουμε να ονομάσουμε τη φιλοσοφία του Hegel). Η τυπικότητα της καντιανής σύλληψης του αγαθού είναι έκδηλη, όπως σωστά παρατηρεί ο Hegel, από την απροσδιοριστία της, από τον καθαρά μορφικό χαρακτήρα της. Τι μπορεί, πράγματι, να επιτάσσει ένας νόμος που δεν εδράζεται στη γνώση κανενός αντικειμένου;

Αλλά το αγαθό ως «είναι», δηλαδή η ηθικότητα που ο Hegel προτείνει να αντικαταστήσει το αγαθό ως «δέον», δηλαδή τη moralità, δεν καθορίζεται από μια μεταφυσική κλασικού τύπου—που θα νοούσε το αγαθό ως τελική αιτία, τελείωση του ανθρώπου ήδη υπάρχουσα στον νου του Θεού και πραγματοποιούμενη στη ζωή μέσω των πράξεων, ή ως θέαση και ένωση με ένα απόλυτο υπερβατικό αγαθό—αλλά καθορίζεται από μια μεταφυσική εμμενιστικού τύπου.

Γι’ αυτό έλεγα, αν θέλουμε να την ονομάσουμε «μεταφυσική» — γιατί, να πω την αλήθεια, η «εμμενιστική μεταφυσική» μου φαίνεται κάπως σαν λογοπαίγνιο. Σύμφωνα με αυτήν, το αγαθό έχει ήδη πραγματοποιηθεί και ενσαρκωθεί μέσα στους θεσμούς, στους θετικούς νόμους, στις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες που ήδη υπάρχουν στην ιστορία — και η ανώτατη από αυτές είναι το Κράτος.

Ξέρουμε ότι για τον Hegel, τελικά, το αγαθό της ιστορίας κορυφώνεται μέσα στο Κράτος — ακριβέστερα, στο Πρωσικό Κράτος. Όχι σε οποιοδήποτε κράτος, προσοχή· όχι σε ένα κράτος ανάμεσα στα άλλα· στο Πρωσικό Κράτος.

Το Απόλυτο, για τον Hegel, δεν είναι υπερβατικό, αλλά εμμενές μέσα στην ιστορία· και, κατά συνέπεια, το ίδιο ισχύει και για τον σκοπό του ανθρώπου. Το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Croce και για τον Gentile. Η ενσάρκωση αυτού του Απολύτου είναι ακριβώς το Κράτος — η είσοδος του Θεού στον κόσμο — στο οποίο, επομένως, ο άνθρωπος, ως άτομο, οφείλει να είναι πλήρως υποταγμένος και, αν χρειαστεί, ακόμη και θυσιασμένος.

Μέσα σε αυτή την υποταγή και πιθανή θυσία έγκειται το δικό του αγαθό. Μα την αλήθεια, να γιατί υπάρχουν ακόμη σήμερα τόσοι hegeliani τριγύρω! Μα δεν βλέπετε ότι ποτέ δεν υπήρξαν εποχές πιο hegeliane από τις σημερινές;
Με ένα κράτος που αξιώνει, ακόμη κι εκεί όπου αυτοχαρακτηρίζεται «δημοκρατικό», να επιβάλλει στον άνθρωπο σχεδόν και τους πιο προσωπικούς κανόνες συμπεριφοράς — εκείνους που αφορούν την υγεία του, τη ζωή του, την εργασία του.


Έχω εδώ κοντά μου έναν φίλο που έχασε τη δουλειά του πριν από δύο χρόνια, επειδή είπε «όχι» σε μια άδικη και παράνομη επιβολή εκ μέρους του κράτους.
Αλλά ο Hegel λέει πως το κράτος είναι το αγαθό· άρα, αν το λέει το κράτος, θα είναι σίγουρα καλό — και πρέπει να υπακούμε.


Και όχι μόνο αυτό: ούτε καν κάθε κράτος· ένα συγκεκριμένο κράτος είναι το απόλυτο αγαθό, γιατί κάθε μεμονωμένο κράτος ενσαρκώνει ένα εθνικό πνεύμα, το οποίο, με τη σειρά του, αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη στιγμή του Πνεύματος του Κόσμου, που εκδηλώνεται σε μια ορισμένη περίοδο της ιστορίας.
Το απόλυτο αγαθό είναι, επομένως, το ίδιο το Πνεύμα του Κόσμου, το οποίο εκδηλώνεται μέσα σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, αλλά στη συγκεκριμένη εκείνη εποχή εκδηλώνεται μέσα στο Πρωσικό Κράτος.
Κατά σύμπτωση, ο Hegel είναι Πρώσος πολίτης, σεβαστός καθηγητής στο Βερολίνο.


Μια άλλη απόπειρα —διαφορετική από τη χεγκελιανή, αν και εν μέρει εξαρτημένη από αυτήν— για την αποκατάσταση μιας θετικής και συγκεκριμένης αντίληψης του αγαθού είναι εκείνη του Marx.
Οι Marx και Engels ξεκινούν από τη διαλεκτική θεώρηση του Hegel, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος, το υποκείμενο, αντικειμενοποιείται, δηλαδή τοποθετεί την ίδια του την ουσία στο προϊόν της εργασίας του.
Παρατηρεί όμως ότι η καπιταλιστική δομή των σχέσεων παραγωγής, μέσω της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αφαιρεί από τον άνθρωπο το προϊόν της εργασίας του — δηλαδή του στερεί την ίδια του την ουσία, τον αλλοτριώνει.


Ο άνθρωπος, επομένως, για να επανακτήσει την ουσία του, πρέπει να καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλαδή τη καπιταλιστική δομή των σχέσεων παραγωγής, και να εγκαθιδρύσει τον κομμουνισμό.

Ο κομμουνισμός, λοιπόν, κατά τον Marx, είναι η επανιδιοποίηση του εαυτού από τον άνθρωπο· δηλαδή η πλήρης πραγματοποίησή του, η τελείωσή του, το αγαθό του.
Στον κομμουνισμό —στην κοινωνία χωρίς τάξεις— ο άνθρωπος συμφιλιώνεται με τη φύση· γι’ αυτό ο κομμουνισμός είναι τέλειος ουμανισμός, τέλειος νατουραλισμός, και προπάντων συμφιλιώνεται με τους άλλους ανθρώπους, πραγματοποιώντας πλήρως την κοινωνική του φύση.


Στον κομμουνισμό όλες οι δραστηριότητες του ανθρώπου είναι κοινωνικές· ο ίδιος αποκαλύπτεται ως κοινωνικό ον· η ατομική του ζωή και η ζωή του ως μέλους του είδους δεν διαφέρουν μεταξύ τους — κάτι που θυμίζει το ιδεώδες της κυψέλης, ή του τερμιτόλοφου, ή, θα λέγαμε σήμερα, της Κίνας του σήμερα· το ιδεώδες μιας κοινωνίας όπου το μισό του πληθυσμού πληρώνεται για να κατασκοπεύει το άλλο μισό.

Όσο για αυτή τη συμφιλίωση με τη φύση, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στη λίμνη Aral — που πέθανε εξαιτίας των τρελών αντια οικολογικών πολιτικών της σοβιετικής γεωργίας.
Όσο για την αρμονία με τους άλλους ανθρώπους, για τη συμφιλίωση μεταξύ των ανθρώπων, αρκεί να σκεφτεί κανείς τα gulag και τα εκατομμύρια των θυμάτων που προκάλεσαν — και έχει ήδη την απάντηση.


Όπως βλέπουμε, ενώ για τον Hegel ο άνθρωπος υποκειμενοποιούνταν και συνεπώς πραγματοποιούνταν μέσα στην eticità (την ηθικότητα), και μάλιστα στη μεγαλύτερη μορφή της, δηλαδή στο Κράτος —στη σφαίρα του πολιτικού—, για τον Marx η πραγματοποίησή του γίνεται μέσα στην κομμουνιστική κοινωνία.
Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη ποτέ· προσπάθησαν να το πραγματοποιήσουν μέσα στο κομμουνιστικό κράτος, δηλαδή σε μια άμεση παραλλαγή του εγελιανισμού.


Το κράτος των εργατών — ποτέ δεν υπήρξε κομμουνισμός· υπήρξε πάντοτε κρατικός κομμουνισμός, που είναι κάτι κάπως διαφορετικό.
Αυτή η κοινωνία, περισσότερο παρά στη σφαίρα του πολιτικού, ανήκει σε εκείνη που ο Hegel θα αποκαλούσε σφαίρα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή του κοινωνικού
.

Μια άλλη διαφορά σε σχέση με τον Hegel είναι ότι για τον Marx αυτή η κοινωνία δεν υπάρχει ακόμη, όπως το χεγκελιανό κράτος, αλλά πρέπει ακόμη να πραγματοποιηθεί· εκφράζει, επομένως, ένα είδος «δέοντος», αν και ο προσδιορισμός της —μαζί με την εγγύηση της πραγμάτωσής της— παρέχεται ακριβώς από τη εγελιανή διαλεκτική, η οποία καθιστά τον μαρξιστικό σοσιαλισμό επιστημονικό και όχι απλώς ουτοπικό.

Συνεχίζεται

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Οι Ροσμινιανές ρίζες του πνευματιστικού υποκειμενισμού.

 

Το κείμενο περιγράφει τέσσερα κύρια ρεύματα της Καθολικής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα: τον Νεοθωμισμό, ο οποίος αναβίωσε τη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη και αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Πάπα Λέοντα ΙΓ', τον Καθολικό Πνευματισμό, που επηρεάστηκε από τον Antonio Rosmini και έδινε έμφαση στην εσωτερική συνάντηση με τον Θεό, την Προσωποκρατία, η οποία ενέπνευσε από τον Emmanuel Mounier και εστίαζε στη σημασία του ατόμου και την κοινωνική αλληλεγγύη, και τέλος τον Χριστιανικό Υπαρξισμό, που εκπροσωπήθηκε από στοχαστές όπως ο Gabriel Marcel. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον Rosmini ως εμπνευστή του πνευματισμού, με διαμάχες γύρω από τις φιλοσοφικές του μεθόδους, οι οποίες θεωρούνται από κάποιους ως σύνθεση Καρτεσιανού και Καντιανού ιδεαλισμού και απομάκρυνση από την κλασική Θωμιστική μεταφυσική. Οι επικριτές του Rosmini τονίζουν ότι η φιλοσοφία του εστιάζει στην ιδέα του Είναι (επιστημολογία) παρά στην πραγματικότητα του όντος (μεταφυσική), μπερδεύοντας το Ον με το Είναι και οδηγώντας σε κινδύνους ψευδούς μεταφυσικής.

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Υπήρχαν τέσσερα κύρια ρεύματα στα οποία διαρθρώθηκε η καθολική σκέψη κατά τον 20ό αιώνα.

Πρώτα απ 'όλα, ο Θωμισμός, ή μάλλον ο νεοθωμισμός, ενισχυμένος από την δημόσια και επίσημη αναγνώριση που έλαβε από τον ΛέονταΙΓ' με την Εγκύκλιο Aeterni Patris της 4ης Αυγούστου 1879, στην οποία η φιλοσοφία του Αγίου Θωμά του Ακινάτη ανακηρύχθηκε ως η καταλληλότερη για τη διάχυση του χριστιανικού μηνύματος σε μια ταχέως εκκοσμικευόμενη κοινωνία, και επίσης ως η τελειότερη στον προβληματισμό και την αποσαφήνιση των ειδικών περιεχομένων του Καθολικού δόγματος. Είχε προβληματικούς προδρόμους στους Matteo Liberatore και Luigi Taparelli d'Azeglio. Στη Γαλλία εμφανίστηκαν οι προσωπικότητες των Réginald Garrigou-Lagrange, Antonin-Dalmce Sertillanges και Étienne Gilson. Στο Βέλγιο άκμασε η σχολή του Λουβέν, όπου όμως ο Ιησουίτης Joseph Maréchal, ο οποίος ωστόσο επιχείρησε μια απίθανη συνδιαλλαγή του Θωμισμού με την καντιανή κριτική. Στην Ιταλία το κέντρο της αναγέννησης των των Νεοθωμιστών οργανώθηκε γύρω από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ιερής Καρδιάς και είχε μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων του τον Amato Masnovo, τον Francesco Olgiati και τη Sofia Vanni Rovighi, καθώς και τον Gustavo Bontadini, ο οποίος, ωστόσο, κατέχει μια θέση ξεχωριστά σε αυτό, καθώς  όρισε τόν εαυτό του ως «νεοκλασικό ριζωμένο στην καρδιά της σύγχρονης σκέψης», όχι χωρίς έντονη παρμενίδεια νοσταλγία. Ο πιο ριζοσπαστικός στην πλήρη απόρριψη του καντιανισμού και κάθε φιλελεύθερης φιλοσοφίας, σύμφωνα με την επιταγή και το πνεύμα του Syllabus του Pius IX, ήταν ο Friulian Jesuit Guido Mattiussi, μια κάπως απομονωμένη μορφή ακόμη και σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον, και ειδικά στο Μιλάνο, ακριβώς λόγω της αδιαλλαξίας του. Στην Ελβετία ξεχωρίζει, αλλά είναι και κάπως απομονωμένος, η μορφή του Romano Amerio, αδελφού ενός άλλου σημαντικού νεοθωμιστή στοχαστή, του Σαλεσιανού Franco Amerio. Όπως μπορείτε να δείτε, δεν ήταν ένα συμπαγές μέτωπο. Μερικοί από αυτούς αναζητούν ανοιχτά έναν διάλογο και την ενσωμάτωση με εκείνη την καρτεσιανή, καντιανή και υποκειμενιστική φιλοσοφία, που θεωρητικά θα έπρεπε να ήταν ο κύριος κριτικός στόχος τους.

Μετά υπήρχαν οι εκφραστές του καθολικού πνευματισμού. Επηρεάστηκαν από τη Φιλοσοφία του Πνεύματος των Γάλλων Réné le Senne και Louis Lavelle, αλλά και, όπως θα δούμε, από τη σκέψη του Antonio Rosmini. Οι πιο γνωστοί ήταν οι Armando Carlini, Felice Battaglia, Michele Federico Sciacca, Augusto Guzzo και Luigi Stefanini. Μερικοί από αυτούς επιδίωξαν μια ανάκαμψη του διαλόγου με τον ιδεαλισμό, τόσο από τον Κρότσε (Croce) όσο και από τον Τζεντίλ (Gentile). Επιπλέον, σχεδόν όλοι δίνουν την έμφαση στη συνάντηση με τον Θεό ως ένα καθαρά εσωτερικό γεγονός, και επομένως υποκειμενικό, παρά ως μια λογική πορεία προς την αντικειμενική αλήθεια, όπως συμβαίνει στον Θωμισμό.

Μια άλλη κατεύθυνση ήταν η προσωπολατρική, εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από τον Emmanuel Mounier και το περιοδικό Esprit , αλλά και από τον Charles Pèguy και τον πρώην προτεστάντη Jacques Maritain, παντρεμένο με μια Ρωσίδα Εβραία που επίσης προσηλυτίστηκε, και που άσκησε συνεχή επιρροή – σε συμφωνία με τον Léon Bloy – στον Ιουδαϊσμό του Καθολικισμού, ελαχιστοποιώντας τα κρίσιμα ζητήματα και τις επικρίσεις και προσπαθώντας να δείξει ότι η σωτηρία προέρχεται από τους Εβραίους. Πολλοί διανοούμενοι που συχνάζουν στα σαλόνια τού Maritain και της Raissa διατηρούν περήφανα τις αντίστοιχες μη καθολικές θρησκευτικές τους ταυτότητες, γι' αυτό υιοθετούν τον ορισμό τής κοινωνίας προσώπων για τον δικό τους κύκλο. Γι' αυτούς η συνάντηση με το άτομο προηγείται της θρησκευτικής αλήθειας. Μισούν την αστική τάξη και το αστικό και φιλισταϊκό πνεύμα και λατρεύουν, αν μη τι άλλο, έναν διάλογο με τους μαρξιστές (μέσα στην ουτοπική και μη ρεαλιστική προοπτική μιας «υπέρβασης» του μαρξισμού), στο όνομα μιας κοινής αλληλεγγύης με τους «φτωχούς», στη συνείδηση ​​ότι η Ευρώπη και ο κόσμος βιώνουν μια κρίση πολιτισμού.

Τέλος, υπήρξαν μερικοί καθολικοί στοχαστές που, έχοντας παραμερίσει τις ιμανεντιστικές και μηδενιστικές πτυχές της σκέψης του Χάιντεγκερ και του Σαρτρ, ακολούθησαν το ιδεώδες του χριστιανικού υπαρξισμού: πριν από αυτούς ο Γκάμπριελ Μαρσέλ, ο οποίος, ωστόσο, ποτέ δεν δέχτηκε για τη φιλοσοφία του έναν τέτοιο ορισμό. Ο Marcel μπορεί να συγκριθεί με τη φιγούρα του Emmanuel Mounier, που ήδη αναφέρθηκε, και, φυσικά, με τον μακρινό Δανό πρόδρομο, τον «ιππότη της πίστης» Søren Kierkegaard. Εν μέρει, μπορεί να προστεθεί και η φιλοσοφία δράσης του Μωρίς Μπλοντέλ που όμως όταν φάνηκε η αντινεωτερική αντίδραση προτίμησε να διακόψει τις σχέσεις με τους «οπαδούς» του και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο.

Αναφέραμε ότι ο πραγματικός εμπνευστής των καθολικών πνευματιστών ήταν ο Antonio Rosmini (όπως ο Bergson ήταν ο εμπνευστής της φιλοσοφίας της δράσης και επομένως, έμμεσα, του μοντερνισμού). Ο μεγαλύτερος εκφραστής αυτής της σχολής, ο Armando Carlini (1878-1959), το αναγνωρίζει ανοιχτά αφού διέψευσε και απέρριψε τις διάφορες μορφές κριτικής του Διαφωτισμού, από αυτή του Kant έως αυτή του Condillac, στο τελευταίο κεφάλαιο του τόμου του The Myth of Realism. (Φλωρεντία, Sansoni, 13936, cit. στο A.Carlini – A. Guzzo, MF Sciacca, Contemporary Italian spiritualism , Turin, Società Editrice Internazionale, 1954, σελ. 8-10):

Ας πάρουμε μάλλον ως σημείο εκκίνησης τον Ροσμίνι μας με το ισορροπημένο δόγμα του, που ήδη σωστά τονίστηκε από άλλους, την ευαισθησία ως εκείνη την αίσθηση που έχει η ψυχή για τον εαυτό της στην ένωσή της με το σώμα. Ποιο είναι το σώμα που εδώ, σε αυτό το συναίσθημα που ορίζεται από τη Rosmini ως ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ, είναι ένα, αν και όχι ως ταυτότητα, με την ψυχή; Δεν είναι το σώμα, λέει, που μελέτησε ο φυσικός ή ο φυσιολόγος: «Είναι το ίδιο σαν κάποιος να ανατομεί και να αντιλαμβάνεται τα νεύρα ενός άλλου ζωντανού ευαίσθητου όντος, τα οποία όμως νεύρα δεν είναι ευαίσθητα σε αυτόν που τα ανατομίζει, αλλά σε αυτόν που είναι». Αυτό είναι ένα σώμα που έχει ήδη γίνει εξωτερικό: ένα σώμα «όπως κάθε εξωτερικό σώμα που πέφτει κάτω από τις αισθήσεις και παράγει αισθήσεις μέσα σε αυτό». Το σώμα που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες μας συναίσθημα είναι αυτό που ταυτίζεται μαζί μας, «αισθανόμαστε ότι συναινεί» με την ψυχή μας. Ο Rosmini ονομάζει τον πρώτο τρόπο αντίληψης του σώματός μας εξωυποκειμενικό, τον δεύτερο υποκειμενικό. Αλλά, λοιπόν, ακόμη και σε αυτό το δεύτερο διακρίνει δύο τρόπους σκέψης, τους οποίους συνιστά να μην συγχέονται: ο ένας είναι το καθαρό θεμελιώδες αίσθημα της σωματικότητας, ο άλλος είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που καθορίζεται στις τροποποιήσεις και τις μεταλλάξεις των ιδιαίτερών μας αισθήσεων.

Πιστεύουμε ότι πρέπει να εμμείνουμε σε αυτό το δόγμα του Rosmini στα δύο βασικά σημεία, κατά τη γνώμη μας. Τό πρώτο είναι αυτή η αίσθηση της εσωτερικότητας που διακρίνει το συναίσθημά μας από το εξωτερικό του αντικειμένου της. Το άλλο είναι ο χαρακτήρας της θεμελιώδους φύσης, δηλαδή της υπερβατικότητας, που αυτό το συναίσθημα διατηρεί ως προϋπόθεση των πολλαπλών αισθήσεων στις οποίες συμβαίνει το γεγονός. Θα απορρίψουμε, ωστόσο, τις περαιτέρω εξελίξεις που δέχονται αυτά τα σημεία λόγω της παρέμβασης, στη Ροσμινιανή θεωρία, μιας διανοητικής ανησυχίας, παρόμοιας με αυτής του Καντ, όπου ανταλλάσσει την αυτοσυνείδηση, ήδη παρούσα στο συναίσθημα, με την ανακλώμενη που κάνει τό αντικείμενό της τήν πρώτη, χαμηλωμένη σε αυτό το σημείο, σε ένα συναίσθημα που δεν είναι πια συναίσθημα. «Η αίσθηση που λέει δεν μπορεί ποτέ να παρατηρήσει τον εαυτό της: είναι η κατανόηση που παρατηρεί την αίσθηση: η επίγνωση που παίρνουμε για την αίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από τη διανοητική αντίληψη τής ίδιας, ή ένας προβληματισμός πάνω σε αυτή καθεαυτή: ωστόσο αυτή η πράξη με που καταλαβαίνουμε ότι η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική από αυτή με την οποία είναι η ίδια η αίσθηση, δηλαδή με την οποία νιώθουμε». Εδώ το θεμελιώδες συναίσθημα έχει γίνει μια αίσθηση ανάγκης, όπως όλα τα άλλα, μιας διαφορετικής αρχής για τη θεμελίωση του. Σε άλλο σημείο, όμως, έγραψε ότι «μόνο αυτός που νιώθει τον εαυτό του υπάρχει μέσα του». «Το να νιώθει κανείς τον εαυτό του, να υπάρχει στον εαυτό του, είναι πράξη, όχι απλώς "ζωτική"» (που λόγω έλλειψης καλύτερου όρου ονομάζουμε ΑΙΣΘΗΜΑ, αν και στην τρέχουσα χρήση αυτό έχει μάλλον παθητικό παρά ενεργητικό νόημα). αλλά είναι επίσης μια αρχικά γνωστική, θεωρητική πράξη, καθώς υπονοεί μια ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ, δηλαδή μια «διαίσθηση» στην ίδια την πράξη του συναισθήματος. Με αυτή την έννοια λέμε ότι όλη η αυτοσυνείδηση ​​είναι ήδη παρούσα στην ευαισθησία, έτσι ώστε δεν χρειάζεται να παρεμβαίνει ένα 
INTELLECTUS (ΔΙΑΝΟΙΑ) είτε απ' έξω, όπως στον Αριστοτέλη ή στον Αβερρόη, είτε από ένα εσωτερικό που -ή κατανοείται με τον τρόπο του Αγ. Τόμας, είτε με αυτόν του Λάιμπνιτς, είτε με εκείνον του Καντ, είτε διαλεκτικά – σε κάθε περίπτωση θα ήταν πάντα ένα εξωτερικό σε σύγκριση με την εσωτερικότητα του καθαρού συναισθήματος.

Από την πλευρά του, ο ήδη αναφερόμενος Franco Amerio, στα Περιγράμματα της ιστορίας της Φιλοσοφίας (Turin, Società Editrice Internazionale., 1960, σ. 482), παρατηρεί:

Ο Armando Carlini πάντα φιλοσοφούσε σε σχέση και σε διαμάχη με τον ρομαντισμό. Η αυτοσυνείδηση ​​ως αρχή της φιλοσοφίας είναι το πλεονέκτημα του ρεαλισμού: η αυτοσυνείδηση ​​ως εμφυτη της πράξης είναι το ελάττωμά της. Η αυτοσυνείδηση ​​μπορεί να εξηγήσει τον κόσμο, αλλά δεν εξηγεί τον εαυτό της. Εξηγεί την εξωτερικότητα, αλλά όχι την εσωτερικότητα. Αλλά την ίδια στιγμή που εξηγεί την εξωτερικότητα, βρίσκει στον εαυτό της ένα πρόβλημα, ένα πρόβλημα καθαρής εσωτερικότητας. Εδώ είναι που προκύπτει η ανάγκη για το υπερβατικό, για τον Θεό: ωστόσο, ο Θεός δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σκέψη, χρειάζεται και η πίστη. Η φιλοσοφία πρέπει απαραίτητα να ενσωματωθεί με τη θρησκεία αν θέλει να λύσει το πρόβλημα ΤΗΣ Εσωτερικότητας ΩΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της σκέψης του Carlini ότι η κοσμολογία διακρίνεται σαφώς από τη μεταφυσική, η απόρριψη της παραδοσιακής μεταφυσικής ως κοσμολογία και νατουραλισμός και η σφυρηλάτηση μιας νέας μεταφυσικής που θα ήθελε να είναι πραγματικά πνευματιστική, ένα όργανο ικανό να φτάσει στον αληθινό Θεό, ο οποίος δεν θά είναι η Αριστοτελική μηχανή και πράξη, αλλά η θεογνωσία και η αγάπη του Χριστιανισμού.

Και ο Don Curzio Nitoglia, αυθεντία στο θέμα, όπως και οι άλλες θέσεις του ή όχι, στη μελέτη του From Scotus and Suarez the risks of false metaphysics (Από τον Σκότο και τον Σουάρεζ οι κίνδυνοι της ψευδούς μεταφυσικής), από την οποία αναφέρουμε μεγάλο μέρος του τρίτου μέρους, The philosophical error and theological heterodoxy rosminiana (Το φιλοσοφικό σφάλμα και η θεολογική ετεροδοξία του Ροσμίνι), τα δύο πρώτα είναι τεχνικά ανέφικτα (από: https://doncurzionitoglia.wordpress.com/2011/11/09/da-scoto-e-suarez-a-rosmini-i-pericoli-della-falsa-metafisica-parte -terza-rosmini, εξαλείφοντας τις σημειώσεις):

Ο Ροσμίνι ήθελε να εκσυγχρονίσει και να ενημερώσει ή να προσαρμόσει την καθολική παράδοση με ετερογενή τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες πολιτιστικές ανάγκες (Ντεκάρτ και Καντ) και επιθυμούσε όχι μια σύγκρουση με τη νεωτερικότητα, αλλά μια συνάντηση μεταξύ του Χριστιανισμού και του σύγχρονου κόσμου (…. ). Αντίθετα, η φιλοσοφία του κάνει χρήση της καντιανής «συνθετικής μεθόδου», δηλαδή λειτουργεί μια «σύνθεση» μεταξύ του πραγματικού όντος και του ιδανικού όντος («η ιδέα του είναι»). Καντιανό-ιδεαλιστής και σε αυτό είναι ένας αληθινός πρόδρομος του κλασικού μοντερνισμού, που καταδικάστηκε από τον Άγιο Πίο. Επομένως στο φιλοσοφικό του σύστημα η πρωτοκαθεδρία ανήκει - Καρτεσιανά - στην ιδέα ή τη θεωρία της γνώσης (επιστημολογία) και όχι στην πραγματικότητα ή στη μεταφυσική του όντος. Στην πραγματικότητα, ακόμη και για τον 
Roveretano , με έναν καρτεσιανό τρόπο, το cogito έρχεται πρώτα και μετά το είναι ή το πραγματικό. Το Ροσμινιανό ον αποκαλείται πιο σωστά η «ιδέα του είναι», αφού εφαρμόζει υποκειμενικές ή «a priori» έννοιες στο είναι. Όπως γράφει ο πατέρας Battista Mondin, ο Rosmini επιχείρησε «έναν πολύ δύσκολο διάλογο με την μετακαρτεσιανή σκέψη, εγγενώς έμφυτη. […], μια συνάντηση μεταξύ του Χριστιανισμού και του σύγχρονου κόσμου. […] Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη και τον Άγιο Θωμά […], ο Ροσμίνι χρησιμοποιεί τη συνθετική μέθοδο, […] ως σύνθεση μεταξύ ιδανικού όντος και πραγματικού όντος». Επιπλέον, «ο Rosmini επιστρέφει στην κλασική θέση [του είναι, σημ.], αλλά την προτείνει ξανά σε ένα νέο πλαίσιο που είναι αυτό του Kant. […] Ο Ρόσμινι συμφωνεί στην ανάγκη να υπάρχει ένα «a priori» στοιχείο στη γνώση, το οποίο περιορίζει στη μοναδική ιδέα της ύπαρξης». Εν ολίγοις, ο Ροσμινιανισμός είναι ένα μείγμα ρεαλισμού και ιδεαλισμού, προάγγελος του «υπερβατικού» ή καντιανού θωμισμού του Joseph Maréchal και του Karl Rahner, που δεν έχει πια τίποτα Θωμιστικό, εκτός από το όνομα.(...)

Επιπλέον, ο Roveretano μπερδεύει το ΟΝ και το Είναι, σαν να ήταν εναλλάξιμα συνώνυμα, ανατρέποντας έτσι τη Θωμιστική μεταφυσική. Αρνείται την αξία των πέντε θωμιστικών τρόπων (που υιοθετήθηκαν και ορίστηκαν δογματικά από την Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού, και επομένως αλάνθαστους, ως η πραγματική ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να ανιχνεύει -με βεβαιότητα- από τα δημιουργημένα αποτελέσματα το Άκτιστο και τήν Δημιουργική Αιτία, DB 1806) ως προς την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, αρνείται να ακολουθήσει το οντολογικό επιχείρημα, που για τον άγιο Άνσελμο της Αόστα είχε μόνο πνευματικό-απολογητικό νόημα, ενώ το κάνει φιλοσοφικό επιχείρημα με την αυστηρή και αποδεικτική έννοια, κινούμενος από την έννοια του Θεού στην ύπαρξή του, δηλαδή από το ιδανικό στο πραγματικό. Όσον αφορά τις θεϊκές ιδιότητες ή Ονόματα, ακολουθεί την αποφατική οδό ή τον κακώς ερμηνευμένο Μαϊμονιδείο ή Διονυσιακό θεολογικό μηδενισμό (Τα Ονόματα του Θεού), για τον οποίο ο Θεός είναι εντελώς άγνωστος. Ενώ η αιώνια φιλοσοφία και το Δόγμα που ορίζει το Βατικανό διδάσκει ότι η ανθρώπινη λογική, πέρα ​​από την ύπαρξη του Θεού, δεν μπορεί να τά γνωρίζει όλα, αλλά μερικές από τις ιδιότητες, τις τελειότητες ή τα «Ονόματα» του (Είναι, Αλήθεια, Καλοσύνη, Ομορφιά).


"Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού.

 Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα»."


Με άλλα λόγια, αν δεν απομακρυνθούμε από τον καρτεσιανό υποκειμενισμό και δεν βασίσουμε τη μεταφυσική στο Είναι, στο πράγμα καθαυτό και όχι στο «θεμελιώδες συναίσθημα», που είναι η ιδέα του Είναι, δεν θα φτάσουμε ποτέ στην αλήθεια και θα πρέπει πάντα να αρκούμαστε -με καντιανό τρόπο- σε ένα είδος σκεπτικιστικού αγνωστικισμού, όπου τα πράγματα είναι, ναι, και είναι επίσης αληθινά, σίγουρα, αλλά επειδή και μέχρι να λάβουν από εμένα το βαθμό και το μέτρο της ύπαρξής τους και της βεβαιότητάς τους...

Το αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένα βήμα προς τα εμπρός, τόσο στον Καντιανισμό όσο και στον Θωμισμό, θα το αφήσουμε στον αναγνώστη να το κρίνει.

 https://www.brigataperladifesadellovvio.com/blog/le-radici-rosminiane-del-soggettivismo-spiritualista


 "Στα αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μας, εκεί από όπου πηγάζει και το ίδιο το εγώ, υπάρχει στην πραγματικότητα ο βαθύς εαυτός, η «καρδιά» (βασικότατος φιλοκαλικός όρος), που σημαίνει τον εσώτατο άνθρωπο, εκεί οπού κλίνει τελικά η όλη ηθική υπόσταση του ανθρώπου, η αναφορά του στον Θεό ή το κλείσιμο στον εαυτό, η παράδοσή του στον άλλο ή η φιλαυτία.

 Και το σπουδαιότερο εδώ είναι το εξής περίεργο, άκρως ενδιαφέρον «ψυχαναλυτικό» φαινόμενο, που κανείς μέχρι τώρα, από όσα γνωρίζω, δεν μελέτησε εμπεριστατωμένα: το ότι δηλαδή η αμαρτία εξελίσσεται σε ολόκληρο εαυτό («παλαιός άνθρωπος»).

Βάση του παλαιού ανθρώπου, είναι βέβαια ο εγωισμός, που δεν είναι μια αμαρτία μεταξύ άλλων, αλλά εκβάλλει σε πολλές αμαρτίες (πχ να υποτιμώ τον άλλο, ή και να τον κατακρίνω, να μην λαμβάνω υπόψη τη γνώμη του, ή και να θέλω να του επιβληθώ, η επιδειξιομανία μου, ή και η τάση μου να υποτιμώ τον πλησίον κλπ). Ο εγωισμός σαρκώνεται τελικά, παίρνει μια πιο υλώδη μορφή, σε αυτήν ή την άλλη σκέψη, σε αυτόν ή τον άλλο τρόπο αντίδρασης, συμπεριφοράς, διαμόρφωσης ακόμη της «προσωπικότητας». Και πρέπει να ξεφύγουμε όχι απλά από την αμαρτία, αλλά, επαναλαμβάνουμε, από ολόκληρο τον «παλαιό άνθρωπο». Πώς ξεφεύγει όμως κανείς;"

ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΩΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ, Η ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΥ.

"Ας πάρουμε μάλλον ως σημείο εκκίνησης τον Ροσμίνι μας με το ισορροπημένο δόγμα του, που ήδη σωστά τονίστηκε από άλλους, την ευαισθησία ως εκείνη την αίσθηση που έχει η ψυχή για τον εαυτό της στην ένωσή της με το σώμα. Ποιο είναι το σώμα που εδώ, σε αυτό το συναίσθημα που ορίζεται από τη Rosmini ως ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ, είναι ένα, αν και όχι ως ταυτότητα, με την ψυχή; Δεν είναι το σώμα, λέει, που μελέτησε ο φυσικός ή ο φυσιολόγος: «Είναι το ίδιο σαν κάποιος να ανατομεί και να αντιλαμβάνεται τα νεύρα ενός άλλου ζωντανού ευαίσθητου όντος, τα οποία όμως νεύρα δεν είναι ευαίσθητα σε αυτόν που τα ανατομίζει, αλλά σε αυτόν που είναι». Αυτό είναι ένα σώμα που έχει ήδη γίνει εξωτερικό: ένα σώμα «όπως κάθε εξωτερικό σώμα που πέφτει κάτω από τις αισθήσεις και παράγει αισθήσεις μέσα σε αυτό». Το σώμα που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες μας συναίσθημα είναι αυτό που ταυτίζεται μαζί μας, «αισθανόμαστε ότι συναινεί» με την ψυχή μας. Ο Rosmini ονομάζει τον πρώτο τρόπο αντίληψης του σώματός μας εξωυποκειμενικό, τον δεύτερο υποκειμενικό. Αλλά, λοιπόν, ακόμη και σε αυτό το δεύτερο διακρίνει δύο τρόπους σκέψης, τους οποίους συνιστά να μην συγχέονται: ο ένας είναι το καθαρό θεμελιώδες αίσθημα της σωματικότητας, ο άλλος είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που καθορίζεται στις τροποποιήσεις και τις μεταλλάξεις των ιδιαίτερών μας αισθήσεων."

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ: ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Η ζωή δεν είμαι εγώ

ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Η ζωή δεν είμαι εγώ

Απομαγνητοφώνηση

https://www.youtube.com/watch?v=mTV_6V7GvPc&list=PLCjT9ILXi93w-AW5LYulHmkpZFlEgCbnI&index=1


H ομιλία από την σύναξη των πατέρων στην Σιμωνόπετρα τον Σεπτέμβριο του 2025 επικεντρώνεται σε μια θεολογική συζήτηση μέσα από το πρίσμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, τονίζοντας τη διαφορά μεταξύ της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης και της ανατολικής πατερικής παράδοσης. Ο π. Νικόλαος υποστηρίζει ότι η αληθινή ζωή είναι ο Θεός και όχι η ψυχοβιολογική ή λογική ύπαρξη του ανθρώπου, επισημαίνοντας ότι ο πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός από τον Θεό, με κεντρί την αμαρτία και τη φιλαυτία. Η φιλαυτία ορίζεται ως η ειδωλοποιητική λατρεία του εαυτού και η άρνηση συμμετοχής στον Θεό, ενώ η ασκητική προσπάθεια στοχεύει στη μετατροπή αυτής της ναρκισσευόμενης φιλαυτίας σε θυσιαστική αγάπη προς τον Χριστό.


όλο το καλοκαίρι η Ελλάδα καίγεται.[ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ] Και ξέρετε αυτό έχει φιλοσοφική βάση. Δηλαδή η αίσθηση ότι κατέχω το Είναι. Όχι κατέχομαι, όχι μου εκχωρείται το Είναι, όχι μετέχω, αλλά κατέχω το Είναι. Το όνειρο της δυτικής φιλοσοφίας υπήρξε ακριβώς αυτό, η κατοχή του Είναι, και του Θεού, κατοχή. Με την έννοια του ότι είμαι στον νου εγώ, μπορώ να περιέχω το παν. Ο Θεός ο ίδιος αναμένει την στιγμή να γίνει περιεχόμενο του νου μου, για να αποκτήσει και αυτός αυτοσυνειδησία. Είναι να απορεί κανείς, όταν αισθάνεται κανείς ότι στην κυριολεξία ότι όλα τα πράγματα συμβαίνουν εδώ. και όμως αυτό είναι ο σημερινός άνθρωπος. Είναι παρα πολύ δύσκολο να πείσουμε τους σημερινούς ανθρώπους, τον ελληνοδυτικό άνθρωπο, ότι η αλήθεια (κάποιος ζητά διευκρίνηση), Χριστιανό ή ελληνοδυτικό άνθρωπο, έτσι τον αποκαλώ πια, …απομένει ουσιαστικά μια οδός, εμείς στην Ανατολή, θεωρούμε ότι η αλήθεια διεξάγεται εδώ, ότι εγώ θα το βρω, την αλήθεια ότι είμαι κάτοχος της αλήθειας, ετσι δεν είναι; Με την έννοια της επιστήμης, ακατάσχετη. Την έχει στο χέρι της. Δεν μπορεί να μου ξεφύγει, όπως κρατάω το ποτήρι τούτο. Αλλά είμαστε κτισμένοι πάνω σε αυτή την φόρμουλα. Και γι’ αυτό τον λόγο, για τη Δύση ήταν συγκλονιστικό, ότι ο Freud βρήκε το ασυνείδητο. Δηλαδή έχεις ένα χώρο μέσα σου, που είναι χώρος συγκρούσεων. Δεν μπορείς να βάλεις χέρι εύκολα, και σε ταλαιπωρεί αυτό, και το σύμπτωμα, σε κάνει αυτό, σε τρελαίνει. Αυτό για τη Δύση ήταν συγκλονιστικό, ενώ για την πατερική, ασκητική παράδοση, είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα. Είναι η συνέπεια της κτιστότητας, το ότι είμαστε κτιστοί, έχουμε…μέσα μας…δεν ξεχωρίζει για 20 δευτερόλεπτα καμιά λέξη…3:37 μια κατάσταση μέσα μας, μας αρρωσταίνει. Στη φιλοσοφία ας πούμε, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Heidegger, συγγνώμη τώρα που μιλάω έτσι, αυτά είναι το ξεκίνημα μου, υπάρχει η τάση μιας ανόδου, μιας κίνησης προς τα έξω με τη φαντασία, όπως είπε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ζητάς το ένα, αυτό είναι φαντασία, πρόσεξε. Και λέει αυτή τη μεγαλοφυή φράση, όπως και ο Μάξιμος, δεν είναι μόνο άγιος, είναι και μεγαλοφυής, είναι σημαντικό και τα δυο. Και λέει αυτή την φοβερή κουβέντα, αυτή η άνοδος προς το έν, είναι φαντασία καθαρή. Η πραγματική άνοδος είναι μετά παντός είδους κτίσεως. Ίνα το κατ’ εικόνα επηκριβωμένο ει, γιατί το κατ’ εικόνα δεν είναι μόνο στο σώμα, αλλά και στον κόσμο, παντού. Για τον λόγο αυτό η άνοδος στο Θεό πρέπει να είναι ολόκληρη, να είσαι ολόκληρος, ψυχή, σώμα[ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ Ή ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΚΑΡΟΥΜΕ ΚΑΠΟΥ;].[Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΕΒΗ ΜΕΧΡΙ ΤΡΙΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ. ΜΕ ΣΩΜΑ Ή ΧΩΡΙΣ ΣΩΜΑ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ.] Δεν μπορεί να τινάζεσαι; Εσύ ως κάτοχος του Θεού, και να λές, παπ, τόχω τώρα. Αυτό το κάνει η μεταφυσική, η φιλοσοφική, γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι έχουν τόσες φιλοσοφίες, όσοι είναι και αυτοί. Και όσο πιο ισχυρός διανοητικά είναι ένας φιλόσοφος, τόσο πιο επικίνδυνος είναι, όσον αφορά τη φαντασίωση του Θεού. Είναι ο πιο πειστικός. Αν διαβάσετε Hegel. Αν δεν είχα την παιδεία τη θεολογική, όταν το διάβασα βέβαια δεν την είχα. Είναι τόσο δελεαστικό, ότι έχεις την αλήθεια εσύ…και πόσο πολύ είμαστε αναμεμειγμένοι με αυτό. Να κατάσχει το θεό..και ο Θεός να το αρνείται αυτό. Και εκεί που λες ότι τον έχω, έρχεται μια θεοεγκατάλειψη, ετσι δεν είναι;

Και γενικά δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που θα σας πω τώρα. Ότι η ζωή είναι ο Θεός, και όχι εμείς. Φαίνεται απλό, αλλά δεν είναι απλό καθόλου. Κοιτάξτε τι λέει ο άγιος Μάξιμος. Εγώ τον διαβάζω 40 χρόνια και ακόμα δεν τον έχω. Θεωρούμαι παγκοσμίως, διεθνώς ειδικός στον Μάξιμο…και είμαι μαθητής του ακόμα. Είχε μεγάλο μέγεθος υπαρξιακό. Είχε περπατήσει πραγματικά, δεν καθόταν να σκέφτεται απλώς. Λοιπόν, διαβάζω λίγο από τη δευτέρα εκατοντάδα, 91: (Εκείνοι που στη ζωή αυτή γυμνάζονται από τη θεία Πρόνοια στην ευσέβεια, δοκιμάζονται με τους εξής πειρασμούς: ή με τη δωρεά αγαθών, όπως είναι η υγεία, η ομορφιά, η ευτεκνία, τα χρήματα, η δόξα και τα όμοια. ή με το χτύπημα από λυπηρά, όπως η στέρηση τέκνων και χρημάτων και δόξας. ή με όσα προκαλούν πόνο στο σώμα, π.χ. ασθένεια, βάσανα και τα λοιπά. Και προς τους πρώτους ο Κύριος λέει: «Όποιος δεν απαρνείται όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου»(64). Προς τους δεύτερους και τους τρίτους: «Με την υπομονή σας θα κερδίσετε τις ψυχές σας»(65).)

η κατά τον βιο…εις ευσέβειαν εκγυμναζόμενοι, κοιτάξτε το λέει ειρωνικά λιγάκι. Ποιο βιο, τον βίο του πιστού, αυτοί που από τη θεία πρόνοια γυμνάζονται στην ευσέβεια σε αυτό τον βιο, ..έχουν τρεις πειρασμούς. Ακούστε ποιοι είναι οι πειρασμοί. Αν δεν το έχετε διαβάσει, δε θα φαντάζεστε τι λέει. Πρώτος, η δια της αγαθών δόσεως…Εξηγεί ο Λ.: δόξα, χαρά, ευτυχία, κατοχή του θεού, γνώση. Ευτεκνία, για όσους έχουν παιδιά. Πειρασμός. Το πρώτο δεν το έχουμε για πειρασμό, αλλά για ευλογία. Πειρασμός όμως. Σου δίνει δόξες, τιμές…, και σου λέει, σ’ αρέσουν αυτά; Τι ωραία που είναι. Και σου λέει, δεν είσαι μαθητής μου. Είναι οι πιο δύσκολοι πειρασμοί, είναι αυτοί που μας κάνουν φίλαυτους. Και η φιλαυτία είναι η μεγάλη αρρωστια του ανθρώπου. Επειδή είναι πνευματικό ον έχει αυτοθαυμασμό. Είναι υπέροχο πλάσμα, είναι εικόνα Θεού, γι’ αυτό αυτοθαυμάζεται δίκαια. Και είναι μεγάλος ο πειρασμός αυτός. Και σου λέει μετά να κάνεις αποταγή. Που να την κάνεις, αντε καν την. Εγω που ζω στα περιβάλλοντα τα ακαδημαϊκά για παράδειγμα, εκεί να δείτε, όλοι έχουν έπαρση. Ε, ε. γιατί ο καθένας έχει κατορθώματα, μερικοί είναι διάσημοι σε όλο τον κόσμο. Τους ξέρουν οι πάντες, έχουν επίδραση, επιρροή, τα impact. .[Εγώ τον διαβάζω 40 χρόνια και ακόμα δεν τον έχω. Θεωρούμαι παγκοσμίως, διεθνώς ειδικός στον Μάξιμο…και είμαι μαθητής του ακόμα.] Πα, τι πως μου μιλάς εμένα; Και λέει ο Θεός, αυτός δεν με ξέρει εμένα, τον εαυτό του ξέρει. (10:16)

Συνεχίζεται

" Στα αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μας, εκεί από όπου πηγάζει και το ίδιο το εγώ, υπάρχει στην πραγματικότητα ο βαθύς εαυτός, η «καρδιά» (βασικότατος φιλοκαλικός όρος), που σημαίνει τον εσώτατο άνθρωπο, εκεί οπού κλίνει τελικά η όλη ηθική υπόσταση του ανθρώπου, η αναφορά του στον Θεό ή το κλείσιμο στον εαυτό, η παράδοσή του στον άλλο ή η φιλαυτία. Και το σπουδαιότερο εδώ είναι το εξής περίεργο, άκρως ενδιαφέρον «ψυχαναλυτικό» φαινόμενο, που κανείς μέχρι τώρα, από όσα γνωρίζω, δεν μελέτησε εμπεριστατωμένα: το ότι δηλαδή η αμαρτία εξελίσσεται σε ολόκληρο εαυτό («παλαιός άνθρωπος»)".

ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ, ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΛΗΘΗΚΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ Ή ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ. ΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΙΚΟ Ή ΤΟΝ ΚΑΤΗΦΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ..
 ΑΠΟ ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ, ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ. 
ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.

 "διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. 
Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν"

ΕΔΩ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΕΓΩ; Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ; Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ, ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ. Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ. ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΛΟΙΠΟΝ, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΥΤΙΑΣ, ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

"Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού.

 Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα»."


Σε πιο πρόσφατους χρόνους, ο Aldous Huxley επέλεξε, για ένα δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε το 1945, τον τίτλο The Perennial Philosophy. Η βασική θέση αυτού του δοκιμίου συνεχίζει τη γραμμή του Leibniz και είναι ότι σε κάθε, λίγο ή πολύ αναπτυγμένη, μορφή θρησκείας υπάρχουν ρεύματα καθαρά μυστικιστικής σκέψης που αναγνωρίζουν – προσοχή στον όρο που χρησιμοποιείται εδώ! – μία και την αυτή “Θεία Πραγματικότητα ομοούσια με τον κόσμο”.
Καθώς βρίσκεται σε αναζήτηση του θείου που είναι consustanziale (ομοούσιο) με τον κόσμο, η philosophia perennis ορίζεται από τον Huxley ως μια ψυχολογική προσέγγιση που ανακαλύπτει την ταυτότητα ανάμεσα στην ψυχή και στη Θεία Πραγματικότητα.

από Francesco Lamendola
Με άλλα λόγια, το έργο που ο άγιος Θωμάς έθεσε να φέρει εις πέρας δεν ήταν ασφαλώς, όπως μερικοί εξακολουθούν να πιστεύουν χυδαία, να «εκχριστιανίσει» τον Αριστοτέλη, αλλά να αναζητήσει στον Αριστοτέλη εκείνες τις πτυχές της philosophia perennis, εκείνες τις αιώνιες μεταφυσικές και θεολογικές αλήθειες, και πάνω απ' όλα εκείνη την υγιή και σωστή άσκηση της σκέψης, που επιτρέπουν στη φυσική λογική να τείνει μέχρι τέλους ανάλογη με αυτήν, Δηλαδή, η ενατένιση της αλήθειας. Δηλαδή, να φθάσουμε στην αλήθεια της Ύπαρξης, στον Θεό, ακολουθώντας τον πιο ταπεινό, μακρύ, ανώμαλο δρόμο της φυσικής λογικής, όχι σε ανταγωνισμό ή εναλλακτικό, αλλά σε αρμονία με τον άλλο, τον άμεσο γιατί είναι υπερφυσικός, τον οποίο ο Θεός χαρίζει στους ανθρώπους δια της χάριτος, για να τους οδηγήσει στον εαυτό Του, ως την τελική Αιτία της ύπαρξής τους και τού Είναι τους.

Οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους!

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

2. Περί Βουλήσεως
Αλλά η προαίρεση δεν είναι ούτε βούληση. Γιατί βούληση είναι φανταστική όρεξη εκείνων που εξαρτώνται και δεν εξαρτώνται από εμάς· δηλαδή διαμορφώνεται μόνο με τη διάνοια. Ενώ η όρεξη φαντάζεται μόνο τη διανοητική δύναμη, χωρίς διασκεπτικό λόγο όσων εξαρτώνται από εμάς, ή αλλιώς είναι κάποια φυσική θέληση. Η προαίρεση όμως είναι όρεξη διασκεπτική εκείνων που είναι στην εξουσία μας να πράττομε.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 -όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση-, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Η σύγχρονη σκέψη έχει τρελαθεί επειδή αρνείται το αντικείμενο

  Του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Η σκέψη έχει τουλάχιστον ένα κοινό με τον βιολογικό οργανισμό: το γεγονός ότι μπορεί να είναι υγιής ή άρρωστη. Είναι υγιής όταν παραμένει σταθερά αγκυροβολημένη στην πραγματικότητα (η οποία δεν συμπίπτει με τη φυσική και ορατή πραγματικότητα), είναι άρρωστη όταν αποδεσμεύεται από αυτήν και ακολουθεί το δικό της δρόμο: σε αυτό το σημείο τρελαίνεται. Υπάρχει μια ακριβής στιγμή, στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, στην οποία λαμβάνει χώρα αυτή η απόκλιση, αυτή η απόσπαση από την πραγματικότητα και αυτή η αιώρηση της σκέψης στα τρελά βασίλεια της καθαρής υποκειμενικότητας: το καρτεσιανό cogito. Από τότε που η δυτική φιλοσοφία έλαβε τον Descartes ως κύριο της λογικής και την καρτεσιανή αρχή του cogito ergo sum ως το θεμελιώδες κλειδί για την κατανόηση της πραγματικότητας, τέθηκε στον δρόμο προς την τρέλα και άρχισε να μην καταλαβαίνει πια τίποτα. Όλα ή σχεδόν όλα όσα ακολούθησαν δεν είναι παρά μια παραλλαγή του θέματος, δηλαδή μια παραλλαγή της καρτεσιανής τρέλας. Ο Καντ, για παράδειγμα, με το "εγώ σκέπτομαι" (Νομίζω), είναι άμεσος μαθητής του Καρτέσιου και όπως κι εκείνος χάνει από τα μάτια του το πιο σημαντικό πράγμα, την προσάρτηση στην πραγματικότητα. Το πράγμα από μόνο του(καθαυτό) δεν είναι πλέον σημαντικό, δηλαδή το πραγματικό όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι η αντίληψη του πραγματικού, δηλαδή το υποκείμενο που αντιλαμβάνεται. Αντιλαμβάνεται τι; Δεν ξέρουμε: ο Καντ δεν ευνοεί να διευκρινίσει αυτή την αμελητέα λεπτομέρεια. Θεωρεί δεδομένο ότι το καθαυτό πράγμα, το Νοούμενο, είναι άφταστο και ανεξήγητο, και αυτό του αρκεί· αξίζει κανείς να «δουλεύει», δηλαδή να σκέφτεται (η σκέψη γίνεται αρχή της πραγματικότητας: ο Χέγκελ θα συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι) για ό,τι απομένει, δηλαδή το φαινόμενο. Αλλά το φαινόμενο δεν είναι το πραγματικό και δεν το πλησιάζει καν. Το φαινόμενο είναι αυτό το μικρό και συχνά παραπλανητικό μέρος της πραγματικότητας που το υποκείμενο καταφέρνει να κατανοήσει, καθιστώντας τον εαυτό του τον άξονα και το κέντρο του σύμπαντος. Το να κάνεις φιλοσοφία μόνο με το φαινόμενο σημαίνει να εγκαταλείπεις το να κάνεις φιλοσοφία και να μπερδεύεις την αληθινή φιλοσοφία, που είναι η αναζήτηση της αλήθειας, με την εξωτερίκευση υποκειμενικών απόψεων, που είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Η λεγόμενη μοντέρνα φιλοσοφία είναι γνώμη, δόξα, για να μην πω φλυαρία και σχεδόν πάντα βαρετή, δηλαδή το χασμουρητό (όπως παρατήρησε ο Σοπενχάουερ όταν μιλούσε για τον εγελιανισμό). Αν πάρετε το υποκείμενο ως αρχή της πραγματικότητας, είστε σαν τον βαρόνο του Münchhausen που προσπαθεί να βγάλει τον εαυτό του από το βάλτο, συμπεριλαμβανομένου του αλόγου του, κρατώντας τα μαλλιά του και πιέζοντας τον εαυτό του... στό τίποτα. Σε τι βασίζεται η σύγχρονη σκέψη, αφού αφαιρεθεί το αντικείμενο ή, καί είναι το ίδιο, αφού αφαιρεθεί η προτεραιότητα της πραγματικότητας έναντι οτιδήποτε άλλου; Στό τίποτα. Η σύγχρονη σκέψη βασίζεται στο τίποτα και είναι η σκέψη του τίποτα. Ολόκληρος ο γιγαντιαίος κερδοσκοπικός καθεδρικός ναός του Χέγκελ, και του ιδεαλισμού γενικότερα, είναι ο καθεδρικός ναός του τίποτα, φτιαγμένος από το τίποτα. Ταυτόχρονα είναι η αυστηρή κωδικοποίηση (αυστηρή και μάλιστα φασαριόζικη, γιατί υπάρχει μεθοδικότητα και όχι λίγη πεζότητα σε όλο αυτό) της τρέλας: γιατί προϋποθέτει την (τρελή) ιδέα ότι η σκέψη δημιουργεί ον, ενώ ακόμη και ένα παιδί καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια ολική αντιστροφή της πραγματικότητας, γιατί στον πραγματικό κόσμο είναι το ον που δημιουργεί τη σκέψη και όχι το αντίστροφο. Οι σύγχρονοι στοχαστές είναι αποκομμένοι από την πραγματικότητα: φαντασιώνονται, παραληρούν. και οι φαντασιώσεις τους, οι κραυγές και τα παραλήρημά τους υπαγορεύουν το νόμο,  διδάσκονται σέ πανεπιστημιακές έδρες, τίς λαμβάνουν ως πρότυπο, φυλάσσονται θρησκευτικά και τίς παραδίδουν ως μαργαριτάρια σοφίας, προς όφελος των νέων γενεών. Δεν είναι περίεργο που ο κόσμος πηγαίνει τόσο άσχημα, παρά τους περίφημους θριάμβους της επιστήμης και της τεχνολογίας, κόρες, λέγεται, της σύγχρονης σκέψης. και να προσθέσουμε: τρελές κόρες, που μας οδηγούν στην άβυσσο, γιατί δεν υπάρχει σοφία μέσα τους, και αυτό ως άμεση συνέπεια του ότι δεν λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα, παρά μόνο μια αφηρημένη και υποκειμενική «αλήθεια », που υπάρχει στο κεφάλι κάποιου ατόμου, αλλά εντελώς ξένο στην πραγματική ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Και ιδού η πλήρης, καταστροφική αποσύνδεση μεταξύ της διανόησης και του λαού (βόδι). εδώ είναι η αλαζονεία, η απαίτηση, η πραγματική βία που ασκούν οι διανοούμενοι, έχοντας έρθει στην εξουσία, στον πληθυσμό (με υποχρεωτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νόμους για ψυχοφάρμακα και στρέιτ μπουφάν, για όσους δεν είναι απολύτως πεπεισμένοι και πρόθυμοι να επιστρέψουν στις αποφάσεις των οδηγιών γεμάτων με τέτοια υπέροχη σοφία). Αυτοί έχουν καταλάβει, οι άλλοι όχι? Αυτοί ξέρουν, οι άλλοι όχι. Επομένως πρέπει να διδάσκουν και να κυβερνούν, να κυβερνούν και να διδάσκουν (βλέπε τις περιοδείες προοδευτικών πολιτικών και διανοουμένων στα σχολεία, αυστηρά χωρίς αντίλογο, για να εκπαιδεύσουν ξανά τα παιδιά στην αληθινή σεξουαλική επίγνωση): δηλαδή ότι θέτουν τον στόχο τους της ανακατασκευής των εγκεφάλων, όπως είπε με αγάπη ένας από τους πρωταθλητές της σύγχρονης επανάστασης, ο Γαλιλαίος, ή, με άλλα λόγια, χειραγωγώντας το μυαλό των ανθρώπων και ανάγοντας τους σε παθητικά και υπάκουα γρανάζια στον μεγάλο μηχανισμό που συνέλαβαν, κατασκεύασαν και διαρκώς λειτουργούν. Έχουν άφθονο χρόνο να ξοδέψουν σε αυτή την ευγενή σταυροφορία. Οι απλοί θνητοί πρέπει να δουλέψουν και να μοχθούν για να κερδίσουν τα προς το ζην και να στηρίξουν τις οικογένειές τους, αλλά γενικά δεν είναι συνδεδεμένοι με τέτοιες ταπεινές ανάγκες: προβάλλοντας στο τίποτα των φαντασιώσεων τους, μπερδεύουν την οργή τους για πράγματα που δεν είναι μόνο αληθινά, αλλά απολύτως απαραίτητα. , και νιώθουν ότι έχουν επενδύσει από πάνω (ή από τα κάτω;) με την κρίσιμη ευθύνη να κάνουν τους απλούς ανθρώπους συμμετέχοντες και επιμελείς συνεργάτες, προφανώς αφού έχουν απογαλακτίσει το ωμό μυαλό τους και ακόμη πιο ωμή ευαισθησία για να τους κάνουν καλούς πολίτες του Νέου Κόσμου. Για τον οποίο θεωρούν τους εαυτούς τους ορισμένους από τα αστέρια για να ασκούν διευθυντικά καθήκοντα. Τι θα μπορούσε να κάνει η ανθρωπότητα χωρίς αυτούς; Ποιος θα φρόντιζε να ξαναφτιάξει μυαλά και καρδιές, να εκπαιδεύσει απολίτιστους ταξιστές, σεξιστές, ρατσιστές και φασίστες; Πώς θα μπορούσε ο κόσμος της τρίτης χιλιετίας να αντιμετωπίσει την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης αν δεν ήταν στο τιμόνι, γεμάτοι ζήλο και καλή θέληση, φωτισμένοι από την ανώτερη επιστήμη και καθοδηγούμενοι από ένα αλάθητο ένστικτο; Από την άλλη, ξέρουν ότι είναι μειοψηφία στην κοινωνία, ξέρουν ότι είναι λίγοι σε αριθμό, ακόμα κι αν καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις εξουσίας, από το σχολείο μέχρι την πολιτική και από την ενημέρωση μέχρι την υγειονομική περίθαλψη, και από αυτό προκύπτει η τυπική αμφιθυμική τους στάση προς τις μάζες: στα λόγια λένε ότι τις αγαπούν και έχουν τα αληθινά τους συμφέροντα στο επίκεντρο, από την άλλη τις δυσπιστούν, για να μην πουν ότι τις μισούν και τις περιφρονούν. Λένε ότι λατρεύουν τη μυρωδιά του προβάτου και ίσως βγάζουν μια φωτογραφία με ένα αρνί στους ώμους τους, για να προσομοιώσουν τη στάση του καλού βοσκού (όπως έκανε ο λεπίδης Bergoglio), αλλά η αλήθεια είναι ότι πραγματικά δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά. και μάλιστα όταν περνάμε από τη σφαίρα τής τρέλλας και της καυχησιολογίας τους στη γυμνή και ωμή πραγματικότητα των γεγονότων, για παράδειγμα σε μια κατάσταση (πραγματικής ή υποτιθέμενης) πανδημίας και (πραγματικής ή υποτιθέμενης) έκτακτης ανάγκης υγείας, εξαφανίζονται από την κυκλοφορία , χάνονται, κλείνονται στα δωμάτιά τους και στα ιερά τους ανάκτορα και κανείς δεν τους ξαναβλέπει για εβδομάδες και μήνες, αναρωτιόμαστε ακόμη αν είναι ζωντανοί ή νεκροί και μετά, όταν ξαναεμφανιστούν, η επιθυμία τους να απορροφήσουν τη μυρωδιά του προβάτου έχει μειωθεί πολύ, και μερικοί αναρωτιούνται ακόμη και αν τυχαία είναι ακόμα αυτοί ή αν δεν είναι οι διπλοί τους ή τα ολογράμματά τους. Εάν το αντικείμενο της γνώσης πέσει μακριά, η σκέψη παραμένει αιωρούμενη στο κενό. Η σκέψη δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μάλλον μέσο ή όργανο: όργανο γνώσης. Ούτε η γνώση είναι το τέλος, αφού το τέλος είναι πάντα και μόνο η αλήθεια. Κατά συνέπεια, η σκέψη είναι δύο βήματα κάτω από την αλήθεια. η γνώση, ένα βήμα. Δεν πρέπει να συγχέουμε τα μέσα με τους σκοπούς ή το αντίστροφο. Αντίθετα, η σύγχρονη σκέψη παρουσιάζεται σαν να ήταν ο στόχος της η γνώση, και αυτό ακριβώς επειδή θεωρεί δεδομένο ότι η αλήθεια δεν είναι ούτε προσβάσιμη, ούτε κατανοητή, ούτε βιώσιμηΛογικό είναι το (κακό) μάθημα του Καντ: δεν υπάρχει τίποτα καθαυτό, ή μάλλον υπάρχει, αλλά κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να το μάθει (κάτι που θα έπρεπε τουλάχιστον να γεννά την αμφιβολία ότι υπάρχει κάτι για το οποίο υπάρχει η απόλυτη αδυναμία να γίνει γνωστό, λίγο σαν το ασυνείδητο του Φρόυντ: αν είναι ασυνείδητο , πώς μπορεί η συνείδηση ​​να πει ότι είναι εκεί;). Αλλά τότε τι είναι η φιλοσοφία, αν όχι ένας ύπνος, φτιαγμένη –για να παραθέσω τον Σαίξπηρ (στο The Tempest)– από την ίδια ουσία από την οποία αποτελούνται τα όνειρα; Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η φρικτή αμφιβολία εμφανίζεται από την αρχή και ρίχνει την ανησυχητική της σκιά στον εκκολαπτόμενο νεωτερισμό: για παράδειγμα στο Life is a Dream, του Pedro Calderon de la Barca, και στη συνέχεια, περνώντας από Έξι Χαρακτήρες σε αναζήτηση συγγραφέα από τον Pirandello, μέχρι το Matrix από τους αδερφούς Wachowski (τώρα αδερφές). Η φιλοσοφία έχει περιοριστεί σε ένα παιχνίδι απόψεων, τραύλισμα, τρίξιμο, παρεκτροπή μεταμφιεσμένων σε ερμηνευτικές, ένα είδος καλλιγραφίας για τους στοχαστές που μοιάζουν με μισή υπηρεσία. οι πιο ειλικρινείς από τους οποίους έχουν επίσης επινοήσει τον σωστό όρο για να ορίσουν το πεδίο της έρευνάς τους, η αδύναμη σκέψη, που είναι λίγο πολύ σαν να λέμε ότι εγκαταλείπουν τη φιλοσοφία. Γιατί η φιλοσοφία είναι είτε σκέψη του όντος, είτε είναι κάτι άλλο. και η εικασία είναι είτε μεταφυσική, είτε δεν είναι. Μια φιλοσοφία που αποκλείει τη μεταφυσική από την αρχή είναι μια αντίφαση: πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Καντ και γι' αυτό. Πότε όμως η σκέψη γίνεται αδύναμη και ωθείται να ομολογήσει τη δική της ανικανότητα; Όταν πάψει να πιστεύει στην αλήθεια, στη δυνατότητα να φτάσει στην αλήθεια. Στη συνέχεια στρέφεται στον εαυτό της και αρχίζει να μπερδεύεται γύρω από αυτό που θεωρεί απρόσιτο: και εδώ είναι η φιλοσοφία της γλώσσας, ο στρουκτουραλισμός, ο υπαρξισμός, η φαινομενολογία, όλες οι μορφές σκέψης που μπορούν να έχουν τον λόγο ύπαρξης τους αν στοχεύουν στη μεταφυσική. χωρίς αυτή, κάνει συνεχώς κύκλους. Είπαμε ότι αποκηρύσσοντας τη μεταφυσική, η σκέψη χάνει από τα μάτια του το αντικείμενο: ένα μοναδικό παράδοξο. Η σύγχρονη σκέψη έχει απαλλαγεί από τη μεταφυσική σαν να ήταν ένα άχρηστο έρμα, πιστεύοντας ότι θα γινόταν πιο ελαφριά και θα μπορούσε να προσκολληθεί καλύτερα στα πράγματα, δηλαδή στο αντικείμενοαλλά η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν είναι το αντικείμενο, ότι λείπει κάτι που δεν ανήκει στον ορατό κόσμο, γιατί η πραγματικότητα αποτελείται από πράγματα συν κάτι άλλο. Για να συλλάβουμε το πραγματικό πρέπει να αγκαλιάσουμε την ολότητα του όντος, και επομένως να κάνουμε μεταφυσική. αν κάποιος περιοριστεί μόνο σε πράγματα, μόνο στον ορατό, ποσοτικοποιήσιμο, βιωματικό κόσμο, μπορεί να πιστέψει ότι είναι ρεαλιστής, αλλά στην πραγματικότητα πέφτει στην αφαίρεση, γιατί τα πράγματα είναι μόνο η πρόσοψη του είναι, και όχι σπάνια μια πρόσοψη παραπλανητική . Πρέπει να πάμε πέρα ​​από την πρόσοψη, πέρα ​​από το παροδικό και το τυχαίο: πρέπει να πάμε στο πράγμα καθαυτό, το Νοούμενο. Ακόμα κι αν αυτό δεν ευχαριστεί τον Καντ και όλους τους Καντιανούς του χθες και του σήμερα. Ο ιδεαλισμός, για παράδειγμα, είναι η τυπική μετα[1]καντιανή φιλοσοφία: αντικαθιστά τα πράγματα με τη σκέψη και την πραγματικότητα με το πνεύμα (ακόμα κι αν δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο για ποιο «πνεύμα» μιλάμε: πράγματι αυτοί οι κύριοι έχουν ένα ορισμένο περιθώριο ασάφειας κατάλληλο, γιατί αν κάθε έννοια οριζόταν ξεκάθαρα, όλα τα σοφίσματα και τα χαζά τους δεν θα έβρισκαν πια προσχήματα για να συντηρηθούν και θα εξαφανίζονταν σαν ομίχλη στον ήλιο, ενώ έτσι μπορούν πάντα να λένε ότι είσαι εσύ που δεν καταλαβαίνεις ). Αλλά το πνεύμα και η σκέψη είναι αφαιρέσεις αν αγνοούν το θεμέλιο της ύπαρξης: κάθε σπίτι πρέπει να έχει τα δικά του θεμέλια και χωρίς να υπάρχει ούτε πνεύμα ούτε σκέψη. Απομένει μόνο ο καθαρός μηδενισμός: και παρόλο που το να είσαι μηδενιστής, ή μάλλον να παρουσιαζόμαστε ως υπαρξιστές μηδενιστές, μπορεί επίσης να είναι ένα χόμπι όπως κάθε άλλο, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί για έναν μηδενιστή είναι ότι είναι ένας επίδοξος αυτοκτονίας που δεν είναι αρκετά συνεκτικός για να επισύρει τις συνέπειες του Weltaschauung, ειδικά επειδή πολλοί από αυτούς δεν ξέρουν καν ότι είναι. Αυτό δεν είναι τόσο παράξενο όσο μπορεί να φαίνεται, αφού ο μηδενισμός είναι ο ορίζοντας της (μη) αίσθησης του σύγχρονου πολιτισμού: και σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι προσανατολισμένα προς τον μηδενισμό, πώς αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι μηδενιστής; Οι πάπιες δεν ξέρουν ότι είναι πάπιες όσο παραμένουν μεταξύ των συνομηλίκων τους. για να καταλάβεις τι είναι πάπια πρέπει να είσαι άσχημο παπάκι, δηλαδή κύκνος. Το ερώτημα παραμένει τι μπορεί να γίνει για να επιστρέψουμε στη μεταφυσική και έτσι ο διάλογος που διακόπηκε πριν από μερικούς αιώνες μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου της φιλοσοφικής σκέψης ξαναρχίζει. Για εμάς το μονοπάτι είναι ξεκάθαρο: η επιστροφή στη μεταφυσική σημαίνει επιστροφή στον Θεό: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, απελευθερώνοντας τον εαυτό του από αυτήν, όταν ήθελε να απορρίψει τη σωστή σχέση με τον Θεό, δηλαδή τη σχέση του Θεού με το πλάσμα του. Αντίθετα, ο σύγχρονος άνθρωπος ισχυρίστηκε ότι έγινε δημιουργός: η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία υπηρετούν την τρέλα, όχι πάντα καθαρή στη συνείδηση, να ανταγωνίζεται τον Θεό και να Τον υποκαθιστά. που επιτρέπει στους ανθρώπους να υψωθούν στον στοχασμό της αλήθειας: επειδή ο Θεός είναι η Αλήθεια, και το να πιστεύει κανείς ότι η αλήθεια είναι προσβάσιμη σημαίνει να πιστεύει στον Θεό. Όχι οποιοσδήποτε θεό, αλλά τόν Θεό που έγινε άνθρωπος για να μοιραστεί τελικά την κατάσταση των πλασμάτων Του, νά τους δείξει τον δρόμο προς την αιωνιότητα πριν επιστρέψουν στον Πατέρα. Όπως γράφει ο Άγιος Παύλος στους Ρωμαίους (1, 18-22): 18 Στην πραγματικότητα, η οργή του Θεού αποκαλύπτεται από τον ουρανό ενάντια σε όλη την κακία και την αδικία των ανθρώπων που πνίγουν την αλήθεια στην αδικία,  αφού αυτό που μπορεί να γνωρίζει ο Θεός έχειι εκδηλωθεί σε αυτούς? Τους το έδειξε ο ίδιος ο Θεός.  Πράγματι, από τη δημιουργία του κόσμου και μετά, οι αόρατες τελειότητες του μπορούν να συλλογιστούν με τη διάνοια στα έργα που έχει επιτύχει, όπως η αιώνια δύναμη και η θεότητά του.  Γι' αυτό είναι ασυγχώρητοι, γιατί, παρόλο που γνώρισαν τον Θεό, δεν τον δόξασαν ούτε τον ευχαριστούσαν σάν τον Θεό, αλλά παραπλανήθηκαν στο συλλογισμό τους και σκοτείνιασε το θαμπό τους μυαλό.  Ενώ ισχυρίζονταν ότι ήταν σοφοί, έγιναν ανόητοι  και αντάλλαξαν τη δόξα του άφθαρτου Θεού με την εικόνα και τη μορφή ενός φθαρτού ανθρώπου, πτηνών, τετράποδων και ερπετών. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, αποσπώντας τον εαυτό του από αυτήν, όταν θέλησε να απορρίψει τη σωστή σχέση με τον Θεό, δηλαδή τη σχέση του Θεού με το πλάσμα του.


ΑΥΤΗ Η ΑΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ, ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟΥ, ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.