Για τη φιλοσοφία του Karl Rahner [2/3 – συνέχεια]
Στέφανο Φοντάνα
2. Από τον Maréchal στον Heidegger
Στην «υπερβατολογική θεμελίωση» του Maréchal που εξετάστηκε στη Σημείωση προηγουμένως, βρίσκονται οι προϋποθέσεις για τις εξελίξεις στον Rahner. Η ταύτιση μεταξύ Είναι και είναι γνωστού, που είχε ήδη υπαινιχθεί ο Maréchal, υιοθετείται από τον Rahner, ο οποίος έτσι τοποθετείται στο πλαίσιο του σύγχρονου υπερβατολογικού στοχασμού. Όπως σημειώνει ο Π. Fabro, σε αυτόν «το Είναι εξαντλείται στην αντικειμενικότητα που θεμελιώνεται εκκινούσα από τις λειτουργίες της υποκειμενικότητας» .
Ο Rahner διακηρύσσει ρητά αυτή την ταυτότητα του Είναι και της σκέψης.
Στο Geist in Welt γράφει ότι «το Είναι, καθ’ εαυτό, είναι το να είναι γνωστό» , και κατόπιν επιβεβαιώνει ότι «Είναι και γνώση συνιστούν μια αρχική ταυτότητα» , ή ακόμη ότι «Είναι και γνώση είναι το ίδιο πράγμα» .
Σε σχέση με τον Maréchal, στον Rahner υπάρχει μια σημαντική καινοτομία, η οποία συνίσταται στο ότι δεν αποδέχεται την αφαίρεση, αλλά αντιλαμβάνεται τη γνώση —όπως επισημαίνει εύστοχα ο Mauro Gagliardi— ως μια «υπαρξιακή αντιστοιχία μεταξύ γνωστού και γνωρίζοντος» (1). Αυτό σημαίνει ότι η κρίση, με την οποία η προθετικότητα της συνείδησης επιτελεί την πράξη (όχι μόνο γνωσιολογική αλλά και μεταφυσική) της συγκρότησης του όντος, συμβαίνει, κατά τον Rahner, αμέσως, και όχι μετά τη γνώση μέσω των αισθητών φαντασμάτων και την αφαίρεση των ειδών.
Η αφαίρεση, η επιστροφή στα φαντάσματα και η επιστροφή του γνωρίζοντος υποκειμένου στον εαυτό του είναι, για τον Rahner, το ίδιο πράγμα (2). Από εδώ προκύπτει η σημασία της νέας ραχνεριανής ερμηνείας της conversio ad phantasmata του αγίου Θωμά.
Στο θέμα αυτό ο Rahner αφιερώνει το πρώτο μέρος του Geist in Welt (3). Κατά τον Aquinas, η εσωτερική αίσθηση ή η ικανότητα της φαντασίας ενοποιεί τα δεδομένα των εξωτερικών αισθήσεων και σχηματίζει μια εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια αισθητή εικόνα (phantasma) και όχι για την έννοια, η οποία θα διαμορφωθεί από τον νου μέσω της αφαίρεσης. Αυτή η τελευταία πράξη δεν μπορεί να μη βασίζεται στα φαντάσματα, για να τα υπερβεί ωστόσο αργότερα με τη σύλληψη της άυλης μορφής του πράγματος.
Αφού καθοριστεί μέσω της αφαίρεσης η έννοια της ουσίας, ο νους επιστρέφει (conversio) στα φαντάσματα, για να γνωρίσει καλύτερα τα επιμέρους και όχι μόνο τα είδη. Τώρα, στον άγιο Θωμά η conversio ήταν απλώς μια γνωσιολογική έννοια· στον Rahner, όμως, γίνεται μεταφυσική, γιατί συνδέεται με τη γνώση του όντος, η οποία πραγματοποιείται μέσα στον χώρο και στον χρόνο, χωρίς διάκριση μεταξύ των διαφορετικών στιγμών.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτόν, δεν γνωρίζει αφηρημένα, αλλά μέσα στον χώρο και τον χρόνο, χωρίς να μπορεί να αφαιρέσει τις έννοιες από τις αισθητές εμπειρίες. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη συγκεκριμένη υπαρξιακή του κατάσταση, διότι το Είναι ισοδυναμεί με το να είναι γνωστό· επομένως, η μεταφυσική είναι αμέσως γνωσιολογία συνδεδεμένη με τον χρόνο και τον χώρο, δηλαδή με τις apriori τυπικές συνθήκες του Vorgriff, έννοια στην οποία θα επανέλθουμε αμέσως.
Το Είναι είναι καθετί που παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χώρο και τον χρόνο της ύπαρξης, και ο άνθρωπος είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι υπό αυτή την έννοια, δηλαδή μέσα στην επαφή με τα όντα (της συνείδησης) στα οποία το Είναι είναι διαφανές προς τον εαυτό του.
Με όσα παρατηρήθηκαν, κατανοούμε την σύμφωνα με τον Rahner τοποθέτηση της γνώσης του Είναι μέσα στην ιστορία, στον χώρο και στον χρόνο της ύπαρξης. Στον Kant, η υπερβατολογική θεμελίωση δεν ήταν δυναμική αλλά στατική, εφόσον η apriori (υπερβατολογική) σύνθεση μεταξύ των κατηγοριών και των αισθητών δεδομένων συνέβαινε πάντοτε και για κάθε νοημοσύνη με τον ίδιο τρόπο, και, μόλις συνέβαινε, δεν άλλαζε πλέον: η αναλυτική κρίση που εκφράζει τον νόμο του Newton δεν υπόκειτο σε μεταβολές.
Η γνωσιολογία του Kant δεν γνώριζε την ιστορία και παρέμενε ακόμη, παρά την κοπερνίκεια επανάσταση, προσανατολισμένη στη φύση. Στον Maréchal αρχίζει η αποδοχή μιας κάποιας διαδικασίας, και το Είναι —κατανοημένο τώρα υπό τη νέα έννοια του σύγχρονου υπερβατολογικού— ενώνεται δυναμικά με τη σκέψη και, μέσα σε αυτήν την ενότητα, είναι συνεχής αυτο-μεσολάβηση.
Κατά κάποιον τρόπο, η μετάβαση από τον Kant στον Hegel υπήρχε ήδη στον Maréchal και ολοκληρώνεται στον Rahner: το Είναι ταυτίζεται με το πνεύμα μέσα στην διαλεκτική αυτο-μεσολάβηση της συνείδησης.
Στη διαδικασία της γνώσης, το Είναι καθίσταται παρόν στον εαυτό του, καθώς συνίσταται, όπως λέει ο Fabro, στο «εμφανίζεσθαι κάθε Είναι στη συνείδηση». Δεν πρόκειται για το ότι το Είναι υπάρχει και μετά καθίσταται παρόν στον εαυτό του· το ίδιο το Είναι είναι το να καθίσταται παρόν στον εαυτό του μέσα σε μια συνεχή διαδικασία αυτο-μεσολάβησης.
Όπως ήδη παρατηρήθηκε, για τον Maréchal η συνείδηση προβάλλει πάνω στα αντικείμενα της γνώσης το δικό της δυναμικό άνοιγμα προς το Είναι· αυτό απαιτεί να τοποθετηθεί το Είναι μέσα στον χρόνο και να υποτεθεί στην αρχή αυτής της τάσης το apriori του άπειρου Είναι.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται η κατά Rahner ανάπτυξη του Maréchal ως εξέλιξή του και ριζοσπαστικοποίησή του —εξέλιξη που έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μέσα από τη φαινομενολογία του Heidegger—, γιατί ακριβώς εκεί δίνεται η ιστορικότητα του Είναι ως χρόνου και μόνο εκεί είναι δυνατό να γίνει λόγος για ένα apriori όχι πλέον στατικό, όπως στον Kant, αλλά δυναμικό και ιστορικό.
Και για τον Rahner, όπως και για τον Maréchal, υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα a priori γνωστικό, ένα άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο αυτός ονομάζει Vorgriff —«προ-σύλληψη», «προκατάληψη» ή «προ-αντίληψη»— που εκφράζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα ως θεμέλιο της αποκάλυψης του Είναι, την προθετική υπερβατολογική ανοικτότητα της σκέψης προς το Είναι.
Πρόκειται για την παρουσία μέσα στη συνείδηση μιας «ανείπωτης γνώσης του Είναι, ως της συνθήκης κάθε γνώσης που αναφέρεται στην υπαρκτή μεμονωμένη πραγματικότητα».[ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]
Αυτή η ραχνεριανή θεώρηση του Vorgriff παραπέμπει στην υπερβατολογική απερκεψία (Apperzeption) του Kant, ή στο «Εγώ Σκέπτομαι», που είναι μια «υποκειμενική αντικειμενοποιούσα λειτουργία, η οποία, ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο», αλλά καθιστά δυνατή κάθε αντικειμενικότητα.
Πέραν του Kant, ωστόσο, το Vorgriff ως «προ-σύλληψη» θυμίζει όσα λέει ο Heidegger στο Essere e tempo σχετικά με την «κατανόηση».
Για τον Heidegger, δεν ισχύει ότι ο άνθρωπος Είναι και κατόπιν κατανοεί· ο άνθρωπος είναι η ίδια του η κατανόηση.
Στην πράξη της κατανόησης, ο άνθρωπος προβάλλει το δικό του σχέδιο ανοίγματος προς το Είναι μέσα στον κόσμο, δηλαδή μέσα στο σύνολο των νοημάτων με τα οποία είναι ήδη εκ των προτέρων συνδεδεμένος.
Δεν πρόκειται για απλές αντιλήψεις κάποιου εξωτερικού αντικειμένου, διότι κάθε θέαση είναι ήδη ερμηνεία.
Η ερμηνεία προϋποθέτει πάντοτε μια προ-όραση και ακόμη και μια προ-γνώση. Κάθε ερμηνεία έχει στη βάση της μια προ-ερμηνεία.
Αυτό που αποκαλούμε «άμεσο δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα κάτι που έχει ήδη αναληφθεί από τον ερμηνευτή· είναι ήδη ένα κατασκεύασμα. Κάθε «δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα πάντοτε και ήδη «τεθειμένο».
Το νόημα των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα πράγματα, αλλά στον άνθρωπο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κατανόηση του κόσμου που να μην περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ολότητα της ύπαρξης· και πάντοτε το υποκείμενο που ερμηνεύει, ερμηνεύοντας, ερμηνεύει και τον εαυτό του, και ερμηνεύοντας τον εαυτό του, ερμηνεύει τον κόσμο.
Αυτό ισχύει τόσο στον Heidegger όσο και στον Rahner.
Αυτή η υπερβατολογική διάσταση του Vorgriff δεν Είναι καθ’ εαυτή· πριν από την κρίση το Είναι δεν δίνεται με κανέναν τρόπο· το Είναι είναι η πραγμάτωση της κρίσης, η οποία καθίσταται δυνατή μέσω της υπερβατολογικής διάστασης του Vorgriff.
Για τον Rahner, η προθετικότητα του υποκειμένου δεν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτό, αλλά «η αναφορά της γνώσης είναι έμφυτα ενυπάρχουσα στο υποκείμενο με την ισχυρή έννοια: συνίσταται στο “είναι-με-τον-εαυτό” τού γνωρίζοντος, και αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος».
Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένα «είναι με τον εαυτό», διότι είναι υποκείμενο και, ως τέτοιο, είναι εκ φύσεως ανοιχτός προς το Είναι εν γένει χάρη στην προθετικότητά του που προλαμβάνει (Vorgriff). Έτσι, αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος· το Είναι είναι η ύπαρξη του ανθρώπου, ή του Dasein, όπως θα έλεγε ο Heidegger.
Αυτή η θεώρηση βρίσκεται σε σχέση με τον Heidegger, για τον οποίο το Είναι είναι το να υπάρχει κανείς μέσα στον χρόνο και ως χρόνος· και η υπερβατολογική διάσταση που καθιστά αυτό δυνατό πρέπει να νοηθεί ως το απεριόριστο άνοιγμα προς το Είναι, προς το να καθίσταται παρόν μέσα στον χρόνο μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι ριγμένος (Geworfenheit).
Όπως έγραφε ο Cornelio Fabro: «το Είναι, σύμφωνα με τον υπαρξισμό, νοείται ως η δυνατότητα παρουσίασης για κάθε παρόν».
Με άλλα λόγια, το Είναι είναι χρόνος.
Μια πτυχή θεμελιώδους σημασίας είναι η ταύτιση στον Rahner του υπερβατικού (trascendente) και του υπερβατολογικού (trascendentale), η οποία συνεπάγεται την υπέρβαση της οπτικής του μεταφυσικού ρεαλισμού.
Ακόμη και ο Vitiello επισημαίνει το απαράδεκτο αυτής της ενοχλητικής επικάλυψης, αλλά κατόπιν προχωρεί πέρα από αυτήν, εκτιμώντας συνολικά αυτές τις πορείες του Rahner ως παράδειγμα του αναγκαίου διαλόγου με τη νεωτερικότητα.
Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να επανέλθουμε στη γνωστή διάκριση του Heidegger μεταξύ «οντικού» (ontico) και «οντολογικού» (ontologico), η οποία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του θέματος που εξετάζουμε.
«Οντικό» σημαίνει κατηγορικό και αφορά τα όντα που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε με τα ουσιώδη και πραγματικά τους δεδομένα, δηλαδή τα «πράγματα», τα μεμονωμένα και πεπερασμένα «όντα».
«Οντολογικό», αντίθετα, είναι η προ-κατηγορική, a priori, υπερβατολογική διάσταση, και αναφέρεται στις αναγκαίες και αναπόδραστες δομές του γνωρίζοντος υποκειμένου — όπως συμβαίνει με το Vorgriff του Rahner.
Για τον Rahner, πέρα από το ότι είναι προ-κατηγορική, δηλαδή συνθήκη της εμπειρίας, η διάσταση αυτή είναι επίσης υπερ-κατηγορική, δηλαδή υπερβατική (trascendente), επειδή υπερβαίνει όλα τα δυνατά αντικείμενα της κατηγορικής γνώσης (1).
«Υπέρβαση» όχι με τη μεταφυσική έννοια, φυσικά, αλλά με την έννοια της τάσης της υπαρξιακής συνείδησης προς όλο το Είναι, μέσα από την οποία αυτή υπερβαίνει κάθε επιμέρους Είναι που βιώνεται μέσα στον χρόνο.
Έτσι, ο Rahner, υπό την επίδραση του Maréchal και του Heidegger, ταυτίζει το trascendente με το trascendentale, και μέσα στην υπερβατολογικότητα του Vorgriff τοποθετεί τον Θεό. Η πράξη αυτή είναι καταχρηστική, διότι το υπερβατολογικό τοποθετεί το Είναι μέσα στη σκέψη και επομένως συνιστά εμμένεια· κατά συνέπεια, ούτε η νέα αυτή «υπέρβαση» είναι αληθινά υπέρβαση, αλλά εσωτερική εμμένεια της συνείδησης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς αυτό το σημείο ο Rahner διαφέρει από τον Heidegger, για τον οποίο το άνοιγμα του υποκειμένου ξεκινούσε από το μηδέν και όχι από το Απόλυτο Μυστήριο, δηλαδή από τον Θεό.
Το υπερβατολογικό του Rahner είναι το σύγχρονο υπερβατολογικό, κατανοημένο ως άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο είναι ίδιον του ανθρώπου ως όντος μέσα στον κόσμο, ως χρόνου, ως όντος εντός μιας καταστάσεως (Sitz im Leben), ως του «είναι-εδώ-εκεί» (Dasein).
Αυτό το άπειρο άνοιγμα προς το άπειρο Είναι προϋποθέτει, κατά τον Rahner, το άπειρο Είναι, το οποίο συνεπώς ταυτίζεται με το υπερβατολογικό.
Έτσι, η υπέρβαση νοείται τώρα ως η κατάσταση του ανθρώπου που διαρκώς «ερωτά», θέτει ερωτήματα και σχεδιάζει, εκπληρώνοντας μια υπαρξιακή και ταυτόχρονα υπερβατολογική εσωτερική ώθηση.
Το trascendente δεν έχει πλέον μεταφυσική σημασία, αλλά ιστορική· και ο Θεός δεν είναι πλέον το Ipsum esse subsistens του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί a posteriori, αλλά ένα αξίωμα (postulato) της συνείδησής μας· μέσα στον ορίζοντά του ήδη υπάρχουμε· μπορούμε να κοιτάμε προς τα κάτω, αλλά όχι να στρέψουμε τις πλάτες και να κοιτάξουμε πίσω.
Εμείς βλέπουμε μόνο τα πράγματα μέσα στον κόσμο· ασκούμε μια κατηγορική γνώση, η οποία καθίσταται δυνατή από την υπερβατολογική διάσταση. Αυτή η υπερβατολογική διάσταση μιλά μόνο έμμεσα, μέσω των κατηγορικών γνώσεων, και όχι άμεσα· διαφορετικά θα μετατρεπόταν σε «πράγμα».
Ο Rahner λέει ότι αυτή είναι «ανώνυμη».
Είμαστε αμετάκλητα μέσα στην εμμένεια, και η υπέρβαση, ως υπερβατολογικό, δεν είναι ποτέ προσιτή, αλλά μόνο βιώσιμη μέσα στην εμμένεια.
Αν ήταν δυνατό να γνωρίσουμε κάτι περί του Θεού με τρόπο κατηγορικό, τότε Εκείνος θα γινόταν ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα πράγματα.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την εγκατάλειψη του υπερβατολογικού με την έννοια του θωμιστικού ρεαλισμού, ο οποίος περιελάμβανε τις τρεις αρχές της συμμετοχής, της αιτιότητας και της αναλογίας — αρχές που επέτρεπαν να ανυψωνόμαστε από τα πράγματα προς τον Θεό ως το Esse ipsum subsistens.
Αυτή του Rahner αποτελεί μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία, που στη συνέχεια θα γίνει και η βάση της ανθρωπολογικής στροφής στη θεολογία.
Εδώ παρατηρείται μια πολύ σημαντική πτυχή που είχε ήδη επισημάνει ο Cornelio Fabro:
«Το έργο που ο Rahner θέτει ως στόχο είναι ακριβώς αυτό που σήμερα αποκαλείται aggiornamento, δηλαδή η ανάγνωση και κατανόηση χωρίς περιορισμούς (sic et simpliciter) μιας σκέψης επτά αιώνων πριν, αποκλειστικά υπό το πρίσμα της σύγχρονης σκέψης … κατά τον Rahner, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ασχοληθεί κανείς με τον άγιο Θωμά, παρά μόνο για τα ζητήματα που κινούν τη δική του φιλοσοφία και εκείνη της εποχής του» .
Η νεωτερικότητα —ή μάλλον η επικαιρότητα— καθίσταται έτσι η προ-κατανόηση κάθε άλλης φιλοσοφικής αλήθειας και προσανατολίζει την ερμηνευτική της.
Εξάλλου, όλη η σύγχρονη θεολογία συμμερίζεται αυτή τη στάση: υιοθετεί τη νεωτερικότητα ως ένα αναπόφευκτο ερμηνευτικό σημείο εκκίνησης, από το οποίο επιχειρείται η επανερμηνεία της παραδοσιακής χριστιανικής φιλοσοφίας που θεμελιώνεται στον μεταφυσικό ρεαλισμό.
Στον Rahner αυτή η τοποθέτηση γεννά τη δική του φιλοσοφία και, ταυτόχρονα, τρέφεται από αυτήν.
Εάν ο άνθρωπος είναι υπαρξιακά χρόνος, και αν το Είναι του όντος συνίσταται στο να ερωτά περί όσων παρουσιάζονται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο, τότε δεν είναι ποτέ δυνατό να αποσπαστεί από τον ίδιο του τον χρόνο — και μέσα στην εμμένειά του παραμένει εγκλωβισμένος.
Σημειώσεις
M. Gagliardi, La critica di Cornelio Fabro al pensiero filosofico di Karl Rahner e alcune conseguenze teologiche, “Angelicum”, 94 (2017), σ. 716.
A. Ruiz Freites, In principio Dio creò... Trattato teologico De Deo creante, Edivi, Segni 2019, σσ. 339–340. Το κεφάλαιο X του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Karl Rahner, σσ. 283–349.
Βλ. τη σύνοψη στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner cit., σσ. 149–154.
C. Fabro, La svolta antropologica …, cit., σ. 34.
Ivi, σ. 40.
Ivi, σ. 41.
Ivi, σ. 43.
Αναφ. στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner, cit., σ. 47, σημ. 79.
A. Ruiz Freites, In principio Dio creò …, cit., σ. 287.
Ivi, σ. 286.
C. Fabro, La svolta antropologica di Karl Rahner, cit., σ. 17.
Στο Geist in Welt γράφει ότι «το Είναι, καθ’ εαυτό, είναι το να είναι γνωστό» , και κατόπιν επιβεβαιώνει ότι «Είναι και γνώση συνιστούν μια αρχική ταυτότητα» , ή ακόμη ότι «Είναι και γνώση είναι το ίδιο πράγμα» .
Σε σχέση με τον Maréchal, στον Rahner υπάρχει μια σημαντική καινοτομία, η οποία συνίσταται στο ότι δεν αποδέχεται την αφαίρεση, αλλά αντιλαμβάνεται τη γνώση —όπως επισημαίνει εύστοχα ο Mauro Gagliardi— ως μια «υπαρξιακή αντιστοιχία μεταξύ γνωστού και γνωρίζοντος» (1). Αυτό σημαίνει ότι η κρίση, με την οποία η προθετικότητα της συνείδησης επιτελεί την πράξη (όχι μόνο γνωσιολογική αλλά και μεταφυσική) της συγκρότησης του όντος, συμβαίνει, κατά τον Rahner, αμέσως, και όχι μετά τη γνώση μέσω των αισθητών φαντασμάτων και την αφαίρεση των ειδών.
Η αφαίρεση, η επιστροφή στα φαντάσματα και η επιστροφή του γνωρίζοντος υποκειμένου στον εαυτό του είναι, για τον Rahner, το ίδιο πράγμα (2). Από εδώ προκύπτει η σημασία της νέας ραχνεριανής ερμηνείας της conversio ad phantasmata του αγίου Θωμά.
Στο θέμα αυτό ο Rahner αφιερώνει το πρώτο μέρος του Geist in Welt (3). Κατά τον Aquinas, η εσωτερική αίσθηση ή η ικανότητα της φαντασίας ενοποιεί τα δεδομένα των εξωτερικών αισθήσεων και σχηματίζει μια εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια αισθητή εικόνα (phantasma) και όχι για την έννοια, η οποία θα διαμορφωθεί από τον νου μέσω της αφαίρεσης. Αυτή η τελευταία πράξη δεν μπορεί να μη βασίζεται στα φαντάσματα, για να τα υπερβεί ωστόσο αργότερα με τη σύλληψη της άυλης μορφής του πράγματος.
Αφού καθοριστεί μέσω της αφαίρεσης η έννοια της ουσίας, ο νους επιστρέφει (conversio) στα φαντάσματα, για να γνωρίσει καλύτερα τα επιμέρους και όχι μόνο τα είδη. Τώρα, στον άγιο Θωμά η conversio ήταν απλώς μια γνωσιολογική έννοια· στον Rahner, όμως, γίνεται μεταφυσική, γιατί συνδέεται με τη γνώση του όντος, η οποία πραγματοποιείται μέσα στον χώρο και στον χρόνο, χωρίς διάκριση μεταξύ των διαφορετικών στιγμών.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτόν, δεν γνωρίζει αφηρημένα, αλλά μέσα στον χώρο και τον χρόνο, χωρίς να μπορεί να αφαιρέσει τις έννοιες από τις αισθητές εμπειρίες. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη συγκεκριμένη υπαρξιακή του κατάσταση, διότι το Είναι ισοδυναμεί με το να είναι γνωστό· επομένως, η μεταφυσική είναι αμέσως γνωσιολογία συνδεδεμένη με τον χρόνο και τον χώρο, δηλαδή με τις apriori τυπικές συνθήκες του Vorgriff, έννοια στην οποία θα επανέλθουμε αμέσως.
Το Είναι είναι καθετί που παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χώρο και τον χρόνο της ύπαρξης, και ο άνθρωπος είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι υπό αυτή την έννοια, δηλαδή μέσα στην επαφή με τα όντα (της συνείδησης) στα οποία το Είναι είναι διαφανές προς τον εαυτό του.
Με όσα παρατηρήθηκαν, κατανοούμε την σύμφωνα με τον Rahner τοποθέτηση της γνώσης του Είναι μέσα στην ιστορία, στον χώρο και στον χρόνο της ύπαρξης. Στον Kant, η υπερβατολογική θεμελίωση δεν ήταν δυναμική αλλά στατική, εφόσον η apriori (υπερβατολογική) σύνθεση μεταξύ των κατηγοριών και των αισθητών δεδομένων συνέβαινε πάντοτε και για κάθε νοημοσύνη με τον ίδιο τρόπο, και, μόλις συνέβαινε, δεν άλλαζε πλέον: η αναλυτική κρίση που εκφράζει τον νόμο του Newton δεν υπόκειτο σε μεταβολές.
Η γνωσιολογία του Kant δεν γνώριζε την ιστορία και παρέμενε ακόμη, παρά την κοπερνίκεια επανάσταση, προσανατολισμένη στη φύση. Στον Maréchal αρχίζει η αποδοχή μιας κάποιας διαδικασίας, και το Είναι —κατανοημένο τώρα υπό τη νέα έννοια του σύγχρονου υπερβατολογικού— ενώνεται δυναμικά με τη σκέψη και, μέσα σε αυτήν την ενότητα, είναι συνεχής αυτο-μεσολάβηση.
Κατά κάποιον τρόπο, η μετάβαση από τον Kant στον Hegel υπήρχε ήδη στον Maréchal και ολοκληρώνεται στον Rahner: το Είναι ταυτίζεται με το πνεύμα μέσα στην διαλεκτική αυτο-μεσολάβηση της συνείδησης.
Στη διαδικασία της γνώσης, το Είναι καθίσταται παρόν στον εαυτό του, καθώς συνίσταται, όπως λέει ο Fabro, στο «εμφανίζεσθαι κάθε Είναι στη συνείδηση». Δεν πρόκειται για το ότι το Είναι υπάρχει και μετά καθίσταται παρόν στον εαυτό του· το ίδιο το Είναι είναι το να καθίσταται παρόν στον εαυτό του μέσα σε μια συνεχή διαδικασία αυτο-μεσολάβησης.
Όπως ήδη παρατηρήθηκε, για τον Maréchal η συνείδηση προβάλλει πάνω στα αντικείμενα της γνώσης το δικό της δυναμικό άνοιγμα προς το Είναι· αυτό απαιτεί να τοποθετηθεί το Είναι μέσα στον χρόνο και να υποτεθεί στην αρχή αυτής της τάσης το apriori του άπειρου Είναι.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται η κατά Rahner ανάπτυξη του Maréchal ως εξέλιξή του και ριζοσπαστικοποίησή του —εξέλιξη που έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μέσα από τη φαινομενολογία του Heidegger—, γιατί ακριβώς εκεί δίνεται η ιστορικότητα του Είναι ως χρόνου και μόνο εκεί είναι δυνατό να γίνει λόγος για ένα apriori όχι πλέον στατικό, όπως στον Kant, αλλά δυναμικό και ιστορικό.
Και για τον Rahner, όπως και για τον Maréchal, υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα a priori γνωστικό, ένα άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο αυτός ονομάζει Vorgriff —«προ-σύλληψη», «προκατάληψη» ή «προ-αντίληψη»— που εκφράζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα ως θεμέλιο της αποκάλυψης του Είναι, την προθετική υπερβατολογική ανοικτότητα της σκέψης προς το Είναι.
Πρόκειται για την παρουσία μέσα στη συνείδηση μιας «ανείπωτης γνώσης του Είναι, ως της συνθήκης κάθε γνώσης που αναφέρεται στην υπαρκτή μεμονωμένη πραγματικότητα».[ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]
Αυτή η ραχνεριανή θεώρηση του Vorgriff παραπέμπει στην υπερβατολογική απερκεψία (Apperzeption) του Kant, ή στο «Εγώ Σκέπτομαι», που είναι μια «υποκειμενική αντικειμενοποιούσα λειτουργία, η οποία, ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο», αλλά καθιστά δυνατή κάθε αντικειμενικότητα.
Πέραν του Kant, ωστόσο, το Vorgriff ως «προ-σύλληψη» θυμίζει όσα λέει ο Heidegger στο Essere e tempo σχετικά με την «κατανόηση».
Για τον Heidegger, δεν ισχύει ότι ο άνθρωπος Είναι και κατόπιν κατανοεί· ο άνθρωπος είναι η ίδια του η κατανόηση.
Στην πράξη της κατανόησης, ο άνθρωπος προβάλλει το δικό του σχέδιο ανοίγματος προς το Είναι μέσα στον κόσμο, δηλαδή μέσα στο σύνολο των νοημάτων με τα οποία είναι ήδη εκ των προτέρων συνδεδεμένος.
Δεν πρόκειται για απλές αντιλήψεις κάποιου εξωτερικού αντικειμένου, διότι κάθε θέαση είναι ήδη ερμηνεία.
Η ερμηνεία προϋποθέτει πάντοτε μια προ-όραση και ακόμη και μια προ-γνώση. Κάθε ερμηνεία έχει στη βάση της μια προ-ερμηνεία.
Αυτό που αποκαλούμε «άμεσο δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα κάτι που έχει ήδη αναληφθεί από τον ερμηνευτή· είναι ήδη ένα κατασκεύασμα. Κάθε «δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα πάντοτε και ήδη «τεθειμένο».
Το νόημα των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα πράγματα, αλλά στον άνθρωπο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κατανόηση του κόσμου που να μην περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ολότητα της ύπαρξης· και πάντοτε το υποκείμενο που ερμηνεύει, ερμηνεύοντας, ερμηνεύει και τον εαυτό του, και ερμηνεύοντας τον εαυτό του, ερμηνεύει τον κόσμο.
Αυτό ισχύει τόσο στον Heidegger όσο και στον Rahner.
Αυτή η υπερβατολογική διάσταση του Vorgriff δεν Είναι καθ’ εαυτή· πριν από την κρίση το Είναι δεν δίνεται με κανέναν τρόπο· το Είναι είναι η πραγμάτωση της κρίσης, η οποία καθίσταται δυνατή μέσω της υπερβατολογικής διάστασης του Vorgriff.
Για τον Rahner, η προθετικότητα του υποκειμένου δεν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτό, αλλά «η αναφορά της γνώσης είναι έμφυτα ενυπάρχουσα στο υποκείμενο με την ισχυρή έννοια: συνίσταται στο “είναι-με-τον-εαυτό” τού γνωρίζοντος, και αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος».
Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένα «είναι με τον εαυτό», διότι είναι υποκείμενο και, ως τέτοιο, είναι εκ φύσεως ανοιχτός προς το Είναι εν γένει χάρη στην προθετικότητά του που προλαμβάνει (Vorgriff). Έτσι, αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος· το Είναι είναι η ύπαρξη του ανθρώπου, ή του Dasein, όπως θα έλεγε ο Heidegger.
Αυτή η θεώρηση βρίσκεται σε σχέση με τον Heidegger, για τον οποίο το Είναι είναι το να υπάρχει κανείς μέσα στον χρόνο και ως χρόνος· και η υπερβατολογική διάσταση που καθιστά αυτό δυνατό πρέπει να νοηθεί ως το απεριόριστο άνοιγμα προς το Είναι, προς το να καθίσταται παρόν μέσα στον χρόνο μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι ριγμένος (Geworfenheit).
Όπως έγραφε ο Cornelio Fabro: «το Είναι, σύμφωνα με τον υπαρξισμό, νοείται ως η δυνατότητα παρουσίασης για κάθε παρόν».
Με άλλα λόγια, το Είναι είναι χρόνος.
Μια πτυχή θεμελιώδους σημασίας είναι η ταύτιση στον Rahner του υπερβατικού (trascendente) και του υπερβατολογικού (trascendentale), η οποία συνεπάγεται την υπέρβαση της οπτικής του μεταφυσικού ρεαλισμού.
Ακόμη και ο Vitiello επισημαίνει το απαράδεκτο αυτής της ενοχλητικής επικάλυψης, αλλά κατόπιν προχωρεί πέρα από αυτήν, εκτιμώντας συνολικά αυτές τις πορείες του Rahner ως παράδειγμα του αναγκαίου διαλόγου με τη νεωτερικότητα.
Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να επανέλθουμε στη γνωστή διάκριση του Heidegger μεταξύ «οντικού» (ontico) και «οντολογικού» (ontologico), η οποία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του θέματος που εξετάζουμε.
«Οντικό» σημαίνει κατηγορικό και αφορά τα όντα που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε με τα ουσιώδη και πραγματικά τους δεδομένα, δηλαδή τα «πράγματα», τα μεμονωμένα και πεπερασμένα «όντα».
«Οντολογικό», αντίθετα, είναι η προ-κατηγορική, a priori, υπερβατολογική διάσταση, και αναφέρεται στις αναγκαίες και αναπόδραστες δομές του γνωρίζοντος υποκειμένου — όπως συμβαίνει με το Vorgriff του Rahner.
Για τον Rahner, πέρα από το ότι είναι προ-κατηγορική, δηλαδή συνθήκη της εμπειρίας, η διάσταση αυτή είναι επίσης υπερ-κατηγορική, δηλαδή υπερβατική (trascendente), επειδή υπερβαίνει όλα τα δυνατά αντικείμενα της κατηγορικής γνώσης (1).
«Υπέρβαση» όχι με τη μεταφυσική έννοια, φυσικά, αλλά με την έννοια της τάσης της υπαρξιακής συνείδησης προς όλο το Είναι, μέσα από την οποία αυτή υπερβαίνει κάθε επιμέρους Είναι που βιώνεται μέσα στον χρόνο.
Έτσι, ο Rahner, υπό την επίδραση του Maréchal και του Heidegger, ταυτίζει το trascendente με το trascendentale, και μέσα στην υπερβατολογικότητα του Vorgriff τοποθετεί τον Θεό. Η πράξη αυτή είναι καταχρηστική, διότι το υπερβατολογικό τοποθετεί το Είναι μέσα στη σκέψη και επομένως συνιστά εμμένεια· κατά συνέπεια, ούτε η νέα αυτή «υπέρβαση» είναι αληθινά υπέρβαση, αλλά εσωτερική εμμένεια της συνείδησης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς αυτό το σημείο ο Rahner διαφέρει από τον Heidegger, για τον οποίο το άνοιγμα του υποκειμένου ξεκινούσε από το μηδέν και όχι από το Απόλυτο Μυστήριο, δηλαδή από τον Θεό.
Το υπερβατολογικό του Rahner είναι το σύγχρονο υπερβατολογικό, κατανοημένο ως άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο είναι ίδιον του ανθρώπου ως όντος μέσα στον κόσμο, ως χρόνου, ως όντος εντός μιας καταστάσεως (Sitz im Leben), ως του «είναι-εδώ-εκεί» (Dasein).
Αυτό το άπειρο άνοιγμα προς το άπειρο Είναι προϋποθέτει, κατά τον Rahner, το άπειρο Είναι, το οποίο συνεπώς ταυτίζεται με το υπερβατολογικό.
Έτσι, η υπέρβαση νοείται τώρα ως η κατάσταση του ανθρώπου που διαρκώς «ερωτά», θέτει ερωτήματα και σχεδιάζει, εκπληρώνοντας μια υπαρξιακή και ταυτόχρονα υπερβατολογική εσωτερική ώθηση.
Το trascendente δεν έχει πλέον μεταφυσική σημασία, αλλά ιστορική· και ο Θεός δεν είναι πλέον το Ipsum esse subsistens του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί a posteriori, αλλά ένα αξίωμα (postulato) της συνείδησής μας· μέσα στον ορίζοντά του ήδη υπάρχουμε· μπορούμε να κοιτάμε προς τα κάτω, αλλά όχι να στρέψουμε τις πλάτες και να κοιτάξουμε πίσω.
Εμείς βλέπουμε μόνο τα πράγματα μέσα στον κόσμο· ασκούμε μια κατηγορική γνώση, η οποία καθίσταται δυνατή από την υπερβατολογική διάσταση. Αυτή η υπερβατολογική διάσταση μιλά μόνο έμμεσα, μέσω των κατηγορικών γνώσεων, και όχι άμεσα· διαφορετικά θα μετατρεπόταν σε «πράγμα».
Ο Rahner λέει ότι αυτή είναι «ανώνυμη».
Είμαστε αμετάκλητα μέσα στην εμμένεια, και η υπέρβαση, ως υπερβατολογικό, δεν είναι ποτέ προσιτή, αλλά μόνο βιώσιμη μέσα στην εμμένεια.
Αν ήταν δυνατό να γνωρίσουμε κάτι περί του Θεού με τρόπο κατηγορικό, τότε Εκείνος θα γινόταν ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα πράγματα.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την εγκατάλειψη του υπερβατολογικού με την έννοια του θωμιστικού ρεαλισμού, ο οποίος περιελάμβανε τις τρεις αρχές της συμμετοχής, της αιτιότητας και της αναλογίας — αρχές που επέτρεπαν να ανυψωνόμαστε από τα πράγματα προς τον Θεό ως το Esse ipsum subsistens.
Αυτή του Rahner αποτελεί μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία, που στη συνέχεια θα γίνει και η βάση της ανθρωπολογικής στροφής στη θεολογία.
Εδώ παρατηρείται μια πολύ σημαντική πτυχή που είχε ήδη επισημάνει ο Cornelio Fabro:
«Το έργο που ο Rahner θέτει ως στόχο είναι ακριβώς αυτό που σήμερα αποκαλείται aggiornamento, δηλαδή η ανάγνωση και κατανόηση χωρίς περιορισμούς (sic et simpliciter) μιας σκέψης επτά αιώνων πριν, αποκλειστικά υπό το πρίσμα της σύγχρονης σκέψης … κατά τον Rahner, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ασχοληθεί κανείς με τον άγιο Θωμά, παρά μόνο για τα ζητήματα που κινούν τη δική του φιλοσοφία και εκείνη της εποχής του» .
Η νεωτερικότητα —ή μάλλον η επικαιρότητα— καθίσταται έτσι η προ-κατανόηση κάθε άλλης φιλοσοφικής αλήθειας και προσανατολίζει την ερμηνευτική της.
Εξάλλου, όλη η σύγχρονη θεολογία συμμερίζεται αυτή τη στάση: υιοθετεί τη νεωτερικότητα ως ένα αναπόφευκτο ερμηνευτικό σημείο εκκίνησης, από το οποίο επιχειρείται η επανερμηνεία της παραδοσιακής χριστιανικής φιλοσοφίας που θεμελιώνεται στον μεταφυσικό ρεαλισμό.
Στον Rahner αυτή η τοποθέτηση γεννά τη δική του φιλοσοφία και, ταυτόχρονα, τρέφεται από αυτήν.
Εάν ο άνθρωπος είναι υπαρξιακά χρόνος, και αν το Είναι του όντος συνίσταται στο να ερωτά περί όσων παρουσιάζονται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο, τότε δεν είναι ποτέ δυνατό να αποσπαστεί από τον ίδιο του τον χρόνο — και μέσα στην εμμένειά του παραμένει εγκλωβισμένος.
ΣΧΟΛΙΟ:ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΑΝ ΘΕΟΣ, ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΕ ΜΙΑ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΟΠΟΥ ΤΟ ΕΝΑ ΠΕΡΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΛΛΟ.
M. Gagliardi, La critica di Cornelio Fabro al pensiero filosofico di Karl Rahner e alcune conseguenze teologiche, “Angelicum”, 94 (2017), σ. 716.
A. Ruiz Freites, In principio Dio creò... Trattato teologico De Deo creante, Edivi, Segni 2019, σσ. 339–340. Το κεφάλαιο X του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Karl Rahner, σσ. 283–349.
Βλ. τη σύνοψη στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner cit., σσ. 149–154.
C. Fabro, La svolta antropologica …, cit., σ. 34.
Ivi, σ. 40.
Ivi, σ. 41.
Ivi, σ. 43.
Αναφ. στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner, cit., σ. 47, σημ. 79.
A. Ruiz Freites, In principio Dio creò …, cit., σ. 287.
Ivi, σ. 286.
C. Fabro, La svolta antropologica di Karl Rahner, cit., σ. 17.