Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Karl Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Karl Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Για τη φιλοσοφία του Karl Rahner [2/3 – συνέχεια]

Συνέχεια από: Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025



Για τη φιλοσοφία του Karl Rahner [2/3 – συνέχεια]
Στέφανο Φοντάνα

2. Από τον Maréchal στον Heidegger

Στην «υπερβατολογική θεμελίωση» του Maréchal που εξετάστηκε στη Σημείωση προηγουμένως, βρίσκονται οι προϋποθέσεις για τις εξελίξεις στον Rahner. Η ταύτιση μεταξύ Είναι και είναι γνωστού, που είχε ήδη υπαινιχθεί ο Maréchal, υιοθετείται από τον Rahner, ο οποίος έτσι τοποθετείται στο πλαίσιο του σύγχρονου υπερβατολογικού στοχασμού. Όπως σημειώνει ο Π. Fabro, σε αυτόν «το Είναι εξαντλείται στην αντικειμενικότητα που θεμελιώνεται εκκινούσα από τις λειτουργίες της υποκειμενικότητας» .
 Ο Rahner διακηρύσσει ρητά αυτή την ταυτότητα του Είναι και της σκέψης.
Στο Geist in Welt γράφει ότι «το Είναι, καθ’ εαυτό, είναι το να είναι γνωστό» , και κατόπιν επιβεβαιώνει ότι «Είναι και γνώση συνιστούν μια αρχική ταυτότητα» , ή ακόμη ότι «Είναι και γνώση είναι το ίδιο πράγμα» .

Σε σχέση με τον Maréchal, στον Rahner υπάρχει μια σημαντική καινοτομία, η οποία συνίσταται στο ότι δεν αποδέχεται την αφαίρεση, αλλά αντιλαμβάνεται τη γνώση —όπως επισημαίνει εύστοχα ο Mauro Gagliardi— ως μια «υπαρξιακή αντιστοιχία μεταξύ γνωστού και γνωρίζοντος» (1). Αυτό σημαίνει ότι η κρίση, με την οποία η προθετικότητα της συνείδησης επιτελεί την πράξη (όχι μόνο γνωσιολογική αλλά και μεταφυσική) της συγκρότησης του όντος, συμβαίνει, κατά τον Rahner, αμέσως, και όχι μετά τη γνώση μέσω των αισθητών φαντασμάτων και την αφαίρεση των ειδών.

Η αφαίρεση, η επιστροφή στα φαντάσματα και η επιστροφή του γνωρίζοντος υποκειμένου στον εαυτό του είναι, για τον Rahner, το ίδιο πράγμα (2). Από εδώ προκύπτει η σημασία της νέας ραχνεριανής ερμηνείας της conversio ad phantasmata του αγίου Θωμά.

Στο θέμα αυτό ο Rahner αφιερώνει το πρώτο μέρος του Geist in Welt (3). Κατά τον Aquinas, η εσωτερική αίσθηση ή η ικανότητα της φαντασίας ενοποιεί τα δεδομένα των εξωτερικών αισθήσεων και σχηματίζει μια εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια αισθητή εικόνα (phantasma) και όχι για την έννοια, η οποία θα διαμορφωθεί από τον νου μέσω της αφαίρεσης. Αυτή η τελευταία πράξη δεν μπορεί να μη βασίζεται στα φαντάσματα, για να τα υπερβεί ωστόσο αργότερα με τη σύλληψη της άυλης μορφής του πράγματος.

Αφού καθοριστεί μέσω της αφαίρεσης η έννοια της ουσίας, ο νους επιστρέφει (conversio) στα φαντάσματα, για να γνωρίσει καλύτερα τα επιμέρους και όχι μόνο τα είδη. Τώρα, στον άγιο Θωμά η conversio ήταν απλώς μια γνωσιολογική έννοια· στον Rahner, όμως, γίνεται μεταφυσική, γιατί συνδέεται με τη γνώση του όντος, η οποία πραγματοποιείται μέσα στον χώρο και στον χρόνο, χωρίς διάκριση μεταξύ των διαφορετικών στιγμών.

Ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτόν, δεν γνωρίζει αφηρημένα, αλλά μέσα στον χώρο και τον χρόνο, χωρίς να μπορεί να αφαιρέσει τις έννοιες από τις αισθητές εμπειρίες. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη συγκεκριμένη υπαρξιακή του κατάσταση, διότι το Είναι ισοδυναμεί με το να είναι γνωστό· επομένως, η μεταφυσική είναι αμέσως γνωσιολογία συνδεδεμένη με τον χρόνο και τον χώρο, δηλαδή με τις apriori τυπικές συνθήκες του Vorgriff, έννοια στην οποία θα επανέλθουμε αμέσως.

Το Είναι είναι καθετί που παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χώρο και τον χρόνο της ύπαρξης, και ο άνθρωπος είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι υπό αυτή την έννοια, δηλαδή μέσα στην επαφή με τα όντα (της συνείδησης) στα οποία το Είναι είναι διαφανές προς τον εαυτό του.

Με όσα παρατηρήθηκαν, κατανοούμε την σύμφωνα με τον Rahner τοποθέτηση της γνώσης του Είναι μέσα στην ιστορία, στον χώρο και στον χρόνο της ύπαρξης. Στον Kant, η υπερβατολογική θεμελίωση δεν ήταν δυναμική αλλά στατική, εφόσον η apriori (υπερβατολογική) σύνθεση μεταξύ των κατηγοριών και των αισθητών δεδομένων συνέβαινε πάντοτε και για κάθε νοημοσύνη με τον ίδιο τρόπο, και, μόλις συνέβαινε, δεν άλλαζε πλέον: η αναλυτική κρίση που εκφράζει τον νόμο του Newton δεν υπόκειτο σε μεταβολές.

Η γνωσιολογία του Kant δεν γνώριζε την ιστορία και παρέμενε ακόμη, παρά την κοπερνίκεια επανάσταση, προσανατολισμένη στη φύση. Στον Maréchal αρχίζει η αποδοχή μιας κάποιας διαδικασίας, και το Είναι —κατανοημένο τώρα υπό τη νέα έννοια του σύγχρονου υπερβατολογικού— ενώνεται δυναμικά με τη σκέψη και, μέσα σε αυτήν την ενότητα, είναι συνεχής αυτο-μεσολάβηση.

Κατά κάποιον τρόπο, η μετάβαση από τον Kant στον Hegel υπήρχε ήδη στον Maréchal και ολοκληρώνεται στον Rahner: το Είναι ταυτίζεται με το πνεύμα μέσα στην διαλεκτική αυτο-μεσολάβηση της συνείδησης.

Στη διαδικασία της γνώσης, το Είναι καθίσταται παρόν στον εαυτό του, καθώς συνίσταται, όπως λέει ο Fabro, στο «εμφανίζεσθαι κάθε Είναι στη συνείδηση». Δεν πρόκειται για το ότι το Είναι υπάρχει και μετά καθίσταται παρόν στον εαυτό του· το ίδιο το Είναι είναι το να καθίσταται παρόν στον εαυτό του μέσα σε μια συνεχή διαδικασία αυτο-μεσολάβησης.

Όπως ήδη παρατηρήθηκε, για τον Maréchal η συνείδηση προβάλλει πάνω στα αντικείμενα της γνώσης το δικό της δυναμικό άνοιγμα προς το Είναι· αυτό απαιτεί να τοποθετηθεί το Είναι μέσα στον χρόνο και να υποτεθεί στην αρχή αυτής της τάσης το apriori του άπειρου Είναι.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται η κατά Rahner ανάπτυξη του Maréchal ως εξέλιξή του και ριζοσπαστικοποίησή του —εξέλιξη που έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μέσα από τη φαινομενολογία του Heidegger—, γιατί ακριβώς εκεί δίνεται η ιστορικότητα του Είναι ως χρόνου και μόνο εκεί είναι δυνατό να γίνει λόγος για ένα apriori όχι πλέον στατικό, όπως στον Kant, αλλά δυναμικό και ιστορικό.

Και για τον Rahner, όπως και για τον Maréchal, υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα a priori γνωστικό, ένα άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο αυτός ονομάζει Vorgriff —«προ-σύλληψη», «προκατάληψη» ή «προ-αντίληψη»— που εκφράζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα ως θεμέλιο της αποκάλυψης του Είναι, την προθετική υπερβατολογική ανοικτότητα της σκέψης προς το Είναι.
Πρόκειται για την παρουσία μέσα στη συνείδηση μιας «ανείπωτης γνώσης του Είναι, ως της συνθήκης κάθε γνώσης που αναφέρεται στην υπαρκτή μεμονωμένη πραγματικότητα».[ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]

Αυτή η ραχνεριανή θεώρηση του Vorgriff παραπέμπει στην υπερβατολογική απερκεψία (Apperzeption) του Kant, ή στο «Εγώ Σκέπτομαι», που είναι μια «υποκειμενική αντικειμενοποιούσα λειτουργία, η οποία, ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο», αλλά καθιστά δυνατή κάθε αντικειμενικότητα.

Πέραν του Kant, ωστόσο, το Vorgriff ως «προ-σύλληψη» θυμίζει όσα λέει ο Heidegger στο Essere e tempo σχετικά με την «κατανόηση».
Για τον Heidegger, δεν ισχύει ότι ο άνθρωπος Είναι και κατόπιν κατανοεί· ο άνθρωπος είναι η ίδια του η κατανόηση.
Στην πράξη της κατανόησης, ο άνθρωπος προβάλλει το δικό του σχέδιο ανοίγματος προς το Είναι μέσα στον κόσμο, δηλαδή μέσα στο σύνολο των νοημάτων με τα οποία είναι ήδη εκ των προτέρων συνδεδεμένος.
Δεν πρόκειται για απλές αντιλήψεις κάποιου εξωτερικού αντικειμένου, διότι κάθε θέαση είναι ήδη ερμηνεία.
Η ερμηνεία προϋποθέτει πάντοτε μια προ-όραση και ακόμη και μια προ-γνώση. Κάθε ερμηνεία έχει στη βάση της μια προ-ερμηνεία.

Αυτό που αποκαλούμε «άμεσο δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα κάτι που έχει ήδη αναληφθεί από τον ερμηνευτή· είναι ήδη ένα κατασκεύασμα. Κάθε «δεδομένο» είναι στην πραγματικότητα πάντοτε και ήδη «τεθειμένο».
Το νόημα των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα πράγματα, αλλά στον άνθρωπο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κατανόηση του κόσμου που να μην περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ολότητα της ύπαρξης· και πάντοτε το υποκείμενο που ερμηνεύει, ερμηνεύοντας, ερμηνεύει και τον εαυτό του, και ερμηνεύοντας τον εαυτό του, ερμηνεύει τον κόσμο.
Αυτό ισχύει τόσο στον Heidegger όσο και στον Rahner.

Αυτή η υπερβατολογική διάσταση του Vorgriff δεν Είναι καθ’ εαυτή
· πριν από την κρίση το Είναι δεν δίνεται με κανέναν τρόπο· το Είναι είναι η πραγμάτωση της κρίσης, η οποία καθίσταται δυνατή μέσω της υπερβατολογικής διάστασης του Vorgriff.
Για τον Rahner, η προθετικότητα του υποκειμένου δεν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτό, αλλά «η αναφορά της γνώσης είναι έμφυτα ενυπάρχουσα στο υποκείμενο με την ισχυρή έννοια: συνίσταται στο “είναι-με-τον-εαυτό” τού γνωρίζοντος, και αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος».

Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένα «είναι με τον εαυτό», διότι είναι υποκείμενο και, ως τέτοιο, είναι εκ φύσεως ανοιχτός προς το Είναι εν γένει χάρη στην προθετικότητά του που προλαμβάνει (Vorgriff). Έτσι, αυτό το είναι-με-τον-εαυτό είναι το Είναι του όντος· το Είναι είναι η ύπαρξη του ανθρώπου, ή του Dasein, όπως θα έλεγε ο Heidegger.

Αυτή η θεώρηση βρίσκεται σε σχέση με τον Heidegger, για τον οποίο το Είναι είναι το να υπάρχει κανείς μέσα στον χρόνο και ως χρόνος· και η υπερβατολογική διάσταση που καθιστά αυτό δυνατό πρέπει να νοηθεί ως το απεριόριστο άνοιγμα προς το Είναι, προς το να καθίσταται παρόν μέσα στον χρόνο μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι ριγμένος (Geworfenheit).
Όπως έγραφε ο Cornelio Fabro: «το Είναι, σύμφωνα με τον υπαρξισμό, νοείται ως η δυνατότητα παρουσίασης για κάθε παρόν».
Με άλλα λόγια, το Είναι είναι χρόνος.

Μια πτυχή θεμελιώδους σημασίας είναι η ταύτιση στον Rahner του υπερβατικού (trascendente) και του υπερβατολογικού (trascendentale), η οποία συνεπάγεται την υπέρβαση της οπτικής του μεταφυσικού ρεαλισμού.
Ακόμη και ο Vitiello επισημαίνει το απαράδεκτο αυτής της ενοχλητικής επικάλυψης, αλλά κατόπιν προχωρεί πέρα από αυτήν, εκτιμώντας συνολικά αυτές τις πορείες του Rahner ως παράδειγμα του αναγκαίου διαλόγου με τη νεωτερικότητα.

Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να επανέλθουμε στη γνωστή διάκριση του Heidegger μεταξύ «οντικού» (ontico) και «οντολογικού» (ontologico), η οποία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του θέματος που εξετάζουμε.
«Οντικό» σημαίνει κατηγορικό και αφορά τα όντα που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε με τα ουσιώδη και πραγματικά τους δεδομένα, δηλαδή τα «πράγματα», τα μεμονωμένα και πεπερασμένα «όντα».
«Οντολογικό», αντίθετα, είναι η προ-κατηγορική, a priori, υπερβατολογική διάσταση, και αναφέρεται στις αναγκαίες και αναπόδραστες δομές του γνωρίζοντος υποκειμένου — όπως συμβαίνει με το Vorgriff του Rahner.

Για τον Rahner, πέρα από το ότι είναι προ-κατηγορική, δηλαδή συνθήκη της εμπειρίας, η διάσταση αυτή είναι επίσης υπερ-κατηγορική, δηλαδή υπερβατική (trascendente), επειδή υπερβαίνει όλα τα δυνατά αντικείμενα της κατηγορικής γνώσης (1).
«Υπέρβαση» όχι με τη μεταφυσική έννοια, φυσικά, αλλά με την έννοια της τάσης της υπαρξιακής συνείδησης προς όλο το Είναι, μέσα από την οποία αυτή υπερβαίνει κάθε επιμέρους Είναι που βιώνεται μέσα στον χρόνο.

Έτσι, ο Rahner, υπό την επίδραση του Maréchal και του Heidegger, ταυτίζει το trascendente με το trascendentale, και μέσα στην υπερβατολογικότητα του Vorgriff τοποθετεί τον Θεό. Η πράξη αυτή είναι καταχρηστική, διότι το υπερβατολογικό τοποθετεί το Είναι μέσα στη σκέψη και επομένως συνιστά εμμένεια· κατά συνέπεια, ούτε η νέα αυτή «υπέρβαση» είναι αληθινά υπέρβαση, αλλά εσωτερική εμμένεια της συνείδησης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς αυτό το σημείο ο Rahner διαφέρει από τον Heidegger, για τον οποίο το άνοιγμα του υποκειμένου ξεκινούσε από το μηδέν και όχι από το Απόλυτο Μυστήριο, δηλαδή από τον Θεό.

Το υπερβατολογικό του Rahner είναι το σύγχρονο υπερβατολογικό, κατανοημένο ως άνοιγμα προς το άπειρο Είναι, το οποίο είναι ίδιον του ανθρώπου ως όντος μέσα στον κόσμο, ως χρόνου, ως όντος εντός μιας καταστάσεως (Sitz im Leben), ως του «είναι-εδώ-εκεί» (Dasein).
Αυτό το άπειρο άνοιγμα προς το άπειρο Είναι προϋποθέτει, κατά τον Rahner, το άπειρο Είναι, το οποίο συνεπώς ταυτίζεται με το υπερβατολογικό.

Έτσι, η υπέρβαση νοείται τώρα ως η κατάσταση του ανθρώπου που διαρκώς «ερωτά», θέτει ερωτήματα και σχεδιάζει, εκπληρώνοντας μια υπαρξιακή και ταυτόχρονα υπερβατολογική εσωτερική ώθηση.
Το trascendente δεν έχει πλέον μεταφυσική σημασία, αλλά ιστορική· και ο Θεός δεν είναι πλέον το Ipsum esse subsistens του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί a posteriori, αλλά ένα αξίωμα (postulato) της συνείδησής μας· μέσα στον ορίζοντά του ήδη υπάρχουμε· μπορούμε να κοιτάμε προς τα κάτω, αλλά όχι να στρέψουμε τις πλάτες και να κοιτάξουμε πίσω.

Εμείς βλέπουμε μόνο τα πράγματα μέσα στον κόσμο· ασκούμε μια κατηγορική γνώση, η οποία καθίσταται δυνατή από την υπερβατολογική διάσταση. Αυτή η υπερβατολογική διάσταση μιλά μόνο έμμεσα, μέσω των κατηγορικών γνώσεων, και όχι άμεσα· διαφορετικά θα μετατρεπόταν σε «πράγμα».
Ο Rahner λέει ότι αυτή είναι «ανώνυμη».

Είμαστε αμετάκλητα μέσα στην εμμένεια, και η υπέρβαση, ως υπερβατολογικό, δεν είναι ποτέ προσιτή, αλλά μόνο βιώσιμη μέσα στην εμμένεια.
Αν ήταν δυνατό να γνωρίσουμε κάτι περί του Θεού με τρόπο κατηγορικό, τότε Εκείνος θα γινόταν ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα πράγματα.


Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την εγκατάλειψη του υπερβατολογικού με την έννοια του θωμιστικού ρεαλισμού, ο οποίος περιελάμβανε τις τρεις αρχές της συμμετοχής, της αιτιότητας και της αναλογίας — αρχές που επέτρεπαν να ανυψωνόμαστε από τα πράγματα προς τον Θεό ως το Esse ipsum subsistens.

Αυτή του Rahner αποτελεί μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία, που στη συνέχεια θα γίνει και η βάση της ανθρωπολογικής στροφής στη θεολογία.
Εδώ παρατηρείται μια πολύ σημαντική πτυχή που είχε ήδη επισημάνει ο Cornelio Fabro:
«Το έργο που ο Rahner θέτει ως στόχο είναι ακριβώς αυτό που σήμερα αποκαλείται aggiornamento, δηλαδή η ανάγνωση και κατανόηση χωρίς περιορισμούς (sic et simpliciter) μιας σκέψης επτά αιώνων πριν, αποκλειστικά υπό το πρίσμα της σύγχρονης σκέψης … κατά τον Rahner, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ασχοληθεί κανείς με τον άγιο Θωμά, παρά μόνο για τα ζητήματα που κινούν τη δική του φιλοσοφία και εκείνη της εποχής του» .


Η νεωτερικότητα —ή μάλλον η επικαιρότητα— καθίσταται έτσι η προ-κατανόηση κάθε άλλης φιλοσοφικής αλήθειας και προσανατολίζει την ερμηνευτική της.
Εξάλλου, όλη η σύγχρονη θεολογία συμμερίζεται αυτή τη στάση: υιοθετεί τη νεωτερικότητα ως ένα αναπόφευκτο ερμηνευτικό σημείο εκκίνησης, από το οποίο επιχειρείται η επανερμηνεία της παραδοσιακής χριστιανικής φιλοσοφίας που θεμελιώνεται στον μεταφυσικό ρεαλισμό.

Στον Rahner αυτή η τοποθέτηση γεννά τη δική του φιλοσοφία και, ταυτόχρονα, τρέφεται από αυτήν.
Εάν ο άνθρωπος είναι υπαρξιακά χρόνος, και αν το Είναι του όντος συνίσταται στο να ερωτά περί όσων παρουσιάζονται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο, τότε δεν είναι ποτέ δυνατό να αποσπαστεί από τον ίδιο του τον χρόνο — και μέσα στην εμμένειά του παραμένει εγκλωβισμένος.

ΣΧΟΛΙΟ:ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΑΝ ΘΕΟΣ, ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΕ ΜΙΑ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΟΠΟΥ ΤΟ ΕΝΑ ΠΕΡΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΛΛΟ.


Σημειώσεις

M. Gagliardi, La critica di Cornelio Fabro al pensiero filosofico di Karl Rahner e alcune conseguenze teologiche, “Angelicum”, 94 (2017), σ. 716.

A. Ruiz Freites, In principio Dio creò... Trattato teologico De Deo creante, Edivi, Segni 2019, σσ. 339–340. Το κεφάλαιο X του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Karl Rahner, σσ. 283–349.
Βλ. τη σύνοψη στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner cit., σσ. 149–154.
 C. Fabro, La svolta antropologica …, cit., σ. 34.
 Ivi, σ. 40.
 Ivi, σ. 41.
 Ivi, σ. 43.
 Αναφ. στο S. Vitiello, Rahner oltre Rahner, cit., σ. 47, σημ. 79.
 A. Ruiz Freites, In principio Dio creò …, cit., σ. 287.
 Ivi, σ. 286.
 C. Fabro, La svolta antropologica di Karl Rahner, cit., σ. 17.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Περί της φιλοσοφίας του Καρλ Ράνερ [1/3 ]

 

Περί της φιλοσοφίας του Καρλ Ράνερ [1/3 ]
Στέφανο Φοντάνα

La filosofia di Karl Rahner SJ - YouTube
https://www.youtube.com/playlist?list=PLP0PWMLNR1SAY6HM9ea95xrshkW2n7A0J


1. Ένα “παιδί” της Σχολής της Λουβαίν


Παίρνω αφορμή από το πρόσφατο βιβλίο του Σαλβατόρε Βιτιέλλο, με τίτλο «Ράνερ πέρα από τον Ράνερ»¹. Πρόκειται για ένα θεολογικό έργο· ωστόσο, ο συγγραφέας αναγκάζεται, και ορθά, να ανακτήσει και το πλαίσιο της φιλοσοφίας του Ράνερ, δεδομένου ότι χωρίς φιλοσοφία δεν μπορεί να υπάρξει θεολογία.

Η φιλοσοφία του Ράνερ, όπως θα δούμε καλύτερα παρακάτω, έχει την αφετηρία της σε ένα πρόγραμμα ή προϋπόθεση που βασίζεται:
στην προηγούμενη αποδοχή των νέων αφετηριών της νεότερης φιλοσοφίας, στη νέα ανάγνωση του Αγίου Θωμά Ακινάτη υπό το φως αυτών των αφετηριών, στην υιοθέτηση των προθέσεων του Joseph Maréchal και γενικότερα της Σχολής της Λουβαίνης,
και στη χρήση της φιλοσοφίας (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά) του Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον οποίο ο ίδιος ο Ράνερ αποκαλούσε «ο δάσκαλός μου».

Όλα αυτά συνοδεύονται επίσης από ορισμένα νέα και πρωτότυπα περάσματα δικής του έμπνευσης. Σε αυτά τα σημεία θα επανέλθουμε αργότερα. Προς το παρόν, ας επισημάνουμε την προβληματικότητα της φράσης “Ράνερ πέρα από τον Ράνερ”, που διαβάζουμε στον τίτλο του βιβλίου του Βιτιέλλο. Η φράση, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας, παραπέμπει σε μια ήδη γνωστή προσπάθεια —εκείνη του Μονσινιόρ Joseph Maréchal— να «υπερβεί τον Καντ με τον ίδιο τον Καντ»².

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί αμέσως ότι το σχέδιο να προχωρήσει κανείς «με τον Ράνερ πέρα από τον Ράνερ» είναι αδύνατο, όπως αδύνατο ήταν και το να υπερβεί κανείς τον Καντ με τον Καντ. Μόλις γίνουν δεκτές οι ραννεριανές προϋποθέσεις, η πορεία καθίσταται αναγκαστική, επειδή αυτές όχι μόνο επηρεάζουν αλλά και καθορίζουν τη σκέψη, αποδίδοντάς της μεταφυσική ισχύ.
Ο κριτικισμός έχει «καθαρές φιλοσοφικές θέσεις», με αρχές αναγκαστικά συνδεδεμένες με τα αντίστοιχα συμπεράσματά τους³.

Αν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις του Ράνερ τεθούν υπό κριτική, τότε θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει πέρα από τον Ράνερ, αλλά όχι μαζί με τον Ράνερ. Αν, αντίθετα, θελήσει να διατηρήσει την αξίωση να τον υπερβεί μαζί με τον Ράνερ, θα πρέπει να φέρει μαζί του τα θεωρητικά του θεμέλια — και τότε δεν θα μπορέσει να πάει «πέρα από αυτόν».

Ολόκληρο το πυκνό βιβλίο του Βιτιέλλο αιωρείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο προοπτικές, χωρίς να αποφασίζει για καμία από τις δύο, και, καθώς είναι αδύνατο να τις επιβεβαιώσει ταυτόχρονα, κινείται, όπως θα φανεί, μέσα σε ένα είδος **«μεταφυσικής διπλωματίας»**⁴. Για κάθε επιμέρους ζήτημα, αυτό το δίλημμα επανέρχεται.

Για παράδειγμα, η λέξη «οντολογία», όπως χρησιμοποιείται στον υπότιτλο «οντολογία του συμβόλου», κεντρικό θέμα ολόκληρου του βιβλίου του Βιτιέλλο, δεν μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο του θωμιστικού ρεαλισμού, αλλά φέρει τα ίχνη της εκδοχής του Maréchal και του Heidegger, τους οποίους ωστόσο ο ίδιος ο Βιτιέλλο κρίνει κριτικά. Η νέα αυτή «οντολογία» γεννιέται από την ενότητα του είναι και της σκέψης, χαρακτηριστική του «υπερβατολογικού θωμισμού», ενώ η θωμιστική οντολογία στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του Είναι έναντι της σκέψης. Ο Βιτιέλλο αναγκάζεται να κινείται λαμβάνοντας υπόψη και τις δύο αντίθετες αρχές, χωρίς να μπορεί ούτε να τις συνθέσει ούτε να επιλέξει μεταξύ τους. Καθίσταται έτσι αδύνατο να προχωρήσει με τον Ράνερ πέρα από τον Ράνερ.

Η προσπάθεια του Βιτιέλλο αναφορικά με τον Ράνερ παραπέμπει, όπως ειπώθηκε, στην αντίστοιχη του Maréchal να «υπερβεί τον Καντ με τον Καντ». Αυτή η απόπειρα είχε ήδη καταρριφθεί ριζικά —και, κατά τη γνώμη μου, οριστικά— από τον Étienne Gilson, στο βιβλίο του «Θωμιστικός ρεαλισμός και κριτική της γνώσης» (Realismo tomista e critica della conoscenza)⁵, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1939.

Είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε εδώ τις παρατηρήσεις του Gilson στο κεφάλαιο «Η ρεαλιστική κριτική του αντικειμένου». Τι είναι αυτό που κάνει το αντικείμενο να είναι αντικείμενο; Για τον ρεαλισμό, το αντικείμενο είναι πραγματικό αντικείμενο πριν και ανεξάρτητα από τη γνώση του: γνωρίζεται επειδή υπάρχει, δεν υπάρχει επειδή γνωρίζεται.

Αντίθετα, για τον Maréchal, το πραγματικό αντικείμενο είναι το γνωσμένο αντικείμενο. Έτσι γεννιέται ο «υπερβατολογικός θωμισμός» της Σχολής της Λουβαίνης, σύμφωνα με τον οποίο Είναι σημαίνει “είναι γνωστό”.
Για τον θωμισμό, το ens προηγείται του verum και η οντολογία προηγείται της γνωσιολογίας, ενώ στον υπερβατολογικό θωμισμό πρέπει να γίνεται λόγος για αρχική ταυτότητα μεταξύ Είναι και σκέψης.

Ο Maréchal, όπως λέει ο πατήρ Fabro, θέλει να **«παράγει τη νοούμενη πραγματικότητα ως θεωρητική αναγκαιότητα»**⁶ και να δείξει ότι το αντικείμενο της γνώσης συμπίπτει με το πραγματικά υπάρχον αντικείμενο.
Αυτή θα ήταν η νέα «υπερβατολογική αναγωγή», που συνίσταται στην αξίωση να καθοριστούν a priori οι όροι της νοητότητας του Είναι, ενώ για τον ρεαλισμό το Είναι προϋποτίθεται εξ αρχής ως νοητό.

Είναι χρήσιμο να προσδιοριστεί εδώ το νόημα της λέξης «υπερβατολογικός». Το κάνουμε με τα λόγια του Cornelio Fabro, σύμφωνα με τον οποίο

«Υπερβατολογικό σημαίνει αυτό που είναι και πρέπει να είναι δοσμένο a priori μέσα στο υποκείμενο, υπό την έννοια του προϋποτιθέμενου στη γνώση· και δηλώνει, επομένως, τη ριζική, ενεργή και δραστική σύσταση του πνεύματος ή του υποκειμένου ως εκείνου που προλαμβάνει και είναι ανεξάρτητο, αλλά παρ’ όλα αυτά καθοριστικό, σε σχέση με το αντικείμενο της εμπειρίας»⁷.

Κατά τον Φάμπρο, αυτό εκφράζει την νεωτερική αρχή της εμμένειας, που θεμελιώνεται πάνω στην ταυτότητα του Είναι και της σκέψης, και όχι στη μεταφυσική υπεροχή του Είναι έναντι της σκέψης· αντιτίθεται έτσι πλήρως στο νόημα που έχει ο ίδιος όρος στο ρεαλιστικό πλαίσιο. Η έκφραση «υπερβατολογικός ρεαλισμός» είναι, για τον λόγο αυτό, οξύμωρη.

Αφού παραβιάσει τον Καντ, ο υπερβατολογικός ρεαλισμός παραβιάζει επίσης και τον θωμιστικό ρεαλισμό. Ο υπερβατολογικός ρεαλισμός αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας εκ των προτέρων (a priori) προθετικότητας του υποκειμένου, ικανής να καθιστά «αντικείμενο» το αντικείμενο. Σύμφωνα όμως με τον ρεαλισμό, μια τέτοια προθετικότητα a priori δεν υπάρχει, διότι η προθετικότητα απορρέει από τη γνώση του αντικειμένου και δεν προηγείται αυτής:

«Αυτή [η προθετικότητα] εκφράζει τη σύλληψη ενός “καθ’ εαυτό”, που έχει ήδη συντελεστεί στο οντολογικό επίπεδο, και η γνώση του οποίου επιτρέπει στο γνωρίζον υποκείμενο να αποκτήσει συνείδηση
Όταν η σκέψη τείνει προς το αντικείμενο, το αντικείμενο της έχει ήδη προηγηθεί·
είναι ακριβώς επειδή το έχει ήδη συναντήσει, που το υποκείμενο μπορεί στη συνέχεια να στραφεί προς αυτό»8.

Έχουμε λοιπόν την ακόλουθη κατάσταση: για να υπερβεί κανείς τον Καντ με τον ίδιο τον Καντ, πορευόμενος προς έναν «υπερβατολογικό ρεαλισμό», πρέπει:
a) να παραβιάσει τον Καντ, αποδίδοντας στη σκέψη μεταφυσική αξία, η οποία καθιστά το αντικείμενο πραγματικό στο μέτρο που γνωρίζεται·
b) να διατηρήσει ωστόσο μια καντιανού τύπου υπερβατολογική προθετικότητα, ώστε να μην επιστρέψει σε μια προκριτική γνωσιολογία.

Έτσι γεννιέται αυτό που ο Gilson αποκάλεσε **«μεταφυσική διπλωματία»**9, η οποία συνίσταται στο να παραμένει κανείς εντός των ορίων του καντιανού πλαισίου, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει ότι το υπερβαίνει, παραχωρώντας πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά.

Ο Gilson σατιρίζει με ειρωνεία αυτή τη φιλοσοφική στάση:

«Το να επιχειρεί κανείς να σπάσει τις πύλες της φυλακής όπου η κριτική έχει κλειστεί,
και να προσπαθεί να τις σπάσει από μέσα, αφού πρώτα έχει κλειστεί ο ίδιος εκεί μέσα —αυτή είναι η επιχείρηση στην οποία ο πατήρ Maréchal αφιερώθηκε ηρωικά»
10.

Αλλά τι εννοούσε, πιο συγκεκριμένα, ο Maréchal με αυτήν την «προθετικότητα» του υποκειμένου, ικανή να καθιστά το αντικείμενο «αντικείμενο»;
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανθρώπινη γνώση περνά μέσα από τρεις φάσεις:

την αφομοίωση των δεδομένων ενός εξωτερικού αντικειμένου,
την αφαίρεση των ειδών,
και την κρίση, η οποία διακηρύσσει ότι το αντικείμενο υπάρχει καθ’ εαυτό11.

Όπως φαίνεται, η επιβεβαίωση της πραγματικότητας του αντικειμένου καθ’ εαυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια διαδικασία· πριν από αυτό το στάδιο, υπάρχει μόνο ένα γνωστικό αντικείμενο, όχι ακόμη ένα ον. Το σημείο αυτό απομακρύνεται από τον θωμιστικό ρεαλισμό σε διάφορες πλευρές: – αρνείται τη συνθετική αρχική σύλληψη του Είναι, – αρνείται την αμεσότητα της παρουσίας τού Είναι στη σκέψη, αντικαθιστώντας την με μια αυτομεσολάβηση του Είναι, νοούμενου ταυτόχρονα ως είναι και σκέψη, – και εισάγει την ιδέα μιας «γνωσιολογικής κυκλικότητας ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο», αντί να αποδίδει ρεαλιστικά την προτεραιότητα του αντικειμένου12.

Το κύριο σημείο είναι το πρώτο από τα τρία: για τον θωμιστικό ρεαλισμό, η αρχή έγκειται στην «σύλληψη του διαλεκτικού συμπλέγματος του ens», αφού «η έννοια του ens βρίσκεται στην αυγή της συνείδησης» και το θωμιστικό ens είναι το πρώτο άμεσο θεμέλιο (primum fundans immediatum), το οποίο απαιτείται σε όλα τα επίπεδα της συνείδησης13.

Αντίθετα, ο υπερβατολογικός ρεαλισμός ξεκινά από τα αντικείμενα της σκέψης, στη συνέχεια ανέρχεται στην a priori πράξη που τα συγκροτεί, έπειτα στο δυναμισμό αυτής της πράξης και τέλος στον απόλυτο σκοπό που αυτή προϋποθέτει — δηλαδή στον Θεό.

Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα του Θεού στον Ράνερ· προς το παρόν, ας σημειώσουμε πώς το θέτει ο Maréchal:
η ανθρώπινη υπερβατολογική προθετικότητα, νοούμενη ως ανοιχτή προς όλο το είναι και ικανή να θεμελιώνει την κρίση που καθιστά το ον πραγματικό,
**προϋποθέτει το άνοιγμα προς το Απόλυτο Είναι (Θεό)**14.


Ας συγκρατήσουμε εδώ δύο παρατηρήσεις του Gilson, που θα μας φανούν χρήσιμες για τον Ράνερ: για αυτόν τον Θεό δεν μπορεί να υπάρξει απόδειξη εκ των υστέρων (a posteriori), ενώ για τον Άγιο Θωμά αυτή είναι η μόνη δυνατή·
ο Θεός είναι για εμάς **πάντοτε και μόνο ένα αξίωμα (postulato)**15 — δύο χαρακτηριστικά σαφώς καντιανά και καθόλου θωμιστικά.


Ο Gilson γράφει αυτή την κριτική προς τον Maréchal το 1939. Ο Ράνερ δημοσιεύει το Geist in Welt (Πνεύμα μέσα στον κόσμο) το ίδιο έτος (1939) και το Hörer des Wortes (Ακροατές του λόγου) το 1940. Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι οι κριτικές που απευθύνονται στον Maréchal μπορούν να εφαρμοστούν και στον Ράνερ: η χρονολογία το επιτρέπει και ένα πέρασμα του Gilson το υποδηλώνει: «Τίποτε δεν θα εμποδίσει ποτέ κανέναν να επιχειρήσει ξανά και ξανά μια προσπάθεια αυτού του τύπου»16. Αυτό ακριβώς έκανε ο Ράνερ.

Ας συνοψίσουμε συνοπτικά τις καινοτομίες του “υπερβατολογικού ρεαλισμού”, στην προσπάθειά του να υπερβεί τον Καντ με τον Καντ:
το αντικείμενο δεν είναι πλέον το σύνολο του ens ως εκείνου που έχει το είναι, αλλά το αντικείμενο που καθίσταται πραγματικό μέσω της σκέψης, δηλαδή το σκεπτόμενο αντικείμενο· – δεν υπάρχει καμία αρχική αμεσότητα μεταξύ σκέψης και είναι· η γνώση του είναι είναι πάντοτε διαμεσολαβημένη από τη συνείδηση και επομένως δυναμική·μεταξύ σκέψης και είναι δίνεται, μέσα στη συνείδηση, μια αρχική ταυτότητα· – στη συνείδηση αποδίδεται μια αρχική προθετικότητα μεταφυσικής φύσης, ικανή να θεμελιώνει την πραγματικότητα του αντικειμένου· – αυτή η θεμελιωτική προθετικότητα συντελείται στην κρίση, όπου η συνείδηση καθιερώνει τον σύνδεσμο “είναι” (copula “è”)· από αυτή τη στιγμή το αντικείμενο της σκέψης γίνεται και πραγματικό αντικείμενο· – αυτή η προθετικότητα της συνείδησης είναι a priori: δεν προέρχεται από τη γνώση του είναι αλλά την προϋποθέτει και την καθιστά δυνατή, και επομένως είναι υπερβατολογική με τη νεωτερική σημασία του όρου – αυτή η apriorica προθετικότητα είναι άνοιγμα προς όλο το είναι, και επομένως προϋποθέτει το Απόλυτο Είναι, δηλαδή τον Θεό. Όλα αυτά τα σημεία δηλώνουν το ακριβώς αντίθετο από όσα υποστηρίζει ο θωμιστικός ρεαλισμός17.

Σημειώσεις (μέσα στο κείμενο)

1 S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner, Cantagalli, Siena 2025.
2 Ivi, p. 30.
3 É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, p. 152.
4É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza cit.
5Ivi, pp. 147-166.
6Ivi, p. 162.
7C. Fabro, La svolta antropologica di Karl Rahner, 1974, Edivi, Segni 2011, p. 59.
8 É. Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza cit., p. 152.
9Ivi, p. 149.     10Ivi, p. 159.
11 Ivi, p. 152.   12 Ivi, p. 155.
13 S. Vitiello, Rahner oltre Rahner cit., p. 143.
14Ivi, p. 144.
15C. Fabro, La svola antropologica …, cit., p. 37.
16 Ivi, p. 39.     17Ivi, p. 166.

Σημειώσεις-Διαφάνειες που προβλήθηκαν κατά την ομιλία
1.Cornelio Fabro, από το έργο La svolta antropologica di Karl Rahner, 1974, Edivi, Segni 2011, σ. 59,:

«Υπερβατολογικό σημαίνει εκείνο που Είναι και πρέπει να είναι δοσμένο a priori μέσα στο υποκείμενο, υπό την έννοια του προϋποτιθέμενου για τη γνώση· και δηλώνει, επομένως, τη ριζική σύσταση —με ενεργό και δραστικό τρόπο— του πνεύματος ή του υποκειμένου ως εκείνου που προλαμβάνει και είναι ανεξάρτητο, αλλά παρ’ όλα αυτά καθοριστικό, σε σχέση με το αντικείμενο της εμπειρίας.»

2. Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 159:

«Αυτή [η προθετικότητα] εκφράζει τη σύλληψη ενός “καθ’ εαυτό”, που έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο οντολογικό επίπεδο, και η γνώση του οποίου επιτρέπει στο γνωρίζον υποκείμενο να αποκτήσει συνείδηση... Όταν η σκέψη τείνει προς το αντικείμενο, το αντικείμενο την έχει ήδη προηγηθεί· είναι ακριβώς επειδή το έχει ήδη συναντήσει, που το υποκείμενο μπορεί στη συνέχεια να στραφεί προς αυτό.»

3. Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 155:

«Το να επιχειρεί κανείς να σπάσει τις πύλες της φυλακής όπου η κριτική έχει κλειστεί, και να προσπαθεί να τις σπάσει από μέσα, αφού πρώτα έχει ο ίδιος κλειστεί μέσα της: αυτή είναι η επιχείρηση στην οποία ο πατήρ Μαρεσάλ αφιερώθηκε ηρωικά.»

4.Étienne Gilson, Realismo tomista e critica della conoscenza, 1939, Studium, Roma 2012, σ. 166: Τίποτα δεν θα εμποδίσει ποτέ κανέναν να επιχειρεί, ξανά και ξανά, μια προσπάθεια αυτού του είδους

5. Το αντικείμενο δεν είναι πλέον το σύνολο του ens, νοούμενο ως εκείνο που έχει το Είναι, αλλά είναι το αντικείμενο που καθίσταται πραγματικό από τη σκέψη μας, το αντικείμενο ως νοημένο· δεν υπάρχει καμία αρχική αμεσότητα μεταξύ σκέψης και Είναι, αλλά η γνώση του Είναι είναι πάντοτε διαμεσολαβημένη από τη συνείδηση και επομένως δυναμική· μεταξύ σκέψης και Είναι δίνεται μέσα στη συνείδηση μια αρχική ταυτότητα· στη συνείδηση αποδίδεται μια αρχική προθετικότητα μεταφυσικής φύσης, ικανή δηλαδή να θεμελιώνει την πραγματικότητα του αντικειμένου·
αυτή η θεμελιωτική προθετικότητα ολοκληρώνεται στην κρίση, με την οποία η συνείδηση καθιερώνει τη συνδετική λέξη “Είναι” (copula “è”)· από αυτή τη στιγμή το αντικείμενο της σκέψης γίνεται επίσης πραγματικό αντικείμενο·
αυτή η προθετικότητα της συνείδησης είναι a priori· δεν προέρχεται από τη γνώση του Είναι, αλλά την προηγείται και την καθιστά δυνατή, και επομένως είναι υπερβατολογική με τη νεωτερική σημασία του όρου· αυτή η apriorica προθετικότητα είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι και επομένως προϋποθέτει το Απόλυτο Είναι, δηλαδή τον Θεό.

Όλα αυτά τα σημεία αντιστρέφουν πλήρως ό,τι διδάσκει ο θωμιστικός ρεαλισμός.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως β

 

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως β

https://www.youtube.com/watch?v=rb9xZn18O18&t=2191s

ΜΕΤΑ ΤΟ 36.30


Η δεύτερη διάσταση του ανθρώπου είναι η ιστορική του περατότητα. Ο άνθρωπος είναι ιστορία, μόνο ιστορία. Δεν υπάρχει “έξω” από αυτήν. Η υπέρβαση, όπως έχουμε πει πολλές φορές, δεν πρέπει να νοηθεί σαν να μπορούσε ο άνθρωπος να “υπερβεί” τις εμπειρίες του μέσα στον χρόνο και να τις παρατηρεί από ψηλά ή “απέξω”, αξιολογώντας τις. Όχι: ο άνθρωπος είναι ιστορία. Η υπέρβαση, όπως τη νοεί ο Rahner, έχει χρονικό και ιστορικό νόημα. Έτσι, η υπερβατολογική διάσταση που μόλις περιγράψαμε δεν είναι υπερβατική με την κλασική έννοια, αλλά είναι εκείνη που καθιστά δυνατή την κατηγορική γνώση μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Η ιστορική περατότητα του ανθρώπου προκύπτει λοιπόν αναγκαστικά από την ύπαρξη αυτής της υπερβατολογικής διάστασης: εφόσον ο άνθρωπος είναι υπερβατολογικό υποκείμενο, είναι κατ’ ανάγκην ιστορικό ον. Κι αντιστρόφως, αν ο άνθρωπος είναι ιστορικό ον, τότε πρέπει να προϋποθέτουμε την ύπαρξη μιας υπερβατολογικής διάστασης που το καθιστά τέτοιο. Η υπερβατολογικότητα βιώνεται ιστορικά· προϋποθέτει την ιστορία, γιατί καθιστά δυνατή την ύπαρξη μέσα στον χρόνο.

Όπως έχουμε πει πολλές φορές, ο άνθρωπος δεν μπορεί να “στραφεί” και να τη δει άμεσα· τη ζει, την βιώνει εμπειρικά — όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, μέσα από τα πράγματα της ζωής, τα όντα της ύπαρξης, τις περιστάσεις του χρόνου.

Γι’ αυτό υπάρχει μια βαθιά σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην υπερβατολογικότητα και στην ιστορικότητα: η μία προϋποθέτει και θεμελιώνει την άλλη.

Είχαμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενη διάλεξη ότι, σε φιλοσόφους όπως ο Καντ, δεν υπήρχε αυτή η ιστορική διάσταση του υπερβατολογικού. Αλλά, αν δεχθούμε —όπως κάνει η νεότερη σκέψη— ότι το κέντρο του ανθρώπου είναι η συνείδηση, είναι λογικό να καταλήξουμε να κατανοούμε όλο τον άνθρωπο ως ιστορία: γιατί η συνείδηση μεταβάλλεται, εξελίσσεται, και έτσι οδηγεί σε μια αναγκαία ιστορικοποίηση της ύπαρξης. Όλα, λοιπόν, είναι ιστορία. Και ως ιστορία πρέπει να κατανοηθεί ο άνθρωπος, η υπέρβαση, και —όπως θα δούμε αμέσως— ακόμη και ο Θεός.

Και έτσι περνάμε στην τρίτη διάσταση του ανθρώπου: α)υπερβατολογικότητα, β) η ιστορικότητα, και τώρα γ) το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον Θεό, τον οποίο ο Rahner αποκαλεί το απόλυτο Μυστήριο.

Πρώτα πρέπει να επανέλθουμε και να διευκρινίσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην υπερβατολογική διάσταση του υποκειμένου και τον Θεό.

Στον Μαρεσάλ (Joseph Maréchal), όπως είδαμε, το ζήτημα του Θεού τέθηκε με νέο τρόπο σε σχέση με τη ρεαλιστική και την παραδοσιακή καθολική φιλοσοφία. Γιατί; Επειδή ο Μαρεσάλ είχε υιοθετήσει την ταύτιση ανάμεσα στο Είναι και τη Σκέψη — κι έτσι αναγκάστηκε να σκεφτεί τον Θεό επίσης με νέο τρόπο. Αυτό υπάρχει ήδη στον Μαρεσάλ.

Στον Rahner, το “Είναι”, κατανοημένο στο νέο του νόημα, απαιτεί τον Θεό· ο Θεός είναι απαιτούμενος από το άνοιγμα του ανθρώπου προς όλο το Είναι. Αν ο άνθρωπος δεν ήταν ανοιχτός προς τον Θεό, αλλά προς το μηδέν, τότε δεν θα μπορούσε να είναι ανοιχτός προς όλο το Είναι. Το άνοιγμα προς όλο το Είναι προϋποθέτει, σύμφωνα με τον Rahner, το Απόλυτο Μυστήριο του Θεού.

Στον ρεαλισμό του Αγίου Θωμά του Ακινάτη, η συνθετική και άμεση σύλληψη του Είναι από τη σκέψη συνεπάγεται την αναγνώριση του Είναι ως κάτι που έχει ανάγκη θεμελίου, δηλαδή ενός απόλυτου θεμελίου, δηλαδή του Θεού, που νοείται ως esse ipsum subsistens — το ίδιο το Είναι καθαυτό, που υπάρχει αφ’ εαυτού.

Γιατί το λέω αυτό; Για να φανεί ότι, στον Θωμά, ακόμη και η απόκτηση της έννοιας του Θεού ως θεμελίου του Είναι είναι a posteriori· έρχεται μετά τη γνώση του Είναι. Η άμεση και συνθετική σύλληψη του Είναι, για τον Θωμά, συνεπάγεται ταυτόχρονα την επίγνωση ότι το Είναι χρειάζεται θεμέλιο — και έτσι προϋποθέτει την ανάγκη ενός απόλυτου θεμελίου του Είναι: του Θεού. Αυτή ήταν, για τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, η πρωταρχική γνώση του Θεού: γνώση που προερχόταν από τη γνώση του Είναι. Δηλαδή, η πρώτη γνώση του Θεού ήταν εμπεριεχόμενη, εμμέσως παρούσα μέσα στην αρχική γνώση του όντος ως εκείνου που έχει το Είναι.

Όταν ο νους στρέφεται προς το ον, το συλλαμβάνει ως εκείνο που έχει το Είναι — όχι ως εκείνο που είναι το Είναι. Έτσι, σιωπηλά κατανοεί πως, αν το ον έχει το Είναι, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι που είναι το Είναι καθαυτό. Στον θωμιστικό ρεαλισμό, ωστόσο, δεν πρόκειται για μια έμφυτη ιδέα του Θεού· η ιδέα του Θεού δεν είναι κάτι που προϋπάρχει φυσικά μέσα στη νοημοσύνη μας. Ούτε αποτελεί την πρώτη ιδέα του νου, όπως υποστηρίζει το ρεύμα που ονομάζεται οντολογισμός (όπως, π.χ., στον Doberti).

Οντολογισμός σημαίνει η άποψη ότι η πρώτη ιδέα του ανθρώπινου νου είναι η ιδέα του Θεού. Όχι· για τον Θωμά, η πρώτη γνώση του νου είναι η γνώση του Είναι. Γνωρίζοντας το Είναι, υπαινικτικά γνωρίζουμε και την ανάγκη μιας αιτίας του· αλλά η πρώτη γνώση είναι εκείνη του Είναι, όχι του Θεού. Φυσικά, αυτή η γνώση του Είναι δεν είναι έμφυτη, ούτε είναι, όπως στον Rahner, a priori θεμέλιο της συνείδησης. Ο ρεαλισμός του Θωμά βρίσκεται σε θέση αντίθετη προς όλες αυτές τις μορφές του νεότερου στοχασμού.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και ο Θωμάς υποστηρίζει ότι σε κάθε επιμέρους γνώση, ακόμη και στην πιο απλή, είναι σιωπηλά παρούσα μια γνώση του Θεού.[ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Κάθε γνώση, όσο φτωχή κι αν είναι, έχει πίσω της, εμμέσως, τη γνώση του Θεού.

Το ίδιο λέει και ο Rahner, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο.
Γιατί; Διότι, αν ο Θεός είναι υπερβατολογική προϋπόθεση, τότε κάθε γνώση μέσα στον χρόνο και την ύπαρξη τον προϋποθέτει. Ωστόσο, τα κίνητρα των δύο είναι αντίθετα:

Για τον Θωμά, το θεμέλιο είναι η αντικειμενική γνώση του Είναι.


Για τον Rahner, το θεμέλιο είναι η αρχή της εμμένειας της νεωτερικότητας — το “Είναι μέσα στη σκέψη”.

Για τον Θωμά, κάθε γνώση είναι a posteriori. Για τον Rahner, κάθε γνώση είναι a priori, επειδή η συνείδηση προηγείται και προβάλλει εαυτήν υπερβατολογικά πάνω στις εμπειρικές γνώσεις.

Έτσι, στην εκδοχή του Rahner, ο Θεός τίθεται από την ίδια τη συνείδηση του ανθρώπου. Η υπερβατικότητα και η απόλυτη φύση του Θεού είναι υπερβατολογικές και υπαρξιακές. Από αυτή την οπτική, ο Θεός δεν μπορεί να γίνει γνωστός. Τίποτα για Αυτόν δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να αιτιολογηθεί a posteriori. Από τον Άγιο Αυγουστίνο μέχρι τον Θωμά και τόσους άλλους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, υποστηριζόταν ότι ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να ανέλθει από τα κτίσματα στον Δημιουργό, από τα αποτελέσματα στην αιτία.

Η Α΄ Σύνοδος του Βατικανού, στη Dei Filius, διακήρυξε —τόσο ως δόγμα πίστεως όσο και ως αλήθεια λογικής— ότι ο άνθρωπος είναι ικανός, μόνο με τη φυσική του λογική, να γνωρίσει την ύπαρξη του Θεού και ορισμένες από τις ιδιότητές Του. Αντίθετα, για τον Rahner, τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί a posteriori για τον Θεό. Διότι, όπως λέει (εσφαλμένα), κάτι τέτοιο θα σήμαινε να κάνουμε τον Θεό ένα ον ανάμεσα στα άλλα όντα, και όχι το Απόλυτο Μυστήριο.

Το Απόλυτο Μυστήριο βρίσκεται μέσα στη διάσταση του υπερβατολογικού: είναι αυτό που καθιστά δυνατή κάθε γνώση των όντων, αλλά δεν μπορεί το ίδιο να γίνει γνωστό, γιατί το υπερβατολογικό δεν είναι αντικείμενο γνώσης — είναι η προϋπόθεσή της. Γι’ αυτό ο Rahner απορρίπτει τη λεγόμενη “φυσική θεολογία”. Η φυσική θεολογία —της οποίας πρώτο μεγάλο παράδειγμα είναι η απόδειξη της ύπαρξης του ακίνητου κινητήρα στον Αριστοτέλη— γνώρισε την αποκορύφωσή της στη μεταφυσική ρεαλιστική φιλοσοφία του χριστιανισμού. Η φυσική θεολογία, δηλαδή η δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου, με τις δικές του δυνάμεις, να περάσει από τη γνώση των πεπερασμένων όντων στη λογική απόδειξη μιας άπειρης και προσωπικής πρώτης αιτίας, δεν είναι πλέον δυνατή.

Η σύγχρονη θεολογία, δυστυχώς, δεν ακολουθεί πια αυτόν τον δρόμο και παραιτείται από τα λεγόμενα preambula fidei — δηλαδή από εκείνες τις αλήθειες της φυσικής λογικής πάνω στις οποίες η πίστη μπορούσε να εδραιωθεί, επιβεβαιώνοντάς τες και θεμελιώνοντας έτσι τη συνέχεια ανάμεσα στη φύση και τη χάρη. Πρόκειται για μια ανατροπή προοπτικής με τεράστιες θεολογικές συνέπειες. Για τον Rahner, ο Θεός αυτο-επικοινωνείται μέσα στην υπερβατολογική διάσταση, δηλαδή μέσα στην ιστορία που αυτή καθιστά δυνατή.

Η υπερβατολογική διάσταση, όπως έχουμε δει, σιωπά· δεν μιλά άμεσα στον άνθρωπο, αλλά έμμεσα, μέσω των γεγονότων της ύπαρξης που διαδραματίζονται μέσα στον χρόνο και στην ιστορία. Έτσι συμβαίνει και με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε αποκάλυψη του Θεού — δηλαδή η αυτό-επικοινωνία του Θεού στον άνθρωπο. Ο Θεός αποκαλύπτεται και αυτό-επικοινωνείται στα γεγονότα της ιστορίας, στις εμπειρίες της ύπαρξης, στις περιπέτειες της ανθρωπότητας.[ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ]

Στην τρίτη διαφάνεια (slide 3), λέει ο ομιλητής, υπάρχουν δύο απολύτως σαφείς και εύγλωττες διατυπώσεις του Rahner σχετικά με αυτήν την αυτοεπικοινωνία ή αποκάλυψη του Θεού:

Α)«Όταν μιλάμε για αυτό-επικοινωνία του Θεού, δεν πρέπει να εννοούμε ότι ο Θεός, σε κάποια αποκάλυψη, “λέει” κάτι για τον εαυτό Του· αλλά ότι αυτό-επικοινωνείται μέσα στον άνθρωπο και στην ιστορία της ανθρωπότητας.»
Β) «Ο άνθρωπος είναι το γεγονός της απόλυτης και συγχωρητικής αυτό-επικοινωνίας του Θεού.»


Με αυτό επιστρέφουμε στη θέση του Rahner ότι η θεολογία είναι ανθρωπολογία — όχι, όμως, μεταφυσική ανθρωπολογία, αλλά υπαρξιακή ανθρωπολογία. Αυτή η σύλληψη είναι ανατρεπτική απέναντι σε ολόκληρη την καθολική θεολογική παράδοση. Από αυτήν, μάλιστα, προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θεολογικό θέμα: το ζήτημα της “καθαρής φύσης” (natura pura). Με τον όρο “καθαρή φύση” εννοούμε τη φύση χωρίς τη χάρη. Ο Rahner αρνείται ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια κατάσταση. Δηλαδή, φύση χωρίς χάρη δεν υπήρξε ποτέ.

Ο λόγος είναι προφανής: αν ο Θεός αυτό-επικοινωνείται στον άνθρωπο μέσα στην ιστορία, και ο άνθρωπος βιώνει μέσα στην ιστορία την αποκάλυψη και τη χάρη του Θεού, τότε —καθώς ο άνθρωπος είναι πάντοτε ιστορικός— έχει πάντοτε εμπειρία της θείας αποκάλυψης και της χάρης· ποτέ δεν υπήρξε χωρισμένος απ’ αυτήν. Αυτό το θέμα της “καθαρής φύσης” έχει προκαλέσει μακρές συζητήσεις στους θεολόγους. Από μια άποψη, μπορεί να υποστηριχθεί δικαίως ότι δεν υπάρχει φύση χωρίς χάρη.[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ,ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ]

Και ο Rahner το λέει — αλλά με διαφορετική αφετηρία. Αν σκεφτούμε, για παράδειγμα, την κατάσταση του ανθρώπου στον Παράδεισο (Εδέμ), ούτε εκεί υπήρχε φύση χωρίς χάρη. Μετά την πτώση, η φύση έχει ανάγκη της χάρης. Και στη δόξα, στο τέλος των χρόνων, πάλι δεν θα υπάρχει “καθαρή” φύση, αλλά φύση πλήρως εμποτισμένη από τη χάρη. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η καθαρή φύση δεν υπήρξε ποτέ. Όμως ο Rahner δεν το λέει γι’ αυτόν τον λόγο. Για εκείνον, δεν υπάρχει καθαρή φύση επειδή ο άνθρωπος ζει σε μια ιστορία μέσα στην οποία ο Θεός επικοινωνεί πάντοτε τη χάρη Του σε όλους.

Η αιτία, λοιπόν, για την οποία απορρίπτει την ιδέα της καθαρής φύσης, προέρχεται από τη διάσταση του υπερβατολογικού, δηλαδή από το γεγονός ότι η αποκάλυψη και η παρουσία του Θεού βρίσκονται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Θεός βρίσκεται εκεί όπου βρίσκεται ο άνθρωπος. Με αυτή την έννοια, ο Rahner λέει ότι το φυσικό επίπεδο είναι ήδη, και ανέκαθεν, διαποτισμένο από τη χάρη. Έτσι, βλέπουμε και εδώ —στο ζήτημα της “καθαρής φύσης”— τις δύο αντιπαρατιθέμενες προσεγγίσεις:
την παραδοσιακή,
και την προσέγγιση του Rahner.


Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη είναι η εξής: όταν ο Rahner χρησιμοποιεί τον όρο φύση, —όπως πλέον γνωρίζουμε— δεν το κάνει σύμφωνα με τις κατηγορίες της ρεαλιστικής μεταφυσικής.

Για τη ρεαλιστική και καθολική φιλοσοφία, η φύση —λ.χ. η ανθρώπινη φύση— ήταν η ουσία του ανθρώπου, αυτή που προσανατολίζει την πράξη του. Αντίθετα, στον Rahner η φύση γίνεται συνώνυμη της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή του ανθρώπου ως υπάρχοντος. Όπως έλεγε ο πατήρ Φάμπρο, ο Rahner υποστηρίζει ότι η ύπαρξη είναι η ουσία και αρνείται ότι υπάρχει μια ουσία προγενέστερη και θεμελιώδης της ύπαρξης.

Αυτή η θέση συναντάται και στον Σαρτρ: άρνηση της ουσίας και μείωση της ουσίας στην ύπαρξη. Το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ είναι εμποτισμένο ακριβώς από αυτήν την ιδέα: ότι η «ουσία» του ανθρώπου είναι η ύπαρξή του, δηλαδή ότι είναι χρόνος.

Άρα, για τον Rahner, φύση = ανθρώπινη ύπαρξη, σύμφωνα με τη χαϊντεγκεριανή οπτική — αυτή είναι η πρώτη διευκρίνιση. Η δεύτερη: εδώ επανέρχεται μια παλαιά ιδέα, του πατρός de Lubac, στο βιβλίο του Surnaturel, αφιερωμένο στο υπερφυσικό, όπου τείνει —με όλες τις σχετικές σημερινές συζητήσεις— να σκεφθεί το υπερφυσικό ως απαίτηση της φύσης.

Μπορεί κανείς να κατανοήσει τη σύλληψη της φύσης στον Rahner ως τοποθετημένη στην ίδια γραμμή: το υπερφυσικό γίνεται ένα υπαρξιακό υπερβατολογικό, καθιστώμενο αναγκαίο από την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στον χρόνο και την ιστορία. Υπάρχει, για τον Rahner, ένα υπερφυσικό υπαρξιακό· έτσι, το υπερφυσικό δεν είναι πια ένα μεταφυσικό επίπεδο «άπειρο σε σχέση με το πεπερασμένο», αλλά ένα υπαρξιακό a priori. Και, εφόσον ονομάζουμε —όπως εκείνος— την ανθρώπινη ύπαρξη «ανθρώπινη φύση», τότε ο Θεός είναι πάντοτε παρών στην ανθρώπινη φύση και απ’ αυτήν απαιτείται. Είναι προφανές ότι αυτή η θέαση της χάριτος έχει σημαντικές συνέπειες.

Ας δούμε μερικές συνοπτικά. Στη διαφάνεια 4 παρατίθεται ένα απόσπασμα του Rahner, αρκετά εύγλωττο και πάλι. Η πρώτη συνέπεια είναι ότι εξαφανίζεται η διάκριση ανάμεσα σε ιερά ιστορία και βέβηλη/κοσμική ιστορία.

Η παραδοσιακή καθολική θεολογία μας είχε συνηθίσει να διακρίνουμε την ιστορία του κόσμου —πολιτική, οικονομία, πόλεμοι— από την Ιερά Ιστορία, την ιστορία της σωτηρίας που αρχίζει με τον Αβραάμ. Τώρα όμως, εφόσον ο Θεός αυτό-επικοινωνείται μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η διάκριση αυτή παύει να υφίσταται. Στη διαφάνεια 4 διαβάζουμε: «Ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό ως προς εκείνον που αυτό-επικοινωνείται εν χάριτι.»

Ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό — όχι ο Ιησούς Χριστός μεσιτεύει προς τον Θεό. Με αυτή την έννοια, ο χριστιανισμός δεν γνωρίζει κανέναν περιχαρακωμένο ιερό τομέα. Το ιερό δεν υπάρχει πλέον.

Τα πάντα είναι “προφανή/κοσμικά”, μέσα στα οποία μόνο μπορούμε να βρούμε τον Θεό. Ένας «τομέας» όπου μόνο εκεί θα μπορούσαμε να βρούμε τον Θεό δεν υπάρχει πια. Ο Θεός δεν συναντάται “μέσα στον κόσμο και την ιστορία” ως ιεροποιημένα αντικείμενα, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με ιεροποίηση του κόσμου και της ιστορίας. Ο Θεός επικοινωνεί και φανερώνεται μέσω των γεγονότων της ιστορίας. Άρα, δέσμευση για τον Θεό σημαίνει δέσμευση για τον άνθρωπο· δέσμευση για τη σωτηρία σημαίνει δέσμευση για τη δικαιοσύνη.

Εδώ βλέπουμε την καταγωγή όλων εκείνων των θεολογικών ρευμάτων, αμέσως μετά τη Σύνοδο, που μετέτρεψαν τον χριστιανισμό σε μια οριζόντια δέσμευση υπέρ του ανθρώπου[ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ]. Ο Θεός συναντάται στον άνθρωπο, δηλαδή στον κόσμο και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στη διαφάνεια 5 παρατίθενται δύο ακόμη πολύ σημαντικές φράσεις του Rahner:

«Η ιστορία της σωτηρίας, ως τέτοια, είναι αναγκαστικά συνυφασμένη με την ιστορία εν γένει, και όχι απλώς εκεί όπου αυτή εκτυλίσσεται με ρητώς θρησκευτικό τρόπο.» Δηλαδή, ακόμη και στις πρωτόγονες κοινωνίες, στις άλλες θρησκείες, στις ανιμιστικές θρησκείες, και —για παράδειγμα— ακόμη και στον αθεϊσμό, σε όλες τις μορφές του· ακόμη κι αν δεν πρόκειται για ρητώς θρησκευτικά γεγονότα ή τρόπους, εκεί επίσης είναι παρούσα η χάρη.
«Όπου εκτυλίσσεται μια ατομική και συλλογική ιστορία της ανθρωπότητας, εκεί αναπτύσσεται όχι μόνο μια ιστορία της σωτηρίας, αλλά και μια ιστορία της αποκάλυψης, με την κυριολεκτική σημασία του όρου.»

Ο Θεός, λοιπόν, αποκαλύπτεται στα ιστορικά γεγονότα. Από εδώ πηγάζει η ιδέα πολλών ιδεολόγων ότι η Εκκλησία “καθυστερεί” έναντι του κόσμου: ο Θεός, λένε, έχει αποκαλυφθεί στον κόσμο με τους δικούς του τρόπους, ενώ η Εκκλησία —θεωρώντας ότι κατέχει προνομιακό ρόλο στη θεία αποκάλυψη— δεν στρέφει επαρκώς το βλέμμα της στον κόσμο ούτε αφήνεται να «εκπαιδευτεί» από αυτόν. Εδώ θεμελιώνεται και η περίφημη διδασκαλία των «ανώνυμων χριστιανών» — ίσως η πιο γνωστή διδασκαλία του Rahner.

Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει, τότε, να είσαι ήδη —κατά κάποιον τρόπο— χριστιανός, πριν από το βάπτισμα, διότι ο Θεός αυτό-επικοινωνείται και χορηγεί τη χάρη του στους ανθρώπους πάντα και σε όλους. Είναι λοιπόν ο «ανώνυμος χριστιανός» χριστιανός χωρίς να το ξέρει; Ναι — ίσως χωρίς να το γνωρίζει ρητώς. Διότι ο Θεός δεν αυτό-επικοινωνείται με άμεσες παρεμβάσεις, αλλά πάντοτε και προς όλους, εντός της συλλογικής και προσωπικής ιστορίας.

Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται αποκλειστικά στην Καθολική Εκκλησία· ούτε καν κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, αλλά και στις άλλες θρησκείες και στον αθεϊσμό. Έτσι, η φιλοσοφία του Rahner οδηγεί σε μια ολική εκκοσμίκευση του χριστιανικού μηνύματος: ο Θεός δεν αποκαλύπτεται “άνωθεν” ή “εκτός” ή “εκ του επέκεινα”, αλλά μέσα στον κόσμο, και αυτή η αποκάλυψή του ευρίσκεται στον άνθρωπο.

Η πίστη δεν μαθαίνεται από τις Γραφές, ούτε από το κήρυγμα της Εκκλησίας·
η πίστη είναι η εννοιολογική διατύπωση εκείνης της υπερβατολογικής, υπερφυσικής, άθεματικής και προεννοιακής εμπειρίας.

Οι δογματικές διατυπώσεις, οι διδασκαλίες —δηλαδή οι αποκαλυμμένες αλήθειες που το Εκκλησιαστικό Διδασκαλείο εκφράζει σε εννοιολογική μορφή— παραμένουν πάντοτε ανεπαρκείς σε σχέση με εκείνη την υπερβατολογική a priori εμπειρία, που είναι υποκειμενική. Σκοπός τους είναι απλώς να ανασύρουν στη συνείδηση εκείνη την εμπειρία. Έτσι, όταν η Εκκλησία καθορίζει δόγματα, δεν μπορεί να το κάνει “για πάντα”, γιατί αυτά είναι ιστορικά καθορισμένα και ανεπαρκή απέναντι στη διαχρονική, υπαρξιακή και υπερβατολογική υπέρβαση, που δεν μπορεί να περιοριστεί σε καμία από αυτές τις συγκεκριμένες διατυπώσεις.

Βλέπετε, λοιπόν, πόσο ριζική είναι η ανατροπή — την οποία, επιτρέψτε μου, θα συνοψίσω σύντομα στο τέλος. Δεν ήταν δυνατό να μη γίνει λόγος για τις θεολογικές συνέπειες· το κάναμε βιαστικά, αλλά ο καθένας σας μπορεί να εμβαθύνει περισσότερο προσωπικά. Λοιπόν, για να κλείσουμε, ας κάνουμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση: ας θυμηθούμε πώς η θεώρηση του Rahner ανατρέπει πλήρως την καθολική θεολογία σε πολλαπλά σημεία.

Πρώτο σημείο: η φυσική γνώση του Θεού.
Η φυσική θεολογία καταργείται.
Ακυρώνεται η a posteriori απόδειξη της ύπαρξης του Θεού — οι πέντε οδοί του Αγίου Θωμά δεν έχουν πια ισχύ.

Δεύτερο: η σχέση φύσης και υπερφύσεως. Αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται. Γιατί το υπερφυσικό νοείται πλέον ως ένα υπαρξιακό a priori, που καθιστά δυνατή την ύπαρξη του ανθρώπου.
Τρίτο: τα δόγματα.
Δεν αποτελούν πια την αφετηρία της πίστης, αλλά απορρέουν από αυτήν. Κι εφόσον η πίστη είναι ιστορικό γεγονός, τα δόγματα μπορούν να αλλάξουν — είναι φυσιολογικό να μεταβάλλονται.

Τέταρτο: η χάρη.
Δεν θεωρείται πια ένα οντολογικά νέο επίπεδο σε σχέση με τη φύση του ανθρώπου — όπως, για παράδειγμα, όταν λέμε πως με το βάπτισμα «γεννιέται ένα νέο κτίσμα», και ο «παλαιός άνθρωπος» εξαφανίζεται για να υπάρξει ένας νέος, θεοφόρος άνθρωπος.
Αυτή η θεώρηση δεν μπορεί πλέον να γίνει αποδεκτή.

Η χάρη δεν είναι ένα ανώτερο επίπεδο πέρα από τη φύση, αλλά κάτι που δίδεται σε όλους, πάντοτε, μέσα στην ίδια την ύπαρξη.

Πέμπτο:
Δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ουράνια πνεύματα ή αγγέλους, γιατί δεν υπάρχει πλέον μια οντολογική διάσταση της υπέρβασης: ακόμη και οι άγγελοι θα εννοούνταν μόνο στο πλαίσιο της ύπαρξης.

Έκτο:
Ο Χριστός νοείται ως η μόνη πλήρως επιτυχημένη περίπτωση εκείνου που θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε άνθρωπο.

Έβδομο:
Η δημιουργία αρνείται, γιατί δεν υπάρχει πλέον μεταφυσικό πλαίσιο.
Η φράση «δημιουργία εκ του μηδενός» δεν είναι καθόλου αποδεκτή στη Rahnerεια αντίληψη. Η κτιστότητα, δηλαδή το να αισθάνεται κανείς πλάσμα, εξαρτημένο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια υπερβατολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.


Έτσι, για να κλείσουμε: σε αυτές τις τρεις διαλέξεις επισημάναμε τον εμμενή, ιστορικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Rahner, που συνεπάγεται και μια εμμενή και ιστορική θεολογία.

Μπορούμε να συνοψίσουμε όλο αυτό ως εξής — ας δοκιμάσουμε:

Ολόκληρη η νεότερη, η χαϊντεγκεριανή και η θεώρηση του Rahner μετατρέπει την αλήθεια σε ερμηνεία. Η αλήθεια, καθεαυτή, προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάτι μη ιστορικό, σε κάτι αμετάβλητο, σε κάτι μεταφυσικό· σε θεμέλια που δεν υπόκεινται στον χρόνο. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε δεν υπάρχει πια “αλήθεια”, αλλά μόνο ερμηνείες. Διότι αυτό που διακρίνει την αλήθεια από την ερμηνεία είναι ότι η ερμηνεία μεταβάλλεται: ο καθένας ερμηνεύει με βάση τις προϋπάρχουσες ιδέες του, οι οποίες προέρχονται από το υπαρξιακό του πλαίσιο.

Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια τεράστια μετάβαση: από την αλήθεια στην ερμηνεία. Και σήμερα, ο χριστιανισμός γίνεται κατανοητός ως ερμηνεία. Σας το αναφέρω, γιατί προαναγγέλλω την έκδοση ενός νέου μου βιβλίου από τις εκδόσεις Fede e Cultura, με τίτλο «Αλήθεια ή Ερμηνεία» — (δεν σας αποκαλύπτω τον υπότιτλο, δεν χρειάζεται).

Αυτό το λέω για να δείξω ότι οι σκέψεις που κάναμε, περιορισμένες βέβαια σε τρεις μόνον συναντήσεις, πηγάζουν από ένα ευρύτερο πλαίσιο στοχασμού, το οποίο θα βρείτε αναπτυγμένο σε εκείνο το βιβλίο, στο οποίο εκ των προτέρων σας παραπέμπω αν θελήσετε να εμβαθύνετε.

Σας ευχαριστώ θερμά όλους για τη σταθερότητα και τη συμμετοχή σας.
Εις το επανιδείν.

ΑΣ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΟΥΝ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΕΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΑΣ ΕΝΝΟΗΣΟΥΝ ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ. Η ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΞΑΙΡΕΙΤΑΙ. ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΥΠΟΨΙΑΣ.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως α

 

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως α

https://www.youtube.com/watch?v=rb9xZn18O18&t=2191s


Τρίτο και καταληκτικό μάθημα του κύκλου που είναι αφιερωμένος στη φιλοσοφία του Karl Rahner.

Σε αυτή τη συνάντηση αναλύουμε το σημαντικότερο έργο του, το «Θεμελιώδες Μάθημα για την Πίστη», για να διερευνήσουμε τη δομή του στοχασμού του.

Εμβαθύνουμε στις τρεις θεμελιώδεις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου:
την υπερβατική a priori κατάσταση,
τη ιστορική περατότητα,
και την ανοιχτότητα προς τον Θεό ως “Απόλυτο Μυστήριο”.


Θα δούμε πώς αυτή η θεώρηση, όπου η θεολογία μεταμορφώνεται σε ανθρωπολογία, οδηγεί σε ριζοσπαστικές συνέπειες:
από τη διάσημη διδασκαλία των “ανώνυμων χριστιανών”, ως την υπέρβαση της φυσικής θεολογίας, και σε μια νέα σύλληψη της αποκάλυψης του Θεού, ο οποίος αυτο-επικοινωνείται άμεσα μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας.


Αγαπητοί φίλοι, καλημέρα, να ’μαστε πάλι εδώ. Φτάσαμε στην τρίτη διάλεξη πάνω στη φιλοσοφία του Karl Rahner. Ευχαριστώ επίσης όσους παρακολούθησαν τη δεύτερη διάλεξη· απόψε ολοκληρώνουμε αυτόν τον σύντομο αλλά έντονο κύκλο μαθημάτων.

Θα έχετε διαπιστώσει πως ο Rahner δεν είναι εύκολος συγγραφέας· προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε να τον κάνουμε πιο προσιτό. Απόψε θα το επιχειρήσουμε με το κύριο έργο του, ένα ιδιαίτερα πυκνό κείμενο — ελπίζουμε να καταφέρουμε να αποκομίσουμε κάποιο καλό αποτέλεσμα. Η συμμετοχή σας μάς ενθαρρύνει· είναι η καλύτερη ανταμοιβή για τον μικρό κόπο που καταβάλαμε.

Μία ακόμη πληροφορία —και το τονίζω λόγω της σημασίας της— πριν περάσουμε στο θέμα της διάλεξης: έχω ετοιμάσει και για τις τρεις διαλέξεις ένα γραπτό κείμενο, στο οποίο στηρίχθηκα και κατά τη διάρκεια της προφορικής παρουσίασης.

Το κείμενο αυτό, με πλήρεις υποσημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές, είναι διαθέσιμο σε όποιον το ζητήσει· δεν θα το αποστείλουμε αυτόματα σε όλους, αλλά μόνο σε όσους το ζητήσουν. Κάτω από την εικόνα μου βλέπετε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην οποία μπορείτε να γράψετε για να το ζητήσετε. Στη σημερινή διάλεξη θα υπάρξουν και πέντε διαφάνειες (slides)· μπορείτε να τις ζητήσετε από την ίδια διεύθυνση — αλλά αν ζητήσετε το γραπτό κείμενο, θα περιλαμβάνει και τα αποσπάσματα που προβάλλονται σήμερα στις διαφάνειες.


Πιστεύω ότι με το γραπτό κείμενο μπορούμε να σας προσφέρουμε μια πιο ολοκληρωμένη υπηρεσία· γιατί, αν και η βιντεοδιάλεξη είναι πιο “ζωντανή”, το γραπτό κείμενο επιτρέπει περισσότερη προσοχή, εμβάθυνση και στοχασμό. Και, επειδή πρόκειται για δύσκολα θέματα, το κείμενο μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο εργαλείο. Σας προσκαλώ, λοιπόν, να μας γράψετε· θα σας το στείλουμε ευχαρίστως.

Σήμερα, αγαπητοί φίλοι, θα ασχοληθούμε με το μείζον έργο του Karl Rahner: Το Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως (Grundkurs des Glaubens), με υπότιτλο Εισαγωγή στην έννοια του χριστιανισμού.

Το έργο εκδόθηκε το 1976· στην Ιταλία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις San Paolo. Μέσα σε αυτό μπορεί κανείς να βρει ολόκληρη τη δομή της σκέψης του Rahner. Πρόκειται, βεβαίως, για θεολογικό κείμενο· αλλά, επειδή για τον Rahner η θεολογία είναι ανθρωπολογία —όπως ήδη έχουμε εξηγήσει και θα το διευκρινίσουμε ακόμη περισσότερο στη σημερινή συνάντηση—, είναι φανερό ότι η φιλοσοφική διάσταση έχει ιδιαίτερη σημασία.

Δεν θα μπω, φυσικά, σε κάθε δογματικό ζήτημα, γιατί τότε δεν θα έκανα πια τη δουλειά του φιλοσόφου, αλλά του θεολόγου. Οι τρεις αυτές διαλέξεις αφορούν τη φιλοσοφία του Rahner, όχι την καθαυτό θεολογία του. Ωστόσο, στο τέλος της σημερινής συνάντησης θα απαριθμήσω τουλάχιστον τις —ας τις ονομάσουμε και “καταιγιστικές”— συνέπειες που έχει η φιλοσοφική του θεμελίωση για τη θεολογική και δογματική σκέψη.

Μέχρι τότε, θα μείνουμε προσηλωμένοι στα φιλοσοφικά στοιχεία.

Στην προηγούμενη διάλεξη, την περασμένη Πέμπτη, είχαμε εξετάσει τη σχέση ανάμεσα στο υπερβατικό και το υπερβατολογικό (transcendente / trascendentale) και είχαμε δει ήδη τις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου, κατανοημένου ως υποκείμενο που “κατέχει τον εαυτό του” —μια χαρακτηριστική φράση του Rahner— και ως υποκείμενο ανοικτό προς όλο το Είναι.

Για τον Rahner, ο άνθρωπος είναι υποκείμενο· και το να είναι κανείς υποκείμενο σημαίνει να είναι πλησίον του εαυτού του —άλλη τυπική Rahnerεια έκφραση— ή να κατέχει τον εαυτό του. Ταυτόχρονα, το να είναι υποκείμενο σημαίνει να είναι ανοικτό προς όλο το Είναι.

Το είχαμε ήδη θίξει και το επαναλαμβάνω συνοπτικά, ως αφετηρία για να περάσουμε σε άλλα θέματα.

Η φράση “ο άνθρωπος ως υποκείμενο κατέχει τον εαυτό του” αναφέρεται στη συνείδηση και στην ευθύνη. Η φράση “ο άνθρωπος είναι υποκείμενο ανοικτό προς το Είναι” σημαίνει ότι η συνείδηση βρίσκεται μέσα στον χρόνο, είναι προσανατολισμένη προς το μέλλον, και επομένως ανοίγεται προς εκείνο που ο χρόνος θα θέσει ενώπιόν της, δηλαδή προς το Είναι, το οποίο έτσι καθίσταται “διαφανές προς εαυτό”.

Αυτή η ανοιχτότητα του υποκειμένου προς το Είναι, προσέξτε, δεν πρέπει να νοηθεί με τη σημασία που έχει στην οντολογία του μεταφυσικού ρεαλισμού του Αγίου Θωμά του Ακινάτη.

Ο Rahner τη χαρακτηρίζει οντολογική ανοιχτότητα, αλλά έχουμε ήδη εξηγήσει ότι για εκείνον το “οντολογικό” δεν σημαίνει το ίδιο όπως στον Θωμά και στη μεταφυσική του ρεαλισμού.

Ο Rahner δανείζεται τον όρο “οντολογία” από τον Χάιντεγκερ· και για τον Χάιντεγκερ η οντολογική διάσταση είναι η υπερβατολογική-υπαρξιακή διάσταση, ενώ η οντική διάσταση αναφέρεται στα επιμέρους πεπερασμένα όντα που συναντούμε μέσα στην ύπαρξη.

Αν θυμάστε, την προηγούμενη φορά λέγαμε ότι ο Χάιντεγκερ, στα θεμελιώδη έργα του, μιλά για τη λήθη του Είναι: κατά τη γνώμη του, όλη η δυτική φιλοσοφία, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα, έχει λησμονήσει το Είναι και το έχει αντικαταστήσει με τα όντα, τα πεπερασμένα αντικείμενα που γνωρίζει η κατηγορική νόηση.

Για τον Χάιντεγκερ, αυτό δεν είναι πλέον το “Είναι”, γιατί το οντολογικά νοημένο Είναι —σε αντίθεση με το “οντικώς” νοούμενο— είναι η υπερβατολογική και υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου.

Έτσι, το Είναι βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση, που είναι ανοικτή προς τον χρόνο, τοποθετημένη μέσα στον χρόνο και δεκτική προς ό,τι ο χρόνος θέτει ενώπιόν της.

Η υπερβατολογική διάσταση της συνείδησης προϋποθέτει —όπως θα δούμε καλύτερα στη συνέχεια— ότι η συνείδηση κατά κάποιον τρόπο προλαμβάνει ό,τι ο χρόνος θα της παρουσιάσει: αυτή είναι η προληπτική (anticipatrice) λειτουργία του υπερβατολογικού.

Θυμηθείτε εδώ την έννοια του Rahner Vorgriff —δηλαδή μιας ανώνυμης, προληπτικής συνείδησης, που προηγείται κάθε γνώσης.

Αφού επαναλάβαμε συνοπτικά τι σημαίνει για τον Rahner ότι το πρόσωπο είναι υποκείμενο —και για να μην συγχέουμε τη θέση του με εκείνη της κλασικής μεταφυσικής—, μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα της ανάλυσής μας.

Για τον Βοήθιο, το πρόσωπο ήταν μία ατομική υπόσταση λογικής φύσεως. Και για τον Βοήθιο το πρόσωπο είναι υποκείμενο, αλλά με την έννοια του μεταφυσικού ρεαλισμού, πολύ διαφορετική από τη νέα θεώρηση που περιορίζεται στο να τοποθετεί το Είναι μέσα στον χρόνο — επειδή πρώτα έχει ταυτίσει το Είναι με τη σκέψη. Αυτά τα είχαμε ήδη δει, αλλά είναι σημαντικό να τα θυμηθούμε εδώ.

Ας δούμε τώρα τις τρεις κύριες καταστάσεις του ανθρώπου, τις τρεις βασικές διαστάσεις του προσώπου ως υποκειμένου σύμφωνα με τον Rahner.

Η πρώτη είναι, όπως είναι προφανές από όσα έχουμε ήδη πει, η υπερβατολογική ή a priori διάσταση: αυτή από την οποία το πρόσωπο συγκροτείται ως τέτοιο και καθίσταται υποκείμενο. Η υπερβατολογική αυτή διάσταση συνίσταται στο άνοιγμα του ανθρώπου προς το Είναι, προς ολόκληρο το Είναι· και για τον Rahner αυτό ακριβώς είναι η υποκειμενικότητα.

Η υποκειμενικότητα, λοιπόν, προϋποθέτει την υπερβατολογικότητα· η υπερβατολογικότητα συγκροτεί το υποκείμενο ως άνοιγμα προς το σύνολο του Είναι, επειδή ο άνθρωπος —ως υποκείμενο— είναι ικανός να θέτει υπό ερώτηση τα όντα, την ύπαρξη, και να τα υπερβαίνει διαρκώς. Μάλιστα, κάθε φορά που το υποκείμενο προσλαμβάνει κάτι, ένα συγκεκριμένο ον μέσα στην ύπαρξή του, μπορούμε να πούμε ότι ήδη το έχει υπερβεί.

Η υπερβατολογικότητα στον άνθρωπο είναι ο ορίζοντας αυτού του ανοίγματος, που του επιτρέπει να ρωτά, να θέτει υπό ερώτηση — κι αυτό ακριβώς, η δυνατότητα του ερωτάν, είναι ένα υπερβατολογικό-υπαρξιακό χαρακτηριστικό. Η ύπαρξη του ανθρώπου συνίσταται στο να ερωτά, στο να αναζητά λόγο, και συνεπώς στο να υπερβαίνει συνεχώς.

Αυτή η υπερβατολογικότητα είναι που κάνει τον άνθρωπο υποκείμενο, επειδή τον εμποδίζει να βιώνει τον εαυτό του ως “ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα πράγματα”· του επιτρέπει, αντιθέτως, να ανακαλύπτει ότι είναι ικανός να τα θέτει υπό ερώτηση.

Αυτή είναι η υπέρβαση. Η υπερβατολογικότητα ταυτίζεται με την υπέρβαση: ο άνθρωπος, στο μέτρο που είναι υποκείμενο, είναι επίσης ο άνθρωπος της υπέρβασης.

Έχω ετοιμάσει μια πρώτη διαφάνεια (slide) με δύο ορισμούς του ανθρώπου ως υποκειμένου, παρμένους από το Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως του Rahner. Τους διαβάζουμε μαζί, και νομίζω ότι, βάσει όσων είπαμε, θα πρέπει τώρα να τους κατανοούμε.

Ο πρώτος λέει:

«Το να είσαι πρόσωπο σημαίνει να είσαι αυτοκατεχόμενο υποκείμενο, σε γνωστική και ελεύθερη σχέση με το όλον».

Τα αντικείμενα δεν “κατέχουν τον εαυτό τους”, δεν βρίσκονται “πλησίον του εαυτού τους”. Ο άνθρωπος, που διαθέτει συνείδηση, κατέχει τον εαυτό του και έχει αυτή τη σχέση πλήρους ελευθερίας και ανοικτότητας προς όλο το Είναι — φυσικά, με τον τρόπο που έχουμε ήδη εξηγήσει.

Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει υποκειμενικότητα χωρίς υπερβατολογικότητα. Αλλιώς, λέει ο Rahner, ο άνθρωπος θα γινόταν “ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα πράγματα”· δηλαδή, αντικείμενο που δεν μπορεί να γίνει υποκείμενο.

Η δεύτερη φράση που εμφανίζεται στην ίδια διαφάνεια λέει:


«Αυτός ο υποκειμενικός χαρακτήρας, το να είναι κανείς υποκείμενο, είναι ένα δεδομένο αδύνατο να παραχθεί εκ της ύπαρξης».

Δηλαδή, δεν είναι ότι “πρώτα υπάρχω και ύστερα αναπτύσσω τον υποκειμενικό αυτό χαρακτήρα”· αντιθέτως, είναι συνυπάρχον σε κάθε μεμονωμένη εμπειρία ως a priori προϋπόθεση της.

Πράγματι, “υπερβατολογικό” είναι συνώνυμο του “a priori”. Χωρίς υπερβατολογικότητα δεν θα υπήρχε υποκειμενικότητα· δεν αναδύεται η δεύτερη από την ύπαρξη, αλλά αντιθέτως η ύπαρξη απορρέει από την υπερβατολογικότητα που την καθιστά δυνατή.

Κάθε φορά που ο άνθρωπος θέτει έναν πεπερασμένο ορίζοντα —όποιος κι αν είναι αυτός— τον έχει ήδη υπερβεί προς έναν άπειρο ορίζοντα. Έτσι, εμπειρώνεται τον εαυτό του ως δυνατότητα του απείρου.

Η ανοιχτότητα προς όλο το Είναι σημαίνει άπειρη δυνατότητα.

Είναι σαφές —αν και δεν θα χρειαζόταν ίσως να το υπογραμμίσω— ότι εδώ οι λέξεις “πεπερασμένο” και “άπειρο” δεν έχουν τη μεταφυσική τους σημασία, αλλά μια υπαρξιακή και ιστορική σημασία.

“Πεπερασμένο” σημαίνει κάθε συγκεκριμένη, περιορισμένη εμπειρία της ύπαρξης· “άπειρο” σημαίνει την προβολή της ανθρώπινης συνείδησης που υπερβαίνει, θέτει υπό ερώτηση και υπερβαίνει κάθε επιμέρους εμπειρία, ανοίγοντας τον άνθρωπο σε νέες εμπειρίες — δηλαδή προς το Είναι.

Άρα, όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι το ον της άπειρης δυνατότητας, δεν εννοούμε κάτι μεταφυσικό· τον διατηρούμε πάντοτε μέσα στον χρόνο και μέσα στην ιστορία, δηλαδή μέσα στην εμμένεια.

Αν όμως υιοθετήσουμε τη μεταφυσική σημασία του “απείρου”, τότε αυτό δηλώνει ένα ανώτερο επίπεδο του Είναι, υπεράνω του πεπερασμένου· και αν ο άνθρωπος μπορούσε να φτάσει πραγματικά σε αυτό το άπειρο, δεν θα ήταν πλέον δέσμιος του χρόνου και της ιστορίας.

Αυτή η υπερβατολογική διάσταση, λέγαμε, κάνει τον άνθρωπο ον της υπέρβασης· και θεμελιώνει τη γνωστική του ικανότητα στην προληπτική σχέση προς το Είναι εν γένει.

Το άνοιγμα του υποκειμένου προς το Είναι δεν ακολουθεί τη γνώση των επιμέρους εμπειριών, αλλά την προϋποθέτει, με την έννοια ότι τις καθιστά δυνατές.

“Προληπτική σχέση προς το Είναι εν γένει” — τι σημαίνει αυτό;


Εδώ, λέει ο ομιλητής, επιτρέψτε μου, στη δεύτερη διαφάνεια (slide 2), να κάνω μια παράθεση που με πολύ απλά λόγια εξηγεί αυτό το σημαντικό σημείο της σκέψης του Rahner:

«Τίποτα δεν μπορεί να εισέλθει στον άνθρωπο απ’ έξω, που να μην είναι ήδη παρόν μέσα του με μη θεματικό τρόπο».

Ο οντολογικός ή μεταφυσικός ρεαλισμός (του Αριστοτέλη και του Θωμά Ακινάτη) διδάσκει ότι ό,τι εισέρχεται στον άνθρωπο προέρχεται απ’ έξω.

Η νεότερη σκέψη, όμως, που αναπτύσσεται με βάση την αρχή της εμμένειας (δηλαδή του “Είναι εντός της σκέψης”), ανατρέπει πλήρως αυτήν την προοπτική — και ο Rahner φτάνει σε αυτήν την πλήρη αντιστροφή.

Τίποτα, λέει, δεν μπορεί να έρθει στον άνθρωπο απ’ έξω, αν δεν είναι ήδη παρόν μέσα του, με τρόπο μη θεματικό.

Αυτή η διάσταση, που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο με μη θεματικό τρόπο, είναι η υπερβατολογικότητα, η a priori διάσταση της υποκειμενικότητάς του.

Είναι φανερό ότι αυτή η διάσταση δεν μπορεί να είναι θεματική — δηλαδή δεν μπορεί να εκφράζει ορισμένα, πεπερασμένα περιεχόμενα. Γιατί; Επειδή αυτή καθιστά δυνατή την ύπαρξη αυτών των περιεχομένων, τα οποία όμως πραγματοποιούνται έπειτα μέσα στην ύπαρξη, μέσα στην ιστορία.

Επομένως, η υπερβατολογική διάσταση οφείλει εξ ορισμού να είναι μη θεματική: δεν λέει τίποτα συγκεκριμένο, αλλά εγγυάται το θεμέλιο άνοιγμα προς όλα όσα στη συνέχεια βιώνονται συγκεκριμένα στην εμπειρία.

Δεν μπορεί να είναι θεματική, γιατί βρίσκεται πίσω από τον άνθρωπο: η υπερβατολογική διάσταση δεν είναι στη διάθεσή του, δεν τη βρίσκει “μπροστά του”, δεν την “έχει στα χέρια του”, δεν μπορεί να τη χειριστεί. Παραμένει κρυφή, παρούσα σε κάθε κατηγορική, πεπερασμένη γνώση, αλλά δεν εξαντλείται ποτέ σε καμία από αυτές τις επιμέρους γνωστικές εμπειρίες που ο άνθρωπος πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Δεν λέει τίποτα “θετικό” — δηλαδή τίποτα που μπορεί να διαπιστωθεί αντικειμενικά, τίποτα που να μπορεί να βιωθεί ή να περιγραφεί εμπειρικά. Δεν “μιλά”. Η υπερβατολογική διάσταση υπάρχει, αλλά σιωπά· είναι, όπως λέει ο Rahner, σιωπηλή, αθέατη, κρυμμένη, μυστήριο.

Είναι, λοιπόν, ανώνυμη και μη θεματική.

Αυτοί οι δύο όροι —ανώνυμη και αθεματική— θα είναι θεμελιώδεις για το θεολογικό λόγο που θα ακολουθήσει (αν και, όπως είπα, θα τον αγγίξουμε μάλλον συνοπτικά).

Ανώνυμη σημαίνει ότι δεν είναι, η ίδια, ένα “κάποιον”: δεν είναι πρόσωπο, δεν είναι ον, δεν είναι υποκείμενο με ιδιαίτερη ταυτότητα.
Αθεματική σημαίνει ότι δεν μεταδίδει κανένα περιεχόμενο, θέμα, πληροφορία ή έννοια συγκεκριμένη. Κρατήστε λοιπόν αυτές τις δύο λέξεις —ανώνυμη και αθεματική— γιατί θα τις ξανασυναντήσουμε αμέσως. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη διάσταση του ανθρώπου κατά τον Rahner: η υπερβατολογικότητα.

ΓΚΡΕΜΙΖΩ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΖΩ ΕΝΑ ΛΥΟΜΕΝΟ. ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΕΝ ΕΝΝΟΕΙ ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ;

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Rahner. Από τον Maréchal στον Heidegger

 

Rahner. Από τον Maréchal στον Heidegger

https://www.youtube.com/watch?v=fZemBIzDD98&t=2s


Στη δεύτερη αυτή διάλεξη αναλύεται η σκέψη του Γερμανού ιησουίτη Rahner σε σχέση με εκείνη του δασκάλου του Maréchal και, κυρίως, με τον υπαρξισμό του Heidegger, εστιάζοντας ειδικότερα στην έννοια του Vorgriff (προ-αντίληψη ή προ-γνώση, «anticipazione»).

Το κεντρικό σημείο της ανάλυσης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Rahner, ακολουθώντας τη γραμμή του σύγχρονου υπερβατολογικού (trascendentale moderno), αναδιαμορφώνει την έννοια της γνώσης, του Είναι και της υπέρβασης σε όρους ιστορικής και χρονικής εμμένειας.

Κατά τον Rahner, το Είναι είναι πάντοτε “Είναι γνωριζόμενο” — δηλαδή, το Είναι δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση που το γνωρίζει, αλλά αναδύεται μέσα στην ιστορική εμπειρία του ανθρώπου ως ύπαρξη, ως Είναι μέσα στον κόσμο και μέσα στον χρόνο.

Καλημέρα, αγαπητοί φίλοι.
Να ’μαστε λοιπόν στο δεύτερο μας μάθημα αυτού του τριπτύχου αφιερωμένου στη φιλοσοφία του Karl Rahner.

Πρώτα απ’ όλα, οφείλω να ευχαριστήσω τους πάρα πολλούς που συνδέθηκαν με το κανάλι μας στο YouTube· πραγματικά ένιωσα ευγνωμοσύνη για την ανταπόκριση που είχε το πρώτο μάθημα, και ελπίζω αυτό να επιβεβαιωθεί και σήμερα, και κατόπιν στο τρίτο μάθημα· εύχομαι, δηλαδή, αυτή η συμμετοχή να συνεχιστεί και για τις τρεις συναντήσεις. Για ένα θέμα τόσο, ας το πούμε, δύσκολο και κάπως τεχνικό, μου φαίνεται πως το αποτέλεσμα, η απήχηση της πρωτοβουλίας, είναι πράγματι αξιοσημείωτη.

Στο πρώτο μάθημα — επιτρέψτε μου μια σύντομη εισαγωγή πριν μπούμε κατευθείαν στην ουσία — την περασμένη Πέμπτη, είχα εκφράσει ορισμένες αξιολογήσεις σχετικά με ένα πρόσφατο βιβλίο του π. Salvatore Vitiello, Rahner oltre Rahner. Ontologia del simbolo reale, που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Cantagalli ακριβώς φέτος, το 2025, επομένως είναι πολύ πρόσφατο.

Ο συγγραφέας, ο καθηγητής Vitiello, μου έγραψε έπειτα μια επιστολή, στην οποία διευκρίνισε κριτικά ορισμένα σημεία των παρατηρήσεών μου και παρουσίασε τα επιχειρήματά του, σύμφωνα με τα οποία οι αξιολογήσεις μου δεν είχαν θεμέλιο. Εγώ, με τη σειρά μου, απάντησα με μια νέα επιστολή, για να επαναδιατυπώσω τις δικές μου θέσεις. Και, καθώς ο καθηγητής είχε ζητήσει να δημοσιευθεί η επιστολή του από το παρατηρητήριό μας, σήμερα, στον ιστότοπο του Vantuan Observatory, έχουμε δημοσιεύσει και τις δύο επιστολές.
Σας το αναφέρω πληροφοριακά· αν έχετε χρόνο και διάθεση, μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπό μας, www.vantuanobservatory.org, και να διαβάσετε τα επιχειρήματα του καθηγητή Vitiello και τα δικά μου αντεπιχειρήματα.

Μάλιστα, σας ενημερώνω ότι στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου έλαβα πρόσφατα μια ακόμη επιστολή από τον καθηγητή Vitiello, την οποία θα δημοσιεύσουμε αύριο. Πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα διάλογο, διότι αναδεικνύει καθαρά δύο διαφορετικές θέσεις απέναντι στον Karl Rahner, και κατ’ επέκταση απέναντι στη σύγχρονη φιλοσοφία της αρχής της εμμένειας.

Ας μπούμε λοιπόν στην ουσία του νέου μας μαθήματος, το οποίο, όπως ίσως είδατε, έχει τον τίτλο Da Maréchal a Heidegger — «Από τον Maréchal στον Heidegger».

Πρέπει να πω ότι το προηγούμενο μάθημα δεν εισήλθε πολύ εις βάθος στη φιλοσοφία του Rahner, αλλά έθεσε πολύ σημαντικά προοίμια και προκαταρκτικές παρατηρήσεις· ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Rahner είναι «παιδί της σχολής της Louvaine», όπως ήταν και ο τίτλος του προηγούμενου μαθήματος. Επομένως, από την αρχή κιόλας εντάχθηκε και κινήθηκε στη γραμμή που είχε ανοίξει ο Monsignor Maréchal.

Σήμερα, θα εισέλθουμε λίγο πιο συγκεκριμένα στην ίδια τη φιλοσοφία του Rahner, ώστε να ολοκληρώσουμε το σύνολο στο τρίτο μάθημα. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, το πρώτο μάθημα ήταν εισαγωγικό, ενώ το σημερινό και το επόμενο, την ερχόμενη Πέμπτη, θα είναι πιο αναλυτικά και πλήρη.

Φυσικά, επαναλαμβάνω κάτι που είχα ήδη τονίσει: αυτά τα τρία μαθήματα δεν αποσκοπούν σε εξαντλητική ανάλυση, αλλά απλώς σε όσο το δυνατόν πιο σαφή και περιεκτική παρουσίαση του στοχασμού αυτού του φιλοσόφου και θεολόγου.

Στη σκέψη του Maréchal, στη λεγόμενη «υπερβατική παραγωγή» του (deduzione trascendentale), όπως ορίσαμε με τον τεχνικότερο όρο στο προηγούμενο μάθημα, βρίσκονται, όπως είδαμε, οι προϋποθέσεις για τις εξελίξεις που συναντούμε στον Rahner.

Ο Maréchal είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι, γι’ αυτόν, το Είναι και το γνωστό Είναι αποτελούν το ίδιο πράγμα· και αυτό είναι επίσης το σημείο αφετηρίας του Rahner, ο οποίος έτσι τοποθετείται καθαρά μέσα στο σύγχρονο υπερβατισμό, δηλαδή μέσα σε εκείνη τη φιλοσοφική στάση που δεν αναγνωρίζει το Είναι καθαυτό, ανεξάρτητα από το υποκειμενικό πνεύμα που το σκέπτεται.

Ο Maréchal, υποστηρίζοντας ότι το αντικείμενο δεν είναι το «Είναι», αλλά το Είναι γνωριζόμενο, είχε ήδη ενταχθεί στον σύγχρονο υπερβατισμό· και ο Rahner προχωρεί πάνω σε αυτή τη γραμμή.

Όπως έχει επισημάνει ο πατήρ Fabro, στον Rahner — παραθέτω — «το Είναι εξαντλείται μέσα στην αντικειμενικότητα, η οποία θεμελιώνεται στις λειτουργίες της υποκειμενικότητας».
Η αντικειμενικότητα, δηλαδή, θεμελιώνεται στις λειτουργίες της υποκειμενικότητας. Αυτό ήταν ήδη σαφές στον Kant, έστω με πολλές επιφυλάξεις, και κατέστη ακόμη σαφέστερο στην πορεία της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης. Αλλά ο Rahner διακηρύσσει ρητά και με απόλυτη σαφήνεια αυτή, τήν κατά τη γνώμη του, ταυτότητα μεταξύ Είναι και σκέψης. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του Geist in der Welt («Πνεύμα εν κόσμω»), γράφει — παραθέτω:
«Το Είναι, ως έχει καθαυτό, είναι γνωριζόμενο.»
Και σε άλλο σημείο το επιβεβαιώνει:
«Το Είναι και η γνώση συνιστούν μια αρχική ταυτότητα.»


Σε ένα άλλο σημείο ακόμη ο Rahner λέει: «Το Είναι και η γνώση είναι το ίδιο πράγμα».
Είναι προφανές ότι εδώ βρισκόμαστε ασύγκριτα μακριά από τον μεταφυσικό ρεαλισμό και βρισκόμαστε ήδη ξεκάθαρα, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, μέσα στον λεγόμενο σύγχρονο υπερβατισμό, στο a priori της νεότερης φιλοσοφίας.

Σε σχέση με τον Maréchal, στον Rahner υπάρχει ένα σημαντικό καινούργιο στοιχείο.

Αν θυμάστε, όταν μιλούσαμε για τη γνώση — τη γνωστική διαδικασία κατά τον Maréchal — είχαμε πει ότι εκείνος έθετε ως πρώτο στάδιο τη γνώση των αισθητών δεδομένων, ως δεύτερο στάδιο την αφαίρεση, και ως τρίτο στάδιο την κρίση.
Αν θυμάστε επίσης, είχαμε διευκρινίσει ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, μόνο σε αυτό το τρίτο στάδιο — δηλαδή στην κρίση — η νόηση αποδίδει «Είναι» στο αντικείμενο.

Αντίθετα, για τον Rahner η γνώση είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως. Όπως γράφει ο θεολόγος Don Mauro Gagliardi, «για τον Rahner η γνώση γίνεται η υπαρξιακή αντιστοιχία ανάμεσα στο γνωριζόμενο και τον γνωρίζοντα». Δηλαδή, ο Rahner τοποθετεί την πράξη της γνώσης μέσα στην ύπαρξη, όπως αυτή νοείται στις κατηγορίες του Heidegger, όπως θα δούμε σε λίγο.

Έτσι, εκείνη η πράξη που, σύμφωνα με τον Maréchal, συνέβαινε στο τρίτο στάδιο — η πράξη με την οποία η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως «Είναι νοητό» — για τον Rahner συμβαίνει αμέσως, από την αρχή.

Όχι δηλαδή μετά την αισθητηριακή γνώση ή την αφαίρεση και μόνο μέσα στην κρίση· αλλά η κρίση, ας πούμε, είναι εκείνη η μεταφυσική πράξη με την οποία η νόηση συγκροτεί το ον, και η οποία συντελείται αμέσως, υπαρξιακά, και όχι μέσω μιας προηγούμενης γνώσης των αισθητών δεδομένων και της αφαίρεσης των ειδών, δηλαδή των ουσιών ή νοητών μορφών των πραγμάτων.

Για τον Rahner, όλα αυτά τα τρία στάδια που ο Monsignor Maréchal διέκρινε είναι μια ενιαία πράξη. Η αφαίρεση, τα phantasmata — για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του αγίου Θωμά, δηλαδή της εποχής του Αγίου Θωμά — (τα phantasmata είναι οι αισθητές εικόνες των πραγμάτων)· λοιπόν, η αφαίρεση, τα phantasmata ή οι αισθητές εικόνες των πραγμάτων, και η κρίση, είναι το ίδιο πράγμα, η ίδια ενέργεια.

Αυτή η σημαντική διαφορά εξηγεί ένα σημείο που φαινομενικά είναι περίεργο, αλλά στην πραγματικότητα πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική δομή του Rahner:
την μεγάλη έμφαση που δίνει στην αρχή του αγίου Θωμά για τη conversio intellectus ad phantasmata (στροφή του νου προς τα φαντάσματα).


Σκεφτείτε ότι όλο το πρώτο μέρος του έργου του Rahner είναι αφιερωμένο σε αυτό το θέμα. Το θέμα της conversio ad phantasmata, το οποίο θα συζητήσουμε αμέσως τώρα, δεν ήταν κεντρικό στη σκέψη του αγίου Θωμά, ούτε στη μεταφυσική θεώρησή του.

Γι’ αυτό και πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί ο Rahner, στη δική του αναθεώρηση του San Tommaso υπό το φως της σύγχρονης φιλοσοφίας, ξεκίνησε από ένα τόσο ειδικό και περιορισμένο ζήτημα. Ας προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε, γιατί αυτή η εξήγηση θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη μετάβαση από τον Maréchal στον Heidegger, που δίνει και τον τίτλο στο σημερινό μάθημα.

Κατά τον San Tommaso, ο άνθρωπος έχει όχι μόνο εξωτερικές αισθήσεις, αλλά και μια εσωτερική αίσθηση, την οποία — για να χρησιμοποιήσουμε έναν ακριβή όρο — μπορούμε να ονομάσουμε «συνθετική φαντασία». Αυτή συγκεντρώνει τα δεδομένα των εξωτερικών αισθήσεων και τα ενοποιεί, σχηματίζοντας έτσι μια εικόνα του αντικειμένου.

Πρόκειται για αισθητή εικόνα, το λεγόμενο phantasma. Δεν πρόκειται για την έννοια της ουσίας του πράγματος, διότι η έννοια της ουσίας, όπως ξέρουμε, διαμορφώνεται από τη νόηση μέσω αφαίρεσης, δηλαδή παραμερίζοντας τα αισθητά δεδομένα.
Αντιθέτως, η εικόνα ή το phantasma παραμένει δεμένο με τα αισθητά δεδομένα.

Η νόηση, μέσω της αφαίρεσης, πρέπει να βασίζεται στα phantasmata, δηλαδή στα αισθητά δεδομένα που έχουν ενοποιηθεί από τη δύναμη της φαντασίας·
αλλά κατόπιν η νόηση τα υπερβαίνει, εκτινάσσεται άυλα, συλλαμβάνοντας την καθαρή νοητή μορφή του πράγματος ή την ουσία του, και διαμορφώνει την αντίστοιχη αφηρημένη έννοια.


Όμως, σύμφωνα πάντοτε με τον άγιο Θωμά, αφού καθοριστεί μέσω της αφαίρεσης η έννοια της ουσίας, η νόηση επιστρέφει στα αισθητά δεδομένα, στις αισθητές εικόνες, στα phantasmata — ιδού η conversio ad phantasmata — ώστε να μπορέσει να γνωρίσει καλύτερα τα επιμέρους όντα, και όχι μόνο τα είδη.

Αυτό σημαίνει ότι η αφαίρεση δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα· αντιθέτως, η αφαίρεση που επιτελεί η νόηση υπηρετεί την καλύτερη γνώση και του συγκεκριμένου αντικειμένου, του συγκεκριμένου ανθρώπου, του Τίτου, του Γάιου ή του Σεμπρώνιου, και όχι μόνο των ειδών. Για να το επιτύχει αυτό, η νόηση επιστρέφει στα φαντάσματα.

Άρα, για τον San Tommaso, αυτή η conversio είχε μόνο γνωσιολογική σημασία.

Στον Rahner, όμως, γίνεται μεταφυσική — αλλά μεταφυσική, προσέξτε, όχι με την έννοια του μεταφυσικού ρεαλισμού, αλλά με τη νεότερη, υπαρξιστική έννοια της φιλοσοφίας, όπως θα πούμε αμέσως.

Στον Rahner, λοιπόν, γίνεται μεταφυσική γιατί εκφράζει, για εκείνον, το γεγονός ότι η γνώση του όντος λαμβάνει χώρα πάντοτε μέσα στον χώρο και τον χρόνο, εδώ και τώρα, και ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των διαφόρων στιγμών — των αισθητών δεδομένων, της αφαίρεσης και της κρίσης — όπως ήθελε ακόμη ο πατήρ Maréchal.

Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Rahner, δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη συνθήκη της ύπαρξης, και αυτό, κατά τη γνώμη του, αποδεικνύεται από αυτήν την θεμελιώδη ενότητα ανάμεσα στα phantasmata και τη νόηση· μια ενότητα που αρνείται ότι η νόηση μπορεί, μέσω αφαίρεσης, να συλλάβει καθολικές και αφηρημένες έννοιες. Αντίθετα, η νόηση βρίσκεται πάντοτε σε ενότητα, εδώ και τώρα, με την αισθητικότητα.

Έτσι προτείνεται μια μεταφυσική δεμένη με τον χρόνο και τον χώρο, δεμένη με την ιστορία, και επομένως — το αναφέρω εδώ συνοπτικά, γιατί θα το αναπτύξω αμέσως παρακάτω — συνδεδεμένη με μια υποκειμενική υπερβατική διάσταση, που τοποθετεί τον άνθρωπο πάντοτε μέσα στον χρόνο, στον χώρο και στην ιστορία.

Αυτή η υπερβατική διάσταση, που δεν ταυτίζεται πλέον με τις κατηγορίες του Kant, ονομάζεται από τον Rahner Vorgriff (προφέρεται forgrif), δηλαδή «προ-αντίληψη» ή «προ-γνώση», μια προληπτική επίγνωση. Όπως είπα, το αναφέρω εδώ μόνον επιγραμματικά, γιατί θα το εξετάσουμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια. Επομένως, το Είναι είναι πάντοτε “γνωριζόμενο Είναι ”, πάντοτε ένα Είναι που γνωρίζεται μέσα στην άμεση χρονικότητα της ιστορίας. Το Είναι είναι ό,τι παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο και τον χώρο της ύπαρξης. Το επαναλαμβάνω, γιατί αυτό είναι ένα θεμελιώδες συμπέρασμα:

Το Είναι είναι ό,τι παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο και τον χώρο της ύπαρξης.

Και ο άνθρωπος είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι, κατανοημένο με αυτήν την έννοια· όχι άνοιγμα προς το Είναι όπως το εννοούσε ο άγιος Θωμάς, δηλαδή προς το «σύμπλεγμα του όντος» (plesso dell’ente), προς το ον με την υπερβατική του σημασία ή προς την «πράξη του Είναι». Όχι· είναι άνοιγμα προς το Είναι κατανοημένο έτσι, δηλαδή στην επαφή με τα όντα της συνείδησης, μέσα στα οποία — λέει ο Rahner — το Είναι καθίσταται διαφανές προς τον εαυτό του, μέσα στη συνείδηση.

Με όσα έχουμε ως τώρα παρατηρήσει, μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση του Rahner σχετικά με τη γνώση του Είναι μέσα στην ιστορία. Γι’ αυτό έχει σημασία η - καταχρηστική βεβαίως — αναθεώρησή του της διδασκαλίας του San Tommaso περί conversio ad phantasmata. Ο σκοπός αυτής της αναθεώρησης ήταν να τοποθετήσει τη γνώση του είναι μέσα στην ιστορία, δηλαδή μέσα στον χρόνο και τον χώρο, δηλαδή μέσα στην ύπαρξη. Η ύπαρξη, όμως, όπως την εννοεί εδώ ο Rahner, δεν είναι πλέον όπως στον San Tommaso, αλλά συρρικνώνεται στον χρόνο.

Σύμφωνα με τον θωμιστικό ρεαλισμό, η ύπαρξη ήταν η παρουσία του Είναι, αλλά αυτή δεν εξαντλούσε το Είναι· όπως, για παράδειγμα, η δική μου ύπαρξη ως ανθρώπου δεν εξαντλείται στο «είμαι εδώ, τώρα». Αντιθέτως, αν υιοθετήσουμε τη χρονική προοπτική του χρόνου και του χώρου, το Είναι μειώνεται στην ύπαρξη, δηλαδή στο «είμαι εδώ, τώρα» — δηλαδή στο Dasein του Heidegger, στο «εκεί-είναι», στο οποίο αναπόφευκτα θα οδηγήσει η ραννεριανή σκέψη.

Είναι ενδιαφέρον ότι στον Kant η λεγόμενη υπερβατική παραγωγή δηλαδή η μείωση του αντικειμένου στο γεγονός του ότι είναι νοούμενο, επομένως η προτεραιότητα της υποκειμενικής νόησης έναντι του αντικειμενικού Είναι, και η μείωση του αντικειμένου στο γεγονός ότι είναι «σκεπτόμενο» όλα αυτά υπήρξαν στατικά, χωρίς σχέση με τον χρόνο, τον χώρο ή την ύπαρξη, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα με τον Rahner.

Στον Kant, οι δώδεκα κατηγορίες a priori, δηλαδή οι δώδεκα λειτουργίες που υπάρχουν εκ των προτέρων μέσα στη διάνοια, δεν προέρχονται από την εμπειρία· δεν μπορούν να συναχθούν από την εμπειρία· αντίθετα, καθιστούν την εμπειρία δυνατή.
Μέσω αυτών, μπορούμε να φτάσουμε σε επιστημονικές γνώσεις των φαινομένων, οι οποίες, ωστόσο, παραμένουν σταθερές, δεν υπόκεινται στην εξέλιξη του χρόνου.


Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης του Newton, για παράδειγμα, που κατά τον Kant εξηγείται μέσω της εφαρμογής των κατηγοριών a priori στη γνώση των φαινομένων, παραμένει ο ίδιος· δεν μεταβάλλεται στον χώρο και τον χρόνο. Η καντιανή γνωσιολογία δεν γνωρίζει την έννοια της ιστορίας.

Όλο το σύστημά της ήταν ακόμη δεμένο με τη φύση — αν και πρέπει να το πούμε προσεκτικά, γιατί δεν πρόκειται πλέον για «φύση» με τη θωμιστική έννοια του αγίου Θωμά· ωστόσο, αυτή η σκέψη παρήγαγε γνώσεις σταθερών αντικειμένων, που «συνέβαιναν» μια για πάντα.

Στον Maréchal, αντίθετα, άρχιζε μια διαδικασία, όχι πια η στατικότητα του Kant, και το είναι γινόταν αχώριστα δεμένο με τη σκέψη — ενωμένο με τη σκέψη, σύμφωνα με τη σύγχρονη υπερβατική προοπτική.
Έτσι, το Είναι, δεμένο με τη σκέψη, γινόταν μια συνεχής αυτομεσολάβηση, γιατί η σκέψη δεν μένει ποτέ ακίνητη: η συνείδηση εξελίσσεται, και εφόσον είναι η συνείδηση που συνιστά το Είναι, και το Είναι καθίσταται διαφανές προς εαυτό μέσα στη συνείδηση, το Είναι γίνεται αυτομεσολάβηση μέσα στη σκέψη.


Ποιος είναι, λοιπόν, ο φιλόσοφος της νεωτερικότητας που έκανε την αυτομεσολάβηση της συνείδησης κεντρικό άξονα ολόκληρου του συστήματός του; Ο Hegel, φυσικά. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι στον Maréchal υπήρχε ήδη ο Hegel, αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι στον Rahner υπάρχει πολύς Hegel, αν και περασμένος μέσα από τον υπαρξισμό του Heidegger.

Στη διαδικασία της γνώσης, το είναι καθίσταται παρόν στον εαυτό του, καθώς — όπως λέει ο π. Cornelio Fabro, ερμηνεύοντας τον Rahner — το Είναι συνίσταται στην εμφάνιση κάθε όντος στη συνείδηση. Δηλαδή: το Είναι είναι η φανέρωση κάθε όντος στη συνείδηση. Δεν είναι, λέει ο Rahner, ότι πρώτα υπάρχει το Είναι και κατόπιν καθίσταται παρόν στον εαυτό του, φανερούμενο στη συνείδηση — όχι.
Το Είναι είναι αυτό ακριβώς το καθίστασθαι παρόν στον εαυτό του, αυτή η παρουσίαση στη συνείδηση· αυτό είναι το Είναι.


Το επαναλαμβάνω, γιατί το σημείο είναι κρίσιμο για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις:
Δεν είναι ότι το Είναι υπάρχει και έπειτα καθίσταται διαφανές στον εαυτό του, παρουσιαζόμενο στη συνείδηση — όχι. Δηλαδή, το Είναι συνίσταται σε αυτό, σε αυτό ακριβώς μειώνεται. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, για τον Maréchal η συνείδηση — αν θυμάστε — έχει μια προθετικότητα, προβάλλει πάνω στα αντικείμενα της γνώσης τη δική της δυναμική ανοιχτότητα προς το Είναι· έτσι ακριβώς το έλεγε ο Maréchal. Αυτό, όμως, απαιτεί να τοποθετηθεί το Είναι μέσα στον χρόνο, και επίσης να τεθεί στην αρχή αυτής της τάσης ένα a priori του άπειρου Είναι
.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται η ραννεριανή εξέλιξη της σκέψης του Maréchal — ως συνέχιση και ριζοσπαστικοποίησή της. Μια εξέλιξη που έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μέσα από τον Heidegger. Γιατί; Διότι εκεί, στον Heidegger, έχουμε την ιστορικότητα του Είναι ως χρόνου. Essere e tempo — Είναι και Χρόνος — είναι το μεγάλο έργο του Heidegger.
Αλλά αυτή η σύνδεση, «Είναι–χρόνος», στο τέλος της πραγματείας μεταμορφώνεται σχεδόν σε ρήμα, σε συνδετικό ρήμα· δεν είναι πια μια σχέση, αλλά ταύτιση: Essere è tempo — το Είναι είναι χρόνος, όχι l’essere è nel tempo, δηλαδή «το Είναι βρίσκεται μέσα στον χρόνο». Επομένως, εάν η ανοιχτότητα του Maréchal και του Rahner τείνει να νοήσει το Είναι ως χρόνο, τότε η κατάληξη στον Heidegger είναι αναπόφευκτη.
Γιατί εκεί μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα a priori, για μια υπερβατική διάσταση όχι πλέον στατική όπως στον Kant, αλλά δυναμική και ιστορική.


Ας επιστρέψουμε τώρα σε εκείνη τη «παράξενη» λέξη που αναγκάστηκα νωρίτερα να αναφέρω και που τώρα πρέπει να εξηγήσουμε καλύτερα: τη λέξη Vorgriff (ή Forgriff, όπως τη μεταγράφει ο Rahner**). Πρόκειται, θα λέγαμε, για το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας του Rahner. Όπως και στον Maréchal, έτσι και για τον Rahner υπάρχει στον άνθρωπο ένα γνωστικό a priori. Δηλαδή, δεν υπάρχει άμεση και αντικειμενική γνώση ενός Είναι που βρίσκεται «εκτός» και «καθ’ εαυτό» — έξω από τη νόηση· αντίθετα, κάθε γνώση έχει πίσω της ένα γνωστικό a priori, δηλαδή μια ανοιχτότητα προς το Είναι, την οποία ο Rahner ονομάζει Vorgriff, δηλαδή προ-αντίληψη, προ-σύλληψη, ή μπορούμε να πούμε και προσδοκία, προκαταβολική γνώση.

Αυτό εκφράζει τη βασική υποκειμενικότητα του ανθρώπου ως θεμέλιο της αποκάλυψης του Είναι. Δεν υπάρχει «είναι», εάν δεν αποκαλυφθεί στη ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Αυτό προϋποθέτει μια υπερβατική και a priori ανοιχτότητα της ανθρώπινης συνείδησης προς το Είναι, προς όλο το Είναι. Αυτό είναι το πλαίσιο.

Η παρουσία μέσα στη συνείδηση αυτής της προ-αντίληψης, αυτού του Vorgriff, είναι η παρουσία ενός ανέκφραστου γνώθι του Είναι. Η συνείδηση δεν θα μπορούσε να στραφεί προθετικά προς το Είναι που παρουσιάζεται εμπρός της, εάν δεν διέθετε ήδη για αυτό το είναι μια μη εκπεφρασμένη, έστω και έμμεση γνώση. Αυτό αποτελεί, λοιπόν, την προϋπόθεση κάθε γνώσης, η οποία αργότερα στρέφεται προς την υπαρκτή πραγματικότητα: προς αυτόν τον λίθο, αυτό το δέντρο, αυτό το ζώο, αυτόν τον άνθρωπο.

Αυτή η ραννεριανή αντίληψη του Vorgriff μοιάζει κάπως με το “Io penso” (εγώ σκέπτομαι) του Kant, δηλαδή με την υπερβατική από-περίληψη (appercezione trascendentale) όπως την ονομάζει ο Kant· μια υποκειμενική–αντικειμενοποιούσα λειτουργία, μια διάσταση a priori παρούσα μέσα στη διάνοια, στο γνωρίζον υποκείμενο· υποκειμενική, αλλά ταυτόχρονα αντικειμενοποιητική, ικανή δηλαδή να παρέχει αντικειμενικότητα στα αντικείμενα.

Ο Kant περιόριζε αυτή τη λειτουργία του Io penso στο πεδίο των φαινομένων, και έτσι η αντιστοιχία σταματούσε εκεί. Ο Rahner, ακολουθώντας τη γραμμή του Heidegger, αποδίδει σε αυτήν τη υποκειμενική λειτουργία μια μεταφυσική δύναμη, δηλαδή τη δύναμη να καθιστά το Είναι διαφανές προς τον εαυτό του.

Έτσι, η Vorgriff, ή αυτή η υπερβατική διάσταση, αυτή η προθετική, υποκειμενική, αντικειμενοποιητική ανοιχτότητα, δεν μπορεί ποτέ να γίνει γνωστικό αντικείμενο, διότι αποτελεί την προϋπόθεση χάρη στην οποία κάθε αντικείμενο μπορεί να γίνει γνωστό. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει ποτέ “θέμα” — κάτι δηλαδή τοποθετημένο εμπρός μας, ώστε να το γνωρίσουμε αντικειμενικά και να το μελετήσουμε.
Πρέπει να παραμείνει πίσω μας, όπως λέει πολύ εύστοχα ο ίδιος ο Rahner με αυτά τα λόγια: Φέρνει το παράδειγμα — το οποίο θα επαναλάβω στο τρίτο μάθημα — από το θεμελιώδες του έργο για την πίστη, με την εικόνα του κοιτάγματος μέσα από την κλειδαρότρυπα. Αυτό που βλέπουμε, λέει, πέρα από την κλειδαρότρυπα, είναι τα επιμέρους πράγματα: εκείνη η καρέκλα, εκείνο το τραπέζι, εκείνο το ποτήρι, εκείνο το μπουκάλι, εκείνος ο πίνακας — αν, για παράδειγμα, κοιτάμε μέσα σε ένα δωμάτιο.

Όμως η δυνατότητα να βλέπουμε όλα αυτά εξαρτάται από εκείνο που βρίσκεται “από την πλευρά μας” της κλειδαρότρυπας, αυτό που μας επιτρέπει να βλέπουμε μέσα από αυτήν και να αντικρίζουμε ό,τι βρίσκεται πέρα.

Είναι φανερό ότι αυτό που βρίσκεται από τη δική μας πλευρά δεν μπορεί ποτέ να γίνει ορατό με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε εκείνο που είναι «από την άλλη πλευρά».
Αυτό που βρίσκεται εδώ, από τη δική μας πλευρά, είναι το υπερβατικό επίπεδο (piano trascendentale), ενώ εκείνο που βρίσκεται εκεί, πέρα, είναι το κατηγορικό επίπεδο (piano categoriale).


Το υπερβατικό επίπεδο δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε αντικείμενο του κατηγορικού επιπέδου, διότι είναι αυτό που καθιστά δυνατή τη γνώση μέσα στο κατηγορικό πεδίο·
είναι δηλαδή η υποκειμενική διάσταση που καθιστά δυνατή την αντικειμενική κατάσταση, και επομένως δεν μπορεί ποτέ η ίδια να γίνει αντικειμενική.


Για να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα την Vorgriff του Rahner, μπορούμε να αναφερθούμε σε όσα λέει ο Heidegger στο Essere e Tempo (Είναι και Χρόνος) σχετικά με την προκατανόηση (precomprensione). Στο Είναι και Χρόνος, ο Heidegger λέει ότι η γνώση μας δεν είναι μια γνώση εκείνου που βρίσκεται ουδέτερα απέναντί μας, γιατί στη γνώση μας πάντοτε προβάλλουμε κάτι από τον ίδιο μας τον εαυτό· έτσι, γνωρίζουμε και συν-γνωρίζουμε.[ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ ΧΡΟΝΟΣ] Ενώ γνωρίζουμε το αντικείμενο, γνωρίζουμε ταυτόχρονα κάτι και για εμάς τους ίδιους, γιατί έχουμε ήδη προβάλλει τη δική μας a priori προθετικότητα, η οποία συνιστά το αντικείμενο· το αντικείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν την προβολή της a priori προθετικότητας, η οποία στην πραγματικότητα είναι η Vorgriff, δηλαδή αυτή η a priori προθετικότητα.[ΠΡΟΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. ΜΙΑ ΠΟΤΑΠΗ ΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Η ΚΑΘΕ ΧΑΙΔΩ ΝΑ ΠΕΙ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ]

Ο Heidegger, λοιπόν, έλεγε ότι ο άνθρωπος πάντοτε κατανοεί, ο άνθρωπος είναι κατανόηση, γιατί καθώς υπάρχει, προβάλλει συνεχώς την υπαρξιακή του προθετικότητα πάνω στα αντικείμενα, πάνω στο Είναι, πάνω στα όντα του κόσμου, συνιστώντας τα ως «όντα». Όταν γνωρίζουμε, έλεγε ο Heidegger, δεν γνωρίζουμε κάτι εξωτερικό, γιατί κάθε γνώση μας, ακόμη και η πιο απλή διαίσθηση, προϋποθέτει μια ερμηνεία — δηλαδή προϋποθέτει μια πρόβλεψη. Προϋποθέτει ακόμη και μια προ-γνώση. Δεν γνωρίζουμε τίποτε «καθαρά» ή «ουδέτερα»· είμαστε κατανόηση, και επομένως ερμηνεία, επομένως πρόβλεψη, επομένως προ-γνώση.[ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. ΕΝΟΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΧΕΤΥΠΩΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΦΟΜΟΙΩΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ, ΘΕΣΕΙ ΨΥΧΗΣ]

Δεν υπάρχουν άμεσα δεδομένα· κάθε αντικείμενο λαμβάνεται από τον ερμηνευτή που προβάλλει επάνω του τη δική του ερμηνευτική προθετικότητα. Έτσι, κανένα δεδομένο δεν είναι ποτέ απλώς «δεδομένο», αλλά είναι ήδη ένα κατασκεύασμα. Κάθε δεδομένο, στην πραγματικότητα, είναι και κάτι που έχει ήδη τεθεί από το υποκείμενο. Οπότε, το νόημα των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα πράγματα, αλλά στον άνθρωπο.

Δεν υπάρχει κατανόηση του κόσμου που να μην περιλαμβάνει και την κατανόηση της ολότητας της ύπαρξης. Και υπό το φως αυτής της κατανόησης της ολότητας της ύπαρξης, ο άνθρωπος κατανοεί και αυτό το συγκεκριμένο πράγμα και εκείνο το άλλο συγκεκριμένο πράγμα. Αλλά η κατανόηση της ολότητας της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνη την υποκειμενική προ-γνώση, χωρίς εκείνη την a priori προθετικότητα, που καθορίζει, επιτρέπει, θεμελιώνει και συνιστά την υπερβατική ανοιχτότητα του ανθρώπου προς τα πράγματα και τον κόσμο.

Αυτό που λέει ο Heidegger μας βοηθά πάρα πολύ να εξηγήσουμε την Vorgriff του Rahner. Οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται, για λόγους που θα αναφερθούν στην επόμενη διάλεξη· όμως, όσα γράφει ο Heidegger στο Είναι και Χρόνος για την προκατανόηση μπορούν να θεωρηθούν θεμέλιο ολόκληρης της σύγχρονης ερμηνευτικής, και γι’ αυτό υπήρξαν εξαιρετικά επιδραστικά. Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και στον Rahner. Αυτή η υπερβατική διάσταση του Vorgriff, όπως ήδη είπαμε — αλλά αξίζει να το επαναλάβουμε — δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο, δεν είναι πράγμα καθ’ εαυτό, γιατί είναι αυτό που καθιστά δυνατή την κρίση περί του είναι.

Έτσι, για τον Rahner, η προθετικότητα του υποκειμένου δεν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτήν, αλλά είναι η ίδια η αναφορά[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]. Όπως γράφει ο πατήρ Cornelio Fabro, παραθέτω: «Αυτός ο Vorgriff είναι η αναφορά». Δηλαδή, η αναφορά της γνώσης είναι έμφυτη στο υποκείμενο, με την ισχυρή έννοια.
Συνίσταται στην ύπαρξη του γνωρίζοντος με τον εαυτό του· κι αυτή η «ύπαρξη με τον εαυτό» είναι το είναι του όντος.


Δηλαδή, ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένα “Είναι με τον εαυτό” (Sein-bei-sich), για να χρησιμοποιήσουμε τους χαϊντεγκεριανούς όρους, επειδή είναι υποκείμενο, και ως τέτοιο είναι ανοιχτός προς το Είναι εν γένει, χάρη σε αυτή την προληπτική προθετικότητα, την Vorgriff. Έτσι, αυτό το «Είναι με τον εαυτό» είναι το Είναι του όντος, γιατί το Είναι ταυτίζεται με τη σκέψη και με τη συνείδηση. Το Είναι, επομένως, είναι η ύπαρξη του ανθρώπου, το Dasein, όπως θα έλεγε ο Heidegger.

Έτσι το κατανοεί ο Rahner, και είναι προφανές ότι αυτή η σκέψη του συνδέεται στενά με τη σκέψη του Heidegger, για τον οποίο το είναι είναι η ύπαρξη μέσα στον χρόνο, το είναι είναι ως χρόνος. Και η υπερβατική διάσταση που καθιστά αυτό δυνατό, η Vorgriff, πρέπει να γίνει κατανοητή ως η απεριόριστη ανοιχτότητα προς το Είναι, δηλαδή προς την αυτο-παρουσία του μέσα στον χρόνο, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι, όπως έλεγε ο Heidegger, “ερριμενότητα” (Geworfenheit). Όπως έγραφε ο πατήρ Cornelio Fabro, παραθέτω:

«Το Είναι, από την πλευρά του υπαρξισμού, νοείται ως η δυνατότητα προ-παρουσίασης για κάθε παρόν. Το Είναι είναι το παρόν. Το Είναι είναι αυτό που βρίσκεται εδώ και τώρα.
Το Είναι είναι η ύπαρξη». Εδώ, λοιπόν, φτάνουμε σε ένα σημείο θεμελιώδους σημασίας:
τη σχέση μεταξύ του “trascendente” και του “trascendentale”.


Τι συμβαίνει στον Rahner σχετικά με αυτές τις δύο έννοιες — το υπερβατικό και το υπερβατολογικό; Ο Rahner τις ταυτίζει, γιατί είναι υποχρεωμένος να το κάνει, έχοντας υιοθετήσει το σύγχρονο υπερβατολογικό πλαίσιο. Όμως γνωρίζουμε ότι το trascendente και το trascendentale είναι ασύμβατα. Αν μιλάμε, βέβαια, για το trascendentale moderno, το νεωτερικό υπερβατολογικό. (Αν πρόκειται για το υπερβατολογικό του αγίου Θωμά, τότε όχι, γιατί εκεί το trascendente προϋποθέτει ότι το Είναι υπερβαίνει τη σκέψη· ότι δηλαδή δεν είναι η σκέψη που συνιστά το Είναι, αλλά το γνωρίζει ως κάτι άλλο από τον εαυτό της.)

Αυτή είναι η πρώτη μορφή υπέρβασης (trascendenza). Από αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες μορφές υπέρβασης, όπως, για παράδειγμα, εκείνη μεταξύ Θεού και κόσμου. Αντίθετα, το trascendentale, με τη σύγχρονη έννοια, δηλώνει — όπως έχουμε πει πολλές φορές — εκείνη τη διανοητική–υποκειμενική διάσταση a priori, η οποία αντικειμενοποιεί.

Τώρα, εάν υιοθετήσουμε αυτή τη υποκειμενική, apriorica, trascendentale διάσταση, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει πλέον υπέρβαση· διότι το είναι θα συνιστάται από αυτήν και δεν θα υπάρχει καθαυτό, ως κάτι άλλο από τη σκέψη.
Άρα, όσο περισσότερο επεκτείνεται το trascendentale, τόσο περισσότερο εμποδίζεται η trascendenza. Στον Kant, για παράδειγμα, το trascendentale σταματούσε στο επίπεδο του φαινομενικού. Καθεαυτό, η ύπαρξη ενός κόσμου «πραγμάτων καθ’ εαυτά», του noumeno, μπορούσε ακόμη να γίνει δεκτή. Γιατί; Διότι η υπερβατολογική γνώση περιοριζόταν στα φαινόμενα· δεν μπορούσε να πάει πέρα από αυτά. Επομένως, ήταν δυνατό να σκεφτούμε ότι το είναι καθ’ εαυτό υπάρχει. Για παράδειγμα, μέσω των trascendentali (υπερβατολογικών) κατηγοριών, μπορούσαν να θεμελιωθούν οι νόμοι της φύσης, οι οποίοι, βεβαίως, τίθενται από το υποκείμενο. Ωστόσο, μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια φύση καθ’ εαυτή; Ναι, μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί.

Συνεπώς, στον Kant, η εμβέλεια του trascendentale σταματούσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αλλά, με την εξέλιξη της σκέψης στον Hegel και κατόπιν στον Heidegger, αυτό το όριο ξεπεράστηκε. Σήμερα, με τον Heidegger και τον Rahner, έχουμε την πλήρη υιοθέτηση ενός μοντέρνου trascendentale, ωθημένου στα άκρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παραδέχεται πλέον καμία μορφή trascendenza (υπερβατικότητας).

Η προοπτική του Rahner είναι μια φιλοσοφία της εμμένειας (filosofia dell’immanenza). Θα το δούμε στην επόμενη διάλεξη: ο Θεός δεν συναντάται σε μια άλλη, μεταφυσική διάσταση, σε ένα “πέραν”. Δεν υπάρχει άλλος κόσμος. Ο Θεός συναντάται μόνο μέσα στην ιστορία, γιατί το Είναι είναι χρόνος. Και ο χρόνος καθίσταται δυνατός μέσω αυτής της υπερβατολογικής ανοιχτότητας του υποκειμένου, όπως έχουμε ήδη πει πολλές φορές — και δεν το επαναλαμβάνω για να μην κουράσω. Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε και τη διάκριση του Heidegger ανάμεσα στο οντικό (ontico) και το οντολογικό (ontologico).

Μόλις είδαμε τη διάκριση ανάμεσα στο trascendente και στο trascendentale·
ας επανέλθουμε τώρα σε αυτήν μεταξύ ontico και ontologico. Ontico, σύμφωνα με τη ορολογία του Heidegger— η οποία περνά και στον Rahner — σημαίνει κατηγορικό, και αναφέρεται στη γνώση των πεπερασμένων όντων: της πέτρας, του λουλουδιού, του ζώου, του ανθρώπου, του σπιτιού, της θάλασσας, της σταγόνας του νερού, του ήλιου. Οντικό σημαίνει «κατηγορικό» και αφορά τα όντα που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε με τα ουσιώδη και πραγματικά τους δεδομένα — δηλαδή τα πράγματα, τα πεπερασμένα, ατομικά όντα.

Οντολογικό, αντιθέτως, είναι η προ-κατηγορική διάσταση, γιατί προηγείται των κατηγοριών· είναι a priori, trascendentale, δηλαδή η διάσταση των δομών που υπάρχουν μέσα στο γνωρίζον υποκείμενο, όπως στην περίπτωση του Vorgriff του Rahner. Για τον Rahner, πέρα από το ότι είναι προ-κατηγορική, δηλαδή προϋπόθεση της εμπειρίας, αυτή η οντολογική διάσταση είναι επίσης και υπερ-κατηγορική, δηλαδή trascendente. Αλλά προσοχή: με τον όρο trascendente, ο Rahner δεν εννοεί πλέον μια άλλη, μεταφυσική διάσταση, όπως, για παράδειγμα, εκείνη του απείρου σε σχέση με το πεπερασμένο· εννοεί κάτι υπαρξιακό, μέσα στον χρόνο και στον χώρο, δηλαδή κάτι που υπερβαίνει τα αντικείμενα της κατηγορικής γνώσης, όχι όμως για να τα αντικαταστήσει με κάτι «άλλο» μεταφυσικό, αλλά για να τα υπερβεί μέσα στην ίδια τη ροή του χρόνου. Το «πέραν» εδώ δεν είναι μεταφυσικό, αλλά σημαίνει την τάση της συνείδησης προς όλο το Είναι, χάρη στην οποία υπερβαίνει κάθε μεμονωμένο Είναι που βιώνει μέσα στον χρόνο.

Η συνείδηση υπερβαίνει αυτό που βιώνει σε τούτη τη στιγμή, για να θέσει κάτι άλλο σε μια επόμενη χρονική στιγμή. Αυτή είναι η υπέρβαση, κατά τον Rahner — μια υπέρβαση που δεν οδηγεί σε ένα διαφορετικό μεταφυσικό επίπεδο, αλλά παραμένει μέσα στον χρόνο και μέσα στην ιστορία. Έτσι, για τον Rahner, το trascendente και το trascendentale είναι το ίδιο πράγμα. Τόσο πολύ, ώστε — όπως θα πούμε στην τρίτη διάλεξη —
ακριβώς μέσα στην υπερβατολογική διάσταση του Vorgriff, δηλαδή μέσα σε αυτήν την ανοιχτότητα προς το είναι, ο ίδιος θα τοποθετήσει τον Θεό. Δεν θα τον τοποθετήσει στο άπειρο υπερβατικό (trascendente), ούτε θα τον θεωρήσει ως το “Είναι καθαυτό” που θεμελιώνει τον εαυτό του.

Πρόκειται, φυσικά, για μια καταχρηστική μεταφορά, διότι το trascendentale τοποθετεί το Είναι μέσα στη σκέψη, και επομένως το καθιστά εμμενές. Έχουμε, λοιπόν, εδώ την παράδοξη περίπτωση ενός υπερβατολογικού που είναι εμμενές — εμμενές στη σκέψη και εμμενές στην ιστορία. Οι δύο αυτές λέξεις, φυσικά, συγκρούονται, εφόσον διατηρήσουμε την αυθεντικά θωμιστική σημασία των όρων. Συμπίπτουν — εφόσον υιοθετηθεί η σύγχρονη σημασία των όρων. Η νέα υπέρβαση που προτείνει ο Rahner, δηλαδή αυτή η ανοιχτότητα της συνείδησης προς όλο το Είναι, μέσω της οποίας η συνείδηση υπερβαίνει τις κατηγορικές γνώσεις κάθε στιγμής, αντικαθιστώντας τες με άλλες, αυτή η νέα υπέρβαση είναι εμμένεια (immanenza) εσωτερική στη συνείδηση.

Το υπερβατολογικό (trascendentale) του Rahner είναι το σύγχρονο trascendentale,
νοούμενο ως ανοιχτότητα του ανθρώπου προς το άπειρο Είναι· ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο, ως Είναι-μέσα-στον-χρόνο, ως Είναι-εν-καταστάσει, ως Είναι-εδώ και εκεί (essere qui e là). Αφού, λοιπόν, το ανθρώπινο είναι νοηθεί ως το Είναι “εδώ και εκεί”,
ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί το “εδώ”, προβάλλοντας τη συνείδησή του προς ένα νέο “εδώ”, και να αντικαταστήσει το “εκεί” με ένα νέο “εκεί”. Αυτή είναι η υπέρβαση με την έννοια του υπαρξισμού του Rahner, όπως την εξηγήσαμε. Η υπέρβαση είναι η κατάσταση του ανθρώπου που, όπως λέει ο Rahner, συνεχώς ερωτά, θέτει ερωτήματα, σχεδιάζει, δηλαδή διαθέτει μια υπαρξιακή, υπερβατολογική, υποκειμενική, εμμενή ώθηση, η οποία παραμένει πάντοτε μέσα στον εαυτό της και στο επίπεδο της ιστορίας,
μια ώθηση να θέτει υπό αμφισβήτηση και να υπερβαίνει το υπάρχον, το “εδώ και τώρα”, για να προβληθεί προς ένα νέο υπάρχον.


Το trascendente, δηλαδή το «υπερβατικό», δεν έχει πλέον τη μεταφυσική σημασία του να αναφέρεται στο ipsum esse subsistens — το «καθ’ εαυτό ον» ή «αυτό-υπάρχον Είναι» —
του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί a posteriori. Αντίθετα, το trascendente γίνεται πλέον μια πρόταση, ένα postulato της συνείδησής μας.


Βρισκόμαστε ήδη μέσα στην ιστορία, μέσα στην ύπαρξή μας, μέσα στον χρόνο·
βρισκόμαστε ήδη μέσα στην υπέρβαση, ήδη μέσα σε έναν ορίζοντα υπερβατικό. Βλέπουμε μόνο τα πράγματα του κόσμου, ασκούμε μια κατηγορική γνώση, όπως όταν κοιτάμε πέρα από την κλειδαρότρυπα· όμως αυτή η κατηγορική γνώση, αυτό το «κοίταγμα πέρα από την κλειδαρότρυπα», είναι δυνατό μόνο χάρη στην υπερβατολογική διάσταση. Αυτή η υπερβατολογική διάσταση δεν μιλά ποτέ άμεσα· δεν μας λέει πράγματα στο αυτί, δεν μας δείχνει μορφές μπροστά στα μάτια, δεν μας μιλά ποτέ απευθείας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό — όπως θα δούμε — για την αντίληψη του Rahner σχετικά με τη θεία αποκάλυψη.


Αυτή η υπερβατολογική διάσταση μιλά μόνο έμμεσα, μέσω των εμπειρικών, κατηγορικών, πεπερασμένων γνώσεων που αποκτούμε μέσα στην ύπαρξη. Αν μας μιλούσε άμεσα, θα μετατρεπόταν σε πράγμα. Γι’ αυτό ο Rahner λέει ότι είναι ανώνυμη·
δεν είναι κάποιος, δεν είναι κάτι, δεν έχει πρόσωπο, δεν μας μιλά άμεσα, είναι ανώνυμη. Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, αυτόν τον όρο, γιατί — όπως θα εξηγήσουμε στην τρίτη διάλεξη — αποτελεί τη βάση της γνωστής έννοιας του Rahner περί “ανώνυμων χριστιανών” (cristiani anonimi). Διότι, όπως θα δούμε, αν ο Θεός δεν είναι υπερβατικός με την παραδοσιακή έννοια, αλλά είναι υπερβατικός με την υπερβατολογική έννοια, τότε και ο Θεός δεν θα μας μιλήσει ποτέ άμεσα, αλλά πάντοτε έμμεσα, μέσα από ιστορικά γεγονότα και ιστορικές εμπειρίες. Και, αφού όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται ήδη μέσα στην υπέρβαση, εάν ο Θεός είναι αυτό, τότε όλοι οι άνθρωποι είναι επίσης “ανώνυμοι χριστιανοί”. Κλείνω αυτή τη σύντομη παρένθεση που θα αναπτύξουμε περισσότερο στο επόμενο μάθημα.


Εμείς βρισκόμαστε μέσα στην εμμένεια· η υπέρβαση είναι η υπερβατολογική διάσταση στην οποία ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να κοιτάξουμε “πίσω από τον εαυτό μας”· γίνεται ορατή μόνο έμμεσα, μέσα στην εμμένεια.

Αν ήταν δυνατό να γνωρίσουμε κάτι για τον Θεό με κατηγορικό τρόπο, τότε ο Θεός θα μετατρεπόταν σε πράγμα ανάμεσα σε άλλα πράγματα, λέει ο Rahner. Αυτό σημαίνει ότι, αν προσπαθήσουμε να “παγιώσουμε” ό,τι ο Θεός μάς λέει — για παράδειγμα, στις Δέκα Εντολές — και να το θεωρήσουμε ως άμεση επικοινωνία του Θεού, τότε θα μετατρέπαμε τον Θεό τον ίδιο σε πράγμα. Επομένως, οι Δέκα Εντολές δεν πρέπει να θεωρούνται ως άμεσο μήνυμα του Θεού, ως πληροφόρηση που προέρχεται από τον υπερβατικό κόσμο (με τη μεταφυσική έννοια) και εισέρχεται μέσα στην ιστορία για να μας δώσει κάτι που δεν ανήκει στην ιστορία· αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως ιστορικά βιώματα.

Όλα αυτά απορρέουν από την εγκατάλειψη του υπερβατολογικού με τη θωμιστική–ρεαλιστική έννοια. Εκείνο το υπερβατολογικό περιελάμβανε τις τρεις γνωστές αρχές της συμμετοχής, της αιτιότητας και της αναλογίας, οι οποίες επέτρεπαν να αναχθούμε από τα πράγματα στον Θεό. Οδεύουμε, λοιπόν, προς το συμπέρασμα.

Αυτή του Rahner είναι μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία, που βρίσκεται στη βάση και της ανθρωπολογικής στροφής στη θεολογία.

Η λέξη “trascendenza”, νοούμενη τώρα με τη νέα έννοια, σημαίνει trascendentalità:
ο Θεός αυτο-επικοινωνείται μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, και επομένως η αφετηρία δεν είναι πλέον ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος. Το μόνο μέρος όπου ο Θεός Είναι, είναι μαζί μας· ο μόνος τρόπος πρόσβασης στη θεία υπέρβαση είναι μέσω της εμμένειας της ανθρώπινης ζωής. Είναι μια πολύ ισχυρή στροφή, κατά τη γνώμη μου τραγική για τη καθολική θεολογία και για την κατανόηση της καθολικής πίστης, και, πιστεύω, δύσκολο να θεμελιωθεί φιλοσοφικά.
Θα έλεγα μάλλον ότι πρέπει να θεωρηθεί ως μια “ανάληψη καθήκοντος”, σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητη. Αυτή η «ανάληψη καθήκοντος» συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στο εξής: Αφού πρέπει να πω κάτι που να έχει νόημα για τον άνθρωπο του σήμερα, τότε πρέπει να ξεκινήσω από τη σημερινή κατάσταση
και να ξαναδιαβάσω τη φιλοσοφία και τη θεολογία ξεκινώντας από αυτήν.

Η σημερινή κατάσταση είναι η κατάσταση μιας ολοκληρωμένης νεωτερικότητας. Άρα, δεν μπορώ να την αμφισβητήσω ούτε να την κρίνω, αλλά πρέπει να την αποδεχθώ και να την υιοθετήσω, και πάνω σε αυτή τη βάση να αναθεωρήσω τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Δηλαδή, η νεωτερικότητα γίνεται προκατανόηση κάθε φιλοσοφικής αλήθειας. Και αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από όσα έγραφε ο πατήρ Cornelio Fabro σχετικά με τον Rahner, στο περίφημο βιβλίο του — αν θυμάμαι καλά του 1974 — La svolta antropologica di Karl Rahner, εκδόσεις Del Verbo Incarnato – Edizioni IVI, Segni, 1974.

Ο Fabro έλεγε — και έτσι ολοκληρώνω το μάθημα — ότι το έργο που ο Rahner θέτει ως σκοπό του είναι ακριβώς αυτό που σήμερα ονομάζεται aggiornamento (εκσυγχρονισμός), δηλαδή η ερμηνεία και κατανόηση μιας σκέψης επτά αιώνων παλαιότερης — αναφέρεται φυσικά στην επανερμηνεία που δίνει ο Rahner στον San Tommaso — αποκλειστικά υπό το φως της σύγχρονης σκέψης. Σύμφωνα με τον Rahner, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ασχοληθούμε με τον San Tommaso, παρά για τα ζητήματα που κινούν τη δική μας φιλοσοφία και τη φιλοσοφία της εποχής μας. Να λοιπόν: η σχέση μεταξύ αληθινής φιλοσοφίας, χριστιανικής φιλοσοφίας και σύγχρονης φιλοσοφίας παραμένει ακόμη ανοικτή. Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, φιλόσοφοι και καθολικοί στοχαστές, έχουν επιλέξει αυτόν τον δρόμο: όχι να ερμηνεύσουν τη νεωτερικότητα με βάση την Παράδοση, αλλά να υιοθετήσουν τη νεωτερικότητα προκειμένου να επανερμηνεύσουν την Παράδοση — είτε πρόκειται για φιλοσοφική, είτε για θεολογική Παράδοση.

Λοιπόν, σας ευχαριστώ, αγαπητοί φίλοι, τελειώνω εδώ.