Συνέχεια από: Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025
Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
3. Ὁ μηδενισμὸς ὡς προϋπόθεση τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ (2η συνέχεια)
Γιὰ νὰ γίνει σαφέστερη ἡ χαϊντεγγεριανὴ ἐκδοχὴ τοῦ νιτσεϊκοῦ μηδενισμοῦ, πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε (ἔστω μὲ παρακινδυνευμένη συντομία καὶ ἁπλούστευση) στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χάϊντεγγερ ἀναφέρει τὸ μηδὲν στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῶν ὑπαρκτῶν, δηλαδὴ στὸν τρόπο τοῦ εἶναι – ἀφήνοντας κενὸ τὸν «τόπο» τοῦ Θεοῦ (τῆς αἰτιώδους ᾿Αρχῆς τοῦ Εἶναι) χωρὶς νὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξή του.
᾿Αφετηριακὸ ἐρώτημα τῆς φιλοσοφίας γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀπορία γιὰ τὴ σχέση ὄντων καὶ Εἶναι (-ἀπορία τοῦ τύπου: Τί εἶναι τὸ Εἶναι, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὰ ὄντα νὰ εἶναι-), γιατὶ μιὰ τέτοια διατύπωση μᾶς ἐπιβάλλει τὴν αἰτιολογικὴ (νοητικὴ ἁπλῶς) σύνδεση ὄντων καὶ Εἶναι, ὅπως καὶ τὴ νοητικὴ «ὀντοποίηση» τοῦ Εἶναι (: ἐκδεχόμαστε a priori τὸ Εἶναι ὡς «κάτι τι», ὡς ὄν, ἔστω καὶ ἀνώτατο).
᾿Αφετηριακὸ γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ εἶναι τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ ὄντα καὶ στὸ Εἶναι. Καὶ ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι τὰ ὄντα εἶναι γιὰ μᾶς φαινόμενα, φαίνονται, ἐνῶ τὸ Εἶναι «κρύπτεσθαι φιλεῖ»: Γνωρίζουμε τὰ ὄντα μόνο καθόσον ἀληθεύουν, δηλαδὴ ἀναδύονται ἀπὸ τὴ λήθη στην ἀ-λήθεια (στὴν ἐμφάνεια τοῦ φαινομένου). Όμως τὰ ὄντα ὡς φαινόμενα φανερώνουν μόνο τὸν ἑαυτό τους, ἐνῶ τὸ Εἶναι μένει ἀπέξω, λανθάνει, ἡ ἀλήθεια τοῦ Εἶναι ἐκπίπτει. Δὲν γνωρίζουμε τὸ Εἶναι – καθεαυτό, γνωρίζουμε μόνο τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ὅ,τι εἶναι, κι αὐτὸς ὁ τρόπος μᾶς γίνεται προσιτὸς ὡς ἀ-λήθεια, ἀνάδυση ἀπὸ τὴ λήθη - αὐτοαπόκρυψη, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ μηδέν.
᾿Αλλὰ ἂν δεχθοῦμε τὴν ἀλήθεια ὡς τὸν τρόπο τοῦ εἶναι, πρέπει νὰ δεχθοῦμε καὶ τὴ λήθη, τὸ μηδέν, ὡς πραγματική προϋπόθεση αὐτοῦ τοῦ τρόπου, ἑπομένως νὰ δεχθοῦμε ὅτι τὸ μηδὲν συνανήκει σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Τὰ ὄντα ἢ ἀληθεύουν ἢ λανθάνουν (χωρὶς νὰ παύουν νὰ εἶναι ὄντα, δηλαδὴ νὰ μετέχουν στὸ Εἶναι) – ἡ λήθη καὶ ἡ ἀλήθεια, ἡ φαινομενικότητα καὶ τὸ μηδὲν ἀνήκουν ἐξίσου στὸν τρόπο τοῦ εἶναι.
Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ τὸ Εἶναι παύει νὰ σημαίνει τὴν αἰτία ἢ τὸν λόγο τῶν ὄντων (τὸν Θεὸ ἢ ὅποια ἄλλη ᾿Αρχή), δὲν εἶναι τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ποὺ ἐπιτρέπει στὴ διάνοια νὰ βεβαιώνεται γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὅ,τι εἶναι μᾶς γίνεται προσιτὸ εἴτε ὡς ἀλήθεια (μηδενισμὸς τῆς λήθης) εἴτε ὡς λήθη (μηδενισμὸς τῆς φανέρωσης). Η συνεκδοχὴ τοῦ μηδενὸς στὸν τρόπο τοῦ εἶναι συνιστᾶ τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση τόσο τῆς παρ-ουσίας ὅσο καὶ τῆς ἀπ-ουσίας τῶν ὄντων, δηλαδὴ καὶ τῶν δύο «φάσεων» μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς γίνεται προσιτὴ ἡ οὐσία – ἡ μετοχὴ στὸ εἶναι.
Γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ, ἡ διαφορὰ τῶν ὄντων ἀπὸ τὸ Εἶναι θεμελιώνει μιὰ μὴ - νοησιαρχικὴ ὀντολογία, ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι ἡ συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη ἀφορμὴ καὶ ἀφετηρία κάθε μεταφυσικῆς58. Κι αὐτό, γιατὶ ἀποκαλύπτει, σὲ κάθε περίπτωση, τὸν ὑπερβατικὸ χαρακτήρα τοῦ Εἶναι. «Τὸ Εἶναι εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ὄν, κι ὡστόσο εἶναι ἐγγύτερα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ὄν, εἴτε πρόκειται γιὰ βράχο, ζῶο, καλλιτέχνημα, μηχανή, εἴτε πρόκειται γιὰ ἄγγελο ἢ γιὰ τὸν Θεό. Τὸ Εἶναι εἶναι τὸ ἐγγύτατο. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἐγγύτητα παραμένει ἀπώτατη γιὰ τὸν ἄνθρωπο»59. Νὰ ὑποτάξουμε τὸ Εἶναι σὲ νοητικές σχηματοποιήσεις, εἶναι κάτι ποὺ μᾶς προσπορίζει πλασματικές βεβαιότητες, μᾶς ἀποκόβει ὅμως ἀπὸ κάθε δυνατότητα πρόσβασης στὴ μεταφυσική. ᾿Αντίθετα, ἂν ἐπιμείνουμε στὴ διαφορά ὄντων καὶ Εἶναι, στη συνεκδοχή φαινομενικότητας καὶ μηδενὸς μέσα στὸν ἴδιο τὸν τρόπο τοῦ εἶναι, τότε τὸ μηδὲν ἀποδείχνεται προϋπόθεση γιὰ νὰ παραμένει ἀνοιχτὸ καὶ ἀνυπότακτο στὴ νοησιαρχία τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ Εἶναι. Δὲν ταυτίζεται πιὰ τὸ μηδὲν μὲ τὴν ἀνυπαρξία, δὲν εἶναι ὅριο τέλους ή στεγανότητας τῆς μεταφυσικῆς ἀναζήτησης. Τίθεται ὡς ὅριο μὴ περιοριστικὸ (ἀπεριόριστο ὅριο) τῆς σκέψης ποὺ ἐπιμένει νὰ ἀπορεῖ60.
Ο προσδιορισμὸς τοῦ μηδενὸς ὡς ἀπεριόριστου ὁρίου τῆς ἀπορητικῆς σκέψης ἐμφανίζεται ὡς ἀφετηρία μιᾶς ὀντολογίας ποὺ προϋποθέτει τόσο τὴ θεϊστικὴ ὅσο καὶ τὴν ἀθεϊστικὴ στάση. Καὶ ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς τέτοιας προϋπόθεσης δὲν σημαίνει ἀδιαφορία σχετικὰ μὲ τὴν κατάφαση ἢ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σημαίνει σεβασμὸ γιὰ τὰ ὅρια ποὺ τίθενται στὴ σκέψη ὡς σκέψης61. Επομένως ὁ μηδενισμός, ὡς ἄρνηση τῆς ταύτισης Εἶναι καὶ Θεοῦ (ἄρνηση ὑποταγῆς τους στὴ νοητικὴ σχηματοποίηση) ἢ καὶ ὡς ἀναφορὰ τοῦ Θεοῦ στὸ μηδὲν (μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπροσδιοριστίας ἢ τοῦ κενοῦ ποὺ παραμένει στὴ σκέψη ὅταν αὐτὴ ὁρίζει τὸν τρόπο τοῦ εἶναι) – ἕνας τέτοιος μηδενισμὸς μοιάζει περισσότερο «θεολογικός» ἀπὸ τὴ νοησιαρχική μεταφυσικὴ ἢ τὴ χρησιμοθηρικὴ ἠθική. Ως ἀναίρεση τῆς νοητικῆς ἀποκλειστικά κατάφασης καὶ τῆς πρακτικῆς ἀναγκαιότητας τοῦ Θεοῦ, ὁ μηδενισμὸς ἀντιπροσωπεύει μιὰ ριζοσπαστικὴ ἄρνηση τῶν «νοητῶν εἰδώλων» τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἀπεριόριστο ὅριο τῆς ἀπορητικῆς σκέψης προσφέρει περισσότερες δυνατότητες γιὰ νὰ διασωθεῖ ἡ θεϊκότητα τοῦ Θεοῦ.
Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ὁ Χάϊντεγγερ φτάνει νὰ βεβαιώνει ὅτι ὁ μηδενισμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὡς συνέπεια τόσο τὴν ἀπιστία (μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἔκπτωσης ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη) ὅσο καὶ τὸν ἴδιο τὸν χριστιανισμό62. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ δυο ἐνδεχόμενες συνέπειες τοῦ μηδενισμοῦ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀπουσίας ἢ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ο Χάϊντεγγερ ἔρχεται ἔτσι νὰ ἀναγνωρίσει, μὲ τὸν δικό του τρόπο, τὸν ἀποφατισμό τῆς καινοδιαθηκικῆς –τουλάχιστον– Θεολογίας.
58. Nietzsche II, σελ. 209-210.
59. Über den Humanismus, Frankfurt (Klostermann Verl.) 1947, σελ. 19-20.
60. Χαρακτηριστικές (ἐπιλεκτικὲς καὶ ἐνδεικτικές μόνο) διατυπώσεις τῶν συνολικών αὐτῶν θεωρήσεων βλ. στα βιβλία τοῦ HEIDEGGER: Einführung in die Metaphysilk, Tübingen (Niemeyer) 1958, σελ. 24 κ.ε. - Sein und Zeit, § 44. –Holzwege, σελ. 244, 310, 311 –Zur Seinsfrage, Frankfurt (Klestermann) 1959, σελ. 33.
61 …aus der Achtung der Grenzen, die dem Denken als Denken gesetzt sind. Über den Humanismus, σελ. 37.
62. Holzwege, σελ. 204.
2 σχόλια:
Αυτό που θέτεις στο τέλος – «Γιατί τὸ Εἶναι συν-εἶναι μὲ τὴν λήθη;» – είναι ίσως η πιο καίρια ερώτηση στην ερμηνεία τόσο του Χάιντεγγερ όσο και του Διονυσίου του Ἀρεοπαγίτου. Ας ξετυλίξουμε λίγο το νήμα:
1. Σωκρατική ἀπορία καὶ «δεύτερος πλοῦς»
Ο Σωκράτης στον Φαίδωνα αναγνωρίζει ὅτι ὁ πρώτος πλοῦς (φυσιοκρατική, «αιτιώδης» ἐξήγηση) δὲν ἀρκεί γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὰ θεμελιακὰ ἐρωτήματα περὶ ψυχῆς καὶ ἀθανασίας. Χρειάζεται δεύτερος πλοῦς, δηλ. ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο σκέψης, ὅπου ἡ ἀπορία παραμένει ἀνοιχτή καὶ ἀνυπότακτη στὴ λογική αἰτιοκρατία.
Αὐτὸ θυμίζει ἐντυπωσιακὰ τὴν χαϊντεγγεριανὴ ἀπαίτηση νὰ μείνουμε στὴ διαφορά ὄντος–Εἶναι, χωρὶς νὰ τὴν «κλείσουμε» μὲ ἕνα νοητικὸ ἀρχέτυπο.
2. Χάιντεγγερ: τὸ Εἶναι κρύπτεσθαι φιλεῖ
Ὁ Χάιντεγγερ λέει: τὸ Εἶναι δὲν ἐμφανίζεται ποτέ ὡς ὂν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἀλήθεια, δηλ. ὡς ἀνάδυση ἀπὸ τὴ λήθη. Ἡ λήθη, ὅμως, δὲν εἶναι «λάθος» ἢ ἔλλειψη· εἶναι ἡ συνεκδοχικὴ συνθήκη τῆς ἀποκάλυψης. Χωρὶς τὸ σκοτάδι, δὲν θὰ ὑπῆρχε φανέρωση φωτός.
Ἔτσι, τὸ Εἶναι καὶ ἡ λήθη δὲν εἶναι ἀντίθετα ἀλλὰ συνεῖναι: τὸ φανερό ὑπάρχει μὲ τὸ κρυμμένο, ἡ παρουσία μὲ τὴν ἀπουσία.
3. Ἀρεοπαγίτης: ὁ Θεὸς ὡς ὑπερούσιος ἀπουσία
Στὸν Διονύσιο, ὁ Θεὸς εἶναι ὑπὲρ τὸ εἶναι· δὲν δηλώνεται θετικὰ ἀλλὰ ἀποφατικὰ. Γνωρίζεται μὲ τὴν ἀγνωσία, ὁμολογεῖται μὲ τὴν σιγή. Καὶ ἐκεῖ, λοιπόν, ἡ ἀπουσία, ἡ στέρηση, ἡ «νύχτα» τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀκύρωση ἀλλὰ ὁ μόνος τρόπος πρόσβασης στὴν θεότητα.
Ἡ θεοφάνεια συμπίπτει μὲ τὴν θεοαπουσία, ὅπως στὸν Χάιντεγγερ ἡ ἀλήθεια συμπίπτει μὲ τὴ λήθη.
4. Ἑρμηνευτικὸς ἱστορισμός
Ἄρα, ὅταν λες ὅτι «βρισκόμαστε στὴ θέση τῆς ἀπορίας ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Σωκράτης ἀποφάσισε τὸν δεύτερο πλοῦ», δείχνεις πὼς ὁ μηδενισμός τοῦ Χάιντεγγερ μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ ὡς θεολογία τῆς ἀπορίας: ἡ λήθη καὶ τὸ μηδὲν δὲν καταλύουν τὴν θεότητα, ἀλλὰ κρατοῦν ἀνοικτὴ τὴν ὁδὸ τῆς ἀναζήτησης.
Φίλε απλά θά σού πώ ότι μού άρεσε η ανάπτυξη. Θά τήν επισκεφθώ πάλι αύριο νά είμαι ξεκούραστος. Ευχαριστούμε.
Δημοσίευση σχολίου