Συνέχεια από: Κεφάλαιο Χ
ΠΛΑΤΩΝ
ΧΙ
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΜΗΣΗ ΣΤΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Επειδή πρόκειται για έναν αληθινό και ουσιαστικό άξονα του ελληνικού στοχασμού γενικά και του πλατωνικού ειδικότερα, πρέπει να προσπαθήσουμε να τον φωτίσουμε με τον αρμόζοντα τρόπο.
Ας διαβάσουμε μια σελίδα του Havelock, η οποία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε, ακριβώς δια της αντιθέσεως, τη θέση που έλαβαν οι Έλληνες γενικά και ο Πλάτων ειδικότερα πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Ανατρέχοντας στη δική του μείωση της «αφαιρετικής» διαδικασίας και στη νεότερη εμπειριστική διάσταση, ο μελετητής εξηγεί έτσι τη γλώσσα του Πλάτωνα σχετικά με την όραση των Ιδεών και των νοητών Μορφών:
«Μπορούμε να πούμε ότι, στην επίπονη αναζήτησή του για μια γλώσσα ικανή να περιγράψει εκείνο το νέο επίπεδο νοητικής δραστηριότητας που εμείς αποκαλούμε αφηρημένο, επανέρχεται συνεχώς σε οπτικές μεταφορές, ενώ θα ήταν λιγότερο παραπλανητικό να χρησιμοποιεί αποκλειστικά εκφράσεις που τονίζουν τον κριτικό μόχθο της ανάλυσης και της σύνθεσης. Το αποφασιστικό παράδειγμα είναι η χρήση της ελληνικής λέξης που σημαίνει “θέα” ή “θεωρία”, η οποία εύκολα μεταβλήθηκε, πράγματι, στη δική μας λέξη “θεωρία”, που δηλώνει επίπεδο καθαρά αφηρημένης σκέψης· όμως στον Πλάτωνα υποδηλώνει συνεχώς τη “θεώρηση” πραγματικοτήτων οι οποίες, άπαξ και αποκτηθούν, είναι εκεί για να ιδωθούν. Πρόκειται για μια νοητική κατάσταση παθητικότητας, ίσως νέου είδους. Ο ποιητικός τύπος δεκτικότητας, που αποκτιόταν μέσω της μιμήσεως, ήταν μια κατάσταση συναισθηματικά ενεργού διέγερσης. Η νέα θεωρία οφείλει αντιθέτως να είναι γαλήνια, ήρεμη, αποστασιοποιημένη. Οφείλει να μοιάζει με το “παρακολουθείν” ενός θρησκευτικού μύθου, σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε ένα ανθρώπινο δράμα. Ο Πλάτων άλλαξε τον χαρακτήρα της εκτέλεσης και μας κατέστησε σιωπηλούς θεατές. Παραμένουμε όμως θεατές εικόνων. Δεν θα προσκληθούμε απλώς να αφήσουμε κατά μέρος τη σχολαστική (αυστηρή) σκέψη και να παραδοθούμε σε μια νέα μορφή ονείρου, προορισμένου να είναι θρησκευτικό μάλλον παρά ποιητικό;» (Havelock, Ο προφορικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της γραφής,σελ. 222).
Ο Havelock προσθέτει ότι αυτό θα οδηγούσε στη «μυστική/μυστικιστική θεωρία της αλήθειας, της ομορφιάς και της αγαθότητας», αλλά, κατά τη γνώμη του, αυτό θα ήταν σφάλμα. Αναγνωρίζει ότι μερικές φορές ο Πλάτων μάς προσκαλεί να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, κρίνει τις μεθόδους που συναντώνται στον Τίμαιο ως «προδοσία της διαλεκτικής» και θεωρεί ότι τα αποτελέσματα που εκεί επιτυγχάνονται, θεμελιωμένα σε μαθηματικές έννοιες, είναι «ένα είδος άλγεβρας, συγκεκαλυμμένο όμως από τα ονειρικά ενδύματα της μυθολογίας» (Havelock, Ο προφορικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της γραφής, σελ. 223).
Στην πραγματικότητα, ο Havelock δεν κατανόησε, ακριβώς μέσα στην επιστημονικιστική, αναγωγιστική προοπτική όπου τοποθετείται, την τεράστια αξιολογική και οντολογική εμβέλεια της «θεωρίας» για τους Έλληνες, όπως αμέσως θα δούμε.
Ας υπενθυμίσουμε, πρώτα απ’ όλα, την ηθική, εκτός από τη γνωσιολογική, σημασία του όρου: «θεωρώ» σημαίνει ότι, στηριγμένος στη γνώση, υιοθετώ μια συγκεκριμένη πρακτική στάση απέναντι στη ζωή· συνεπώς, η ελληνική θεωρία απέχει πολύ από το να έχει απλώς έναν πνευματικό και αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά είναι πάντοτε επίσης μια διδασκαλία ζωής.
Η Cornelia de Vogel έχει επισημάνει:
«Το να πούμε ότι η φιλοσοφία για τους Έλληνες σήμαινε ορθολογική σκέψη πάνω στο σύνολο των πραγμάτων είναι αρκετά ακριβές, εάν περιοριστούμε σε αυτό. Αλλά αν θέλουμε να ολοκληρώσουμε τον ορισμό, πρέπει να προσθέσουμε ότι, εξαιτίας του ύψους του αντικειμένου της, αυτή η σκέψη ενείχε μια συγκεκριμένη ηθική στάση και έναν τρόπο ζωής, οι οποίοι θεωρούνταν ουσιώδεις τόσο από τους ίδιους τους φιλοσόφους όσο και από τους συγχρόνους τους. Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι η φιλοσοφία δεν ήταν ποτέ ένα καθαρά διανοητικό γεγονός»(Cornelia J. de Vogel, Philosophy, Assen 1970, σσ. 22-23).
Αυτή η έννοια, ισχύουσα για όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, από τους πρώτους κιόλας – όπως θα δούμε στην επόμενη παράγραφο – φτάνει σε εξαιρετικά ύψη στον Πλωτίνο, με τη διδασκαλία περί δημιουργικής θεωρίας:
«Η δημιουργία μάς παρουσιάστηκε σαφώς ως “θεωρία”· πράγματι, είναι προϊόν θεωρίας, μιας θεωρίας που παραμένει καθαρή θεωρία και δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δημιουργεί, επειδή είναι “θεωρία”» (Πλωτίνος, Εννεάδες, III 8, 3).
Η αληθινή δημιουργική δύναμη δεν είναι η «πράξη», αλλά η «θεωρία».
Η λεπτομερής εξήγηση αυτής της διδασκαλίας θα ήταν αρκετά περίπλοκη· παραπέμπουμε όποιον θα ήθελε να τη γνωρίσει στις λεπτομέρειές της σε άλλα έργα· εδώ αρκεί αυτή η υπενθύμιση για να κατανοηθεί η θέση που υποστηρίζουμε (Βλ. G. Reale, Storia della filosofia antica/Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, τόμος IV, Vita e Pensiero, Μιλάνο 1995, ιδίως σ. 612 κ.ε.).
Ιδού πώς ο Πλάτων παρουσιάζει τον Θαλή ακριβώς ως σύμβολο της «θεωρητικής ζωής» στη υπαρξιακή της διάσταση:
Σωκράτης: – […] Οι αληθινοί φιλόσοφοι, νομίζω, πρώτα απ’ όλα, από τη νεότητά τους κιόλας, δεν γνωρίζουν τον δρόμο που οδηγεί στην αγορά, ούτε πού βρίσκεται το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή οποιοσδήποτε άλλος χώρος δημόσιων συναθροίσεων της πόλης· για νόμους και ψηφίσματα, προφορικά ή γραπτά, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούν. Για μηχανορραφίες εταίρων, πολιτικών συντροφιών και συλλόγων για δημόσια αξιώματα, για συνεστιάσεις, δείπνα και γλέντια με αυλητρίδες, ούτε κατά διάνοιαν τους περνά να ασχοληθούν. Αν κάποιος στην πόλη είναι ευγενικής ή ταπεινής καταγωγής, ή αν φέρει κάποιο ψεγάδι από τους προγόνους του, είτε από την πλευρά του πατέρα είτε της μητέρας, το γνωρίζει ακόμη λιγότερο από όσο ξέρει κανείς πόσες είναι οι στάλες του νερού στη θάλασσα. Και όλα αυτά ούτε καν ξέρει ότι δεν τα γνωρίζει. Γιατί δεν απέχει από αυτά για να αποκτήσει καλή φήμη, αλλά επειδή πράγματι είναι μόνο το σώμα του που βρίσκεται στην πόλη και παρεπιδημεί (κατοικεί εκεί)· ο νους του, θεωρώντας όλα αυτά ευτελή, μάλλον μηδαμινής αξίας, δεν τους αποδίδει καμία σημασία, και πετά παντού, όπως λέει ο Πίνδαρος, «πάνω από τη γη», μετρώντας τις επιφάνειες σαν γεωμέτρης, και πετάει «πέρα από τον ουρανό» μελετώντας τ’ άστρα «εκεί ψηλά στον ουρανό», και εξερευνώντας από κάθε πλευρά ολόκληρη τη φύση των υπαρκτών πραγμάτων, το κάθε τι στην ολότητά του, χωρίς να καταδέχεται τίποτε από όσα βρίσκονται κοντά του.
Θεόδωρος: – Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό, Σωκράτη;
Σωκράτης: – Αυτό, Θεόδωρε, που διηγούνται και για τον Θαλή: πως, ενώ μελετούσε τ’ άστρα και κοίταζε ψηλά, έπεσε μέσα σ’ ένα πηγάδι. Και τότε μια δούλη από τη Θράκη, έξυπνη και χαριτωμένη, τον περιγέλασε, λέγοντας ότι αν και ήθελε να γνωρίσει όσα βρίσκονται στον ουρανό, δεν έβλεπε αυτά που είχε μπροστά στα πόδια του. Το ίδιο αστείο ταιριάζει σε όλους όσοι αφιερώνουν τη ζωή τους στη φιλοσοφία. Γιατί πράγματι, σε έναν τέτοιο άνθρωπο διαφεύγει όχι μόνο τι κάνει ο διπλανός του, ακόμη και ο γείτονάς του, αλλά σχεδόν και το αν είναι άνθρωπος ή κάποιο άλλο ζώο. Εκείνο, όμως, που αναζητά είναι τι είναι ο άνθρωπος και ποιο είναι το πρέπον στη φύση του να πράττει ή να υφίσταται, διαφορετικά από τις άλλες φύσεις· κι εκεί αφιερώνει με ζήλο την έρευνά του. Το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, Θεόδωρε, ή όχι;
Θεόδωρος: – Ναι, και έχεις δίκιο. (Θεαίτητος, 173 C-174 B)
Παρόμοιο ήταν το χαρακτηριστικό που η παράδοση απέδιδε και στον Πυθαγόρα και στον Αναξαγόρα, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα του Προτρεπτικού του Αριστοτέλη:
«Ποιος είναι, λοιπόν, ο σκοπός για τον οποίο η φύση και ο Θεός μάς γέννησαν; Ερωτηθείς γι’ αυτό, ο Πυθαγόρας απάντησε: “το να παρατηρεί κανείς τον ουρανό”, και συνήθιζε να λέει ότι ήταν κάποιος που θεωρούσε τη φύση και ότι γι’ αυτόν τον σκοπό είχε έρθει στον κόσμο. Και λένε ότι ο Αναξαγόρας, όταν τον ρώτησαν ποιος ήταν ο σκοπός για τον οποίο θα μπορούσε κανείς να επιθυμεί να έχει γεννηθεί, απάντησε: “το να παρατηρεί τον ουρανό και τα άστρα γύρω του, και τη σελήνη και τον ήλιο”, σαν να θεωρούσε πως όλα τα άλλα δεν άξιζαν καμία απολύτως αξία.»(Αριστοτέλης, Προτρεπτικός, απ. 11 Ross. Μετάφραση του E. Berti.)
Η αντίληψη του Πλάτωνα, ήδη εκφρασμένη στο παραπάνω απόσπασμα του Θεαιτήτου, επιβεβαιώνεται ξανά στην Πολιτεία:
«Οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι εκείνοι που αγαπούν να θεωρούν την αλήθεια.»(Πολιτεία, V 475 E.)
Αλλά είναι ακριβώς στη σημασία και στην εμβέλεια αυτής της «θεωρίας της αλήθειας» για τον Πλάτωνα που πρέπει τώρα να σταθούμε.
Η θεωρία της Αλήθειας, όπως παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα στον Φαῖδρο ως δημιουργό ανθρώπων
Ο ΠΛΑΤΩΝ ΉΤΑΝ ΙΣΩΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ φιλόσοφος που ανέδειξε πλήρως τη δομική οντολογική σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη θεωρία (θεώρηση, ενατένιση, contemplazione) της αλήθειας και στο Είναι (στην ύπαρξη) του ανθρώπου. Στον μεγάλο μύθο του Ὑπερουρανίου που παρουσιάζει στον Φαῖδρο, διηγείται πώς οι ψυχές, πριν από τη γέννησή τους σε σώματα, επιδιώκουν να βλέπουν και να θεωρούν όσο το δυνατόν περισσότερο εκείνα που βρίσκονται στον «Λειμώνα της Αλήθειας», για τον εξής λόγο:
«Η κατάλληλη τροφή για το καλύτερο μέρος της ψυχής προέρχεται από τον Λειμώνα (το Λιβάδι) που είναι εκεί, και η φύση του φτερού με το οποίο μπορεί να πετάξει η ψυχή τρέφεται ακριβώς από αυτό» (Φαίδρος, 248 B-C).
Λοιπόν, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στον διαφορετικό βαθμό Αλήθειας που είδε η ψυχή αντιστοιχεί το διαφορετικό ηθικό βάρος που αποκτά: στον ανώτατο βαθμό θέασης και θεωρίας της Αλήθειας αντιστοιχεί το να είναι κανείς φιλόσοφος· στον κατώτατο βαθμό θέασης της Αλήθειας αντιστοιχεί ο κατώτατος βαθμός της ηθικής ζωής του ανθρώπου, που είναι η ζωή του τυράννου.
Ας διαβάσουμε το απόσπασμα, καθοριστικό για να κατανοήσουμε την εμβέλεια της έννοιας της θεωρίας στον Πλάτωνα:
«Η ψυχή που έχει δει τον μεγαλύτερο αριθμό όντων είναι νόμος να μεταφυτευθεί σε σπέρμα ανθρώπου που θα γίνει φίλος της γνώσης και φίλος του ωραίου, ή φίλος των Μουσών, ή εραστής. Εκείνη που έρχεται δεύτερη, είναι νόμος να μεταφυτευθεί σε βασιλιά που σέβεται τον νόμο ή σε άνδρα ικανό στον πόλεμο και κατάλληλο για ηγεσία. Η τρίτη σε πολιτικό ή σε οικονομολόγο ή σε έμπορο. Η τέταρτη σε άνθρωπο που αγαπά τους κόπους, ή σε κάποιον που ασκεί τη γυμναστική ή που αφοσιώνεται στη θεραπεία των σωμάτων. Η πέμπτη προορίζεται να έχει τη ζωή μάντη ή μυσταγωγού. Στην έκτη θα ταιριάξει η ζωή ποιητή ή κάποιου άλλου που ασχολείται με την μίμηση. Στην έβδομη η ζωή τεχνίτη ή γεωργού. Στην όγδοη η ζωή σοφιστή ή δημαγωγού. Στην ένατη η ζωή τυράννου» (Φαίδρος, 248 D-E).
Η θεμελιώδης έννοια που εκφράζει ο Πλάτων είναι, λοιπόν, η εξής: μόνο χάρη στην Αλήθεια είσαι άνθρωπος, και χωρίς τη θεωρία της Αλήθειας δεν μπορείς να είσαι άνθρωπος. Ιδού τα κατηγορηματικά και αιχμηρά του λόγια:
«Η ψυχή που δεν έχει ποτέ θεωρήσει την Αλήθεια δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει στη μορφή του ανθρώπου»(Φαίδρος, 249 Β).
Πράγματι, ανάμεσα στη πλατωνική θεωρία και στον επιστημονιστικό αναγωγισμό του Havelock υπάρχει μια δομική ασυμβατότητα.
Η θεωρία του Είναι στην Πολιτεία ως δημιουργός του φιλοσόφου-πολιτικού.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, Η «ΘΕΩΡΙΑ» του Είναι και της Αλήθειας είναι η δύναμη που διαμορφώνει τον άνθρωπο. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας εξηγεί και για ποιους λόγους η «θεωρία του Είναι» είναι εκείνη που φτιάχνει τον φιλόσοφο και, κατ’ επέκταση, τον αληθινό πολιτικό.
Ας διαβάσουμε το βασικό χωρίο:
– «Αλήθεια, Αδείμαντε, όποιος έχει το νου του πραγματικά στραμμένο στα όντα, δεν έχει ούτε τον χρόνο να κοιτάζει χαμηλά στις ανθρώπινες υποθέσεις, να γεμίζει φθόνο και εχθρότητα ή να μαλώνει με τους άλλους· αντίθετα, κοιτάζοντας και θεωρώντας πράγματα καλοτακτοποιημένα, που μένουν πάντα τα ίδια (έχουν αναλλοίωτη πάντα υπόσταση), που δεν αδικούν ούτε αδικούνται μεταξύ τους αλλά βρίσκονται σε αρμονία και σε τάξη σύμφωνα με την αναλογία, τα μιμείται και τους μοιάζει όσο περισσότερο μπορεί. Ή νομίζεις ότι είναι δυνατόν όποιος συναναστρέφεται κάτι και το θαυμάζει, να μη θελήσει να το μιμηθεί;»
– «Δεν είναι δυνατόν», είπε.
– «Γι’ αυτό λοιπόν ο φιλόσοφος, έχοντας επαφή με το θείο και το αρμονικό, γίνεται και ο ίδιος αρμονικός και θεϊκός, όσο είναι δυνατόν για έναν άνθρωπο.» (Πολιτεία VI 500 B-D)
Ο Πλάτωνας, εστιάζοντας στα όντα στα οποία ο φιλόσοφος στρέφει τη «θεωρία» του, τα χαρακτηρίζει ως «καλοτακτοποιημένα», όντα που «είναι πάντοτε τα ίδια», που δεν αδικούν ούτε αδικούνται, και όλα βρίσκονται σε ακριβή τάξη «κατά την αναλογία», δηλαδή σύμφωνα με εκείνη τη σχέση αριθμητικού χαρακτήρα που γνωρίζουμε καλά.
Εδώ εξηγείται τι σημαίνει η «μίμηση του θείου», στην οποία ο Πλάτωνας επιστρέφει συχνά και που έγινε σημείο αναφοράς για όλες τις εποχές. Κάποιος μιμείται τον Θεό βάζοντας τάξη στη ζωή του, δηλαδή εισάγοντας εκείνη τη οντολογική δομή σχέσεων με σωστή αναλογία, τόσο στην ηθική όσο και στην πολιτική.
Είναι η ίδια η δομή του λόγου-αριθμού, που ανήκει στον ιδεατό κόσμο – εκδήλωση του Αγαθού-Ενός, της Ύψιστης Μονάδας και υπέρτατου Μέτρου όλων των πραγμάτων –, η οποία, όταν «κατέρχεται» στη ζωή του ανθρώπου μέσω της «μίμησης» και της «θεωρίας», οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο τη ζωή του, φέρνοντας στον νου και στις πράξεις του τάξη μέσα στην αταξία, μέτρο μέσα στην υπερβολή, ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα.
Όπως είναι φανερό, ανάμεσα σε αυτές τις πλατωνικές θέσεις, όπως διατυπώνονται σε χωρία σαν το παραπάνω, και στη θέση του εννοιολογικού αφαιρετισμού του Havelock, με τις συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, δεν υπάρχει καμία επικοινωνία ή γέφυρα.
Η οικοδόμηση της Πόλης, της ιδανικής, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου
Ο Havelock κατάλαβε πολύ καλά ότι η Πολιτεία του Πλάτωνα δεν είναι καθόλου μια πραγματεία για την πολιτική με τη σημερινή έννοια του όρου, παρά τον τίτλο της. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη είπα παραπάνω, μόνο κατά το ένα τρίτο το έργο ασχολείται με ζητήματα αμιγώς πολιτικά, ενώ, κατά τα δύο τρίτα, πραγματεύεται θέματα που αφορούν τη γενικότερη ανθρώπινη κατάσταση, μαζί με όλα τα προβλήματα που τη συνοδεύουν. Κατά τη γνώμη μου όμως, μπορεί να ειπωθεί και κάτι περισσότερο: ακόμη και η ίδια η πολιτική προβληματική στον Πλάτωνα εξετάζεται μέσα από μια προοπτική που υπερβαίνει τον τρόπο με τον οποίο μιλά σήμερα ο άνθρωπος για την πολιτική.
Πράγματι, η Πολιτεία του Πλάτωνα εκφράζει, σε τελευταία ανάλυση, ένα αυθεντικό ηθικό ιδεώδες που μπορεί να πραγματοποιηθεί, ακόμη κι αν το ιδεώδες Κράτος ιστορικά δεν υπάρχει. Διότι η αληθινή, η έσχατη έδρα αυτού του ιδεώδους Κράτους βρίσκεται στο εσωτερικό του ανθρώπου, δηλαδή στην ψυχή του.
Ο συλλογισμός του Πλάτωνα είναι λοιπόν ο εξής: εάν το ιδεώδες Κράτος δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν, δεν υπάρχει στο παρόν, και ακόμη κι αν δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο μέλλον πουθενά στη γη, ωστόσο μπορούμε να το οικοδομήσουμε μέσα μας, ακολουθώντας εκείνους τους κανόνες για τους οποίους μιλήσαμε στην προηγούμενη παράγραφο.
Η τελευταία σελίδα του ένατου βιβλίου της Πολιτείας, δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό παραμελημένη, παρουσιάζει αυτό το μεγαλειώδες μήνυμα του Πλάτωνα με τρόπο εξαιρετικό:
– Δεν συμφωνείς ότι ο συνετός άνθρωπος πρέπει να ζει στρέφοντας όλες του τις δυνάμεις κυρίως προς την τήρηση εκείνου του συγκεκριμένου τύπου μελέτης που τελειοποιεί την ψυχή του, παραμελώντας τα άλλα;
– Είναι φανερό.
– Και έπειτα, ο συνετός άνθρωπος δεν θα κατευθύνει τη ζωή του εμπιστευόμενος την ευθύνη της διατροφής και της συμπεριφοράς του σώματός του σε μια κτηνώδη ηδονή χωρίς λόγο, ούτε θα έχει ως σκοπό την υγεία ούτε θα υπερτιμήσει το γεγονός ότι είναι γερός, υγιής και όμορφος, αν από αυτό δεν προκύπτει και μια αύξηση της σωφροσύνης. Μάλλον θα φαίνεται πάντοτε έτοιμος να εναρμονίσει την αρμονία του σώματος με εκείνη της ψυχής, ώστε να επιτύχει μια και μόνη συμφωνία.
– Ακριβώς έτσι, εφόσον επιθυμεί να είναι γνήσιος μουσικός.
– Κατά συνέπεια, αυτήν την ισορροπία και αυτήν την συμφωνία δεν πρέπει να τις επιδιώκει και στην απόκτηση του πλούτου; Σου φαίνεται ότι, ακολουθώντας αυτό που ο όχλος θεωρεί τύχη, θα θελήσει να αυξάνει επ’ άπειρον το πλήθος των αγαθών, ώστε να θερίσει εξίσου πολλά κακά;
– Καθόλου δεν το νομίζω.
– Αντιθέτως, προσέχοντας το πολίτευμα που έχει στον εσωτερικό του κόσμο, και φροντίζοντας να μην προκαλέσει ανισορροπία σ’ αυτό με υπερβολή ή έλλειψη αγαθών, θα ακολουθήσει μια συμπεριφορά που θα του επιτρέπει να αποκτά ή να ξοδεύει χρήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του.
– Ακριβώς έτσι.
– Μα και ως προς τις τιμητικές αξιώσεις και θέσεις, ο συνετός άνθρωπος, με το ίδιο κριτήριο, άλλες θα τις αναλάβει με χαρά –και θα είναι εκείνες που θα κρίνει ότι μπορούν να τον κάνουν καλύτερο–, ενώ άλλες –ιδίως εκείνες που θα μπορούσαν να διαταράξουν την εσωτερική του ισορροπία– θα τις αποφύγει τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό του βίο.
– Επομένως, αν αυτά είναι τα ενδιαφέροντά του, δεν θα θελήσει ποτέ να ασχοληθεί με την πολιτική.
– Μα το σκυλί! Θα ριχτεί βέβαια στην πολιτική ζωή, αλλά μέσα στην εσωτερική του Πόλη. Και πιθανότατα θα προσπαθήσει να μην αναμιχθεί με την πολιτική της πατρίδας του, εκτός κι αν τον βοηθήσει κάποια ιδιαίτερη θεία μοίρα.
– Καταλαβαίνω. Εννοείς εκείνη την Πόλη που περιγράψαμε πρωτύτερα, που υπάρχει στους λόγους μας, και για την οποία αμφιβάλλω αν μπορεί να υπάρξει πουθενά στη γη.
– Ίσως όμως το παράδειγμά της βρίσκεται στον ουρανό, διαθέσιμο σε όποιον επιθυμεί να το θεωρεί, και θεωρώντας το να τοποθετήσει εκεί την κατοικία του. Δεν έχει, λοιπόν, σημασία αν μια τέτοια Πόλη υπάρχει τώρα ή μπορεί να υπάρξει στο μέλλον, γιατί ο άνθρωπος αυτός μπορεί πάντοτε να ασχολείται μόνο με αυτήν την Πόλη και με καμίαν άλλη.
Ο Werner Jaeger υπήρξε από τους λίγους μελετητές που κατάλαβαν σωστά αυτό το απόσπασμα, που είναι πράγματι ουσιώδες για την κατανόηση του Πλάτωνα. Έγραψε:
«Αρχαίοι και σύγχρονοι ερμηνευτές, που περίμεναν να βρουν στην Πολιτεία ένα εγχειρίδιο πολιτικής επιστήμης σχετικό με τις διάφορες υπάρχουσες συνταγματικές μορφές διακυβέρνησης, προσπάθησαν επανειλημμένα να ανακαλύψουν κάπου στη γη το πλατωνικό Κράτος και να το ταυτίσουν με αυτήν ή εκείνη την πραγματική μορφή κράτους που φαινόταν να του μοιάζει στη δομή. Αλλά η ουσία του πλατωνικού Κράτους δεν βρίσκεται στην εξωτερική του διάρθρωση –αν βέβαια έχει μία– αλλά στον μεταφυσικό του πυρήνα, στην ιδέα της απόλυτης πραγματικότητας και αξίας, πάνω στην οποία είναι χτισμένο. Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η Πολιτεία του Πλάτωνα μιμούμενοι την εξωτερική της οργάνωση, αλλά μόνο εκπληρώνοντας τον νόμο του απόλυτου Αγαθού που συνιστά την ψυχή της. Γι’ αυτό εκείνος που κατόρθωσε να πραγματώσει αυτή τη θεία τάξη μέσα στην ατομική του ψυχή έχει συμβάλει στην πραγματοποίηση του πλατωνικού Κράτους περισσότερο από εκείνον που οικοδομεί μια ολόκληρη Πόλη εξωτερικά όμοια με το πολιτικό σχήμα του Πλάτωνα, αλλά στερημένη από την ουσία της, την ιδέα του Αγαθού, την πηγή της τελειότητας και της μακαριότητάς της».
Αλλά η θεωρία και η μίμηση του Όντος δεν είναι μόνο το θεμέλιο για την οικοδόμηση της ηθικής και πολιτικής ζωής· αποτελούν επίσης το θεμέλιο για την οικοδόμηση του ίδιου του φυσικού κόσμου, του σύμπαντος γενικότερα.
Ας δούμε πώς στη συνέχεια.
Για την υλική-αισθητή πραγματικότητα, δηλαδή για τη Δυάδα στο χαμηλότερο επίπεδο, ο Πλάτων ασχολήθηκε εκτενώς στον Τίμαιο. Ιδού μια διευκρίνιση του:
Πρέπει να πούμε ότι αυτή είναι πάντοτε το ίδιο πράγμα, γιατί ποτέ δεν βγαίνει από τη δική της φύση. Δέχεται αιωνίως όλα τα πράγματα, και ποτέ, σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο, δεν πήρε καμία μορφή όμοια με καμία από τις μορφές που μπαίνουν μέσα της. Γιατί από τη φύση της στέκει ως υλικό που δέχεται αποτύπωση (ως φυσικό εκμαγείο) για το καθετί, εκμαγείο που κινείται και διαμορφώνεται από όσα εισέρχονται σε αυτό, και εμφανίζεται εξαιτίας αυτών πότε με έναν τρόπο και πότε με άλλον. Και όσα μπαίνουν και βγαίνουν είναι μιμήσεις των όντων που υπάρχουν αιώνια, αποτυπωμένα από αυτά με τρόπο δύσκολο να εξηγηθεί και θαυμαστό. (Τίμαιος, 50 B-C).
Και ακόμη:
Σε αυτό που αρμόζει να δέχεται, πολλές φορές και καλά σε κάθε μέρος του εαυτού του, τις εικόνες όλων των αιωνίων όντων, αρμόζει εκ φύσεως να είναι πέρα από όλες τις μορφές. Για τον λόγο αυτό, τη μητέρα, δηλαδή το δοχείο εκείνου που γεννάται και είναι ορατό και εξ ολοκλήρου αισθητό, δεν πρέπει να την αποκαλέσουμε ούτε γη, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε αέρα, ούτε κάτι άλλο από τα πράγματα που γεννιούνται από αυτά ή από τα οποία αυτά γεννιούνται. Αν όμως την ονομάσουμε ένα είδος αόρατου και άμορφου, ικανού να δεχθεί τα πάντα, που συμμετέχει με πολύπλοκο τρόπο στο νοητό και είναι δύσκολο να συλληφθεί, δεν θα σφάλλουμε. Και στο μέτρο που, σύμφωνα με όσα έχουν ειπωθεί, είναι δυνατόν να φτάσουμε στη φύση της, το πιο σωστό είναι να πούμε έτσι: κάθε φορά εμφανίζεται η φλογερή πλευρά της ως φωτιά, η υγρή πλευρά της ως νερό, και το ίδιο ισχύει για τη γη και τον αέρα, στο βαθμό που δέχεται μιμήσεις αυτών.(Τίμαιος, 51 Α-Β)
Το πιο λεπτό σημείο, λοιπόν, είναι ακριβώς το να καθοριστεί με ποιον τρόπο ο Δημιουργός πραγματώνει τη συμμετοχή ανάμεσα σε αυτήν την υλική πραγματικότητα και τα νοητά πρότυπα, ή, για να το πούμε με τους όρους που χρησιμοποιεί ο Πλάτων, με ποιον τρόπο ο Δημιουργός επιτελεί εκείνη τη μίμηση των νοητών μέσα στο αισθητό.
Η απάντηση που δίνει ο Πλάτων είναι εξαιρετική. Η δημιουργική νοημοσύνη χρησιμοποιεί τα «ενδιάμεσα» μαθηματικά όντα, τα οποία, όπως γνωρίζουμε, είναι νοητά, αλλά το καθένα από αυτά είναι πολλαπλό. Και ακριβώς μέσω αυτών των μαθηματικών όντων ο Δημιουργός οργανώνει την άμορφη αισθητή ύλη ώστε να αναπαράγει σε μορφή εικόνας το ιδεατό πρότυπο, παράγοντας έτσι ένα «μείγμα» με διπολική δομή ανάλογη με εκείνη των νοητών πραγματικοτήτων.
Να θυμόμαστε όσα έχουμε ήδη πει πιο πάνω, δηλαδή ότι μια πραγματεία που αφορά την αισθητή πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μια αφήγηση με «μυθικά» χαρακτηριστικά, δηλαδή ένας εύλογος λόγος, και επομένως με αλήθεια διαφορετικής αξίας από τη γνώση των Ιδεών. Ωστόσο, στην ανάπτυξη αυτού του «εύλογου λόγου» στον Τίμαιο, ο Πλάτων προχωρά πολύ μακριά, εκφέροντας έναν λόγο «ασυνήθιστο» για τα γραπτά του, πλησιάζοντας έτσι στο πρωτολογικό επίπεδο των «άγραφων δογμάτων», αν και μένοντας ακόμη ένα σκαλοπάτι πιο κάτω. Έτσι εκφράζεται καθαρά:
Και τώρα πρέπει να προσπαθήσω να σας δείξω με έναν ασυνήθιστο λόγο την τάξη καθεμιάς από αυτές τις πραγματικότητες και τη γένεσή τους· αλλά, αφού γνωρίζετε και τις μεθόδους που αφορούν τη γνώση, με τις οποίες είναι αναγκαίο να αποδεικνύονται τα λεγόμενα, θα με ακολουθήσετε.(Τίμαιος, 53 B-C).
Ειδικότερα, ο Πλάτων καλεί σε βοήθεια τα τρίγωνα και τα κανονικά γεωμετρικά στερεά που είχαν μελετηθεί στην Ακαδημία από τον Θεαίτητο, και μέσω αυτών εξηγεί τη συγκρότηση των τεσσάρων φυσικών στοιχείων: νερό, αέρα, γη και φωτιά. Δεν προχωρά όμως μέχρι τις πρώτες και ύψιστες Αρχές ούτε στη συναγωγή των τριγώνων από αυτές. Διατηρώντας τη διάκριση ανάμεσα στη γραπτή και στην προφορική διδασκαλία, γράφει:
Ας θέσουμε λοιπόν ότι αυτό [δηλαδή το τρίγωνο] είναι η πρώτη αρχή της φωτιάς και των άλλων σωμάτων, προχωρώντας με τον πιθανό συλλογισμό που συνοδεύεται από αναγκαιότητα (ακολουθώντας την εξήγησή μας που συνδυάζει το εύλογο με το αναγκαίο). Τις αρχές όμως που είναι πάνω από αυτά τις γνωρίζει ο Θεός, και από τους ανθρώπους όποιος είναι αγαπητός σε εκείνον. (Τίμαιος, 53 D)
Ο Δημιουργός ξεκινά από τις δύο ωραιότερες μορφές τριγώνων: από το ισοσκελές και από εκείνο που προκύπτει διαιρώντας το ισόπλευρο τρίγωνο στα δύο με μια κάθετο (ή διαιρώντας το ίδιο τρίγωνο σε έξι τρίγωνα, χαράσσοντας από κάθε κορυφή μια κάθετο προς την απέναντι πλευρά). Συνδυάζοντας έξι τρίγωνα του δεύτερου τύπου (όπου η μεγαλύτερη πλευρά είναι τριπλάσια του τετραγώνου της μικρότερης), σχηματίζεται ένα ισόπλευρο τρίγωνο που, πολλαπλασιαζόμενο και συνδυαζόμενο με ακρίβεια (όπως εξηγεί ο Πλάτων αναλυτικά), δίνει γένεση στο τετράεδρο, το οποίο χρησιμοποιεί ο Δημιουργός για να σχηματίσει τη φωτιά· έπειτα στο οκτάεδρο για τον αέρα· τέλος στο εικοσάεδρο για το νερό. Με το ισόπλευρο τρίγωνο, συνδυάζοντας τέσσερα μεταξύ τους, κατασκευάζει πρώτα ένα τετράγωνο, που κατόπιν πολλαπλασιάζει επί έξι σχηματίζοντας τον κύβο, με τον οποίο σχηματίζει τη γη.
| Τα Πλατωνικά στερεά ονομάστηκαν έτσι, επειδή μελετήθηκαν στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, τα στερεά αυτά συμβόλιζαν τα δομικά στοιχεία του σύμπαντος: το τετράεδρο τη φωτιά, ο κύβος τη γη, το εικοσάεδρο το νερό, το οκτάεδρο τον αέρα και το δωδεκάεδρο τον αιθέρα (ή αλλιώς τον κόσμο - στα λατινικά quinta essentia: "πέμπτη ουσία"). |
Επομένως, ο Δημιουργός διαμόρφωσε την άμορφη πραγματικότητα, που ήταν σε πλήρη αταξία, με γεωμετρικές μορφές και αριθμούς. Η λογικότητα, λοιπόν, των αισθητών σωμάτων και γενικά του αισθητού σωματικού κόσμου εξαρτάται ακριβώς από τη γεωμετρική και μαθηματική δομή, η οποία καθιστά δυνατή τη «μίμηση» των νοητών προτύπων. Αριθμοί, σημείο, γραμμή, επιφάνεια, τρισδιάστατη δομή και γεωμετρικά σώματα, στο επίπεδο των μαθηματικών όντων είναι καθαρά νοητά· συνδυασμένα και συμπυκνωμένα με την αισθητή υλική πραγματικότητα, δίνουν γένεση στα σώματα που βλέπουμε και αγγίζουμε, μέσω μιας λεπτομερούς διείσδυσης που οργανώνει την αισθητή υλική αρχή, εκ φύσεως χαοτική, ακόμη και στις ελάχιστες λεπτομέρειες, σύμφωνα με μια ατομική δομή που βασίζεται στα κανονικά γεωμετρικά στερεά.
Να έχουμε υπόψη ότι τα γεωμετρικά στοιχεία προέρχονται με τη σειρά τους από τις πρώτες αρχές, με κορυφή, φυσικά, το Ένα. Επομένως, η δημιουργική Νοημοσύνη επικεντρώνει όλο το έργο της στο Ένα και στην ανάπτυξή του σε διάφορα επίπεδα, δηλαδή στο Ένα ως την Ύψιστη Μέτρο όλων των πραγμάτων, και έτσι οδηγεί σε ενότητα, σε διάφορα επίπεδα και με διάφορους τρόπους, την ακατάστατη πολλαπλότητα.
Λέει ο Πλάτων:
Ο Θεός κατέχει στον κατάλληλο βαθμό τη γνώση και συγχρόνως τη δύναμη να συνενώνει πολλά σε ενότητα και πάλι να τα διαλύει από την ενότητα σε πολλά· κανένας όμως άνθρωπος δεν ξέρει να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε θα υπάρξει στο μέλλον. (Τίμαιος, 68 D.)
Φυσικά, κανένας άνθρωπος δεν ξέρει να κάνει ό,τι κάνει ο Θεός, αν πάρει τον εαυτό του ως μέτρο όλων των πραγμάτων (όπως είχε κάνει ο Πρωταγόρας)· αλλά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν ριζικά αν ο άνθρωπος πάρει τον Θεό ως πρότυπο:
Ο Θεός είναι για μας το ύψιστο μέτρο όλων των πραγμάτων, πολύ περισσότερο από όσο είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος, όπως λέγεται· όποιος λοιπόν θελήσει να γίνει φίλος με κάποιον σαν Αυτόν, πρέπει να προσπαθήσει να γίνει και ο ίδιος όμοιος με Αυτόν, όσο το δυνατόν περισσότερο. (Νόμοι, IV 716 C).
Το εμβληματικό μήνυμα του Δημιουργού στους δημιουργημένους θεούς και στις ψυχές
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΞΙΖΕΙ να τονιστεί: ο Δημιουργός δημιούργησε θεϊκά όντα, που αντιστοιχούν ιδίως στα άστρα και τα ουράνια σώματα, και τους απηύθυνε ένα ιδιαίτερα εύγλωττο μήνυμα: τους κάλεσε να τον «μιμηθούν», και έτσι να εκτελέσουν το έργο που όφειλαν να εκτελέσουν παίρνοντας ως πρότυπο τη δύναμη που εκείνος άσκησε κατά τη δημιουργία τους. Επομένως, και πάλι η μίμηση φτάνει σε οντολογικά και αξιολογικά ύψη πραγματικά εμβληματικά.
Διαβάζουμε το όμορφο κείμενο:
Εφόσον, λοιπόν, όλοι οι θεοί γεννήθηκαν, όσοι περιφέρονται στον ουρανό και όσοι εμφανίζονται ορατοί με τη μορφή που επιθυμούν, ο Δημιουργός του Σύμπαντος τους είπε τα εξής λόγια: «Ω θεοί, παιδιά θεών, εγώ είμαι Δημιουργός και Πατέρας έργων τα οποία, αφού γεννήθηκαν μέσω εμού, δεν είναι δυνατόν να διαλυθούν, αν δεν το θελήσω. Γιατί καθετί που είναι δεμένο μπορεί να διαλυθεί· αλλά να θελήσει κανείς να διαλύσει αυτό που έχει συνδεθεί με ωραίο και καλό τρόπο είναι έργο κακού. Για αυτούς τους λόγους και επειδή έχετε γεννηθεί, δεν είστε εντελώς αδιάλυτοι. Αλλά δεν θα διαλυθείτε ούτε θα σας αγγίξει το πεπρωμένο του θανάτου, γιατί έχετε ως πλεονέκτημα τη δική μου θέληση, που είναι δεσμός ακόμη μεγαλύτερος και ισχυρότερος από εκείνους με τους οποίους δεθήκατε όταν γεννηθήκατε. Τώρα, λοιπόν, μάθετε όσα σας λέω και σας δείχνω. Απομένει ακόμη να γεννηθούν τρία γένη θνητών. Κι αν αυτά δεν γεννηθούν, ο κόσμος θα είναι ατελής· γιατί δεν θα έχει μέσα του όλα τα γένη των ζώντων. Κι όμως πρέπει να τα έχει, αν θέλει να είναι τέλειος με τον πρέποντα τρόπο. Αλλά αν αυτά γεννιούνταν και είχαν ζωή από μένα, θα γίνονταν ίσα με τους θεούς. Για να είναι, λοιπόν, θνητά και αυτό το σύμπαν να είναι πραγματικά ολοκληρωμένο, ασχοληθείτε εσείς, σύμφωνα με τη φύση σας, με τη συγκρότηση των ζωντανών όντων, μιμούμενοι τη δύναμη που εγώ άσκησα στη δική σας γένεση». (Τίμαιος, 41 Α-C).
Επομένως, η σημασία της «όρασης», της «θεωρίας» και της «μίμησης» είναι πραγματικά πολύ μεγάλη, τόσο που ο περιορισμός της σε «επιστημονίστικη» θεώρηση συνεπάγεται μια ριζική παρεξήγηση της μεταφυσικής και αξιολογικής σκέψης του Πλάτωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου