Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Sumphilosophein 32

 Συνέχεια από Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 32
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα

Η διακυβέρνηση της πόλης

4. Η Σχολή του Πλάτωνα και οι Μακεδόνες βασιλείς

Μπορεί, τέλος, να έχει ενδιαφέρον να γίνει μια αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στην Ακαδημία και στη δυναστεία των Μακεδόνων βασιλέων, δηλαδή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, δεδομένης της σημασίας που απέκτησε η πολιτική τους για ολόκληρη την Ελλάδα και του στενού δεσμού που διατήρησαν με τον Αριστοτέλη.
Από τα έργα του Πλάτωνα δεν συνάγεται κανένα χρήσιμο στοιχείο επ’ αυτού, αν και, όπως θα δούμε αμέσως, φαίνεται ότι ο Πλάτων είχε κάποιο ρόλο στο να βοηθήσει τον πατέρα του Φιλίππου, τον Περδίκκα, να ανέλθει στον θρόνο της Μακεδονίας.
Αντιθέτως, υπάρχουν ειδήσεις για τις σχέσεις ανάμεσα στον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη και την αυλή των Μακεδόνων βασιλέων.
Όλες αυτές οι πληροφορίες ανάγονται στην περίοδο μετά τον θάνατο του Πλάτωνα (347 π.Χ.), όταν η διεύθυνση της Ακαδημίας πέρασε πρώτα στα χέρια του Σπευσίππου και έπειτα σε εκείνα του Ξενοκράτη.
Ωστόσο, αποκαλύπτουν σχέσεις που θα μπορούσαν να αναχθούν και στην προγενέστερη περίοδο, όταν ο Πλάτων ήταν ακόμη ζωντανός — την περίοδο που εδώ μας ενδιαφέρει.


Στον Βίο του Σπευσίππου, του Διογένη Λαερτίου διηγείται ότι ο Σπεύσιππος παρέστη στους γάμους του Κασσάνδρου στη Μακεδονία — είδηση που επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές.
Δεν είναι όμως σαφές πότε ακριβώς συνέβη αυτό, διότι ο Κάσσανδρος, γιος του Αντιπάτρου —ο οποίος ήταν συνεργάτης του Αλεξάνδρου του Μεγάλου και διετέλεσε διοικητής της Μακεδονίας κατά την εκστρατεία του στην Περσία—, νυμφεύθηκε τη Θεσσαλονίκη, φυσική κόρη του Φιλίππου, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη της Θεσσαλονίκης, το 316 π.Χ., όταν ο Σπεύσιππος είχε ήδη αποβιώσει.
Οι μελετητές, πάντως, υποθέτουν ότι θα μπορούσε να είχε υπάρξει προγενέστερος γάμος του Κασσάνδρου, στον οποίο παρέστη ο Σπεύσιππος· συνεπώς θα πρέπει να προηγήθηκε των εχθροπραξιών ανάμεσα στον Φίλιππο και την Αθήνα, που ξέσπασαν το 340 π.Χ.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να είχε λάβει χώρα στα αμέσως προηγούμενα χρόνια του 340, όταν και ο Αριστοτέλης βρισκόταν στη Μακεδονία ως παιδαγωγός του Αλέξανδρου, και είχε μεταβεί στη Μακεδονία και ένας άλλος Ακαδημαϊκός, ο Μενέδημος της Πύρρας.
Επρόκειτο, άρα, για σημαντική συνάντηση μαθητών της Ακαδημίας στην αυλή του Φιλίππου, που μαρτυρεί τις καλές σχέσεις ανάμεσα στη σχολή του Πλάτωνα και το βασίλειο της Μακεδονίας.

Το σημαντικότερο όμως τεκμήριο για τις σχέσεις ανάμεσα στον Σπεύσιππο και την μακεδονική αυλή είναι μια επιστολή που παραδίδεται ως γραμμένη από τον Σπεύσιππο προς τον Φίλιππο. Για την αυθεντικότητά της έγινε πολύς λόγος, αλλά οι νεότερες μελέτες τείνουν να την αποδέχονται. Θέλει να αποτελέσει είδος αντίδρασης στον λόγο Φίλιππος, που ο Ισοκράτης αφιέρωσε στον Μακεδόνα βασιλιά το 346 π.Χ. Στην επιστολή αυτή εκφράζεται λύπη διότι ο Ισοκράτης, στον λόγο του, δεν υπενθύμισε τα πολλά αγαθά που προσέφερε στη Ελλάδα η μακεδονική δυναστεία και δεν αντέκρουσε τις συκοφαντίες που εκτοξεύονταν εναντίον του Φιλίππου από τους συκοφάντες του.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι η δυναστεία των Μακεδόνων βασιλέων, οι Αργεάδες, κατάγεται από τον Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε θετός πολίτης της Αθήνας, και ως εκ τούτου ο Φίλιππος μπορεί να θεωρηθεί από τους Αθηναίους ως συμπολίτης. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι χάρη σε έναν πρόγονο του Φιλίππου, τον Αλέξανδρο Α΄, οι Έλληνες σώθηκαν από την επίθεση των Περσών βασιλέων. Αντικρούονται οι συκοφαντίες που εκτόξευσαν εναντίον του Φιλίππου οι πολίτες της Ολύνθου, με την επισήμανση ότι η πόλη αυτή ανήκε κάποτε στους Ηρακλείδες και, επομένως, συνιστά νόμιμη κτήση του Φιλίππου. Δικαιολογούνται έπειτα οι διεκδικήσεις του Φιλίππου επί της Αμφίπολης, της Χαλκιδικής, της Αμβρακίας — δηλαδή ολόκληρη η επεκτατική πολιτική που ακολούθησε ο Μακεδόνας βασιλιάς και την οποία ο Δημοσθένης πολέμησε τόσο δραματικά στην Αθήνα.

Ο συγγραφέας, κατόπιν, επιπλήττει τον Ισοκράτη ότι διέπραξε χονδροειδή σφάλματα στον λόγο του, όπως το ότι απέδωσε την ίδρυση της Κυρήνης στους Σπαρτιάτες, και απευθύνει στον ιστορικό Θεόπομπο την εξής κριτική:

«Ξέρω ότι είναι ανάμεσά σας και ο Θεόπομπος· είναι άνθρωπος πολύ δριμύς, που διέσπειρε συκοφαντικές φήμες εναντίον του Πλάτωνα, λέγοντας ότι δεν είναι αλήθεια πως ήταν ο Πλάτων εκείνος που έθεσε εξ αρχής τα θεμέλια της βασιλείας σου
ούτε είναι αλήθεια ότι λυπόταν όταν συνέβαινε ανάμεσά σας κάτι δυσάρεστο και λιγότερο αδελφικό.»


Από τα λόγια αυτά —εφόσον είναι γνήσια— προκύπτει όχι μόνο ότι υπήρξαν άριστες σχέσεις ανάμεσα στον Πλάτωνα και στους βασιλείς της Μακεδονίας, αλλά και ότι, με έναν τρόπο, ο Σπεύσιππος διεκδικεί ενώπιον του Φιλίππου τα πνευματικά “προνόμια” και το κύρος της σχολής που εκείνος διηύθυνε. Για τον λόγο αυτό, η Margherita Isnardi Parente υπέθεσε ότι η επιστολή αυτή γράφτηκε με σκοπό να αποτραπεί η επιλογή ενός ισοκρατικού παιδαγωγού, αντί ενός ακαδημαϊκού παιδαγωγού, για τον νεαρό Αλέξανδρο.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η πρωτοβουλία του Σπευσίππου πρέπει να πέτυχε, διότι ο βασιλιάς, το 343 π.Χ. —χρονολογία στην οποία θεωρείται ότι γράφτηκε η επιστολή— επέλεξε πράγματι τον Αριστοτέλη· αν και είναι πιθανό ότι ο Αριστοτέλης διέθετε και άλλους τίτλους που τον καθιστούσαν κατάλληλο για τόσο σπουδαίο αξίωμα, κυρίως το γεγονός ότι ήταν γιος του Νικομάχου, ο οποίος είχε υπάρξει προσωπικός ιατρός του Αμύντα Γ΄, πατέρα του Φιλίππου.

Στην επιστολή του Σπευσίππου προς τον Φίλιππο υπάρχει και μια αναφορά στην “εξωτερική” του πολιτική, δηλαδή στις σχέσεις του με τους Πέρσες. Ο συγγραφέας φαίνεται να επικρίνει μια φράση του Ισοκράτη, ο οποίος «λέει πως γνωρίζει με βεβαιότητα ότι θα εκστρατεύσεις εναντίον των Περσών!». Ο τόνος με τον οποίο ο Σπεύσιππος παραθέτει αυτή τη δήλωση δείχνει ότι τη θεωρεί ψευδή, και αυτό αποκαλύπτει τη γραμμή πολιτικής σκέψης του Σπευσίππου, η οποία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, συνίστατο στο να προτρέπει τον Μακεδόνα βασιλιά να “κυβερνήσει την Ευρώπη”, αδιαφορώντας για τους «βαρβάρους».

Όσον αφορά τον Ξενοκράτη, διάδοχο του Σπευσίππου στην ηγεσία της Ακαδημίας, έχουν επίσης διασωθεί ειδήσεις για τις σχέσεις του με την μακεδονική αυλή.
Στον Βίο του Ξενοκράτη του Διογένη Λαερτίου αναφέρεται ότι ο Ξενοκράτης συμμετείχε σε μια πρεσβεία που έστειλαν οι Αθηναίοι στον Φίλιππο, κατά τη διάρκεια της οποίας, ενώ οι άλλοι πρέσβεις ενέδιδαν στα δώρα, δέχονταν προσκλήσεις και συνομιλούσαν με τον Φίλιππο, ο Ξενοκράτης δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά, γι’ αυτό και ο Φίλιππος αρνήθηκε να τον δεχθεί.


Όταν οι άλλοι πρέσβεις επέστρεψαν στην Αθήνα, είπαν ότι ήταν μάταιο που ο Ξενοκράτης είχε μετάσχει στην αποστολή, και υπήρχαν ακόμη κάποιοι που ήθελαν να τον τιμωρήσουν. Αλλά ο Ξενοκράτης απέδειξε ότι υπήρχε πράγματι λόγος να ανησυχούν για τις προθέσεις του Φιλίππου, λέγοντας: «Ο Φίλιππος κατάφερε να διαφθείρει τους άλλους με δώρα, αλλά εμένα δεν με υπέταξε με κανέναν τρόπο». Έτσι, οι Αθηναίοι, έχοντας πλέον προειδοποιηθεί για τον κίνδυνο που απειλούσε την πόλη τους, του απέδωσαν διπλή τιμή. Και ο ίδιος ο Φίλιππος αργότερα αναγνώρισε ότι, από όλους όσους είχαν πάει σε εκείνον, μόνο ο Ξενοκράτης παρέμεινε ακέραιος και αδιάφθορος.

Για την αξιοπιστία αυτής της διήγησης έχουν εκφραστεί πολλές αμφιβολίες, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από καμία άλλη πηγή. Όσοι τη θεωρούν αξιόπιστη, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω πρεσβεία πρέπει να έγινε αμέσως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.),
όταν δηλαδή ο Φίλιππος είχε νικήσει τις ελληνικές πόλεις που είχαν συνασπιστεί εναντίον του, και αφού ο Ξενοκράτης είχε αναλάβει τη σχολαρχία της Ακαδημίας μετά τον θάνατο του Σπευσίππου — την εποχή που ο Αριστοτέλης βρισκόταν ακόμη στη μακεδονική αυλή.


Αν η είδηση για τη στάση του Ξενοκράτη απέναντι στον Φίλιππο είναι αληθινή, θα μαρτυρούσε μια στάση ανεξαρτησίας, ίσως απόρροια δημοκρατικών και αντιμοναρχικών αισθημάτων — πράγμα μάλλον απίθανο για έναν μαθητή του Πλάτωνα, ο οποίος ήθελε να παραμείνει πιστός στον δάσκαλό του· ή, πιο πιθανά, οφείλεται στο γεγονός ότι μετά τη Χαιρώνεια κανείς δεν μπορούσε πια να αμφιβάλλει για τις επεκτατικές βλέψεις του Φιλίππου. Το γεγονός ότι ο Ξενοκράτης συμμετείχε στην πρεσβεία, μολονότι δεν ήταν Αθηναίος —καταγόταν από τη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας—, ενδέχεται να οφείλεται στη θέση του ως σχολάρχη της Ακαδημίας, και έτσι να φανερώνει τη μεγάλη εκτίμηση με την οποία η Αθήνα αντιμετώπιζε την Ακαδημία, ακόμη και από πολιτική άποψη.

Αντιθέτως, πιο αξιόπιστη φαίνεται μια άλλη πληροφορία που αφορά τον Ξενοκράτη, επειδή μαρτυρείται όχι μόνο από τον Διογένη Λαέρτιο, αλλά και από πολλές άλλες αρχαίες πηγές· πρόκειται για εκείνη σύμφωνα με την οποία ο Μέγας Αλέξανδρος του έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, από το οποίο ο Ξενοκράτης κράτησε για τον εαυτό του μόνο 3.000 αττικές δραχμές, επιστρέφοντας τα υπόλοιπα με τη δήλωση ότι ο βασιλιάς έπρεπε να συντηρεί πολύ περισσότερο κόσμο από αυτόν και επομένως είχε μεγαλύτερη ανάγκη από χρήματα.

Άλλες πηγές —ανάμεσά τους και ο Κικέρων— διευκρινίζουν ότι το ποσό που έστειλε ο Αλέξανδρος στον Ξενοκράτη ανερχόταν σε πενήντα τάλαντα, εκ των οποίων ο Ξενοκράτης κράτησε μόνο τριάντα μνες. Πλούταρχος, στη Βιογραφία του Αλεξάνδρου, αναφέρει ότι ο βασιλιάς, παρόλο που οι σχέσεις του με τον Αριστοτέλη είχαν ψυχρανθεί —πιθανότατα μετά το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Περσία, ο Αλέξανδρος διέταξε τη θανάτωση του ιστορικού Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη, κατηγορώντας τον ότι συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του—, δεν έχασε την αγάπη του για τη φιλοσοφία, όπως δείχνουν και τα πενήντα τάλαντα που έστειλε στον Ξενοκράτη. Πρόκειται, προφανώς, για δύο εκδοχές με διαφορετική έμφαση της ίδιας ιστορίας: η πρώτη θέλει να αναδείξει τη σωφροσύνη και εγκράτεια του Ξενοκράτη,
ενώ η δεύτερη το φιλοσοφικό πάθος και την ευλάβεια του Αλεξάνδρου προς τη φιλοσοφία.


Κάποιοι μελετητές υπέθεσαν ότι η ψυχρότητα ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη, και το επακόλουθο δώρο στον Ξενοκράτη, θα μπορούσαν να είχαν συμβεί πριν από το επεισόδιο του Καλλισθένη, δηλαδή την εποχή της ρήξης ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τον πατέρα του Φίλιππο, με αφορμή τον γάμο του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα και τον αποκλεισμό της Ολυμπιάδας — της πρώτης συζύγου και μητέρας του Αλεξάνδρου — καθώς και του ίδιου του Αλεξάνδρου από την αυλή, δηλαδή γύρω στο 339 π.Χ. Είναι πράγματι πιθανό ότι εκείνη την εποχή ψυχράθηκαν και οι σχέσεις του Αλεξάνδρου με τον Αριστοτέλη. Ωστόσο, είναι απίθανο ο Αλέξανδρος, που τότε δεν είχε ακόμη συναρχία με τον θρόνο, να διέθετε τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό όσο πενήντα τάλαντα και να ένιωθε την ανάγκη να το στείλει στον Ξενοκράτη, ο οποίος εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμη αναλάβει τη σχολαρχεία της Ακαδημίας.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος θα είχε επίσης ζητήσει από τον Ξενοκράτη συμβουλές για τον τρόπο διακυβέρνησης. Η πληροφορία αυτή μπορεί να αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Ξενοκράτης έγραψε —όπως άλλωστε έκανε και ο Αριστοτέλης— ένα έργο με τίτλο «Στοιχεία περί της τέχνης του άρχειν», αφιερωμένο στον Αλέξανδρο, πιθανότατα όταν ο Αλέξανδρος συνενώθηκε στον θρόνο με τον πατέρα του Φίλιππο (336 π.Χ.). Αυτό θα εντασσόταν στο είδος ανταγωνισμού που, όπως ήδη είδαμε, υπήρχε ανάμεσα στην Ακαδημία και στη σχολή του Ισοκράτη, για να εξασφαλίσουν την εύνοια της μακεδονικής δυναστείας.

Μια άλλη αρχαία μαρτυρία, αντιθέτως, αναφέρει ότι ο Ξενοκράτης είπε πως δεν θα κούναγε ούτε δάχτυλο για να έχει φίλο τον Αλέξανδρο, αλλά θα έκανε τα πάντα για να μην τον έχει εχθρό. Αυτό επιβεβαιώνει τη στάση ανεξαρτησίας, όχι όμως εχθρότητας, που ο Ξενοκράτης τήρησε απέναντι στον Αλέξανδρο. Τέλος, υπάρχει μια τελευταία ομάδα πληροφοριών σχετικά με άλλη αθηναϊκή πρεσβεία, υπό την ηγεσία του Φωκίωνα, στην οποία συμμετείχε ο Ξενοκράτης· αυτή τη φορά όχι προς τον Φίλιππο, αλλά προς τον Αντίπατρο, τον διοικητή της Μακεδονίας που είχε διοριστεί από τον Αλέξανδρο κατά την αναχώρησή του για την εκστρατεία εναντίον της Περσίας. Αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια με τα οποία ο Πλούταρχος μιλά γι’ αυτήν στην «Βιογραφία του Φωκίωνα»: «Αρχικά ο Αντίπατρος, ενώ υποδεχόταν με τιμές τους άλλους, έδειξε λίγη ευγένεια προς τον Ξενοκράτη· γι’ αυτό λέγεται ότι εκείνος είπε: “Ο Αντίπατρος καλά έκανε που ντράπηκε να με υποδεχθεί, αφού σκόπευε να κάνει κακό στην πόλη.”

Όταν στη συνέχεια ο Ξενοκράτης άρχισε να μιλά, ο Αντίπατρος δεν άντεξε να τον ακούει και, με θυμό και διαμαρτυρίες, τον έκανε να σωπάσει. Αφού μίλησε ο Φωκίων, ο Αντίπατρος απάντησε ότι θα συνάψει συνθήκη ειρήνης και φιλίας με την Αθήνα υπό τον όρο ότι θα του παραδώσουν τον Δημοσθένη και τον Υπερείδη, θα επανέλθουν στην παλαιά πολιτειακή τους τάξη, θα δεχτούν μακεδονική φρουρά στη Μουνυχία, και θα πληρώσουν τα έξοδα του πολέμου και ένα πρόστιμο. Όλοι οι άλλοι πρέσβεις δέχτηκαν τις προτάσεις, όχι όμως ο Ξενοκράτης· εκείνος είπε πως “αυτοί οι όροι θα ήταν μέτριοι αν ο Αντίπατρος διαπραγματευόταν με δούλους, αλλά είναι βαρείς για ανθρώπους ελεύθερους.”»

Η πρεσβεία αυτή πρέπει να πραγματοποιήθηκε το 322 π.Χ., αφού, μόλις έφτασε στην Ελλάδα η είδηση του θανάτου του Αλεξάνδρου στην Περσία, οι Αθηναίοι, ύστερα από παρότρυνση του Δημοσθένη, εξεγέρθηκαν και κήρυξαν πόλεμο εναντίον της Μακεδονίας, η οποία τότε διοικούνταν από τον Αντίπατρο, στον λεγόμενο «Λαμιακό Πόλεμο»· αλλά υπέστησαν βαριά ήττα. Την ίδια εποχή ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, όπου διηύθυνε τη σχολή του, είχε τους μαθητές του και τα βιβλία του, και να καταφύγει στη Χαλκίδα, στο νησί της Εύβοιας, δηλώνοντας ότι δεν ήθελε να επιτρέψει στους Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη φορά εναντίον της φιλοσοφίας — σαφής υπαινιγμός στη δίκη και θανάτωση του Σωκράτη.

Όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Αθηναίοι πήγαν στον Αντίπατρο για να διαπραγματευθούν την ειρήνη, και υπέστησαν τους όρους που μας έχει παραδώσει ο Πλούταρχος. Σε εκείνη την περίσταση ο Δημοσθένης, για να μην πέσει στα χέρια των Μακεδόνων, αυτοκτόνησε, ενώ ο Αριστοτέλης πέθανε στην εξορία στη Χαλκίδα. Ο Ξενοκράτης έδειξε μεγάλο θάρρος και πνεύμα ανεξαρτησίας, αντιστεκόμενος στον Αντίπατρο πολύ πιο αποφασιστικά απ’ όσο είχε αντιταχθεί στον Αλέξανδρο.

Σύμφωνα με ορισμένους, αυτή η στάση θα μαρτυρούσε στον Ξενοκράτη μια πολιτική τάση δημοκρατικού τύπου, που θα τον πλησίαζε στον Δημοσθένη· στην πραγματικότητα, όμως, τα λόγια που απηύθυνε στον Αντίπατρο δεν εκφράζουν δημοκρατισμό, αλλά υπεράσπιση της αυτονομίας της Αθήνας και άρνηση να δεχθεί δουλικούς όρους, ανάξιους όχι ενός βασιλιά, αλλά ενός δεσπότη δούλων. Επομένως, αυτά τα λόγια εντάσσονται στην παραδοσιακή πολιτική γραμμή της Ακαδημίας, η οποία ήταν ευνοϊκή ακόμη και προς τη βασιλεία, αρκεί αυτή να βασιζόταν στον σεβασμό των νόμων. Όπως έχει παρατηρηθεί, οι δηλώσεις αυτές μοιάζουν με εκείνες που ο Αριστοτέλης είχε απευθύνει στον Αλέξανδρο στο —χαμένο πλέον— έργο του «Αλέξανδρος ή Περί αποικιών», όπου έλεγε ότι οι αξιώσεις του βασιλιά να λαμβάνει δουλικούς φόρους τιμής από τους υπηκόους του ταιριάζουν περισσότερο σε βαρβάρους παρά σε Έλληνες.

Αυτά τα επεισόδια που αφορούν τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη —για να μην αναφέρουμε την πρόσκληση του Αριστοτέλη στην αυλή της Μακεδονίας—, αν και συνέβησαν όλα μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, μαρτυρούν πόσο μεγάλη ήταν η εκτίμηση προς την Ακαδημία, τόσο από την πόλη της Αθήνας όσο και από τους Μακεδόνες βασιλείς. Μια εκτίμηση που θα πρέπει να είχε τις ρίζες της στη δράση που είχε αναπτύξει ο Πλάτων μέσα στη σχολή του, στη φήμη που της είχε προσδώσει, αλλά και στις πολιτικές παρεμβάσεις ορισμένων από τους μαθητές του, ήδη κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: