Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής (11)

Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 8

Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο δεύτερο


Οι σωκρατικές θέσεις της σκωτσέζικης σχολής του St. Andrews

3. Ἡ μη βιωσιμότητα τῶν δύο πρώτων θέσεων καὶ ἡ ἐπαναφορά τους στὸ πλαίσιο τοῦ ρομαντικοῦ παραδείγματος

Δεν υπάρχει κανείς που να μη βλέπει τη μεγάλη τόλμη αυτής της ἐρμηνείας, μολονότι παρουσιάζεται συχνά με υποδειγματική αυστηρότητα και με εκείνη τη «δύναμη γοητείας» για την οποία μίλησε κάποτε ο **Leon Robin (Βλ. L. Robin, La «Philosophie grecque» de M. John Burnet, στο «Revue de Métaphysique et de Morale», 24 (1917), σσ. 205–224, ιδίως σ. 217.). Σύμφωνα με αυτήν, ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ιστορίας της αρχαίας φιλοσοφίας θα έπρεπε να αλλάξει τίτλο, διότι όχι ο Πλάτων, αλλά ο Σωκράτης θα ήταν ο θεμελιωτής της δυτικής μεταφυσικής.

Αλλά, εν πάσῃ περιπτώσει, για να μείνουμε στο επίπεδο της μεθόδου, πρέπει να ειπωθεί ότι τόσο αυτή η τελευταία θέση όσο και η προκείμενη πάνω στην οποία στηρίζεται — δηλαδή ότι ο Πλάτων υπήρξε ο πιστός και σχολαστικός ιστορικός της φιλοσοφίας του δασκάλου (Η σύνδεση μεταξύ των δύο θέσεων εξηγείται ως εξής: «Εκείνοι που θεωρούν ότι η “θεωρία των Ἰδεῶν” επινοήθηκε από τον Πλάτωνα σε μια αρκετά προχωρημένη περίοδο της ζωής του οφείλουν να εξηγήσουν πώς γίνεται να έχει γράψει ένα έργο στο οποίο ο Σωκράτης συζητά αυτή τη θεωρία χρόνια πριν γεννηθεί ο Πλάτων» (Burnet, Platonism, σ. 44). Σε έναν συγγραφέα που ξέρει να αναβιώνει μια περασμένη εποχή με κάθε φροντίδα αναλυτικής και ρεαλιστικής ανασυγκροτήσεως των λεπτομερειών, ένα τέτοιο αναχρονιστικό φαινόμενο θα ήταν ανεξήγητο.) — εντάσσονται στο παραδοσιακό σωκρατικό παράδειγμα και μάλιστα αποτελούν, με τον ακραιφνή ριζοσπαστισμό τους, ένα είδος υποδειγματικής εφαρμογής του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο John Burnet δήλωσε ρητώς ότι, κατά τη γνώμη του, η ορθή τοποθέτηση του σωκρατικού ζητήματος εξακολουθούσε να είναι εκείνη που είχε καθοριστεί από τη regula aurea του **Friedrich Schleiermacher (Burnet, Socrates, στο Encyclopaedia of Religion and Ethics, τόμ. XI, σ. 672: «Το σωκρατικό ζήτημα διατυπώθηκε ορθά από τον F.D.E. Schleiermacher» (τώρα και στο Burnet, Interpretazione di Socrate, σ. 183).).

Η διαφορά, σε σύγκριση με τις άλλες στρατηγικές που μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο ερμηνευτικό μοντέλο, συνίσταται στο ότι οι Σκώτοι μελετητές, αποδίδοντας απόλυτο προνόμιο στην πλατωνική πηγή και αναγνωρίζοντας στη ρεαλιστική ποιητική του Πλάτωνος την εγγύηση της ιστορικότητας του σωκρατικού πορτρέτου, μετατοπίζουν το πρόβλημα του ελέγχου μίας σωκρατικής πηγής με μίαν άλλη και το μετατρέπουν, τρόπον τινά, στο πρόβλημα της συγκρίσεως μίας πηγής με τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, από αυτή την άποψη, την ίδια στιγμή που επαναβεβαιώνουν τον τυπικό σεβασμό τους προς το παραδοσιακό παράδειγμα μέσα στο οποίο αναγνωρίζουν ότι κινούνται, οι μελετητές του St. Andrews οδηγούν αυτό το παράδειγμα στα ακραία του όρια και το υποβάλλουν έτσι σε μία πίεση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητά του.

Αυτό εξηγεί γιατί ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα της εποχής κινητοποιήθηκε εναντίον αυτής της θέσης. Η συνοχή των παρεμβάσεων και η στιβαρότητα των λόγων που προβλήθηκαν επέτρεψαν στο παράδειγμα του Schleiermacher — εμπνευσμένο από τον Friedrich Schleiermacher — να παραμείνει όρθιο ακόμη για μερικές δεκαετίες, παρότι οι μελετητές δεν κατάφεραν να εμποδίσουν ώστε μέσα από τις ρωγμές του μοντέλου που επιχειρούσαν να αποκαταστήσουν να βρουν δίοδο οι ριζοσπαστικές και αποδομητικές λύσεις πρώτα του Eugène Dupréel και έπειτα του Olof Gigon.

Ωστόσο, οι επιχειρηματολογίες που προέβαλαν οι μελετητές εναντίον των δύο θέσεων του John Burnet και του A.E. Taylor είναι τόσο στιβαρές, ώστε ακόμη και σήμερα φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να αντικρουστούν (Μπορεί κανείς να πει ότι δεν υπάρχει έργο αφιερωμένο στον Σωκράτη ή στον Πλάτωνα στο οποίο να μην περιλαμβάνεται η réfutazione αυτών των θέσεων. Ειδικότερα βλ. L. Robin, Sur une hypothèse récente relative à Socrate, στο «Revue des Etudes Grecques», 29 (1916), σσ. 129–165 (επίσης στο La pensée hellénique des origines à Epicure, Paris 1942, σσ. 138–176)· A. Levi, Socrate o Platone?, στο «Rivista di Filologia e di Istruzione Classica», 46 (1918), σσ. 256–271· G.C. Field, Aristotle’s Account of the Historical Origin of the Theory of Ideas, στο «The Classical Quarterly», 17 (1923), σσ. 113–124 (επίσης στο Plato and his Contemporaries, London 1967, σσ. 202–213)· W.D. Ross, Aristotle’s Metaphysics. A Revised Text with Introduction and Commentary, τόμ. 1, Oxford 1924, σσ. XXXIII–XLV· The Problem of Socrates, στο «Classical Association Proceedings», 30 (1933), σσ. 7–24· W.A. Heidel, The Crucial Text of the Views of Taylor and Burnet regarding the Socratic and Platonic Element in Plato’s Dialogues, στα Proceedings of the Sixth International Congress of Philosophy, New York 1927, σσ. 584–588· A. Dies, Autour de Platon, σσ. 139–147· G. Calogero, κριτ. Taylor, Socrates, στο «Giornale Critico della Filosofia Italiana», 2 (1934), σσ. 223–227· Th. de Laguna, Burnet’s Socrates, στο «Mind», 43 (1934), σσ. 50–62· M. Montuori, La filosofia socratica e il problema delle fonti, στο «Nuova Rivista Storica», 37 (1953), σσ. 363–373, και John Burnet e la socratica cura dell’anima, στο «Quaderni di Storia», 43 (1996), σσ. 269–277. Για περαιτέρω παραπομπές, βλ. επίσης τη σχολιασμένη βιβλιογραφία Navia–Katz, Socrates (Thomas C. Brickhouse & Nicholas D. Smith).). Το αποφασιστικό επιχείρημα είναι ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει — χωρίς δυνατότητα αμφιβολίας — την πατρότητα της θεωρίας των Ἰδεῶν στον Πλάτωνα και όχι στον Σωκράτη, όπως θέλουν οι Σκώτοι μελετητές (Ο Burnet, μεταξύ άλλων, ξαναδιαβάζει τα αριστοτελικά χωρία υπό το φως πολύ μεταγενέστερων μαρτυριών, στις οποίες η θεωρία των Ἰδεῶν αποδίδεται κατά περιστάσεις στον Σωκράτη (βλ. Plato’s Phaedo, σ. XLVI κ.ε., σημ. 2· Greek Philosophy, σ. 74, σημ. 1· και παραπάνω, σ. 40, σημ. 11). Υπενθυμίζεται ότι η θεωρία των Ἰδεῶν αποδίδεται στον Σωκράτη και από τον Lucian of Samosata, ο οποίος επάνω της οικοδομεί την παρωδία του φιλοσόφου (βλ. Λουκιανού, Vitarum Auctio 14–19 = fr. A31 Giannantoni). Εδώ όμως το όνομα «Σωκράτης» αποτελεί απλό μετωνυμικό τέχνασμα για να δηλωθεί ο Πλάτων μέσω του πρωταγωνιστή των διαλόγων του.). Και, αν ο Αριστοτέλης δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί αξιόπιστος μάρτυρας αναφορικά με τον Σωκράτη, του οποίου δεν υπήρξε σύγχρονος, είναι ωστόσο αναντίρρητη η αυθεντία του όταν μιλά για τον Πλάτωνα, του οποίου υπήρξε ο σημαντικότερος οπαδός ανάμεσα στους μαθητές της Ἀκαδημίας.

Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι οι ίδιοι οι εισηγητές κατέστρεψαν, στην πράξη, τη δική τους πρόταση. Χαρακτηριστικό είναι ιδίως το παράδειγμα του Taylor, ο οποίος από τους δύο ήταν ο περισσότερο φιλόσοφος και, συνεπώς, ο περισσότερο κατάλληλος να οδηγήσει τα προβλήματα σε διαύγεια. Ο Taylor, πράγματι, έγραψε μεταξύ άλλων δύο μονογραφίες στις οποίες συνέλεξε τα αποτελέσματα των αναλυτικών του ερευνών: η πρώτη μονογραφία είναι αφιερωμένη στον Σωκράτη, η δεύτερη στον Πλάτωνα. Όποιος τις ξαναδιαβάσει διαδοχικά διαπιστώνει χωρίς καμιά δυσκολία ότι οι παράδοξες θέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος διατυπώνονται μεν, αλλά κατόπιν μένουν ουσιαστικά ανενεργές, τόσο ως προς την ανασυγκρότηση της σωκρατικής σκέψεως όσο και ως προς την επανερμηνεία των πλατωνικών διαλόγων.

Επομένως, εάν αφήσουμε κατά μέρος κάποια μεμονωμένη εξαίρεση, κανένας μελετητής δεν επανέλαβε πλέον την ερμηνεία των σκωτσέζων πλατωνιστών, παρά μόνο για να επαναβεβαιώσει την αβασιμότητά της (Ο μόνος που επανέφερε τις παράδοξες θέσεις του Burnet και του Taylor ήταν, απ’ όσο φαίνεται, ο R. Applegate, στο έργο του The Alcibiades of Aeschines of Sphettus, Princeton University 1948 (αναφέρουμε εκτενώς διότι το βιβλίο είναι δύσκολο να εντοπιστεί). Ο Applegate επιχειρεί να αποδείξει ότι ο ιστορικός Σωκράτης ταυτίζεται με τον πλατωνικό Σωκράτη και ότι η θεωρία των Ἰδεῶν — ιδίως στις μυστικές και επιστημολογικές της όψεις — είχε διατυπωθεί από τον Σωκράτη πριν ο Πλάτων της προσδώσει λογοτεχνική μορφή. Η επιχειρηματολογία θεμελιώνεται στην ανάλυση των αποσπασμάτων του Αισχίνη του Σφηττιέως. Ορισμένες συγκρίσεις θα έδειχναν, πρώτον, ότι «ο Αισχίνης ενισχύει την “πλατωνική” κριτική των πολιτικών ηγετών του 5ου αιώνα ως όντως σωκρατική» (σ. 59). Επάνω σε αυτή τη βάση ο συγγραφέας καταλήγει ως εξής:
«Αυτή η πολιτική κριτική […] εξαρτάται από τη θεωρία των Ἰδεῶν και ιδίως από την Ἰδέα του Ἀγαθοῦ, η οποία αποτελεί τη μεταφυσική της προϋπόθεση. Άρα η θεωρία πρέπει να είναι επίσης σωκρατική· γιατί η κριτική των πολιτικών δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μεταφυσική θεμελίωση και δικαίωσή της. Θα ήταν γελοίο να πούμε ότι ο Σωκράτης κατηγορούσε τους πολιτικούς για άγνοια, αλλά ότι ο Πλάτων ήταν ο πρώτος που έδειξε τι ήταν αυτό που δεν γνώριζαν.» (σ. 61)

Ο μελετητής επισημαίνει ακόμη εννοιολογικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον Αλκιβιάδη του Αισχίνη και τον λόγο του Αλκιβιάδη στο πλατωνικό Συμπόσιο, οι οποίες θα αποδείκνυαν ότι «ο Αισχίνης επιβεβαιώνει πως ο λόγος του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο είναι η αληθινή αφήγηση που ισχυρίζεται ότι είναι· και αυτό, με τη σειρά του, ενισχύει ότι η διδασκαλία περί ἔρωτος στον λόγο της Διοτίμας είναι σωκρατική.» (σ. 75)

Περαιτέρω αντιστοιχίες — ακόμη και λεξιλογικές — θα οδηγούσαν στην απόδοση στον Σωκράτη της πατρότητας της διδασκαλίας περί ἔρωτος με όλες τις μεταφυσικές της συνέπειες:

«Τα αποσπάσματα του Αλκιβιάδη του Αισχίνη θεμελιώνουν ότι η διδασκαλία περί ἔρωτος, η οποία εκτίθεται στον λόγο της Διοτίμας στο Συμπόσιο και στον τρίτο λόγο του Φαίδρου, είναι σωκρατική. Η πρώτη περίπτωση επιβεβαιώνεται από την πολύ στενή σύνδεση με τον ἐγκώμιον του Αλκιβιάδη στον Σωκράτη και από την υποστήριξη του Αισχίνη προς αυτό το ἐγκώμιον· η δεύτερη επιβεβαιώνεται από άμεσες παραλληλίες με τον διάλογο του Αισχίνη. Και οι δύο χωρίες, όμως, αφορούν τη μυστικιστική πλευρά της θεωρίας των Ἰδεῶν και θα ήταν πλήρως ακατανόητοι χωρίς αυτήν. Έτσι, αυτή η όψη της θεωρίας επιβεβαιώνεται κατά τον ισχυρότερο τρόπο ως σωκρατική.» (σ. 78)

Η έρευνα του Αμερικανού μελετητή υπόκειται, προφανώς, στις ίδιες δυσκολίες που έχουν αποδοθεί στον Burnet και τον Taylor.). Γι’ αυτό, το να μιλά κανείς ακόμη γι’ αυτήν εμπεριέχει τον κίνδυνο να επαναλάβει πράγματα ήδη άριστα ειπωμένα από άλλους και να δώσει την εντύπωση πως επιμένει σε μια άκαρπη έρευνα μέσα στο αρχείο της σωκρατικής ιστοριογραφίας. Δεν μας φαίνεται, λοιπόν, σκόπιμο να επιμείνουμε περισσότερο σε εκείνα που ήδη πολλά χρόνια πριν — όπως θυμίζει ο ίδιος ο Taylor ανακαλώντας τα χρόνια της συνεργασίας του με τον Burnet (Βλ. W.L. Lorimer – A.E. Taylor, John Burnet (1863–1928), στο «Proceedings of the British Academy», 14 (1929–1930), σσ. 445–470, ιδίως σ. 465.)— είχαν αποτελεσματικά χαρακτηριστεί και ρητώς εκκαθαριστεί ως «σχολή των Σκώτων» (scuola scozzese) ή ως «παράδοξα» της σχολής αυτής.

Για να συμπεράνουμε, θα αρκέσει να πούμε ότι κατέστη δυνατό να ανατραπεί και να αναποδογυριστεί η θέση του πλατωνικού ρεαλισμού προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και να υποστηριχθεί ότι οι διάλογοι του Πλάτωνος, όπως και όλες οι άλλες σωκρατικές πηγές, αποτελούν ένα λογοτεχνικό θρύλο, από τον οποίο — όπως λέει ο Gigon — μπορεί κανείς μετά βίας να αποσπάσει την απόδειξη της ιστορικής ύπαρξης του Σωκράτη. Αλλά, πέρα από το απολύτως προφανές γεγονός ότι για τον Σωκράτη έχουν ειπωθεί πλέον όλα και τα αντίθετά τους, είναι επίσης σαφές ότι ο λόγος των σκωτσέζων πλατωνιστών αποτελεί τη ριζοσπαστικοποίηση του ρομαντικού παραδείγματος, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από ό,τι ο λόγος του Gigon αποτελεί τη σωτήρια ριζοσπαστικοποίηση της άρνησής του. Και είναι εξίσου σαφές ότι η πρώτη θέση των Σκώτων φιλολόγων — και επίσης η δεύτερη, η οποία στηρίζεται στην πρώτη και λογικά προκύπτει από αυτήν — καθώς αμφότερες εμπίπτουν στο παλαιό ρομαντικό παράδειγμα, δεν έχουν πια τίποτε να προσφέρουν στη σύγχρονη έρευνα για τον Σωκράτη.

Συνεχίζεται με:

4. Ἡ τρίτη θέση και η επίδρασή της στο πλαίσιο του νέου σωκρατικού παραδείγματος

Δεν υπάρχουν σχόλια: