Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Δικαίωμα, ηθική και είναι – Μία αναφορά στην σκέψη του Χρήστου Γιανναρά

 

από Βασίλειος Χρ. Μπούτος

Ένα από τα οπωσδήποτε όχι επαρκώς αναγνωρισμένα έργα του αειμνήστου και διαπρεπούς σε διεθνή κλίμακα Καθηγητή Χρήστου Γιανναρά είναι το βιβλίο του, «Η απανθρωπία του δικαιώματος» (Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998).

Πιθανότατα δε να μην έτυχε της τιμής και προσοχής που θα τού έπρεπε, ακριβώς διότι ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του: κινούμενο στο πεδίο τόσο της Θεολογίας όσο και της Πολιτικής Φιλοσοφίας συνιστά μία σπουδή στην κεντρική στο δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα έννοια του «δικαιώματος» τόσο ιδιοφυή, διεισδυτική και πρωτοποριακή, ώστε το μακρινό 1998, οπότε και εξεδόθη, να μην ήταν ίσως εξ αντικειμένου εφικτό να κατανοηθεί επαρκώς και σε ευρεία κλίμακα -αν δεν έδινε και λαβή να κατηγορηθεί από τους πολλούς για υπέρμετρη κινδυνολογία, ανεξέλεγκτο αρνητισμό και διάχυτο πεσιμισμό.

Σήμερα, όμως, 27 χρόνια μετά την έκδοσή του, με τον περίφημο «δικαιωματισμό», ως άψογα οργανωμένο ιδεοληπτικό μηχανισμό παραγωγής ενός νοήματος χωρίς νόημα έξω από τον ίδιο τον εαυτό, να επελαύνει κυριαρχικά σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, να αρδεύει «από τα πάνω» και, συνεπώς, σχεδόν καταναγκαστικά κάθε όρο του κοινωνικού γεγονότος, καταδυναστεύοντάς το, και να αγωνίζεται ακατάπαυστα όσο και με κωμικοτραγική εμμονή να ανακαλύψει ή μάλλον να εφεύρει νέα, απολύτως καινοφανούς εμπνεύσεως, «δικαιώματα», στο πλαίσιο μίας απολύτως ρηξικέλευθης εκδοχής του ανθρωπίνου υποκειμένου, η επικαιρότητά του είναι απλώς εντυπωσιακή.

Πολύ περισσότερο, όμως, η εν λόγω πραγματεία επιτρέπει να κατανοηθεί σε βάθος το σχετικό φαινόμενο και συνακόλουθα να προβλεφθούν οι ιστορικώς πρωτόγνωροι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε επίπεδο όχι «απλώς» κοινωνικό αλλά καθαρώς πλέον ανθρωπολογικό.

Πρωτευόντως και θεμελιακώς, η ως άνω μελέτη του Χρήστου Γιανναρά, προάγει την εξής πρωταρχικής -όσο και διόλου αυτονόητης εν όψει της, όπως επέμενε να καταγγέλλει, βροχής «ιδεολογικών παραισθησιογόνων», των μεθοδικώς εκτοξευομένων εκ μέρους των κινούντων τα νήματα του σχετικώς προωθουμένου μετασχηματισμού του κοινωνικού γεγονότος- σημασίας συνειδητοποίηση:

«Δ ι κ α ί ω μ α» και «ε ί ν α ι» αποτελούν δύο ξεκάθαρα διακριτές έννοιες.

Αντιθέτως, όμως, η μονότροπα δικαιωματοκεντρική κατεύθυνση της κοινωνίας μας προσδίδει ξεκάθαρα πλέον σήμερα στην έννοια του «δικαιώματος» μία σαφή οντολογική αναφορά, συσχετιζόντάς το ευθέως με το υπάρχειν, τον τρόπο της μετοχής σε αυτό.

Αλλά, όπως υπογραμμίζει ο Γιανναράς, το «δικαίωμα» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο επίπεδο της συμπεριφοράς, όχι, όμως, και στο υπαρκτικό - ανθρωπολογικό πεδίο, στην ύπαρξη καθ’ εαυτήν, όπως προσδιορίζεται στην βάση εγγενών - φυσικών χαρακτηριστικών:

Προφανώς δηλαδή και δεν έχει κάποιος «δικαίωμα» λ.χ. να είναι ψηλότερος ή ευφυέστερος, να έχει γαλάζια μάτια, σπάνιο ταλέντο μουσικοσυνθέτη, βιρτουόζου πιανίστα ή «μάγου» της μπάλας, μυική ισχύ λιονταριού ή ταχύτητα πάνθηρα, ομοίως δε και δεν δύναται να νοηθεί λ.χ. «δικαίωμα» γαλακτοφορίας των ανδρικών μαστών.


Ωστόσο δε, το περίφημο «δικαίωμα στην διαφορά», ως ειδικότερη εκδήλωση της περιβόητης αρχής του πλουραλισμού, καταλήγει να επάγεται σήμερα μία τέτοια α υ τ ο ν ό μ η σ η του ατόμου, προς τον σκοπό θωράκισής του, ώστε να άγει εν τέλει και σε μία θεσμοποιημένη άρνηση της πραγματικότητας, στους όρους της οποίας, ωστόσο, και υπαγόμαστε, κατά φυσική και λογική αναγκαιότητα. Όπως δε η κοινή πείρα βεβαιώνει, μία τέτοια μορφής άρνηση ασφαλώς και μοιάζει πρόσφορη να καταλήξει σε μία θεσμοποιημένη - νομικώς αναγνωρισμένη και, κατά συνέπειαν, εν τοίς πράγμασιν υποδαυλιζομένη μορφή συλλογικής ψυχοπαθολογίας.

Σε κάθε περίπτωση, το σύγχρονο δικαιωματοκεντρικό πολιτισμικό παράδειγμα, ταυτίζοντας απολύτως την επιθυμία με το «δικαίωμα», οικοδομεί, όπως τονίζει και ένας από τους κορυφαίους σήμερα θεολόγους και εν γένει διανοητές, ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Λουδοβίκος, μία μεταμοντέρνα νέα «ηθική», πέρα από την αρετή, πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από την διάκριση αλήθειας και ψεύδους, πέρα από την Θεολογία · μία «ηθική», η οποία και ουδόλως πια νοείται ως πηγάζουσα από οιαδήποτε «φ ύ σ η» ή «λ ό γ ο» των όντων, πόσω μάλλον από τον ίδιο τον Θεό, τον Δημιουργό των όντων, του κόσμου ολόκληρου.

Πρόκειται εν τέλει για μία «ηθική» απολύτως ατομική, μη κοινωνουμένη, χωρίς έναν άξονα αναφοράς που να υπερβαίνει το «εγώ», αλλά εγκλωβισμένη ασφυκτικά στο πώς αισθάνεται αυτό και μόνον το «εγώ», το οποίο και αναβιβάζεται αίφνης σε μόνο, αποκλειστικό και τελικό κριτή των πάντων · μία «ηθική», η οποία αιχμαλωτίζει το άτομο στις αλυσίδες ενός εξαιρετικά βολικού σχετικισμού: εκείνου της ατομικής συγκίνησης και εν τέλει θυματοποίησης, που με την σειρά της και πολύ εύκολα πια άγει σε μία ηθικώς δικαιωμένη πραγμοποίηση και αντικειμενικοποίηση του «άλλου».

Αυτήν την «ηθική» θέλησε να διαμορφώσει ο Διαφωτισμός. Και απέτυχε οικτρά. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν διαμορφώνονται -το ζούμε καθαρά πια σήμερα, ο Γιανναράς, όμως, το διείδε και το διέγνωσε εντυπωσιακά νωρίς- παρά άπειρα ατομικά, παράλληλα σύμπαντα, απόλυτα όσο και ψευδαισθητικώς ικανοποιημένα μέσα στην ακοινώνητη αυτονομία τους, εξ ού δε και εν πολλοίς ακινητοποιημένα. Πώς, λοιπόν, να συναντήσουν τον «άλλον»; Απέναντί τους δεν βλέπουν παρά το καθρεφτιζόμενο είδωλό τους.

Η αιτία; Μα διότι πρόκειται για «εγώ» διόλου διψασμένα να ψηλαφίσουν ένα κοινό ζητούμενο: Μία πηγή νοήματος που να τα υπερβαίνει και ταυτόχρονα να τα συνδέει.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ως άνω πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος, κρατώντας το ίδιο με τον Γιανναρά νήμα στο πλαίσιο της ανάπτυξης του σχετικού θεολογικού και φιλοσοφικού προβληματισμού, χωρίς σύνδεση με κάποια πηγή ο ν τ ο λ ο γ ί α ς, η οποία να προσδιορίζει το ε ί ν α ι των πραγμάτων, χωρίς δηλαδή τελικά ένα σχετικό θεολογικό ή, έστω, κοσμολογικό (βλ. λ.χ. τον, κατά τον Ηράκλειτο, λ ό γ ο των υπαρκτών) υπόβαθρο, οποιαδήποτε συζήτηση περί ηθικής δεν μπορεί παρά να μοιάζει ένα με το Τίποτα, με το απόλυτο μηδέν.

Διότι τότε απαρνούμασθε την εκπόρευση των απαντήσεων στα σχετικά ηθικά ερωτήματα, από μια οντολογία, η οποία καθορίζει την ο υ σ ί α των πραγμάτων, δηλ. τον λ ό γ ο τους, δηλαδή, όπως ετυμολογεί ο Γιανναράς, το σύνολο εκείνων των χαρακτηριστικών, που το καθιστούν αυτό που πράγματι ε ί ν α ι · ώστε, εξ αντιδιαστολής, να δύναται να συναχθεί και το τί δεν ε ί ν α ι, και, κατ’ επέκτασιν, να δύναται να αναφανεί και ένα κρυμμένο δ ε ο ν τ ο λ ο γ ι κ ό στοιχείο: τί πρέπει, τί απαιτείται για να ε ί ν α ι, ώστε να υπαγορεύεται άρρητα και ένα αντίστοιχο ήθος, εν τέλει δε ο τρόπος της ύπαρξης.

Αυτό φαίνεται πως εν τέλει αποδέχεται και ο μεγάλος -αγνωστικιστής- φιλόσοφος, Λούντβιχ Βίτγκενστάιν, με την μεγαλειώδη πρότασή του, την οποία και τόσο αγαπούσε να μνημονεύει ο μακαριστός δάσκαλος Χρήστος Γιανναράς: «Το ν ό η μ α του κόσμου πρέπει να βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Στον κόσμο όλα είναι, όπως είναι, και όλα συμβαίνουν, όπως συμβαίνουν. Μέσα στον κόσμο δεν υπάρχει καμμία αξία και αν υπήρχε δεν θα είχε καμμία αξία. Αν υπάρχει μία αξία που να έχει αξία, πρέπει να βρίσκεται έξω από όλα όσα συμβαίνουν και έχουν έτσι. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν και έχουν έτσι είναι συμπτωματικά. Αυτό που τα κάνει να μην είναι συμπτωματικά, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στον κόσμο, γιατί τότε θα ήταν και αυτό συμπτωματικό. Πρέπει να βρίσκεται έξω από τον κόσμο.» (Tractatus).

Παρά ταύτα, σήμερα, εντός του συστημικού πεδίου, στην σχετική συζήτηση δεν χωράει η σύνδεση με μια ανάλογη πηγή ο ν τ ο λ ο γ ί α ς. Η συζήτηση ως προς το υ π ά ρ χ ε ι ν εκκινεί από αλλά και εν τέλει εξαντλείται σε ένα απολύτως ατομικό, βουλητικό και ψυχολογικό στοιχείο.

Μας αρκεί δηλαδή σχετικώς ένας ατομικός ψυχολογικός εμπειρισμός, ξεκομμένος πλήρως και από την κοινή εμπειρία · ως αποτέλεσμα, όπως τόνιζε ο Γιανναράς, πλέον υποκαθιστούμε ξεκάθαρα πια την ο ν τ ο λ ο γ ί α από την ψ υ χ ο λ ο γ ί α:

ο καθένας «δικαιούται» να θεωρεί πως πράγματι ε ί ν α ι ό,τι νοιώθει πως είναι και ό,τι θέλει να είναι, χωρίς αυτή η ατομική πρόσληψη της πραγματικότητας να υπόκειται, μεταξύ άλλων, και σε οιονδήποτε κοινωνικό έλεγχο · δεν μάς ενδιαφέρει καθόλου πλέον το όντως ε ί ν α ι των πραγμάτων αλλά αποκλειστικώς και μόνον το τί «νοιώθουμε», το τί «αισθανόμαστε» εμείς γι’ αυτά.

Όλα, λοιπόν, αναπόδραστα «οφείλουν» να υποτάσσονται σε αυτήν την κατά τον Ηράκλειτο «ιδιάζουσα» και, συνεπώς, ψευδή («Καθ΄ ὅ,τι ἃν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δε ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα», ρήση - οδοδείκτης στο εν γένει έργο του Γιανναρά) αίσθηση και συναίσθησή μας, συμπεριλαμβανομένης και της αναφερομένης σε αυτήν την φύση των πραγμάτων: ως διόλου αναπάντεχο αποτέλεσμα, απαιτούμε πλέον, όπως αποφθεγματικά υπογράμμιζε ο Γιανναράς, το κατά φύσιν απολύτως ανέφικτό να καταστεί δικαιωματοκεντρικώς και κατά σύμβασιν απολύτως εφικτό, προκειμένου -επιτέλους!- να δικαιωθεί erga omnes αυτό που «νοιώθουμε» πως ε ί ν α ι, αδιαφορώντας, ωστόσο, πλήρως αν όντως ε ί ν α ι ή δεν ε ί ν α ι.

Ως αποτέλεσμα, ολίγον κατ’ ολίγον αποδομείται έως ολοκληρωτικής καταργήσεως και οιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης της αίσθησης ενός κοινού δ έ ο ν τ ο ς. Για πρώτη ίσως φορά στην Παγκόσμιο Ιστορία, εκλείπει βαθμηδόν οιοδήποτε κοινό δεοντολογικό στοιχείο, οιοδήποτε κοινό «πρέπει», διότι μοιάζει να αγνοούμε ή, πάντως, να μην αναγνωρίζουμε οιονδήποτε άξονα αναφοράς της ύπαρξης, προς τον οποίο και να δύναται παραβληθεί η ατομική μας πρόσληψη περί αυτής.

Ειδικά δε στην περίπτωση μας, στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, φαίνεται πως, αποδεχόμενοι, εκόντες άκοντες, σχετικώς κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις, καταλήγουμε, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, να ακολουθούμε έναν μοιραίο για την Ιστορία του Γένους μας δρόμο:

Εκείνον που απορρίπτει τον Χριστό, ως Αλήθεια, ως Πηγή Νοήματος της ζωής μας και αναπόδραστα οδηγεί στην αγκαλιά του μηδενός.

Απαρνούμαστε μετά από 2.000 χρόνια την οντολογία της Χριστιανικής Θεολογίας και πορευόμαστε ασμένως προς τον απόλυτο σχετικισμό, «την σχετικοποίηση των πάντων, δηλαδή την απολυτοποίηση του τίποτα», όπως σοφά συνόψιζε ο Γιανναράς, την πλήρη εν τέλει αποσύνθεση τόσο του κοινωνικού γεγονότος όσο και αυτής της λογικής συγκρότησης του ανθρωπίνου υποκειμένου.

Τούτο δε, διότι η σχετικοποίηση των πάντων δεν επάγεται παρά την αντικειμενική ι σ ο σ θ έ ν ε ι α λογικώς α ν ί σ ω ν προτάσεων, ισχυρισμών, θέσεων. Αλλά, αν τα πάντα είναι ι σ ο σ θ ε ν ή είναι και εξ ίσου ανίσχυρα. Αν τα πάντα είναι κ α τ ά λ ό γ ο ν, τότε ουδέν άτοπον και παράλογον. Αν τα πάντα είναι α λ η θ ή, τότε το ψεύδος αφήνεται να καλπάσει, να προελάσει και να επελάσει παντελώς ανενόχλητο: η άσκηση της αρετής της διακρίσεως θα έχει εν δυνάμει πια αποκλεισθεί -αφού μάλλον πρώτα θα έχει ποινικοποιηθεί.

Ως αποτέλεσμα, όλα πια, εύλογα και προγραμματισμένα, δεν καταλήγουν να αντανακλούν παρά ένα φτηνό εγωτικό συμφέρον, όλα πια προβάλλουν ως απαίτηση ανορίωτης κυριαρχίας. Όλα, τελικώς, φανερώνουν -όπως εγκαίρως προέβλεψε ο Φρίντριχ Νίτσε, ο κατά Γιανναρά «προφήτης» του κυρίαρχου σήμερα μηδενισμού- μία απόλυτη «θέληση για δύναμη», η οποία και «δικαιούται», στο πλαίσιο αυτής της πλήρως αυτονομημένης, παντελώς αποκομμένης από οποιονδήποτε υπερατομικό άξονα αναφοράς και, συνεπώς, Do It Yourself «ηθικής», να συντρίβει τα πάντα: από τα απολύτως εύλογα δικαιώματα των άλλων, ακόμη και παιδιών ή και κυοφορουμένων, μέχρι το κοινωνικό γεγονός της γλώσσας, την ίδια την μνήμη του αγαθού.

Πορευόμαστε, λοιπόν, αγεληδόν υπνωτισμένοι, ανυποψίαστοι αιχμάλωτοι της πλέον ιδιοτελούς ατομικής χρησιμότητας, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας. Πώς άλλως, άλλωστε, αφού «τό ζητεῖν ἁπανταχοῦ τό χρήσιμον, ἥκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καί ἐλευθερίοις», κατά την μνημειώδη ρήση του Αριστοτέλη, η οποία ασφαλώς και σημάδεψε την σκέψη του επιφανούς δασκάλου μας, Χρήστου Γιανναρά · μέχρι να μεταποιηθούμε ολοκληρωτικά σε σκλάβους, δούλους, τελικώς, του εαυτού μας, ενός «εγώ» όχι σοφά σμιλευομένου αλλά διαρκώς κολακευομένου. Και δούλος του εαυτού δεν σημαίνει παρά τύραννος του άλλου.

Τούτο δε ακριβώς και το μέγιστο διακύβευμα, σε παγκόσμια σήμερα κλίμακα: Η ίδια η ελευθερία μας · ως απάρνηση της τόσο απατηλά ελκυστικής και πεπλανημένα ποθητής αυτοϋποδούλωσής μας.

*Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου

Δημοσιεύθηκε στὸ τεῦχος 380 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2025) τοῦ περιοδικοῦ Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀφιερώματος «Χρῆστος Γιανναρᾶς»



ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/1AoPyuJzEt/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Πώς, λοιπόν, να συναντήσουν τον «άλλον»; Απέναντί τους δεν βλέπουν παρά το καθρεφτιζόμενο είδωλό τους.
Η αιτία; Μα διότι πρόκειται για «εγώ» διόλου διψασμένα να ψηλαφίσουν ένα κοινό 
ζητούμενο: Μία πηγή νοήματος που να τα υπερβαίνει και ταυτόχρονα να τα συνδέει
Εκείνον που απορρίπτει τον Χριστό, ως Αλήθεια, ως Πηγή Νοήματος της ζωής μας και αναπόδραστα οδηγεί στην αγκαλιά του μηδενός.
«τό ζητεῖν ἁπανταχοῦ τό χρήσιμον, ἥκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καί ἐλευθερίοις»,  κατά την μνημειώδη ρήση του Αριστοτέλη
Πορευόμαστε, λοιπόν, αγεληδόν υπνωτισμένοι, ανυποψίαστοι αιχμάλωτοι της πλέον ιδιοτελούς ατομικής χρησιμότητας, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας.
 μέχρι να μεταποιηθούμε ολοκληρωτικά σε σκλάβους, δούλους, τελικώς, του εαυτού μας, ενός «εγώ» όχι σοφά σμιλευομένου αλλά διαρκώς κολακευομένου. Και δούλος του εαυτού δεν σημαίνει παρά τύραννος του άλλου.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Η ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑ Ή ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙΣ ΤΙΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΣΑΝ Η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ Κ'ΑΓΑΘΟΥ. 
ΑΠΟ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΕΙ;
Ματθαίος 22:37-40 Είπε σ' αυτόν ο Ιησούς, "Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου" με όλη σου την καρδιά, και με όλη σου την ψυχή, και με όλο σου το μυαλό. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και η δεύτερη είναι όμοια με αυτήν, "Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν". Σε αυτές τις δύο εντολές κρέμονται όλος ο νόμος και οι προφήτες.

Ματθ. 19,16 
Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς.
λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις,
τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;
ἔφη αὐτῷ ὁ Ἱησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.

ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΝΕΑΝΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΙ 
ΟΧΙ ΟΙ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΙ.

Η ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΔΙΕΚΡΙΝΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΠΑΡΑΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΟΠΩΣ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΕΒΡΑΙΚΟ ΛΑΟ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: