Ο Heidegger και η κλασσική μεταφυσική
Emanuele Severino
Είναι ασφαλώς ενδιαφέρον, ότι ο Heidegger μπόρεσε να έχει στα χέρια του ορισμένα από τα γραπτά μου. Θα έλεγα πως, από τη δική μου σκοπιά, είναι πιο ενδιαφέρον αυτό στο οποίο αυτά τα γραπτά αναφέρονται, παρά το γεγονός ότι ο Heidegger τα είχε στα χέρια του. Ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο, το οποίο όμως επέμεινε πολύ στη σχέση ανάμεσα στον Heidegger και εκείνο το νεανικό μου κείμενο που ήταν η διπλωματική εργασία, όπου τότε ήμουν υποστηρικτής ή έβλεπα στην κλασική μεταφυσική την ολοκληρωμένη, αυθεντική μορφή της φιλοσοφίας.
Και επομένως έβλεπα στον Heidegger όχι μια κλειστή πόρτα απέναντι στη μεταφυσική αλλά μια ανοιχτή πόρτα. Αυτό επίσης επειδή στον Heidegger, για παράδειγμα στο Sein und Zeit, είναι πολύ ρητή η διατύπωση ότι αυτό που εκείνος ονομάζει «υπαρξιακή αναλυτική», δηλαδή η περιγραφή του είναι-στον-κόσμο του Sein, της δικής μας ύπαρξης, του δικού μας είναι-ανθρώπου. Αυτή η περιγραφή δεν λέει τίποτα ούτε θετικά ούτε αρνητικά γύρω από τα μεγάλα προβλήματα της μεταφυσικής, δηλαδή την ύπαρξη του Θεού, δηλαδή την αθανασία της ψυχής.
Αυτό ο Heidegger όχι μόνο το δηλώνει ρητά στο Είναι και Χρόνος, αλλά και αργότερα, για παράδειγμα στην Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, επιμένει σε αυτήν την ουδετερότητα, η οποία για τον τότε νεαρό Σεβερίνο που δούλευε πάνω στη διπλωματική του εργασία, χρησιμοποιούνταν ως, όπως έλεγα πριν, μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε σε δύο κατευθύνσεις. Η συνθήκη, αυτό επίσης είναι η γλώσσα του Heidegger, η οντολογική συνθήκη του φανερώματος. Ας προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε λίγο αυτό το σημείο.
Εκείνο το βιβλίο μου, εκείνη η διπλωματική μου εργασία, δεν ξεκινά αναλύοντας το Sein und Zeit, που είναι του 1927, αλλά ξεκινά αναλύοντας το Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής, που είναι μεταγενέστερο, έστω και κατά λίγα χρόνια. Αυτό γιατί ο Heidegger εξετάζει πολύ από κοντά τον καντιανό λόγο για τις υπερβατολογικές συνθήκες που καθιστούν δυνατό τον κόσμο που έχουμε μπροστά μας. Ο κόσμος που έχουμε μπροστά μας τον έχουμε έτσι, επειδή υπάρχουν αυτές οι α priori δομές, χώρος-χρόνος, οι κατηγορίες, οι υπερβατολογικές ιδέες, που καθιστούν δυνατή ακριβώς τη φανέρωση, τη φανέρωση του κόσμου.
Θα μπορούσε τότε να πει κανείς ότι στη θέση αυτής της πολυπλοκότητας ή στη ρίζα αυτής της καντιανής υπερβατολογικής πολυπλοκότητας, ο Heidegger υποκαθιστά το νόημα του Είναι. Το Είναι δεν είναι καινοτομία τεράστια, γιατί ήδη στη σκέψη του Αριστοτέλη, ακόμη και αν διαβαστεί από την πλευρά της σχολαστικής φιλοσοφίας, διακρίνεται μια διπλή operatio intellectus. Η πρώτη πράξη είναι αυτή που συλλαμβάνει τα νοήματα: «λυχνία», «άνθρωπος», «τραπέζι», αλλά χωρίς να τα συνδέει.
Στη ρίζα όλων αυτών των νοημάτων βρίσκεται το νόημα «είναι», γιατί το τραπέζι είναι, η λυχνία είναι, ο άνθρωπος είναι. Έτσι το καντιανό υπερβατολογικό συνοψίζεται στο νόημα του Είναι. Θυμάμαι ότι τότε, λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή εκείνης της διπλωματικής, έγραψα επίσης ένα άρθρο για τον Rosmini, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο, ακόμη κι αν μπροστά στον επιβλητικό Heidegger ο Rosmini, ταπεινός ιερέας από το Rovereto, φαίνεται σκανδαλώδες να συγκριθούν, κι όμως, και ο Rosmini, αναφερόμενος επίσης στη διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ πρώτης και δεύτερης operatio intellectus, για την οποία πριν δεν μίλησα αλλά τώρα θα μιλήσω αμέσως, θέτει το Είναι ως το πρωταρχικό νόημα χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα. Έλεγα πριν, η πρώτη operatio intellectus είναι η παρουσίαση των νοημάτων μη συνδεδεμένων μεταξύ τους.
Μη συνδεδεμένο είναι να λες «άνθρωπος». Το να τα συνδέεις είναι να λες «ο άνθρωπος είναι θνητός». Μη συνδεδεμένο είναι να λες «λυχνία».
Σύνδεση είναι να λες «η λυχνία είναι αναμμένη». Και αυτή είναι η δεύτερη operatio intellectus. Ο Heidegger παρακάμπτει αρκετά ριζικά αυτή τη διάκριση και επιμένει στο α priori· μάλιστα στο Kantbuch, στο βιβλίο για τον Καντ, το οποίο ο ίδιος αποκαλεί έτσι, επιμένει στην ανάγκη να παραπέμπεται κάθε νόημα σε αυτό.
Πριν όμως συνεχίσω την κουβέντα μου, θα ήθελα να πω ότι συχνά δίνεται η εντύπωση πως αυτά τα πράγματα είναι λόγοι φιλοσόφων που ζουν στα σύννεφα. Όμως, αν σκεφτούμε με περισσότερη προσοχή, βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να κινηθούμε ούτε να πούμε τίποτα χωρίς να πούμε ακριβώς «η λυχνία είναι αναμμένη», «εγώ είμαι άνθρωπος», «εσύ είσαι ηλίθιος» και πάει λέγοντας. Σήμερα είναι μέρα, τώρα είναι μέρα.
Λοιπόν, η φιλοσοφική ανάλυση είναι ταυτόχρονα αφηρημένη, αλλά είναι εκείνη η αφαίρεση—κάνω εδώ μια παρένθεση στον λόγο μου για τον Heidegger—είναι εκείνη η αφαίρεση που είναι ανάλογη με την αφαίρεση των μαθηματικών, την πιο αφηρημένη αφαίρεση, για παράδειγμα, της μαθηματικής ανάλυσης ή ακόμη και της αριθμητικής. Όμως καμία επιχείρηση, καμία εμπορική δραστηριότητα, καμία διεθνής σχέση οικονομικού ή πολιτικού τύπου δεν θα ήταν δυνατή αν παραβιάζονταν οι κανόνες της αριθμητικής· και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να μιλάμε και για την ανάλυση, αλλά ήδη η αριθμητική, θα έλεγα μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα, είναι θεμελιώδης. Κλείνω αυτή την παρένθεση υπεράσπισης της φιλοσοφίας για να πω ότι, αν σε άλλη περίσταση μπορούσαμε να εξετάσουμε την επίδραση της φιλοσοφίας στον κοινό τρόπο ζωής—που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτό είναι κάτι καλό—αυτό θα ήταν μια συζήτηση που θα μας οδηγούσε μακριά· οπότε την κλείνουμε εδώ.
Έλεγα πριν από την παρένθεση ότι ο Heidegger δείχνει ποια είναι η a priori συνθήκη του φανερώματος του κόσμου· είχαμε καταλήξει λέγοντας ότι είναι εκείνο το ουδέτερο υπερβατολογικό καντιανής προέλευσης, που είναι το Είναι. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κατεύθυνση που θεωρούσα ενδιαφέρουσα σε εκείνο το βιβλίο μου, ακριβώς σε σχέση με το γεγονός ότι ο Heidegger, όπως έλεγα πριν, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ειπωθεί κάτι γύρω από την ύπαρξη του Θεού, την αθανασία, το ότι μπορούμε να έχουμε μια ζωή μετά τον θάνατο. Έλεγε ότι ο ίδιος δεν θα τοποθετηθεί· και ήταν σωστό να το λέει αυτό, ως καλός φαινομενολόγος, μαθητής του Husserl, που περιορίζεται zu den Sachen selbst, στα ίδια τα πράγματα.
Εδώ όμως η υπόθεση περιπλέκεται, γιατί σε εκείνο το βιβλίο μου, που διαρκώς ελήφθη υπόψη στο συνέδριο, έλεγα ότι η πρώτη διαδρομή για να φτάσει κανείς στη κλασική μεταφυσική, την οποία τότε συμμεριζόμουν, και που κορυφώνεται στην επιβεβαίωση του Θεού—Αριστοτέλης, Θωμάς, Leibniz—το πρώτο βήμα είναι να πούμε ότι η γνώση μας δεν έχει εξουσία πάνω στα πράγματα. Δηλαδή τα πράγματα δεν υπάρχουν επειδή τα γνωρίζουμε, αλλά, όπως ήδη έλεγε ο Αριστοτέλης, τα γνωρίζουμε επειδή υπάρχουν. Τότε έβλεπα στον Heidegger τη μορφή αυτού που ο ίδιος ονομάζει Unmächtige Übermacht, την «ανίσχυρη υπερδύναμη».
Η «υπερδύναμη» είναι η οντολογική πλευρά του Είναι, που είναι η συνθήκη ώστε να μπορεί να φανερωθεί ο κόσμος. Η Unmacht, δηλαδή η ανίσχυρη πλευρά, είναι ακριβώς η συνθήκη σύμφωνα με την οποία η γνώση δεν παράγει τα πράγματα και επομένως είναι ανίσχυρη απέναντι στα πράγματα. Έτσι το πρώτο μονοπάτι για να φτάσει κανείς στον Θεό της κλασικής μεταφυσικής έπρεπε να περάσει από αυτή την ενδιαφέρουσα νύξη του Heidegger, που ήταν μια μορφή ρεαλισμού αρκετά «ανέμελα» επανεισαγόμενου· αλλά τότε ήμουν πολύ πρόθυμος να συγχωρήσω τις ελαφρότητες του Heidegger. Και συνέβη ότι σε αυτό το συνέδριο τονίστηκε ιδιαίτερα ο λόγος για τη σχέση μου με τον Heidegger σε εκείνο το παλιό μου βιβλίο.
Αντίθετα, ελήφθη λιγότερο υπόψη αυτό που μετά από εκείνο το βιβλίο, για δεκάδες και δεκάδες χρόνια—γιατί τότε ήμουν είκοσι χρονών και όταν το έγραψα δεν είχα ακόμη κλείσει τα δεκαεννέα—έγραψα. Και αυτό έχει τον λόγο του, γιατί ενώ τότε έβλεπα στη κλασική μεταφυσική την αυθεντική κορύφωση της φιλοσοφικής αλήθειας, μέσα σε λίγα χρόνια—ένα σημείο αναφοράς μπορεί να είναι ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1956 και μεταφράστηκε επίσης στο Philosophy Today στην Αμερική—μέσα σε λίγα χρόνια συνέβη μια περιστροφή 360 μοιρών: η κλασική μεταφυσική εμφανίστηκε ως ο τόπος που υπερασπιζόταν με μεγαλύτερη δύναμη την ουσιώδη αλλοτρίωση της αλήθειας, την ουσιώδη τρέλα· όχι με την ψυχιατρική έννοια, αλλά με εκείνη την ουσιώδη έννοια που καθιστά δυνατή και την ψυχιατρική τρέλα. Όταν ο Laing θεωρούσε εκείνες τις μορφές τρέλας για τις οποίες τον επισκέπτονταν οι ασθενείς και του έλεγαν «δεν αισθάνομαι καλά». «Γιατί;» — «Γιατί στο σπίτι με θεωρούν τίποτα». Μπορεί κανείς να περιοριστεί στην ψυχιατρικο-νευρολογική διάγνωση της απάντησης του ασθενή, αλλά υπάρχει ένα υπόβαθρο νοημάτων—το να θεωρείται κανείς τίποτα—που είναι πολύ πιο πλούσιο σε συνεπαγωγές απ’ ό,τι φαίνεται στο κλινικό ψυχιατρικό ή νευρολογικό πεδίο.
Για αυτό έλεγα πριν ότι η «τρέλα», μια λέξη που χρησιμοποιεί ο Marx για τον καπιταλισμό, δεν είναι άστοχο να χρησιμοποιείται για την ιστορία της Δύσης. Ο Marx βλέπει μόνο την τρέλα του καπιταλισμού· αλλά ο καπιταλισμός ανήκει σε μια ευρύτερη τρέλα, που είναι ολόκληρη η ιστορία της Δύσης. Λοιπόν, έλεγα και κλείνω αυτή την πρώτη ενότητα: στο συνέδριο ειπώθηκαν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά η προσοχή στράφηκε κυρίως σε εκείνο το πρώτο νεανικό μου βιβλίο, στο οποίο με κάποιον τρόπο εξυμνείτο ο Heidegger ως ανοιχτή πόρτα προς την αυθεντικότητα της κλασικής μεταφυσικής. Όταν όμως ο λόγος αντιλαμβάνεται ότι εκείνη η αυθεντικότητα είναι αντίθετα η βαθύτερη αλλοτρίωση, τότε ο Heidegger από τη μια φαινόταν συμμέτοχος της τρέλας, όχι μόνο της κλασικής μεταφυσικής, αλλά ολόκληρης της δυτικής σκέψης—συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής, της καλλιτεχνικής, της καθημερινής. Όχι μόνο φαινόταν συμμέτοχος, αλλά και ως κάποιος που βοηθούσε με κάποιο τρόπο να αποστασιοποιηθούμε από την κλασική μεταφυσική. Αλλά «με κάποιο τρόπο» σημαίνει ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη συνέντευξη του Heidegger στο Spiegel—εκείνη που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του—ο δημοσιογράφος τον ρωτά: «Μα τότε, αφού λέτε ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί πια να σώσει, ότι δεν υπάρχει πια τίποτα να γίνει απέναντι στην τεχνική, τίποτα να γίνει, τι απομένει;» Και ο Heidegger, κάπως ανήσυχος, ερωτάται: «Μα τότε;» Και εκείνος απαντά: «Τότε μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει». Ένας Θεός, λοιπόν. Διότι, αν και ο Heidegger πάντα έλεγε ότι το Είναι δεν είναι Θεός, ένας Θεός ανήκει σε εκείνη την οντική διάσταση που ο Heidegger ποτέ δεν αρνήθηκε· έλεγε ότι είναι μια διάσταση σε σχέση με την οποία πρέπει να φτάσουμε στη ρίζα, είτε προς το οντολογικό θεμέλιο είτε προς το οντικό θεμέλιο, που θα κορυφωνόταν στο θείο.
Αλλά κατά κάποιο τρόπο ο ώριμος Heidegger απορρίπτει μεν τον αιώνιο Θεό της θωμιστικής, λαίμπνιτσιανής, σπινοζικής μεταφυσικής, όμως δεν απορρίπτει τη μορφή μιας δύναμης ικανής να σώσει—όχι τον άνθρωπο από τη βία και την αρνητικότητα της τεχνικής· στα γερμανικά το «σώζω» λέγεται retten. Ο Heidegger ονομάζει τον πολιτισμό της τεχνικής Gestell, επειδή είναι ένας πολιτισμός που οργανώνει και, θα έλεγε κανείς, «εγκιβωτίζει» τα πάντα, μειώνοντας κάθε πράγμα—συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου—σε χρηστική οντότητα. Τι είσαι εσύ αν δεν είσαι κάτι χρηστικό, ικανό να κάνει αυτό ή εκείνο; Δεν μετράς τίποτα.
Αντιπαρατίθεται λοιπόν ο Θεός που σώζει από την τεχνική· από εκείνη την τεχνική για την οποία ο Jünger—που πολύ ενδιέφερε τον Heidegger—μιλούσε ως «ολική κινητοποίηση». Να, η τεχνική είναι μια ολική κινητοποίηση που οργανώνει ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου.
Την πρώτη μέρα του συνεδρίου ο καθηγητής Von Erben είπε ότι θα είχα προφέρει μια φράση σκανδαλώδη—σκανδαλώδη από τη σκοπιά του Heidegger. Γιατί ο Heidegger λέει: «μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει» (retten), μπορεί να μας σώσει από το Gestell, από την τεχνική. Αλλά τι σημαίνει «σώζω»; Να μένω με τα χέρια σταυρωμένα ή να βάζω τα χέρια μέσα στον κόσμο τραβώντας τον έξω από την αρνητικότητα όπου βρίσκεται; Δηλαδή μια πράξη που, όσο σωτήρια κι αν είναι, είναι βαθύτατα μετασχηματιστική για τον κόσμο.
Λοιπόν, το retten αυτού του Θεού που μπορεί να μας σώσει είναι τα «αιθέρια» του πλατωνικού Δημιουργού· εκείνου του Δημιουργού εναντίον του οποίου, άλλωστε, ο Heidegger στράφηκε βαθιά. Ο Δημιουργός είναι—όπως λέει η ίδια η λέξη—Demi-urgos, δηλαδή ergon, δράση: είναι αυτός που δρα. Το Demi- αναγνωρίζεται στο Demos, λαός: δρα δημόσια. Αλλά αν πας να δράσεις ιδιωτικά; Όπως έλεγε ο Popper, και το έλεγε σωστά, να δρα κανείς ιδιωτικά είναι σαν να μη δρα· αν κανείς δεν αναγνωρίζει αυτό που κάνεις, δεν το κάνεις πραγματικά.
Επομένως, ο Θεός του Heidegger, ο «τελευταίος Θεός» που σώζει—retten—δηλαδή που σώζει τον άνθρωπο, έχει ακριβώς τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά εκείνης της δημιουργικής πράξης που βρίσκεται στη ρίζα του τεχνολογικού Gestell.
Αυτή ήταν η σκανδαλώδης πρόταση που είπα τότε· και κλείνω λέγοντας πως θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να τεθεί σε αντιπαράθεση ο Heidegger με όσα έχω πει τα τελευταία είκοσι χρόνια, γιατί τότε θα έπρεπε να μπει κανείς αναλυτικά στον δικό μου λόγο, και τα πράγματα θα γίνονταν εξαιρετικά περίπλοκα. Παρ’ όλα αυτά, είμαι ευγνώμων σε όσους παρενέβησαν, γιατί παρενέβησαν με γνώση της υπόθεσης, λέγοντας πράγματα που αξίζει να στοχαστεί κανείς.
Ο Heidegger και ο Νεοθετικισμός
Ε λοιπόν, όταν σπούδαζα, αμέσως μετά τη μελέτη του Heidegger, έδωσα μεγάλη προσοχή στον νεοθετικισμό, γιατί δεν πίστευα ότι ο Heidegger ήταν εκείνο το κέντρο της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα για το οποίο γινόταν λόγος. Τόσο είναι αλήθεια, που η μοναδική ιταλική μετάφραση του Der logische Aufbau der Welt (Η λογική κατασκευή του κόσμου) του Carnap, την έκανα εγώ. Μετέφρασα επίσης κι εκείνον τον άλλο μεγάλο νεοθετικιστή που δολοφονήθηκε από έναν λίγο τρελό και εντελώς ναζιστή φοιτητή στη Βιέννη· εκείνον που δολοφονήθηκε, όχι τον δολοφόνο: ήταν ο Moritz Schlick που δολοφονήθηκε.
Μετέφρασα το Das Fundament der Erkenntnistheorie (Το θεμέλιο της θεωρίας της γνώσεως), και αυτό επειδή μου φαινόταν ότι αυτή η τόσο διαδεδομένη εξύμνηση του Heidegger τείνει να χάνει από τα μάτια της τον ουσιώδη χαρακτήρα της φιλοσοφίας, που δεν είναι να εκφράζει κανείς τα προσωπικά του συναισθήματα, τον δικό του τρόπο να βλέπει τον κόσμο, τις προσωπικές του απόψεις. Αυτά είναι μυθιστορήματα, αυτή είναι λογοτεχνία, δεν είναι φιλοσοφία. Ήδη ο Πλάτων έλεγε: «φιλοσοφεῖν, μὴ μῦθον λέγειν»—να κάνεις φιλοσοφία σημαίνει να μη λες μύθους.
Η φιλοσοφία γεννιέται ακριβώς ως άρνηση του μύθου, γιατί ο μύθος είναι το να λες πώς θα ήθελες να είναι ο κόσμος· ενώ η φιλοσοφία απαιτεί να λες πώς είναι αναγκαίο να είναι ο κόσμος, ποιο πρόσωπο ταιριάζει κατ’ ανάγκην στον κόσμο. Ναι, ο Heidegger, αλλά είχε επίσης μεγάλη εκτίμηση και για τον νεοθετικισμό, έστω κι αν τελικά ο νεοθετικισμός δεν στέκεται· δεν στέκεται με αξιοπρέπεια, ας πούμε. Άλλο το μικρό λάθος, άλλο το μεγάλο λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου